ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 2 ΑΑΔ 154
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Εφεση Αρ. 7461)
8 Μαρτίου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΙΟΛΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
― ― ― ― ―
Ν. Λοΐζου,
Ο. Σοφοκλέους, για την Εφεσίβλητη.
― ― ― ― ―
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες για δημόσια εξύβριση του ομοχώριου του Ανδρέα Μαλεκίδη και του επιβλήθηκε πρόστιμο £60.- σε κάθε κατηγορία πλέον £100 έξοδα.Τα αδικήματα διαπράχθηκαν στις 5 και 6 Σεπτεμβρίου, 2001 αντίστοιχα στο χωριό Πλατανιστάσα. Οι φράσεις που χρησιμοποιήθηκαν είναι αισχρές και ακατονόμαστες.
Με την έφεση προσβάλλονται η καταδίκη και οι ποινές που έχουν επιβληθεί. Το σφάλμα αναφορικά με την καταδίκη εξειδικεύεται στο ότι το δικαστήριο επέτρεψε να προχωρήσει η ποινική διαδικασία ενώ αυτή θα έπρεπε να είχε διακοπεί ή ανασταλεί λόγω της μεγάλης και αδικαιολόγητης καθυστέρησης που μεσολάβησε από το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων μέχρι την έκδοση (9.6.2003) της προσβαλλόμενης απόφασης. Αναφέρθηκε συναφώς ότι εξαιτίας της καθυστέρησης, παραβιάστηκε το κατοχυρωμένο από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος δικαίωμα διάγνωσης της ποινικής ευθύνης του εφεσείοντα μέσα σε εύλογο χρόνο. Εχουμε διεξέλθει τα πρακτικά και η διαπίστωσή μας είναι ότι δεν υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 24.1.2002 και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 8.3.2002. Λόγω αλλαγής της διεύθυνσης του εφεσείοντα δεν κατέστη δυνατή η έγκαιρη επίδοση του κατηγορητηρίου. Ο εφεσείων παρουσιάστηκε στις 18.6.2002 και ο δικηγόρος του ζήτησε όπως αναβληθεί η υπόθεση στις αρχές Ιουλίου 2002 για να απαντήσει ο πελάτης του στις κατηγορίες γιατί όπως ανέφερε, ήθελε να δει κάποια θέματα που αφορούσαν την υπόθεση. Η υπόθεση αναβλήθηκε για απάντηση στις 3.7.2002 αλλά και πάλι ο δικηγόρος ζήτησε αναβολή γιατί όπως ανέφερε, «υπάρχει ενδεχόμενο να αλλάξει η πορεία της υπόθεσης». Ενόψει τούτου η υπόθεση αναβλήθηκε στις 31.7.2002. Ο εφεσείων αρνήθηκε ενοχή στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε και η υπόθεση αναβλήθηκε για ακρόαση σε σύντομη ημερομηνία. Κατά την ορισθείσα δικάσιμο, ο δικηγόρος του εφεσείοντα ζήτησε αναβολή της ακρόασης γιατί όπως ανέφερε, λόγω μετακόμισης του γραφείου του παρέλειψε να υποβάλει αίτηση για να πάρει τις καταθέσεις. Το αίτημα εγκρίθηκε και η ακρόαση της υπόθεσης άρχισε στις 8.5.2003. Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας ο εφεσείων άλλαξε απάντηση στις κατηγορίες που αφορούσαν το αδίκημα της δημόσιας εξύβρισης και η Κατηγορούσα Αρχή απέσυρε την κατηγορία για απειλή βιαιοπραγίας που ο εφεσείων αντιμετώπιζε με βάση το ίδιο κατηγορητήριο. Η εν λόγω κατηγορία απορρίφθηκε και ο εφεσείων αθωώθηκε. Ο δικηγόρος του εφεσείοντα ζήτησε αναβολή γιατί δεν ήταν έτοιμος να αγορεύσει για μετριασμό της ποινής. Το αίτημα εγκρίθηκε και κατά τη νέα δικάσιμο, η δικηγόρος που εμφανίστηκε για τον εφεσείοντα αποσύρθηκε λόγω διαφωνίας με τον πελάτη της. Ο εφεσείων ζήτησε άδεια να αλλάξει απάντηση στις κατηγορίες από παραδοχή σε μη παραδοχή. Η άδεια δόθηκε και ο εφεσείων, αφού επανακατηγορήθηκε, αρνήθηκε ενοχή. Η δίκη συνεχίστηκε και συμπληρώθηκε αυθημερόν με την ex tempore έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Τα γεγονότα που μόλις έχουμε παραθέσει καταδείχνουν ότι οι περισπασμοί στην πορεία της υπόθεσης προήλθαν εξαιτίας των αλλεπάλληλων αναβολών που ζητήθηκαν από τον εφεσείοντα και εγκρίθηκαν από το δικαστήριο.
Παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξε καθυστέρηση η οποία να παραβιάζει το δικαίωμα του εφεσείοντα για διάγνωση της ποινικής του ευθύνης μέσα σε εύλογο χρόνο εντούτοις θεωρούμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε ότι σε κάθε περίπτωση που για την καθυστέρηση ευθύνεται αποκλειστικά ο κατηγορούμενος ο τελευταίος δεν μπορεί να επικαλείται την καθυστέρηση ως παράγοντα για μετριασμό της ποινής. Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Βαρνάβα (1999) 2 ΑΑΔ 638 και Κουλλαπής ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 273. Στην προκείμενη περίπτωση οι πλείστες αναβολές που επέφεραν την επιμήκυνση του χρόνου εκδίκασης της υπόθεσης ζητήθηκαν από τον εφεσείοντα.
Αναφορικά με το θέμα των ποινών ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να λάβει επαρκώς υπόψη τη μεγάλη καθυστέρηση που σημειώθηκε στην εκδίκαση της υπόθεσης. Χωρίς να χρειάζεται να επαναλάβουμε ό,τι έχουμε ήδη προαναφέρει, θεωρούμε πως δεν υπεισερχόταν το στοιχείο της καθυστέρησης ως παράγων που θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη για μετριασμό της ποινής.
Ως ανυπόστατο κρίνουμε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι το δικαστήριο όφειλε να επανακαλέσει τους μάρτυρες που κατέθεσαν για να αντεξεταστούν από το νέο δικηγόρο που ανέλαβε την υπεράσπισή του όταν για δεύτερη φορά άλλαξε την απάντησή του από παραδοχή σε μη παραδοχή. Δεν υποβλήθηκε τέτοιο αίτημα ούτε προέκυψε ο,τιδήποτε στη βάση του οποίου το δικαστήριο θα έπρεπε να ενεργήσει κατ΄ εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 54* του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155.
Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.
B>
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.
Π. ΚΑΛΛΗΣ, Δ.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.