ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 2 ΑΑΔ 118
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 7587)
20 Φεβρουαρίου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΠΡΑΞΟΥΛΛΑ ΚΑΡΑΝΙΚΚΗ,
Εφεσείουσα,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_________________________
Ε. Ευσταθίου με Γ. Τρίγκα ,
για την Εφεσείουσα.Κ. Λοϊζου (κα.), για την Εφεσίβλητη.
__________________________
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.
: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.____________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα κρίθηκε ένοχη μετά από παραδοχή της στο αδίκημα της εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των άρθρων 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Παραθέτουμε τα σχετικά με τη διάπραξη του αδικήματος γεγονότα, όπως έχουν συνοψισθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο:
Την 3.5.02 η εφεσείουσα επισκέφθηκε την υπεραγορά «ΜΕΤΡΟ» στη Λακατάμια και ψώνισε διάφορα εμπορεύματα αξίας £207,59 σεντ. Προς πληρωμή εξέδωσε στην ταμία της υπεραγοράς επιταγή της Λαϊκής Τράπεζας με αριθμό 05246100, για το ποσό των £307,59 σεντ, με ημερομηνία εξαργύρωσης την ίδια ημέρα, ενώ γνώριζε ότι η επιταγή της δε θα μπορούσε να τιμηθεί αφού δεν υπήρχαν κεφάλαια στο λογαριασμό της. Όταν η ταμίας πήρε την επιταγή ενημέρωσε την υπεύθυνη στο ταμείο της υπεραγοράς και ζήτησε έγκριση για να δώσει στην εφεσείουσα το υπόλοιπο ποσό των £100.- σε μετρητά όπως της είχε ζητήσει. Η έγκριση χορηγήθηκε και το ποσό των £100.- δόθηκε ως ρέστα στην εφεσείουσα. Η επιταγή κατατέθηκε στη Λαϊκή Τράπεζα στις 10.5.02, αλλά επιστράφηκε ανεξαργύρωτη αφού δεν υπήρχαν καθόλου κεφάλαια για να καλύψουν την πληρωμή της. Έγιναν προσπάθειες για επικοινωνία με την εφεσείουσα πλην όμως αυτή δεν ανευρισκόταν. Η υπόθεση καταγγέλθηκε στην αστυνομία όπου εν καιρώ η εφεσείουσα εντοπίστηκε και έδωσε θεληματική κατάθεση παραδεχόμενη το επίδικο αδίκημα. Κατηγορήθηκε γραπτώς και απάντησε: «Πρόκειται για λάθος και απολογούμαι». Η εφεσείουσα αποζημίωσε πλήρως τους παραπονούμενους στις 25.4.03.
Η εφεσείουσα βαρύνεται με μια προηγούμενη καταδίκη στην υπόθεση 31376/99 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας όπου στις 3.11.00, καταδικάστηκε για το αδίκημα της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα και της επιβλήθηκε ποινή προστίμου £60.-
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στην εφεσείουσα ποινή φυλάκισης 3 μηνών. Έλαβε υπόψη την άμεση ομολογία και παραδοχή της στις ανακριτικές αρχές, την παραδοχή της στο δικαστήριο (αν και δεν ήταν άμεση, με αποτέλεσμα να μειώνεται κάπως το μετριαστικό της εκτόπισμα), την ηλικία της (είναι 34 χρονών), τις οικογενειακές και προσωπικές της περιστάσεις, το γεγονός ότι το βράδυ της ημέρας επιβολής της ποινής αναμένετο να αρραβωνιαστεί, τις άμεσες και απώτερες συνέπειες (οικονομικές και άλλες) της καταδίκης και ποινής της τόσον στην ίδια όσον και στην οικογένειά της, το ενδεχόμενο να απωλέσει την εργασία της ως δημόσια υπάλληλος, την πλήρη αποζημίωση των παραπονούμενων, την μεταμέλεια και απολογία της και το χρόνο διάπραξης του αδικήματος, το χρόνο που μεσολάβησε μέχρι την καταχώρηση του κατηγορητηρίου και από εκεί μέχρι σήμερα.
Σε σχέση με την προηγούμενη καταδίκη της εφεσείουσας το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι η προηγούμενη καταδίκη «έχει τη σημασία της και λαμβάνεται υπόψη αφού είναι, σε κάποιο βαθμό, δεικτική της στάσης και σεβασμού της προς τους νόμους της Πολιτείας, χωρίς ωστόσο να δικαιολογεί επιβολή ποινής τέτοιας ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ότι τιμωρείται για τα ίδια, δεύτερη φορά. Το προηγούμενο αυτό, μειώνει εδώ σε κάποιο βαθμό (μικρόν μεν αλλά όχι παραγνωρίσιμο) την επιείκεια που μπορεί να της επιδειχθεί».
Αναφορικά με την φύση του αδικήματος το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι η εξασφάλιση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις ανήκει στην κατηγορία των αδικημάτων που διαπράττονται συχνά και βρίσκονται σε έξαρση. Γι΄ αυτή τη συχνότητα και έξαρση - συνέχισε - έλαβε και δικαστική γνώση από τις 90 και πλέον υποθέσεις που εξεδίκασε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας από το Σεπτέμβριο του 2003. Το έγκλημα αυτό - κατέληξε - «ενέχει σύμφυτο το στοιχείο της απάτης και υποσκάπτει τις συναλλαγές και δοσοληψίες, με επιβαλλόμενη την αναγκαιότητα προστασίας της αξιοπιστίας του συναλλακτικού μέσου της επιταγής με κάθε δυνατό τρόπο. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι ποινές πρέπει να είναι αποτρεπτικές».
Η έφεση.
Ο κ. Ευσταθίου, εκ μέρους της εφεσείουσας, υπέβαλε ότι η εκκαλούμενη ποινή παραβιάζει την ουσιώδη νομολογιακή αρχή «ότι η ποινή της φυλάκισης τότε μόνον επιβάλλεται, όταν εις μία συγκεκριμένη περίπτωση ουδεμία άλλη ποινή μπορεί να την υποκαταστήσει και ότι περαιτέρω θα πρέπει να αποφεύγεται, αν είναι δυνατό αυτή η ποινή να υποκατασταθεί από άλλου είδους ποινή». Παρέπεμψε στην
Polykarpou v. Police (1970) 2 C.L.R. 111. Στην παρούσα περίπτωση - συνέχισε ο κ. Ευσταθίου - τα στοιχεία που περιβάλλουν την υπόθεση και όλες οι προσωπικές περιστάσεις της εφεσείουσας επιβάλλουν την εκλογή άλλου είδους ποινής και όχι την ποινή της φυλάκισης. Επί του προκειμένου ο ευπαίδευτος συνήγορος αναφέρθηκε στους παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη από το Πρωτόδικο Δικαστήριο (έχουν παρατεθεί στη σελ. 3, πιο πάνω).Ο ευπαίδευτος συνήγορος τόνισε ότι η εφεσείουσα είναι ωρομίσθια δημόσια υπάλληλος από το έτος 1987 και λόγω της ποινής της φυλάκισης θα απολυθεί από την εργασία της. Τυγχάνουν
εφαρμογής - συμπλήρωσε - και στην περίπτωση της εφεσείουσας οι πρόνοιες του αρ. 84 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν 1/90).
Έχει νομολογηθεί ότι δεν αποτελεί κριτήριο για επέμβαση του Εφετείου η μη επίδειξη επιείκειας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο αλλά αν επιβλήθηκε έκδηλα υπερβολική ποινή ή εφαρμόστηκε εσφαλμένη αρχή δικαίου (Γρηγορίου (Άλουτος) ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 217, 219
).Μια ποινή «μπορεί να κριθεί ως εσφαλμένη για λόγους αρχής εφόσον παρεισφρέουν στον καθορισμό της εξωγενείς παράγοντες και έκδηλα υπερβολική οποτεδήποτε το στοιχείο της υπερβολής καταφαίνεται εξ αντικειμένου» (Ιωάννου κ.α. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 200, 207
).Αναφορικά με το θέμα της απόλυσης της εφεσείουσας από την εργασία της παρατηρούμε ότι δεν έχει τεκμηριωθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Οι λόγοι είναι οι εξής:
(α) Το αρ. 84 του Νόμου 1/90 ενεργοποιείται, με ενδεχόμενο την απόλυση, σε περίπτωση καταδίκης δημοσίου υπαλλήλου «για αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα» ανεξάρτητα από τη φύση ή το είδος της ποινής.
(β) Η εφεσείουσα είναι ωρομίσθια δημόσια υπάλληλος και δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μας που να τείνει να δείξει ότι οι πρόνοιες του Νόμου 1/90 εφαρμόζονται και στην περίπτωση ωρομίσθιου υπαλλήλου.
Πέραν των πιο πάνω το Πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μαζί με τους άλλους παράγοντες «το ενδεχόμενο - η εφεσείουσα - να απωλέσει την εργασία της ως δημόσια υπάλληλος».
Επί του προκειμένου η παρούσα υπόθεση διακρίνεται από την Yeates κ.α. ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 320, 325 στην οποία «σύμφωνα με τους κανονισμούς του Βρεττανικού στρατού καταδίκη μέλους των δυνάμεων του από πολιτικό ή στρατιωτικό δικαστήριο σε φυλάκιση, επάγεται την απόλυσή του από τις τάξεις του, εκτός εάν για εξαιρετικούς λόγους οι στρατιωτικές αρχές αποφασίσουν διαφορετικά».
Προσθέτουμε ότι το γεγονός ότι η εφεσείουσα εργοδοτείται από το Δημόσιο επαυξάνει τις ευθύνες της και την υποχρέωση της για αυστηρή συμμόρφωση με τους Ποινικούς Νόμους της Πολιτείας.
Όπως ορθά υπέδειξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο το επίδικο αδίκημα «ενέχει σύμφυτο το στοιχείο της απάτης και υποσκάπτει τις συναλλαγές και δοσοληψίες». Βρίσκεται σε έξαρση. Επομένως προβάλλει έντονα η ανάγκη για αποτροπή.
Πρόκειται για έφεση κατά της ποινής. Η νομολογία έχει προδιαγράψει με σαφήνεια τις αρχές που επιτρέπουν την επέμβαση του Εφετείου. Τέτοια επέμβαση επιτρέπεται όπου διαπιστώνεται:
(α) Εσφαλμένη καθοδήγηση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα γεγονότα ή το Νόμο ή και τα δύο, ή
(β) Πρόσδοση σημασίας σε εξωγενείς παράγοντες στον καθορισμό της
ποινής, ή
(γ) 'Οτι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής. Το στοιχείο της υπερβολής ή της ανεπάρκειας πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα.
(Βλ.
Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 515 και Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342).Έχουμε εξετάσει την εκκαλούμενη ποινή υπό το φως των πιο πάνω αρχών. Έχουμε λάβει υπόψη τη σοβαρότητα και τη φύση του αδικήματος. Πρόσθετα έχουμε λάβει υπόψη την ανάγκη για την επιβολή αποτρεπτικών ποινών, την προηγούμενη καταδίκη της εφεσείουσας και τα ελαφρυντικά που έχει επικαλεσθεί η εφεσείουσα. Δεν έχουμε πεισθεί ότι θα πρέπει να επέμβουμε. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει σταθμίσει και συνεκτιμήσει όλους τους σχετικούς παράγοντες. Η επιβληθείσα ποινή δεν είναι υπερβολική ή εσφαλμένη για λόγους αρχής.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.