ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 2 ΑΑΔ 127

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 7400)

24 Φεβρουαρίου, 2004

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείοντα,< /P>

v.

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΚΑΨΟΥ,

Εφεσίβλητου.

 

Ε. Αντωνίου (κα), για τον Εφεσείοντα.

Ο Εφεσίβλητος εμφανίζεται προσωπικά.

 

H ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος αντιμετώπιζε ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας τέσσερις κατηγορίες. Συγκεκριμένα κατηγορείτο για κλοπή υπό δημοσίου υπαλλήλου κατά παράβαση των άρθρων 255, 267 και 29 του Κεφ. 154, για κατάχρηση εξουσίας κατά παράβαση του άρθρου 105 του Κεφ. 154 και δύο κατηγορίες για παρεμπόδιση πειθαρχικής έρευνας κατά παράβαση του άρθρου 122(β) του Κεφ. 154. Στις δύο πρώτες κατηγορίες αναφέρεται ως χρόνος διάπραξης των αδικημάτων η 5.12.1998 και στις υπόλοιπες δύο ως χρόνος προσδιορίζετο μεταξύ της 1ης Ιουνίου και 1ης Σεπτεμβρίου 1999.

Μετά από μια μακρά ακροαματική διαδικασία κατά την οποία κλήθησαν και έδωσαν ένορκη μαρτυρία 22 μάρτυρες για την Κατηγορούσα Αρχή, το Κακουργιοδικείο δέχθηκε την εισήγηση της Υπεράσπισης του εφεσίβλητου, που υποβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 74(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του κατηγορουμένου επαρκώς ώστε να υποχρεούται να προβάλει την υπεράσπιση του. Έτσι το Κακουργιοδικείο αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσίβλητο σ΄ όλες τις κατηγορίες.

Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης όπως προκύπτουν από την εκτεταμένη μαρτυρία που παρουσιάστηκε στο Κακουργιοδικείο και συνοπτικά αναφέρονται στην απόφαση του έχουν ως ακολούθως:-

Ο εφεσίβλητος από την 1.9.1998 κατείχε τη θέση του πρέσβη της Κυπριακής Δημοκρατίας και ήταν διαπιστευμένος στο Κάιρο.

Περί το τέλος Σεπτεμβρίου του 1998 η Αποστολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που εδρεύει στην Αίγυπτο απέστειλε, με φαξ, επιστολή στην πρεσβεία, απευθυνόμενη προς τη σύζυγο του εφεσίβλητου-πρέσβη, με την οποία επαναβεβαίωνε προηγούμενη συνάντηση κατά τον Ιούλιο και ανακοίνωνε νέα συνάντηση για την 7η Οκτωβρίου για συζήτηση των λεπτομερειών για τη διοργάνωση του "European Christmas Bazaar 1998". Φαίνεται ότι η ομάδα που ανέλαβε την πιο πάνω διοργάνωση αποτελείτο από τους συζύγους πρέσβεων ευρωπαϊκών χωρών. Το φιλανθρωπικό παζαράκι (Bazaar) θα πραγματοποιείτο στις 5.12.1998 στο ξενοδοχείο Nile Hilton τα δε έσοδα της κάθε πρεσβείας από τις πωλήσεις θα διετίθεντο για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Στις συσκέψεις για τη διοργάνωση του μετείχε η υπεύθυνη του προξενικού τμήματος της πρεσβείας της Κύπρου, Χριστίνα Μαυρουδή. Στην πρώτη συνάντηση έλαβε μέρος η σύζυγος του εφεσίβλητου. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της κας Μαυρουδή η Κυπριακή πρεσβεία θα διέθετε στο φιλανθρωπικό παζαράκι κυπριακά κρασιά. Εν τέλει όμως στο φιλανθρωπικό παζαράκι εκτέθησαν πέραν των ποτών και ασημικά και λευκαρίτικα κεντήματα.

Το φιλανθρωπικό παζαράκι πράγματι έγινε στο Nile Hilton στις 5.12.1998, και διήρκεσε από τις 9 το πρωί μέχρι το απόγευμα. Έγιναν διάφορες πωλήσεις κυρίως ποτών, και οι εισπράξεις ανήλθαν στις 11.500 λίρες Αιγύπτου (η συναλλαγματική ισοτιμία της Κυπριακής λίρας αντιστοιχούσε, κατά τον επίδικο χρόνο, σε 6.76 Αιγυπτιακές). Το ποσό αυτό παραδόθηκε στον εφεσίβλητο μαζί με αναλυτικό κατάλογο των πωλήσεων. Για τις πωλήσεις δεν εκδίδοντο οποιεσδήποτε αποδείξεις τα δε ποσά που εισπράττοντο εναποτίθεντο σε ένα κουτί. Εκτός από τα ποτά πωλήθησαν επίσης μικρός αριθμός ασημικών και ένα λευκαρίτικο κέντημα. Αυτά είχαν αποσταλεί στην πρεσβεία από το Υπουργείο εξωτερικών επί τη ευκαιρία της δεξίωσης της 1ης Οκτωβρίου 1998.

Την επομένη της εκδήλωσης ο εφεσίβλητος ανέθεσε στην υπεύθυνη του προξενικού τμήματος της πρεσβείας, Χριστίνα Μαυρουδή να του ετοιμάσει κατάσταση απόρων Κυπρίων που ζούσαν στο Κάιρο στους οποίους θα διαμοίραζε το καθαρό ποσό των εισπράξεων από το παζαράκι. Πράγματι ετοιμάστηκε κατάλογος με τα ονόματα των οικογενειών Λαζαρίδη, Πετούση και των αδελφών Γεωργαλλίδη.

Από τη μαρτυρία προέκυψε ότι ο εφεσίβλητος από το ποσό που εισπράχθηκε έδωσε στο Μ.Κ.16 Ιωάννη Χ'Βασίλη ποσό 3.000 λιρών Αιγύπτου και στην οικογένεια Πετούση περίπου 1.000.

Σχετικά με τις κατηγορίες 3 και 4 που αφορούν παρεμπόδιση πειθαρχικής έρευνας από τον εφεσίβλητο η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής συνίστατο από την ένορκη μαρτυρία της Χριστίνας Μαυρουδή και του Αλέξανδρου Πετούση. Η πρώτη κατέθεσε ότι στις 9 ή τις 10 Αυγούστου ο εφεσίβλητος την προέτρεψε να πάρει άδεια απουσίας από την πρεσβεία για να μη δοθεί η ευκαιρία στον ερευνώντα λειτουργό, Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, να της ζητήσει να δώσει κατάθεση. Σε άρνηση της ο εφεσίβλητος την προέτρεψε όπως στην κατάθεση της προς τον ερευνώντα λειτουργό αναφέρει ότι οι εισπράξεις από το παζαράκι ανήρχοντο μόνο σε 5.000 λίρες Αιγύπτου εκ των οποίων διατέθησαν οι 3.000 και το υπόλοιπο των 2.000 λιρών το κρατούσε η ίδια για να το διανείμει σε απόρους. Ο δεύτερος Αλέξανδρος Πετούσης κατέθεσε ότι ο εφεσίβλητος δύο φορές τον προέτρεψε να καταθέσει στον ερευνώντα λειτουργό, ψευδώς, ότι του έδωσε ως βοήθεια το συνολικό ποσό των 5.000 λιρών Αιγύπτου.

Το Κακουργιοδικείο ορθά παρέθεσε εν εκτάσει τη νομική θέση επί του θέματος και αναφέρθηκε στην στην Αγγλική Πρακτική (1962) 1 All E.R. 448 και στις αποφάσεις Azinas and Another v. Police (1981) 2 C.L.R. 9, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133 και R. v. Galbraith (1981) 2 All E.R. 1061. Ακολούθως προέβη σε εκτενή ανάλυση και σχολιασμό της ενώπιον του μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής. Κατέληξε ότι, όσον αφορά τις δύο πρώτες κατηγορίες, υπήρχε τέτοια διάσταση μεταξύ των μαρτύρων και τέτοια ασάφεια όσον αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς των αντικειμένων που επωλήθησαν και ειδικά των ποτών, που ήταν αδύνατο να καταλήξει (το Κακουργιοδικείο) «σε θετικό συμπέρασμα, έστω και εκ πρώτης όψεως ότι τα ποτά που διετέθησαν στην εκδήλωση ανήκαν στην Κυπριακή Δημοκρατίας». Η καταληκτική δε θέση του Κακουργιοδικείου, όσον αφορά πάντα τις κατηγορίες αρ. 1 και 2, είναι η εξής όπως φαίνεται στην απόφαση του:-

«Ενόψει των πιο πάνω δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι το ποσό των Λιρών Αιγύπτου 11.500 (Λ.Κ.1.700 περίπου), το οποίο κατηγορείται ο Κατηγορούμενος ότι οικειοποιήθηκε, προέκυψε από προϊόντα, ιδιοκτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας και κατά συνέπεια ότι ανήκε στην Κυπριακή Δημοκρατία.»

Όσον δε αφορά τις κατηγορίες 3 και 4 το Κακουργιοδικείο κατέληξε ως εξής:-

«Ενόψει όλων των πιο πάνω, βρίσκουμε ότι η μαρτυρία που περιβάλλει το αδίκημα της κατηγορίας 3 είναι τόσο ασαφής και αβέβαιη, ώστε να μην δικαιολογείται εκ πρώτης όψεως συμπέρασμα ότι κατά το χρόνο του επίμαχου τηλεφωνήματος διεξαγόταν πειθαρχική έρευνα αναφορικά με τη Χριστουγεννιάτικη εκδήλωση της 5.12.98. Η ανάγκη απόδειξης ότι αντικείμενο της έρευνας που διεξάγεται είναι συγκεκριμένο πειθαρχικό παράπτωμα, είναι απαραίτητο στοιχείο για απόδειξη της κατηγορίας, διαφορετικά δεν βλέπουμε πώς είναι δυνατό να αποδοθεί σε ένα πρόσωπο η απαιτούμενη ένοχη σκέψη (mens rea) να «επηρεάσει» πειθαρχική έρευνα όταν είναι άγνωστο για ποιο θέμα διεξάγεται η έρευνα. Κατά συνέπεια, βρίσκουμε ότι δεν έχει αποδειχθεί το πιο πάνω συστατικό στοιχείο, ήτοι «η διεξαγομένη» έρευνα κατά το χρόνο του επίμαχου τηλεφωνήματος. Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγουμε ότι δεν έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση στην 3η κατηγορία.

Αναφορικά με την κατάθεση του ΜΚ12, Πετούση, επί της οποίας στηρίζεται η 4η κατηγορία, την οποία έχουμε παραθέσει αναλυτικά πιο πάνω και ως εκ τούτου δεν κρίνουμε σκόπιμο να επαναλάβουμε, βρίσκουμε ότι είναι τόσο αντινομική που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασιστεί πάνω της και να καταδικάσει.»

Ο εφεσείων προβάλλει δέκα λόγους έφεσης για ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης του Κακουργιοδικείου. Όλοι οι λόγοι είναι συναφείς. Ισχυρίζεται ο εφεσείων με τους λόγους έφεσης, ότι το Κακουργιοδικείο εφάρμοσε πλημμελώς το νόμο στα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης και συγκεκριμένα ότι οι αρχές δικαίου που ισχύουν σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 174(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, εφαρμόστηκαν πλημμελώς στα πραγματικά γεγονότα και οδήγησαν στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του εφεσίβλητου. Ο εφεσείων ισχυρίζεται, ότι το Κακουργιοδικείο προσεγγίζοντας, στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής δεν περιορίστηκε στη νομολογιακά καθιερωμένη υποχρέωση του να διαπιστώσει μόνο κατά πόσο υπήρχε μαρτυρία η οποία, αν γινόταν τελικά αποδεκτή, θα μπορούσε να αποτελέσει βάση για καταδίκη του κατηγορουμένου από ένα λογικό Δικαστήριο αλλά επεκτάθηκε ανεπίτρεπτα σε ουσιαστική αξιολόγηση της μαρτυρίας προβαίνοντας σε σύγκριση του ενός μάρτυρα προς τον άλλο για να επισημάνει μη ουσιώδεις διαφορές και αντιφάσεις. Εσφαλμένα, ισχυρίζεται, το Κακουργιοδικείο αποφάσισε ότι υπήρχε διάσταση απόψεως μεταξύ των μαρτύρων κατηγορίας ως προς την προέλευση καν του ιδιοκτήτη των ποτών, τα οποία πωλήθησαν στο Χριστουγεννιάτικο παζαράκι. Εσφαλμένο επίσης, ισχυρίζεται, είναι και το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι η μαρτυρία που αναφέρεται στην κατηγορία 3 είναι ασαφής και αβέβαιη και, όσον αφορά την κατηγορία 4, «ότι δεν θα μπορούσε να αποδοθεί σ΄ ένα πρόσωπο η απαιτούμενη «ένοχη σκέψη» να επηρεάσει πειθαρχική έρευνα όταν είναι άγνωστο γιατί διεξάγεται η έρευνα.»

Τέθηκε από τον εφεσίβλητο και στη συνέχεια από το Εφετείο θέμα εκδίκασης ποινικής υπόθεσης εντός ευλόγου χρόνου όπως διασφαλίζεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Οι δικηγόροι των διαδίκων συμφώνησαν ότι προέχει η εξέταση του θέματος αυτού προ της εξέτασης των λόγων έφεσης που προβάλλει ο εφεσείων γιατί το θέμα είναι πολύ σημαντικό και τυχόν επιτυχία του θα είναι καταλυτική για την υπόθεση. Τη θέση αυτή ασπάσθηκε και το Εφετείο.

Προέχει η παράθεση της πορείας που ακολούθησε η ποινική αυτή υπόθεση.

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο τα αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκε ο εφεσίβλητος διεπράχθησαν τον Αύγουστο του 1998. Ένα χρόνο αργότερα άρχισε έρευνα για τα αδικήματα αυτά η οποία κατέληξε σε διατύπωση πειθαρχικών κατηγοριών ενώπιον της ΕΔΥ εναντίον του εφεσίβλητου. Η πειθαρχική δίκη άρχισε τελικά ενώπιον της ΕΔΥ στις 4.2.2000. Η πειθαρχική δίκη συνεχιζόταν μέχρι και τις 12.12.2000 χωρίς να ολοκληρωθεί. Στις 18.1.2001 (ένα χρόνο σχεδόν μετά την έναρξη της πειθαρχικής διαδικασίας) η πειθαρχική δίκη διεκόπη με οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα γιατί άρχισε η διεξαγωγή ποινικής έρευνας για τα ίδια αδικήματα. Η ποινική έρευνα ολοκληρώθηκε σε ένα μήνα περίπου και στις 23.2.2001 καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο η παρούσα ποινική υπόθεση, η οποία ορίσθηκε στις 4.4.2001 για να απαντήσει ο κατηγορούμενος. Η απάντηση του ήταν μη παραδοχή των κατηγοριών. Το Κακουργιοδικείο όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 5.6.2001. Δεν άρχισε όμως η δίκη. Το Κακουργιοδικείο, λόγω έλλειψης χρόνου, ανέβαλε την ακρόαση σε οκτώ μήνες αργότερα, την 5.2.2002. Και πάλιν όμως η δίκη δεν άρχισε. Το Κακουργιοδικείο, λόγω έλλειψης χρόνου, την ανέβαλε εκ νέου σε τέσσερις μήνες αργότερα, την 27.5.2002. Την ημερομηνία αυτή ο δικηγόρος του εφεσίβλητου ζήτησε άδεια να αποχωρήσει λόγω προφανούς διάστασης των απόψεων του με τον εφεσίβλητο για τον περαιτέρω χειρισμό της υπόθεσης. Ο εφεσίβλητος αναγκαστικά ζήτησε αναβολή για να διορίσει νέο δικηγόρο για να τον υπερασπίσει. Το Κακουργιοδικείο ανέβαλε εκ νέου την ακρόαση για την 9.9.2002. Τελικά η δίκη άρχισε και περατώθηκε, τέσσερις μήνες αργότερα, με την έκδοση της αθωωτικής απόφασης στις 15.1.2003.

Ο εφεσίβλητος στο γραπτό διάγραμμα της αγόρευσης του ισχυρίζεται «πως παραβιάστηκε το συνταγματικό του δικαίωμα για διάγνωση ποινικής κατηγορίας εντός ευλόγου χρόνου και επομένως η συνεχιζόμενη ποινική διαδικασία είναι άκυρη και δεν μπορεί να συνεχίσει.» Ο εφεσίβλητος στηρίζει τη θέση αυτή στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και στο Άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. (βλέπε Κυρωτικό Νόμο 157/62). Ισχυρίζεται ο εφεσίβλητος ότι η ποινική πτυχή της υπόθεσης ήταν σε γνώση του Γενικού Εισαγγελέα από το Καλοκαίρι του 1999. Εν τούτοις παρέλειψε να κινηθεί ποινικά και άφησε για μια περίοδο ενός έτους να προχωρεί, χωρίς να περατωθεί, διαδικασία πειθαρχικής φύσεως ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας.

Ακολούθως ο Γενικός Εισαγγελέας διέκοψε την πειθαρχική δίκη και καταχώρησε στις 23.2.2001 την ποινική υπόθεση στο Κακουργιοδικείο. Έκτοτε αναβλήθηκε επανειλημμένα από το Κακουργιοδικείο χωρίς να έχει ο ίδιος υπαιτιότητα για τούτο και τελικά δύο χρόνια μετά εκδόθηκε η εφεσιβαλλόμενη απόφαση. Η ασκηθείσα έφεση στις 23.1.2003 ορίσθηκε για ακρόαση στις 18.12.2003 και περατώθηκε αυθημερόν.

Η ευπαίδευτος δικηγόρος της Δημοκρατίας υπέβαλε ότι ο διαρρεύσας χρόνος δεν είναι τόσο μεγάλος που να εκφεύγει εκτός του ευλόγου χρονικού ορίου που θέτει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και της σχετικής νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, που είναι παρόμοιο με το άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης έχει ως ακολούθως:-

«30.1 .................................................. .................................................. ............................................

  1. Έκαστος, κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ΄ αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου διά νόμου.»

Είναι πρωταρχική ευθύνη του Δικαστηρίου να διασφαλίσει το Συνταγματικό αυτό δικαίωμα του κατηγορουμένου δηλαδή αυτό της διάγνωσης της ποινικής ευθύνης ενός κατηγορουμένου εντός ευλόγου χρόνου (Βλέπε: Γαβριηλίδης ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 7469, ημερ. 22.9.2003).

Το Άρθρο 30.2 είναι ταυτόσημο με το άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Ως εκ τούτου η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι παράλληλη και παρόμοια με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην υπόθεση Γαβριηλίδη (πιο πάνω) αναφέρεται ότι «Η επί του προκειμένου νομολογία μας είναι ταυτόσημη με εκείνη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.»

Η διάγνωση της ποινικής ευθύνης ενός κατηγορουμένου εντός ευλόγου χρόνου αποτελεί ανεξάρτητο και αυτοτελές δικαίωμα και δεν εξετάζεται σε συνάρτηση με το δικαίωμα για δίκαιη δίκη. (Βλέπε: Procurator Fiscal v. Watson (2002) 4 All E.R. 1 και Porter v. Maggil (2002) 2 W.L.R. 37).

Στην εμπεριστατωμένη απόφαση του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού στην υπόθεση Δημοκρατίας ν. Κώστα Μέλιου Μενελάου, Υπόθεση αρ. 520/2000, ημερ. 24.10.2003, γίνεται ευρεία ανασκόπηση τόσο της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όσο και της Αγγλικής και Κυπριακής Νομολογίας. Σ΄ αυτή καθυστέρηση 3½ χρόνων μετά την καταχώρηση της υπόθεσης κρίθηκε ότι παραβίαζε το θεμελιακό δικαίωμα του κατηγορουμένου για τη διάγνωση της ποινικής του ευθύνης εντός ευλόγου χρόνου και ανέκοψε την πορεία της δίκης και απάλλαξε τον κατηγορούμενο.

Είναι προφανής ο σκοπός της συνταγματικής πρόνοιας. Είναι η προστασία του κατηγορουμένου από τις υπερβολικές καθυστερήσεις. Δεν είναι δυνατό ένας κατηγορούμενος να τελεί σε μακροχρόνια κατάσταση αβεβαιότητας για τη διάγνωση της ποινικής του ευθύνης. Στην αγγλική υπόθεση Mills v. Her Majesty΄s Advocate (2002) 3 W.L.R. 1597, στη σελίδα 1604 ο Δικαστής Λόρδος Steyn αναφέρει τα ακόλουθα ανασκοπώντας την Ευρωπαϊκή νομολογία:-

«First, "in criminal matters, especially, it is designed to avoid that a person charged could remain too long in a state of uncertainty about his fate" ... Secondly it is recognized that lapse of time may result in the loss of exculpatory evidence or in a deterioration in the quality of evidence generally. Thirdly, it has been said that "the safety of a verdict reached a considerable time after the offence often become(s) the subject of controversy (and) undermine(s) public confidence in the criminal justice system."».

Τόσο η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όσο και η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου θεωρεί το δικαίωμα για δίκη εντός ευλόγου χρόνου ως εξαιρετικής σημασίας για την ορθή, αποτελεσματική και αξιόπιστη απονομή της Δικαιοσύνης. Ευθύνη προς τούτο φέρει το κράτος που είναι υπεύθυνο για την καλή οργάνωση του δικαστικού συστήματος ούτως ώστε να επιτυγχάνεται η εκδίκαση τόσο των πολιτικών υποθέσεων και ιδιαίτερα των ποινικών υποθέσεων μέσα σε εύλογο χρόνο. (Βλέπε: Kφnig v. Germany (1978) 2 E.H.R.R. 170 και Sussman v. Germany (1998) 25 E.H.R.R. 64). Εξάλλου με το Άρθρο 35 του Κυπριακού Συντάγματος επιβάλλεται υποχρέωση σε κάθε μια από τις τρεις εξουσίες, τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική όπως διασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του μέρους ΙΙ «Περί των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών.»

Η καθόλου νομολογία δεν καθορίζει χρονική περίοδο καθυστέρησης, υπέρβαση της οποίας θα θεωρείται ότι θα έβγαινε έξω από τα όρια του ευλόγου χρόνου. Και δεν ήταν δυνατό να γίνει διαφορετικά. Στον καθορισμό του μέτρου κρίσης για το εύλογο του χρόνου πρέπει να ληφθούν υπόψη τόσο τα περιστατικά κάθε υπόθεσης, το περίπλοκο και οι εγγενείς δυσκολίες της υπόθεσης, η καθόλου στάση των ανακριτικών και δικαστικών αρχών καθώς και εκείνη του κατηγορουμένου. Στην υπόθεση Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203 ο Πικής, Δ. (όπως ήταν τότε) συνοψίζοντας τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τον καθορισμό του μέτρου για το εύλογο του χρόνου, στη σελ. 222 ανέφερε τα εξής:-

«Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υποστηρίζει, όπως υποδεικνύεται, ότι στον καθορισμό του μέτρου για το εύλογο του χρόνου για την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας, με αφετηρία την ημέρα σύλληψης του κατηγορουμένου, λαμβάνονται υπόψη τα περιστατικά και το περίπλοκο της υπόθεσης, η συμπεριφορά των ανακριτικών και δικαστικών Αρχών, καθώς και εκείνη του κατηγορουμένου. Οι ίδιες αρχές υποστηρίζονται και από την απόφαση της δικαστικής επιτροπής του αγγλικού Ανακτοβουλίου (P.C.) στην υπόθεση Bell v. DPP of Jamaica (1985) 2 All E.R. 585, στην οποία ερμηνεύθηκαν οι πρόνοιες του άρθρου 20(1) του Συντάγματος της Ιαμαϊκής που αντιστοιχούν σε μεγάλο βαθμό με εκείνες που κατοχυρώνονται από το άρθρο 30.2 του Κυπριακού Συντάγματος. Άξιες μνείας είναι επίσης οι παρατηρήσεις του Δικαστηρίου στην υπόθεση εκείνη ότι και σύμφωνα με τις αρχές του κοινού Δικαίου τα δικαστήρια έχουν συμφυή δικαιοδοσία να παρεμποδίσουν καθυστερήσεις στην εκδίκαση υποθέσεων που οδηγούν σε καταπιεστική (oppressive) μεταχείριση του κατηγορουμένου.»

Από την επισκόπηση της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου προκύπτει ότι πάροδος περιόδου 3-5 χρόνων από τη σύλληψη του κατηγορουμένου μέχρι την τελική εκδίκαση (και κατ΄ έφεση) της υπόθεσης θεωρήθηκε ότι παραβίαζε την επιταγή του ευλόγου χρόνου του άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Και η πάροδος όμως συντομότερου χρόνου είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι παραβιάζει το άρθρο 6.1 εάν καμιά δικαιολογία δεν δοθεί για την παντελή αδράνεια που παρατηρήθηκε. Στην υπόθεση Bunkate v. The Netherlands (1995) 19 E.H.R.R. 477 πάροδος μόνο 15 μηνών που παρήλθε μεταξύ της άσκησης έφεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο από τον κατηγορούμενο και της διαβίβασης του φακέλου της υπόθεσης από το Εφετείο στο Ανώτατο Δικαστήριο, θεωρήθηκε, αφού δεν δόθηκε καμιά δικαιολογία, ότι παραβίαζε την επιταγή του ευλόγου χρόνου.

Καθοδηγητικές επίσης είναι και αποφάσεις επί του θέματος της Κυπριακής νομολογίας όπως, μεταξύ άλλων, τις Tsiarta and Another v. Yiapana and Another (1962) C.L.R. 198, Nicola v. Christofi and Another (1965) 1 C.L.R. 324, Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257, Δημητρίου ν. Γαβριήλ, Πολιτική Έφεση 1051, ημερ. 21.4.2000, Χριστόπουλος ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 6892, ημερ. 28.2.2001 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Aboul Kareen Ban Othen, Ποινική Έφεση αρ. 7191, ημερ. 18.12.2001.

Την πορεία της ποινικής αυτής υπόθεσης την έχουμε διαγράψει προηγουμένως. Ήδη έχουν παρέλθει πεντέμιση χρόνια από την κατ΄ ισχυρισμόν διάπραξη των αδικημάτων από τον εφεσίβλητο και τεσσεράμιση χρόνια από την έναρξη της διερεύνησης των.

Ο κατηγορούμενος έχει αθωωθεί. Επομένως, το ζήτημα της δίκης εντός ευλόγου χρόνου, όπως αυτό τίθεται ενώπιόν μας, συναρτάται προς την έφεση που ασκήθηκε. Η επιτυχία έφεσης ως η παρούσα δεν θα ήταν δυνατό να απολήξει σε οριστική απόφαση με την οποία θα διακριβωνόταν η ποινική ευθύνη του εφεσίβλητου. Αν κρινόταν ότι τα επιχειρήματα του εφεσείοντα είναι βάσιμα θα παραμεριζόταν η πρωτόδικη απόφαση σύμφωνα με την οποία δεν είχε στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Οπότε, κατ΄ ανάγκην, θα ετίθετο ζήτημα επανεκδίκασης, η οποία, σε κάθε περίπτωση διατάσσεται κατά ενάσκηση διακριτικής εξουσίας. Η επανεκδίκαση θα απαιτούσε χρόνο, που δεν θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε τώρα, και, ενόψει των διαπιστώσεων αναφορικά με τα διατρέξαντα από τη γέννηση του θέματος όπως τα παραθέσαμε, σε καμιά περίπτωση δεν θα είμαστε διατεθειμένοι να διατάξουμε επανεκδίκαση. Η επανεκδίκαση θα σήμαινε νέα εξ αρχής διαδικασία το 2004 για ό,τι φέρεται να έχει διαπραχθεί χρόνια προηγουμένως και, στο πλαίσιο των περιστατικών δεν θα ήταν δίκη εντός ευλόγου χρόνου. (Βλέπε: Χριστόπουλος ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 100 και Bell v. D.P.P. of Jamaica (1985) 2 All E.R. 585). Ενόψει αυτής της κατάληξης δεν εξυπηρετεί η εξέταση άλλου θέματος.

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

Δ

 

 

Δ.

 

 

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο