ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 2 ΑΑΔ 51

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

 

(ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΑΡ. 352)

 

4 Φεβρουαρίου, 2004

 

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στές]

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Αιτήτρια.

ΚΑΙ

 

ΜΑΡΙΝΑ ΑΒΡΑΑΜΙΔΟΥ,

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

______________________________

< DIR>

Π. Κληρίδης, Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας με Η. Στεφάνου, για την Αιτήτρια.

Α. Ιωάννου (κα.), για την Καθ΄ ης η αίτηση 1.

Α. Ιωάννου (κα.) για Χρ. Πουργουρίδη, για τον Καθ΄ ου η αίτηση 2.

Ν. Καλλής, για τον Καθ΄ ου η αίτηση 3.

________________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Συμφωνώ με την απόφαση του Πική, Π.. Κρίνω ορθό όπως παραθέσω και τους δικούς μου λόγους για τους οποίους άγομαι στην ίδια κατάληξη σχετικά με την απάντηση στο πρώτο ερώτημα του Υπομνήματος.

Θεωρώ ότι το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης, που κατοχυρώνεται από το αρ. 12.4 του Συντάγματος, δεν περιορίζεται μόνο σε προφορική μαρτυρία του κατηγορουμένου αλλά εκτείνεται και σε άλλη πραγματική μαρτυρία που πηγάζει από τον ίδιο.

Οι λόγοι είναι οι εξής:

Έχει καλώς καθιερωθεί από το κοινοδίκαιο ότι το δικαστήριο, στην άσκηση της συμφυούς εξουσίας του καθώς και του καθήκοντος να διασφαλίσει όπως σε κάθε υπόθεση ο κατηγορούμενος τυγχάνει δίκαιης δίκης έχει πάντοτε διακριτική ευχέρεια να αποκλείσει μαρτυρία η οποία κατά τα άλλα είναι αποδεκτή (Blackstone΄s Criminal Practice 2003, σελ. 1970, 1972). Σύμφωνα με τον Blackstone΄s (πιο πάνω) στη σελ. 1970 οι πρώτες σαφείς διακηρύξεις για την ύπαρξη αυτής της διακριτικής ευχέρειας αποκλεισμού βρίσκονται στις αποφάσεις του Lord Moulton και Lord Reading C.J. στην R. v. Christie (1914) A.C. 545 στις σελ. 559 και 564, αντιστοίχως. Ακολούθως η διακριτική ευχέρεια αναπτύχθηκε στη βάση μιας υπόθεσης μετά την άλλη σε σχέση με συγκεκριμένη και διαφορετικών τύπων κατά τα άλλα αποδεκτής μαρτυρίας (βλ. π.χ. Harris v. D.P.P. (1952) A.C. 694, 707, και D.P.P. v. Boardman (1975) A.C. 421, 438, 441, 453, 463 σε σχέση με μαρτυρία για όμοια γεγονότα).

Ως προς το ποια μαρτυρία μπορεί να αποκλειστεί στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου αυτή περιλαμβάνει τόσο την προφορική όσο και την πραγματική μαρτυρία που πηγάζει από τον ίδιο τον κατηγορούμενο. Αυτό έχει επιβεβαιωθεί με πανηγυρικό τρόπο στην θεμελιακή απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής των Λόρδων στην υπόθεση Regina v. Sang (1980) A.C. 402. Ο πυρήνας της τελικής κατάληξης της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Sang βρίσκεται στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Lord Diplock στη σελ. 1231:

"(1) A trial judge in a criminal trial has always a discretion to refuse to admit evidence if in his opinion its prejudicial effect outweighs its probative value.

(2) Save with regard to admissions and confessions and generally with regard to evidence obtained from the accused after commission of the offence, he has no discretion to refuse to admit relevant admissible evidence on the ground that it was obtained by improper or unfair means. The court is not concerned with how it was obtained. It is no ground for the exercise of discretion to exclude that the evidence was obtained as the result of the activities of an agent provocateur."

 

Σε μετάφραση:

«(1) Το εκδικάζον δικαστήριο σε μια ποινική δίκη έχει πάντοντε διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί να δεχθεί μαρτυρία αν κατά την γνώμη του ο δυσμενής της επηρεασμός υπερισχύει της αποδεικτικής της αξίας.

(2) Εκτός σε σχέση με παραδοχή και ομολογία και γενικά σε σχέση με μαρτυρία που λαμβάνεται από τον κατηγορούμενο μετά τη διάπραξη του αδικήματος το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να αρνηθεί την αποδοχή σχετικής αποδεκτής μαρτυρίας για το λόγο ότι εξασφαλίσθηκε με ανάρμοστα ή άδικα μέσα. Δεν απασχολεί το δικαστήριο ο τρόπος εξασφάλισης της. Δεν αποτελεί λόγο για την άσκηση διακριτικής ευχέρειας για αποκλεισμό το ότι η μαρτυρία εξασφαλίστηκε ως αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων πράκτορα της Αστυνομίας.»

Στις αποφάσεις των μελών της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων έχει επεξηγηθεί η φράση «and generally with regard to evidence obtained from the accused after commission of the offence» που συναντούμε στη δεύτερη παράγραφο του πιο πάνω αποσπάσματος.

Ο Lord Diplock (στη σελ. 436) εξήγησε ότι η φράση αναφέρεται σε μαρτυρία που ισοδυναμεί με αυτο-ενοχοποιητική παραδοχή η οποία λήφθηκε από τον κατηγορούμενο, μετά τη διάπραξη του αδικήματος, με τρόπο που θα δικαιολογούσε το Δικαστήριο να αποκλείσει μια πραγματική ομολογία η οποία είχε το ίδιο αυτο-ενοχοποιητικό αποτέλεσμα και αναφέρθηκε στην R. v. Barken (1941) 2 K.B. 381 (στην οποία δολίως καταρτισθέντα έγγραφα που παρουσιάσθηκαν στον Επιθεωρητή Φόρων κρίθηκαν ότι βρίσκονταν ακριβώς στην ίδια θέση με προφορική ή έγγραφη ομολογία η οποία ήταν το αποτέλεσμα υποσχέσεων, προτροπών ή απειλών) και στην R. v. Payne (1963) 1 W.L.R. 637. O Lord Diplock συνέχισε ως εξής στη σελ. 436:

"The underlying rationale of this branch of the criminal law, though it may originally have been based upon ensuring the reliability of confessions is, in my view, now to be found in the maxim nemo debet prodere se ipsum, no one can be required to be his own betrayer or in its popular English mistranslation 'the right to silence'. That is why there is no discretion to exclude evidence discovered as the result of an illegal search but there is discretion to exclude evidence which the accused has been induced to produce voluntarily if the method of inducement was unfair."

Σε μετάφραση:

«Η βασική λογική αυτού του κλάδου του ποινικού δικαίου ανκαι αρχικά δυνατόν να βασιζόταν επί της διασφάλισης της αξιοπιστίας των ομολογιών, κατά την άποψη μου, τώρα βασίζεται επί της αρχής nemo debet prodere se ipsum, δεν μπορεί να απαιτείται από κάποιο να γίνει προδότης του εαυτού του ή σύμφωνα με την δημοφιλή αγγλική κακή μετάφραση 'το δικαίωμα της σιωπής'. Είναι γι΄ αυτό το λόγο που δεν υπάρχει διακριτική ευχέρεια αποκλεισμού μαρτυρίας που ανακαλύπτεται ως αποτέλεσμα μιας παράνομης έρευνας αλλά υπάρχει διακριτική ευχέρεια αποκλεισμού μαρτυρίας την οποία ο κατηγορούμενος είχε πεισθεί να παρουσιάσει θεληματικά αν η μέθοδος της πειθούς ήταν άδικη.»

 

Ο Lord Fraser of Tullybelton συμφώνησε με τον Lord Diplock ότι η απόφαση στην Payne (πιο πάνω) βασίσθηκε μερικώς επί της αρχής nemo tenetur se ipsum accusare και ότι η πιο πάνω φράση εφαρμόζεται «μόνο σε μαρτυρία και έγγραφα που λήφθηκαν από τον κατηγορούμενο ή από υποστατικά που κατέχει (the phrase applied only to evidence and documents obtained from the accused person or from premises occupied by him).

Πολύ διαφωτιστική είναι η προσέγγιση του Lord Scarman στις σελ. 456-457:

"If an accused is misled or tricked into providing evidence (whether it be an admission or the provision of finger-prints or medical evidence or some other evidence), the rule against self-incrimination - nemo tenetur se ipsum prodere - is likely to be infringed. Each case must, of course, depend on its circumstances. All I would say is that the principle of fairness, though concerned exclusively with the use of evidence at trial, is not susceptible to categorization or classification and is wide enough in some circumstances to embrace the way in which after the crime, evidence has been obtained from the accused."

Σε μετάφραση:

«Αν ένας κατηγορούμενος παραπλανηθεί ή εξαπατηθεί και προμηθεύσει μαρτυρία (είτε αυτή είναι παραδοχή ή η παροχή δακτυλικών αποτυπωμάτων ή ιατρική μαρτυρία ή κάποια άλλη μαρτυρία) ο κανόνας κατά της αυτοενοχοποιήσης - nemo tenetur se ipsum prodere - δυνατόν να παραβιασθεί. Η κάθε υπόθεση πρέπει, βεβαίως, να εξαρτάται από τα περιστατικά της. Αυτό που θα έλεγα είναι ότι η αρχή της δίκαιης μεταχείρισης, ανκαι αναφέρεται αποκλειστικά στη χρήση της μαρτυρίας κατά τη δίκη, δεν υπόκειται σε κατηγοριοποίηση ή ταξινόμηση και είναι αρκετά ευρεία σε ορισμένες περιστάσεις έτσι που να περιλαμβάνει τον τρόπο με τον οποίο, μετά το έγκλημα, έχει ληφθεί μαρτυρία από τον κατηγορούμενο.»

Οι πιο πάνω θέσεις των Lord Diplock, Fraser και Scarman υιοθετήθηκαν στην Fox v. Chief Constable of Gwent (1985) 1 All E.R. 230, 236. Κρίθηκε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να αποκλείσει σχετική και αποδεκτή μαρτυρία - επρόκειτο για δείγμα αναπνοής - η οποία είχε ληφθεί με τρόπο άδικο από τον κατηγορούμενο μετά τη διάπραξη του αδικήματος για το οποίο κατηγορείται. Υιοθετήθηκε, επίσης, στις R. v. Governor of Pentoville Prison, ex parte Chinoy (1992) 1 All E.R. 317, 329, 330, R. v. Khan (1994) 4 All E.R. 426, (1996) 3 All E.R. 289 (H.L.).

Είναι λοιπόν πρόδηλο - από τα πιο πάνω αποσπάσματα - ότι το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης δεν συναρτάται με και δεν περιορίζεται μόνο σε προφορική μαρτυρία αλλά εκτείνεται και σε άλλη πραγματική μαρτυρία που πηγάζει από τον ίδιο τον κατηγορούμενο. Τονίζεται ότι οι πιο πάνω αρχές αποτελούν αρχές του κοινοδικαίου το οποίο τυγχάνει εφαρμογής στην Κύπρο δυνάμει του αρ. 29 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν 14/60) (Βλ. επί του θέματος της σημασίας των Αγγλικών αποφάσεων και της εφαρμογής του Κοινοδικαίου την Αστυνομία ν. Ξυδιά κ.α. (1992) 2 Α.Α.Δ. 26, 33, 34). Οι περί του αντιθέτου θέσεις της Αμερικανικής Νομολογίας δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην Κύπρο. Είναι ερμηνευτικές του όρου "witness" που συναντούμε στην 5η τροποποίηση του Αμερικανικού Συντάγματος η οποία προβλέπει: "No person .... shall be compelled in any criminal case to be a witness against himself" . Εν όψει του λεκτικού της 5ης τροποποίησης η επί του προκειμένου θέση της Αμερικανικής Νομολογίας δεν τυγχάνει εφαρμογής στην Κύπρο γιατί δεν έχουμε παρόμοια συνταγματική πρόνοια.

Είναι αλήθεια ότι στην Saunders v. U.K. (1997) 24 E.H. R.R. 313, παρα. 69, λέχθηκαν τα εξής:

"The right not to incriminate oneself is primarily concerned, however, with respecting the will of an accused person to remain silent. As commonly understood in the legal systems of the Contracting Parties to the Convention and elsewhere, it does not extend to the use in criminal proceedings of material which may be obtained from the accused through the use of compulsory powers but which has an existence independent of the will of the suspect such as, inter alia, documents acquired pursuant to a warrant, breath, blood and urine samples and bodily tissue for the purpose of DNA testing.

If the present case the Court is only called upon to decide whether the use made by the prosecution of the statements obtained from the applicant by the inspectors amounted to an unjustifiable infringement of the right. This question must be examined by the Court in the light of all the circumstances of the case. In particular, it must be determined whether the applicant has been subject to compulsion to give evidence and whether the use made of the resulting testimony at his trial offended the basic principles of a fair procedure inherent in Article 6 para. 1 (art. 6-1) of which the right not to incriminate oneself is a constituent element."

Σε μετάφραση:

«Το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης πρωτίστως αναφέρεται στο σεβασμό της βούλησης του κατηγορουμένου να παραμείνει σιωπηλός. Όπως γίνεται κοινώς αντιληπτό στα νομικά συστήματα των συμβαλλομένων μερών της Σύμβασης και αλλού, δεν επεκτείνεται στη χρησιμοποίηση σε ποινική διαδικασία υλικού που δύναται να ληφθεί από τον κατηγορούμενο μέσα από τη χρησιμοποίηση καταναγκαστικών εξουσιών αλλά έχει ύπαρξη ανεξάρτητη από τη βούληση του υπόπτου, όπως, ανάμεσα σ΄άλλα, έγγραφα που εξασφαλίζονται δυνάμει εντάλματος, δείγματα αναπνοής, αίματος και ούρων και σωματικών ιστών για σκοπούς ελέγχου του D.N.A..

Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο καλείται μόνο να αποφασίσει κατά πόσο η χρήση που έκαμε η Κατηγορούσα Αρχή των καταθέσεων που λήφθηκαν από τον κατηγορούμενο από τους επιθεωρητές ισοδυναμούσαν με αδικαιολόγητη παραβίαση του δικαιώματος. Το ερώτημα αυτό πρέπει να εξεταστεί από το Δικαστήριο υπό το φως όλων των περιστατικών της υπόθεσης. Συγκεκριμένα πρέπει να αποφασισθεί κατά πόσο ο αιτητής έχει πιεσθεί στο να δώσει μαρτυρία και κατά πόσο η χρήση στην οποία υποβλήθηκε η μαρτυρία κατά τη δίκη του παραβίαζε την βασική αρχή της δίκαιης διαδικασίας σύμφυτης στο αρ. 6(1) του οποίου το δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης είναι συστατικό στοιχείο.»

Ωστόσο να μου επιτραπεί να παρατηρήσω ότι τα όσα λέχθηκαν πιο πάνω δεν αποτελούν μέρος του λόγου (ratio) της απόφασης. Λέχθηκαν ως εκ περισσού (obiter). Επίδικο θέμα στην Saunders (πιο πάνω) ήταν το παράπονο του αιτητή ότι δεν είχε τύχει δίκαιης δίκης κατά παράβαση του αρ. 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών γιατί καταθέσεις που έδωσε υπό συνθήκες καταναγκασμού στους Επιθεωρητές του Τμήματος Εμπορίου και Βιομηχανίας στη διάρκεια της έρευνας τους έγιναν δεκτές ως μαρτυρία εναντίον του κατά την δίκη του. Κρίθηκε (βλ. παραγ. 76 της απόφασης) ότι είχε σημειωθεί παραβίαση του δικαιώματος μη αυτοενοχοποίησης και ότι (βλ. παρα. 81 της απόφασης) ο αιτητής έχει στερηθεί της δίκαιης δίκης κατά παράβαση του αρ. 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Κατά συνέπεια δεν βλέπω πως έχει τη θέση της η πιο πάνω παραγ. 69 της απόφασης.

Το Κοινοδίκαιο με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο έχει αποφανθεί ότι το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης εκτείνεται και σε άλλη πραγματική μαρτυρία που πηγάζει από τον ίδιο τον κατηγορούμενο. Οι αρχές του κοινοδικαίου τυγχάνουν εφαρμογής στην Κύπρο δυνάμει του πιο πάνω αρ. 29(1) (γ) του Νόμου 14/60. Έχω επομένως την άποψη πως τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν μπορούν να αρνούνται στους κατηγορουμένους την εφαρμογή των αρχών του κοινοδικαίου κατ΄ επίκληση των όσων, ως εκ περισσού (obiter), λέχθηκαν στην Saunders (πιο πάνω).

Αναφορικά με την απόφαση στην X v. Netherlands, No. 8239/78, 16 D.R. 184 (1978) στην οποία έχει, επίσης, αναφερθεί η Κατηγορούσα Αρχή παρατηρώ ότι αποτελεί απόφαση της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με την οποία δεν έγινε δεκτή η αίτηση του αιτητή. Δεν έχει ασχοληθεί με το θέμα του πρώτου ερωτήματος και επομένως δεν είναι βοηθητική.

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο