ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 2 ΑΑΔ 63
24 Φεβρουαρίου, 2003
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΤΟΥΜΑΖΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6952)
Ποινή ― Ναρκωτικά ― Ο εφεσείων και ο συγκατηγορούμενος του συναντήθηκαν στην Κύπρο και στην Αθήνα και συνωμότησαν μεταξύ τους για τη μεταφορά των ναρκωτικών στην Κύπρο (8957,7 γραμμάρια φυτικής κάνναβης από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη) ― Ο εφεσείων κατείχε επίσης παράνομα ναρκωτικά (2238 γραμμάρια φυτικής κάνναβης) στην Κύπρο ― Στόχος του εφεσείοντος η προμήθεια των ναρκωτικών σε άλλα πρόσωπα ― Εφεσείων έγγαμος και πατέρας παιδιών από τα οποία το μεγαλύτερο σκοτώθηκε το 1999 σε τροχαίο δυστύχημα ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 10 ετών στην κατηγορία εισαγωγής των ναρκωτικών, 10 ετών στην κατηγορία για παράνομη κατοχή τους με σκοπό την προμήθεια τους σε άλλο πρόσωπο, και 7 ετών στην κατηγορία για παράνομη κατοχή (2238 γραμμαρίων φυτικής κάνναβης) με σκοπό την προμήθειά της σε άλλο πρόσωπο ― Επικυρώθηκαν κατ' έφεση.
Ποινή ― Εξατομίκευση ― Λήφθηκαν υπόψη οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντος και ο ενεργότερος ρόλος που διεδραμάτισε από το ρόλο συγκατηγορούμενου του.
Ποινή ― Έφεση εναντίον ποινής ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.
Ποινή ― Διαφοροποίηση ― Η επιβολή μεγαλύτερης ποινής στον εφεσείοντα από την ποινή που επιβλήθηκε στον συγκατηγορούμενό του εδικαιολογείτο πλήρως από τους διαφορετικούς ρόλους που διεδραμάτισαν στη διάπραξη του αδικήματος εισαγωγής, κατοχής και κατοχής για προμήθεια σε τρίτους, ναρκωτικών ― Εφεσείων είχε ενεργότερο ρόλο, ήταν αυτός που παρακίνησε τον συγκατηγορούμενο του να φέρουν τα ναρκωτικά από το εξωτερικό βοηθώντας και χρηματικά.
Ο εφεσείων και ο συγκατηγορούμενος του Μιχαήλ Κλεοβούλου Μιχαήλ (ΜΚ 11), συμφώνησαν μεταξύ τους να προμηθευθούν ναρκωτικά από την Ελλάδα για να τα μεταφέρουν στην Κύπρο και να τα διαθέσουν σε τρίτους. Στην Αθήνα - όπου πήγε πρώτος ο εφεσείων - συνάντησαν τέσσερα πρόσωπα. Με εντολή του εφεσείοντος ο Μιχαήλ ακολούθησε τα εν λόγω πρόσωπα σε άγνωστη περιοχή και από εκεί πήγαν σε άλλο μέρος όπου τρίτος τοποθέτησε μια βαλίτσα στο χώρο των αποσκευών του αυτοκινήτου του οποίου επέβαινε ο Μιχαήλ. Η βαλίτσα μεταφέρθηκε σε διαμέρισμα. Κατά τη συσκευασία των ναρκωτικών που ήταν στη βαλίτσα, ήλθε ο εφεσείων ο οποίος ήλεγξε την ουσία της παράνομης ουσίας και την ενέκρινε. Ο Μιχαήλ, ο οποίος αναχώρησε την επομένη για την Κύπρο με πλοίο, εντοπίστηκε από Αστυνομικούς της Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών, παραδέχθηκε ότι μετέφερε ναρκωτικά και υπέδειξε σ' αυτούς τη βαλίτσα μέσα στην οποία ήταν τα ναρκωτικά. Τα ναρκωτικά ήταν ξηρή φυτική ύλη/κάνναβη συνολικού βάρους 8957,7 γραμμαρίων από τα οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη. Πάνω σε μια από τις πλαστικές τσάντες που χρησιμοποιήθηκαν για τη συσκευασία των ναρκωτικών βρέθηκε δακτυλικό αποτύπωμα του εφεσείοντος.
Ο Μιχαήλ έδωσε στην Αστυνομία δύο καταθέσεις. Με την πρώτη ενοχοποιούσε τον εαυτόν του ενώ με τη δεύτερη ενοχοποιούσε και τον εφεσείοντα. Η Αστυνομία με δικαστικό ένταλμα ερεύνησε τα υποστατικά του εφεσείοντος στην Ερήμη. Σε αποθήκη βρέθηκε κάνναβη βάρους 2,238 γραμμαρίων.
Ο εφεσείων, κατόπιν δίκης βρέθηκε ένοχος σε έξι κατηγορίες για ναρκωτικά. Το Κακουργιοδικείο τον καταδίκασε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης στις τρεις σοβαρότερες κατηγορίες ενώ στις υπόλοιπες δεν επιβλήθηκαν ποινές. Οι κατηγορίες στις οποίες του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης αφορούσαν:
α) Κατηγορία για εισαγωγή ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως Β (8957,7 γραμμάρια φυτική κάνναβη από την οποία είχε εξαχθεί η ρητίνη) - 10 χρόνια φυλάκιση.
β) Κατηγορία για παράνομη κατοχή της πιο πάνω ποσότητας φυτικής κάνναβης με σκοπό την προμήθεια της σε άλλο πρόσωπο - 10 χρόνια φυλάκιση.
γ) Κατηγορία για παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β (2,238 γραμμάρια φυτικής κάνναβης) με σκοπό τη προμήθεια της σε άλλο πρόσωπο - 7 χρόνια φυλάκιση.
Ο συγκατηγορούμενος του εφεσείοντος παραδέχθηκε τις κατηγορίες (α) και (β) ανωτέρω που αντιμετώπιζε από κοινού με τον εφεσείοντα και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης οκτώ χρόνων για την κατηγορία της εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου. Αναφορικά με τις κατηγορίες 1 και 4 που αντιμετώπιζε καταχωρήθηκε αναστολή ποινικής δίωξης. Τότε η Κατηγορούσα Αρχή τον συμπεριέλαβε στους μάρτυρες κατηγορίας που κατέθεσαν στη δίκη του εφεσείοντος. Η μαρτυρία του κρίθηκε αξιόπιστη και υπήρξε καθοριστική του αποτελέσματος της δίκης.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την καταδίκη του ως εσφαλμένη και την ποινή ως έκδηλα υπερβολική. Βασικά η επιχειρηματολογία από πλευράς υπεράσπισης, επικεντρώθηκε στην εκτίμηση της μαρτυρίας του Μιχαήλ και την αξιολόγηση της από το Κακουργιοδικείο. Πρόσθεσε επίσης επιχείρημα σε σχέση με τη μαρτυρία για την ανεύρεση των ναρκωτικών στην αποθήκη.
Με την έφεση αμφισβητήθηκε επίσης η ορθότητα της διαπίστωσης αναφορικά με το βάρος των ναρκωτικών που είχαν βρεθεί στην κατοχή του Μιχαήλ.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ήταν μέσα στα πλαίσια της σωστής ενάσκησης της διακριτικής του ευχέρειας και η επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν οι δικηγόροι του εφεσείοντος δεν περιέχει οποιοδήποτε βάσιμο λόγο που να δικαιολογεί παρέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή των διαπιστώσεων του Κακουργιοδικείου ότι η μαρτυρία του Μιχαήλ ήταν επί του προκειμένου ορθή και ότι το καθαρό βάρος των ναρκωτικών που βρέθηκαν στην κατοχή του Μιχαήλ ήταν 8,957 γραμμάρια.
2. Το επιχείρημα της υπεράσπισης ότι η μαρτυρία που προσκόμισε η Κατηγορούσα Αρχή αναφορικά με τα ναρκωτικά που βρέθηκαν στην αποθήκη ήταν προκατασκευασμένη με σκοπό την ενοχοποίηση του εφεσείοντος, καταρρίπτεται από το γεγονός ότι δεν έγινε αρίθμηση/πρωτοκόλληση των καταθέσεων των αστυνομικών που έλαβαν μέρος στη διερεύνηση της υπόθεσης, που καθώς διαφάνηκε δεν είχαν οποιαδήποτε σημασία.
3. Η διαφοροποίηση των ποινών που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα και στον Μιχαήλ ήταν δικαιολογημένη ενόψει του ενεργότερου ρόλου που διεδραμάτισε ο εφεσείων έναντι του ρόλου του συγκατηγορούμενου του. Το Κακουργιοδικείο έλαβε επίσης υπόψη την ομολογία του Μιχαήλ και τη βοήθεια του προς την Αστυνομία για την εξιχνίαση της υπόθεσης.
4. Το Κακουργιοδικείο δεν παραγνώρισε την ανάγκη για εξατομίκευση της ποινής λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος.
5. Δεν έχει διαπιστωθεί οτιδήποτε που θα δικαιολογούσε επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή της απόφασης για την ποινή.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Gholi v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 30,
Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 577,
Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,
Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 515,
Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342,
Ghafari v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 442.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού (Υπ. Αρ. 20820/99) ημερ. 20/6/2000, με την οποία βρέθηκε ένοχος σε έξι κατηγορίες για ναρκωτικά και καταδικάστηκε στις 21/6/2000 στις τρεις σοβαρότερες από αυτές, δηλαδή, για εισαγωγή ποσότητας ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως Β΄, παράνομη κατοχή της πιο πάνω ποσότητας φυτικής κάνναβης με σκοπό την προμήθειά της σε άλλο πρόσωπο και παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β (2238 γραμμάρια φυτική κάνναβη) με σκοπό την προμήθειά της σε άλλο πρόσωπο, σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, δέκα, δέκα και επτά ετών για τα αντίστοιχα αδικήματα.
Ε. Χειμώνας με Κ. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.
Ρ. Βραχίμης με Α. Κανναουρίδη, Δικηγόροι της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Α. Κραμβή, Δ.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: O εφεσείων, κατόπιν δίκης, βρέθηκε ένοχος σε έξι κατηγορίες για ναρκωτικά και το Κακουργιοδικείο τον καταδίκασε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης στις τρεις σοβαρότερες κατηγορίες ενώ στις υπόλοιπες δεν επιβλήθηκαν ποινές.
Οι κατηγορίες στις οποίες επιβλήθηκαν οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης αφορούσαν:
(α) 2η κατηγορία
εισαγωγή ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως Β΄ (8957,7 γραμμάρια φυτική κάνναβη από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη) - 10 χρόνια φυλάκιση.
(β) 4η κατηγορία
παράνομη κατοχή της πιο πάνω ποσότητας φυτικής κάνναβης με σκοπό την προμήθειά της σε άλλο πρόσωπο - 10 χρόνια φυλάκιση.
(γ)7η κατηγορία
παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β (2238 γραμμάρια φυτική κάνναβη) με σκοπό την προμήθεια της σε άλλο πρόσωπο - 7 χρόνια φυλάκιση.
Ο συγκατηγορούμενος του εφεσείοντα Μιχάλης Κλεοβούλου Μιχαήλ αφού παραδέχθηκε τις κατηγορίες 2 και 3 που αντιμετώπιζε από κοινού με τον εφεσείοντα και αφορούσαν στην εισαγωγή της προαναφερθείσας ποσότητας των 8957,7 γραμμαρίων φυτικής κάνναβης και στην παράνομη κατοχή του εν λόγω φαρμάκου, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης οκτώ χρόνων στη δεύτερη κατηγορία ενώ στην τρίτη κατηγορία δεν επιβλήθηκε ποινή. Μετά την καταδίκη του Μιχαήλ, καταχωρήθηκε αναστολή δίωξης στις κατηγορίες 1 και 4 που επίσης αντιμετώπιζε και απαλλάχθηκε των εν λόγω κατηγοριών. Η εξέλιξη που μόλις αναφέραμε, άνοιξε το δρόμο στην Κατηγορούσα Αρχή να συμπεριλάβει τον καταδικασθέντα Μιχάλη Κλεοβούλου Μιχαήλ στους μάρτυρες κατηγορίας που κατέθεσαν στη δίκη του εφεσείοντα. Η μαρτυρία του κρίθηκε αξιόπιστη και όπως θα δούμε στη συνέχεια, υπήρξε καθοριστική του αποτελέσματος.
Όταν η Κατηγορούσα Αρχή έκλεισε την υπόθεσή της και υποβλήθηκε εισήγηση ότι δεν θεμελιώθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση για καταδίκη του εφεσείοντα, ο εκπρόσωπός της, καταχώρησε αναστολή δίωξης αναφορικά με την πέμπτη κατηγορία και συνακόλουθα, επήλθε η απαλλαγή του εφεσείοντα στην εν λόγω κατηγορία.
Η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής για τις κατηγορίες που απέμειναν ήταν ότι ο εφεσείων και ο Μιχαήλ Κλεοβούλου Μιχαήλ (ΜΚ11), συμφώνησαν μεταξύ τους να προμηθευθούν ναρκωτικά από την Ελλάδα για να τα μεταφέρουν προς διάθεση σε τρίτους στην Κύπρο. Στην Ελλάδα, πήγε πρώτος ο Μιχαήλ και ακολούθησε ο εφεσείων. Στην Αθήνα συνάντησαν τέσσερα πρόσωπα. Mε εντολή του εφεσείοντα, o Μιχαήλ ακολούθησε τα εν λόγω πρόσωπα σε άγνωστη περιοχή και από εκεί, πήγαν σε άλλο μέρος όπου τρίτος, τοποθέτησε μια βαλίτσα στο χώρο των αποσκευών του αυτοκινήτου του οποίου επέβαινε ο Μιχαήλ. Ακολούθως ο Μιχαήλ και δύο άλλοι κατέληξαν σε ένα διαμέρισμα μεταφέροντας μαζί τους τη βαλίτσα που νωρίτερα παρέλαβε ο Μιχαήλ. Στο διαμέρισμα ενώ ασχολούνταν με τη συσκευασία των ναρκωτικών που ήταν στη βαλίτσα, ήλθε ο εφεσείων ο οποίος, ήλεγξε την ποιότητα της παράνομης ουσίας και την ενέκρινε. Ο Μιχαήλ, ύστερα από συνεννόηση με τον εφεσείοντα, αναχώρησε την επομένη για την Κύπρο με το πλοίο Sea Symphony.
Το πλοίο έφθασε στο λιμάνι Λεμεσού το πρωί της 26.9.98. Αστυνομικοί της Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών (Υ.Δ.Ι.Ν.) ενεργούντες με βάση πληροφορίες, εντόπισαν τον Μιχαήλ στο πλοίο και του ανέφεραν ότι είχαν υποψίες ότι μετέφερε ναρκωτικά. Ο Μιχαήλ αρχικά αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη. Αργότερα, όταν προφανώς αντιλήφθηκε ότι οι πληροφορίες της αστυνομίας ήταν βάσιμες, παραδέχθηκε και υπέδειξε στους αστυνομικούς μια μαύρη βαλίτσα μέσα στην οποία βρέθηκαν τα ναρκωτικά. Με οδηγίες των αστυνομικών ο Μιχαήλ, ως κανονικός επιβάτης, μετέφερε τη βαλίτσα, κάτω από την παρακολούθησή τους, στο χώρο ελέγχου αποσκευών του Τελωνείου. Κατά τον έλεγχο του περιεχομένου της βαλίτσας, βρέθηκαν τα ναρκωτικά, συσκευασμένα σε 10 δέματα όπως φαίνονται στις φωτογραφίες του τεκμηρίου 1. Τα ναρκωτικά κατασχέθηκαν από το Τελωνείο και στη συνέχεια παραδόθηκαν στο λοχία της Αστυνομίας Ανδρέα Παναγιώτου (Μ.Κ.16). Τα ναρκωτικά ζυγίστηκαν στην παρουσία του Μιχαήλ και διαπιστώθηκε ότι είχαν βάρος 9 κιλά και 703 γραμμάρια περιλαμβανομένων των περιτυλιγμάτων και της κολλητικής ταινίας. Ο Μιχαήλ συνελήφθη τα δε ναρκωτικά, μεταφέρθηκαν στο Γενικό Χημείο όπου σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, παραλήφθηκαν από την Ανώτερη Χημικό κα Πόπη Κανάρη για εξετάσεις. Για σκοπούς αναφοράς, δόθηκαν διακριτικοί αριθμοί και στη συνέχεια η επιλήψιμη ουσία και τα περιτυλίγματα παραδόθηκαν στο λοχία Παναγιώτου (Μ.Κ.16) για αστυνομική / επιστημονική εξέταση.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των επιστημονικών εξετάσεων το περιεχόμενο των δεμάτων ήταν ξηρή φυτική ύλη / κάνναβη συνολικού βάρους 8957,7 γραμμαρίων από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη.
Οι δακτυλοσκοπικές εξετάσεις κατέδειξαν ότι σε μια από τις πλαστικές τσάντες με την ένδειξη «Βερόπουλος» που χρησιμοποιήθηκε για τη συσκευασία των ναρκωτικών, υπήρχε δακτυλικό αποτύπωμα που ταυτιζόταν πλήρως στα χαρακτηριστικά του σημεία με το αποτύπωμα του δεξιού παράμεσου του εφεσείοντα.
Ο Μιχαήλ (Μ.Κ.11) έδωσε στην αστυνομία δύο καταθέσεις. Με την πρώτη (τεκμ. 3) ημερ. 26.9.98, ενοχοποιούσε μόνο τον εαυτό του ενώ με τη δεύτερη ημερ. 30.9.98, ενοχοποιούσε και τον εφεσείοντα. Η αστυνομία με δικαστικό ένταλμα ερεύνησε την οικία και υποστατικά του εφεσείοντα στην Ερήμη. Σε αποθήκη που βρισκόταν περίπου 30 μ. από την οικία του εφεσείοντα και ήταν ενωμένη με το σπίτι της πεθεράς του βρέθηκε, στην παρουσία του εφεσείοντα, ξηρή φυτική ουσία τοποθετημένη σε πλαστικό σακούλι και δίπλα από το σακούλι υπήρχε ζυγαριά ακριβείας. Τα ανευρεθέντα παραλήφθηκαν από την αστυνομία. Διαπιστώθηκε ότι η ξηρή φυτική ουσία ήταν κάνναβη βάρους 2,238 γραμμαρίων. Και για τις δύο περιπτώσεις ο εφεσείων είπε πως δεν γνώριζε τίποτε. Ο εφεσείων συνελήφθη και εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα οκταήμερης κράτησης.
Οι κατηγορίες 1-4 αναφέρονται στα ναρκωτικά που βρέθηκαν στο πλοίο οι δε κατηγορίες 6 και 7 στα ναρκωτικά που βρέθηκαν στην αποθήκη.
Στη δίκη, ο εφεσείων αρνήθηκε ότι γνώριζε ο,τιδήποτε για τα ναρκωτικά που βρέθηκαν στην κατοχή του Μιχαήλ (ΜΚ11) και επίσης αρνήθηκε ότι είχε οποιαδήποτε σχέση με τα ναρκωτικά που ανακάλυψε η αστυνομία στην αποθήκη που συγκοινωνούσε με το σπίτι της πεθεράς του λίγα μέτρα από το σπίτι του. Η μαρτυρία που συνδέει τον εφεσείοντα με τα ναρκωτικά που ο Μιχαήλ (ΜΚ11) έφερε από την Ελλάδα είναι η επιστημονική ταύτιση δακτυλικού αποτυπώματος του εφεσείοντα με το αποτύπωμα που βρέθηκε στην πλαστική τσάντα που χρησιμοποιήθηκε για τη συσκευασία των ναρκωτικών καθώς και η μαρτυρία του Μιχαήλ (ΜΚ11), συνενόχου του εφεσείοντα.
Ο εφεσείων, κατέθεσε ότι ήλθε στην Κύπρο από την Ελλάδα στις 16.9.98. Στις 18.9.98 έφυγε ξανά για την Ελλάδα όπου παρέμεινε μια βδομάδα. Ανέφερε ότι το ταξίδι του στην Ελλάδα σχετιζόταν με την κατάσταση της υγείας της αδελφής του. Στην Αθήνα διέμενε σε ξενοδοχείο της οδού Πειραιώς. Τυχαία, συνάντησε τον Μιχαήλ (ΜΚ11) σε καφενείο στην Ομόνοια τον κέρασε καφέ και στη συνέχεια έφυγαν μαζί από το καφενείο για να μεταβούν στα ξενοδοχεία τους. Κατά σύμπτωση, το ξενοδοχείο του Μιχαήλ, ήταν στον ίδιο δρόμο όπου και το ξενοδοχείο του εφεσείοντα. Ενώ κατευθύνονταν προς τα ξενοδοχεία τους, ο Μιχαήλ εισήλθε σε μια υπεραγορά από την οποία πήρε κάποια πράγματα και μετά κατέληξαν στο ξενοδοχείο του (εφεσείοντα). Κάθησαν στην καφετέρια του ξενοδοχείου και εκεί ο Μιχαήλ, έβγαλε από την πλαστική τσάντα που κρατούσε φραντζολάκια, τυρί και αλλαντικά. Έφαγαν και όταν τελείωσαν, είπε στο Μιχαήλ να κρατήσει ό,τι απέμεινε από τα φαγώσιμα μήπως πεινάσει την επομένη. Θυμόταν ότι στην πλαστική τσάντα με τα φαγώσιμα ήταν γραμμένη η λέξη «Βερόπουλος», το όνομα της μόνης υπεραγοράς στην περιοχή.
Για ό,τι αφορά στα ναρκωτικά που βρέθηκαν στην αποθήκη, ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι κατά την ώρα που διεξαγόταν η έρευνα στην αποθήκη αυτός βρισκόταν στο σαλόνι της οικίας του. Σε κάποια στιγμή εισήλθε στο σπίτι ένας αστυνομικός κρατώντας ένα σακούλι και απευθυνόμενος προς τον Αναπληρωτή Ανώτερο Υπαστυνόμο Οικονομίδη (ΜΚ4) είπε «τα βρήκαμε από δω». Οι αστυνομικοί τον οδήγησαν στην αποθήκη και σε ερώτηση αν η αποθήκη ήταν δική του αυτός απάντησε αρνητικά. Ενώ ήταν ακόμα στην αποθήκη, ήλθε ο γιός του ο οποίος, απευθυνόμενος προς τον Οικονομίδη (ΜΚ4) είπε, «ό,τι βρήκες εκεί μέσα εν δικά μου». Ο Οικονομίδης του απάντησε «ο πατέρας σου εν πιο χρήσιμος. Εν τον πατέρα σου που θέλουμε». Ο εφεσείων αρνήθηκε ότι είναι φίλος με τον Μιχαήλ (ΜΚ11) και επέμενε ότι είναι απλώς γνωστοί. Ωστόσο, παραδέχθηκε ότι η σύζυγός του εγγυήθηκε τον Μιχαήλ για να εμφανιστεί στη δίκη του, διαφώνησε όμως ότι αυτό το έπραξε ως αντάλλαγμα για να μην καταθέσει εναντίον του ο εν λόγω μάρτυρας.
Το Κακουργιοδικείο, αξιολόγησε τη μαρτυρία καθοδηγούμενο από τη νομολογία στην οποία αναφέρθηκε εκτεταμένα σε σχέση με τους κινδύνους όταν αυτή προέρχεται από συνένοχο ο οποίος μάλιστα με την πρώτη κατάθεσή του στην αστυνομία δεν ενοχοποίησε τον εφεσείοντα. Έκρινε τον Μιχαήλ ως αξιόπιστο μάρτυρα και σημείωσε ως ενισχυτικό της μαρτυρίας του το δακτυλικό αποτύπωμα στην πλαστική τσάντα με τη λέξη «Βερόπουλος». Αντίθετα, για λόγους που εξήγησε, έκρινε τον εφεσείοντα ως εντελώς αναξιόπιστο και στο πλαίσιο του συνόλου της αξιόπιστης μαρτυρίας που είχε προσαχθεί τον βρήκε ένοχο στις κατηγορίες.
Ο εφεσείων εφεσιβάλλει την καταδίκη του ως εσφαλμένη και την ποινή ως έκδηλα υπερβολική. Η ειδοποίηση έφεσης φέρει την υπογραφή του εφεσείοντα και διαλαμβάνει πέντε λόγους έφεσης που αφορούν στην καταδίκη. Ωστόσο, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του εφεσείοντα δήλωσαν ότι η έφεση περιορίζεται μόνο σε ό,τι περιλαμβάνει το διάγραμμα της αγόρευσης που κατέθεσαν και ανέπτυξαν προφορικά. Βασικά η επιχειρηματολογία από πλευράς υπεράσπισης, επικεντρώθηκε στην εκτίμηση της μαρτυρίας του Μιχαήλ (ΜΚ11) και την αξιολόγησή της από το Κακουργιοδικείο ως αξιόπιστης. Πρόσθεσε επίσης επιχειρήματα σε σχέση με τη μαρτυρία για την ανεύρεση των ναρκωτικών στην αποθήκη. Για λόγους αναφερόμενους σε πτυχές της μαρτυρίας του ίδιου του Μιχαήλ αλλά και σε συνάρτηση προς την υπόλοιπη μαρτυρία η θέση της υπεράσπισης είναι ότι η μαρτυρία του Μιχαήλ περιέχει αδυναμίες και αντιφάσεις οι οποίες, με δοσμένο το γεγονός ότι ήταν συνένοχος και ότι με την πρώτη κατάθεση του δεν είχε εμπλέξει τον εφεσείοντα, καθιστούν επισφαλή την αποδοχή της μαρτυρίας του όπως και τη δεύτερη κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία. Σε σχέση με τα ναρκωτικά που βρέθηκαν στην αποθήκη, η υπεράσπιση εξειδίκευσε επίσης συγκεκριμένο λόγο για τον οποίο όπως και για τα υπόλοιπα ζητήματα που έχουν εγερθεί θα αναφερθούμε στη συνέχεια.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του εφεσείοντα προσπάθησαν να πείσουν ότι η μαρτυρία του Μιχαήλ στην έκταση που αυτή αναφέρεται στη συνάντηση που είχε ο εν λόγω μάρτυρας με τον εφεσείοντα στην Κύπρο το Σεπτέμβρη 1998 για σκοπούς προπαρασκευής του εγκλήματος της εισαγωγής των ναρκωτικών από την Ελλάδα είναι ψευδής. Επικαλούνται προς τούτο τη μαρτυρία του ίδιου του Μιχαήλ ο οποίος, κατέθεσε ότι συναντήθηκε με τον εφεσείοντα στο σπίτι του τελευταίου 3-4 ημέρες πριν τις 18.9.1998 όπου συνωμότησαν μεταξύ τους για την εισαγωγή χασίς από την Ελλάδα. Όμως, ένα τέτοιο γεγονός δεν μπορούσε να είχε συμβεί γιατί, καθώς εισηγούνται οι δικηγόροι του εφεσείοντα, ο πελάτης τους κατά τη χρονική περίοδο που τον εμπλέκει ο Μιχαήλ, βρισκόταν στην Ελλάδα. Ο εφεσείων αδιαμφισβήτητα έφθασε στην Κύπρο από την Ελλάδα στις 16.9.1998 και αναχώρησε ξανά για την Ελλάδα στις 18.9.1998. Η εισήγηση της υπεράσπισης είναι ότι εκ των πραγμάτων δεν ήταν δυνατή η πραγματοποίηση συνάντησης με τον εφεσείοντα στην οποία αναφέρθηκε ο Μιχαήλ και συνεπώς η μαρτυρία του Μιχαήλ έπρεπε να είχε κριθεί αναξιόπιστη.
Η αποδοχή της μαρτυρίας του Μιχαήλ από το Κακουργιοδικείο συνοδεύεται από την πιο κάτω πειστική αιτιολογία:
«........... ο υπολογισμός του συνηγόρου ήταν ότι αφού ο Μ.Κ.11 στην κατάθεσή του τεκμήριο 4, είπε ότι συναντήθηκαν μέσα Σεπτεμβρίου και στη μαρτυρία είπε ότι 3-4 μέρες πριν πάει ο κατηγορούμενος στην Ελλάδα του έδειξε τα ναρκωτικά στην αποθήκη και οι δύο ημερομηνίες είναι τέτοιες που διαψεύδουν τον Μ.Κ.11 αφού ο κατηγορούμενος ήταν στην Ελλάδα. Όμως αφού λάβαμε υπόψη ότι ο Μ.Κ.11 για το θέμα της συμφωνίας να φέρουν ναρκωτικά μιλά στην κατάθεσή του για «Μέσα στα μέσα του Σεπτέμβρη περίπου ........» και στην κύρια εξέτασή του μίλησε για Σεπτέμβρη του 1998 και στην αντεξέτασή του ότι έκαναν την κουβέντα για να φέρουν ναρκωτικά και του έδειξε τα ναρκωτικά ο κατηγορούμενος 3-4 μέρες πριν τις 18.9., καταλήγουμε ότι ενόψει του γεγονότος ότι έστω και από τα μεσάνυχτα της 16ης προς τη 17η Σεπτεμβρίου 1998 και ολόκληρη τη 17.9.98 ο κατηγορούμενος ήταν στην Κύπρο και λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη ότι ο μάρτυρας μιλούσε για «περίπου» και δεν επέμενε σε συγκεκριμένες ημερομηνίες, ότι τα γεγονότα μπορούσαν να έχουν όπως τα ισχυρίζεται ο Μ.Κ.11 και δεν αποκλείονται από το τεκμήριο 14 όπου φαίνονται οι μέρες που ο κατηγορούμενος ήταν εκτός Κύπρου.»
Η αιτιολογία που μόλις παραθέσαμε χαρακτηρίστηκε από την υπεράσπιση ως «πιθανολόγηση» και ότι το Κακουργιοδικείο έκανε επί του προκειμένου «υποθέσεις». Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση. Ο Μιχαήλ ουδέποτε προσδιόρισε επακριβώς την ημερομηνία της συνάντησης στο σπίτι του εφεσείοντα. Σε κάποιο σημείο της μαρτυρίας του κατά την αντεξέταση είπε «πριν τις 18 του μηνός νομίζω» και στη συνέχεια ανέφερε πως η συνάντηση έγινε 3-4 ημέρες πριν από τις 18 Σεπτεμβρίου. Στη δεύτερη κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία τοποθέτησε τη συνάντηση «μέσα στα μέσα του Σεπτέμβρη περίπου, εν αθυμούμαι ακριβώς ημερομηνία». Διαπιστώνουμε πως δεν έχει καταδειχθεί βάσιμος λόγος γιατί ο Μιχαήλ έπρεπε να θυμάται επακριβώς την ημερομηνία που συναντήθηκε με τον εφεσείοντα. Η αποδοχή της μαρτυρίας του Μιχαήλ για το συγκεκριμένο θέμα αιτιολογείται επαρκώς από το Κακουργιοδικείο το οποίο, άσκησε εν προκειμένω σωστά τη διακριτική του εξουσία και δεν υπάρχουν περιθώρια παρέμβασης.
Ο Μιχαήλ, κατέθεσε ότι ο λόγος για τον οποίο δεν αποκάλυψε από την αρχή την εμπλοκή του εφεσείοντα ήταν γιατί ο τελευταίος τον απείλησε πως «αν σε πιάσουν ή γίνει ο,τιδήποτε μη με συναφέρεις εμένα διότι θα σε σκοτώσω, έχω ράσσιη πίσω μου». Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε ως αληθινή την πιο πάνω εξήγηση του Μιχαήλ αφού έλαβε προς τούτο υπόψη ότι η εν λόγω εξήγηση δόθηκε μετά που ο Μιχαήλ άλλαξε απάντηση από μη παραδοχή σε παραδοχή και του επιβλήθηκε ποινή. Το Κακουργιοδικείο θεώρησε πως μετά από αυτή την εξέλιξη ο Μιχαήλ δεν είχε πλέον κανένα συμφέρον να λέγει ψέματα ή να ελπίζει σε ο,τιδήποτε και δέχθηκε ότι η μαρτυρία του ήταν επί του προκειμένου αληθινή. Έχουμε τη γνώμη πως η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου επί του συγκεκριμένου θέματος ήταν μέσα στα όρια της σωστής ενάσκησης της διακριτικής ευχέρειας του και δεν έχουμε διακρίνει μέσα από την επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν οι δικηγόροι του εφεσείοντα οποιοδήποτε βάσιμο λόγο που να δικαιολογεί παρέμβαση προς ανατροπή της συγκεκριμένης διαπίστωσης. Οι συνήγοροι του εφεσείοντα με αναφορά στο περιεχόμενο της πρώτης κατάθεσης που έδωσε ο Μιχαήλ στην Αστυνομία διερωτήθηκαν πότε απειλήθηκε ο Μιχαήλ από τον εφεσείοντα εφόσον σύμφωνα με το περιεχόμενο της εν λόγω κατάθεσης, ο Μιχαήλ δεν ανέφερε ότι συνάντησε ή ότι μίλησε με τον εφεσείοντα. Νομίζουμε πως αυτή η πτυχή του θέματος δεν έπρεπε καν να μας απασχολήσει. Ωστόσο, επιγραμματικά σημειώνουμε πως το ερώτημα θα είχε ενδεχομένως σημασία αν δεν υπήρχε η ακλόνητη διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσείων και ο Μιχαήλ συναντήθηκαν στην Κύπρο αλλά και στην Αθήνα και συνωμότησαν μεταξύ τους για τη μεταφορά των ναρκωτικών στην Κύπρο προτού ο Μιχαήλ συλληφθεί με τα ναρκωτικά στη Λεμεσό.
Ένα άλλο επιχείρημα που πρόβαλαν οι συνήγοροι του εφεσείοντα με προοπτική να καταδείξουν ότι η μαρτυρία του Μιχαήλ έπρεπε να είχε κριθεί αναξιόπιστη είναι και το γεγονός ότι ο Μιχαήλ όταν άνοιξε τη βαλίτσα με τα ναρκωτικά, υπέδειξε στους αστυνομικούς που ήταν παρόντες τα πακέτα με τα ναρκωτικά που ήταν τοποθετημένα ανάμεσα στα ενδύματα (παντελόνι και φανέλα). Λέγουν επίσης ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μιχαήλ τη βαλίτσα την παρέλαβε από τον εφεσείοντα την επόμενη ημέρα που ο άγνωστος αλβανός προμήθευσε τα ναρκωτικά. Δύσκολα κατανοούμε το βάσιμο του επιχειρήματος. Ο Μιχαήλ κατέθεσε ότι μετά την παραλαβή της βαλίτσας πήγε στο διαμέρισμα του αλβανού όπου ήρθε και ο εφεσείων και ήλεγξε το «πράμα» εννοώντας προφανώς τα ναρκωτικά. Ο εφεσείων προτού φύγει από το διαμέρισμα είπε ότι θα έφερνε τα πράγματα από το ξενοδοχείο και εδώ, αναφερόταν προφανώς στα προσωπικά αντικείμενα του Μιχαήλ, τα οποία και έφερε την επομένη. Τα ναρκωτικά ήταν από την προηγούμενη μέρα στο διαμέρισμα του αλβανού όπου διανυκτέρευσε ο Μιχαήλ και επομένως ο τρόπος που αυτά τοποθετήθηκαν στη βαλίτσα μαζί με τα ενδύματα ήταν γνωστός στον Μιχαήλ και συνεπώς δεν διακρίνουμε οποιαδήποτε αντίφαση ή αδυναμία στη μαρτυρία του.
Με την έφεση αμφισβητείται επίσης η ορθότητα της διαπίστωσης αναφορικά με το βάρος των ναρκωτικών που είχαν βρεθεί στην κατοχή του Μιχαήλ (ΜΚ11). Υπενθυμίζουμε πως μετά την ανακάλυψη των ναρκωτικών στο τελωνείο της Λεμεσού τα δέματα στα οποία ήταν συσκευασμένα, ζυγίστηκαν στην παρουσία του Μιχαήλ και διαπιστώθηκε ότι το συνολικό βάρος των δέκα δεμάτων ήταν 9705 γραμμάρια Σε κατοπινό στάδιο, ζυγίστηκε το περιεχόμενο των δέκα δεμάτων αφού προηγουμένως, η χημικός κα Κανάρη το αφαίρεσε από τα περιτυλίγματα και διαπιστώθηκε ότι αυτό είχε καθαρό βάρος 8957 γραμμάρια. Η θέση της υπεράσπισης είναι ότι η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι το καθαρό βάρος ήταν 8957 γραμμάρια είναι αυθαίρετη γιατί συνιστά απλή πιθανολόγηση. Το Κακουργιοδικείο, σύμφωνα με την εισήγηση, δεν είχε ενώπιόν του άμεση μαρτυρία ότι το βάρος των περιτυλιγμάτων περιλαμβανομένης και της κολλητικής ταινίας ήταν 747 γραμμάρια δηλαδή, η διαφορά μεταξύ μικτού και καθαρού βάρους. Η εισήγηση δεν ευσταθεί γιατί η μαρτυρία που είχε ενώπιόν του το Κακουργιοδικείο, αντανακλά την αδιάσπαστη πορεία που διέγραψαν τα ναρκωτικά από τη στιγμή που βρέθηκαν στην κατοχή του Μιχαήλ μέχρι την παρουσίασή τους στο Δικαστήριο προκειμένου να καταστούν τεκμήρια της υπόθεσης. Η αφαίρεση του περιεχομένου από τα περιτυλίγματα που χρησιμοποιήθηκαν για τη συσκευασία του και η διαφύλαξη των περιτυλιγμάτων περιλαμβανομένης και της κολλητικής ταινίας μέχρι την παρουσίασή τους στο Δικαστήριο, συνιστά μέρος της αλληλουχίας των γεγονότων που σύμφωνα με τη μαρτυρία έλαβαν χώρα αναφορικά με τα διάφορα στάδια από τα οποία πέρασαν τα δέματα με τα ναρκωτικά από τη στιγμή της κατάσχεσής τους μέχρι την παρουσίασή τους στο Δικαστήριο. Η μαρτυρία αναφορικά με τη συγκεκριμένη πτυχή του θέματος μπορούσε αναμφίβολα να οδηγήσει στο λογικό και ασφαλές συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δηλαδή, η διαφορά μεταξύ του μικτού βάρους των δέκα δεμάτων και του καθαρού βάρους των ναρκωτικών που αποτελούσε το περιεχόμενο των εν λόγω δεμάτων είναι το βάρος των περιτυλιγμάτων και της κολλητικής ταινίας που χρησιμοποιήθηκαν για τη συσκευασία των ναρκωτικών.
Υποβλήθηκε εισήγηση ότι η μαρτυρία που προσκόμισε η Κατηγορούσα Αρχή αναφορικά με τα ναρκωτικά που βρέθηκαν στην αποθήκη ήταν προκατασκευασμένη με σκοπό την ενοχοποίηση του εφεσείοντα. Έγινε προς τούτο αναφορά σε δύο καταθέσεις αστυνομικών που έλαβαν μέρος στη διερεύνηση της υπόθεσης οι οποίες βρέθηκαν καταχωρημένες στο φάκελο της υπόθεσης χωρίς να φέρουν τη σχετική αρίθμηση. Υποστηρίχθηκε από πλευράς υπεράσπισης ότι η απουσία αρίθμησης των καταθέσεων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για πρόσφατα κατασκευάσματα που έγιναν με σκοπό την ενοχοποίηση του εφεσείοντα. Παρενθετικά σημειώνουμε ότι οι εν λόγω καταθέσεις δεν αποτέλεσαν τεκμήρια της υπόθεσης ούτε και ζητήθηκε η παρουσίασή τους στο δικαστήριο για να γίνουν τεκμήρια. Ο λοχίας της Αστυνομίας Ιωάννου (ΜΚ8) αντεξεταζόμενος για τη μη αρίθμηση των καταθέσεων απέδωσε την παράλειψη στο ότι το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων δεν είχε οποιαδήποτε σημασία για τους σκοπούς της υπόθεσης. Έχουμε τη γνώμη πως το επιχείρημα της υπεράσπισης δεν μπορεί να ευσταθήσει γιατί αν η πρόθεση της Αστυνομίας ήταν η προκατασκευή μαρτυρίας με σκοπό την ενοχοποίηση του εφεσείοντα λογικά η Αστυνομία θα φρόντιζε ώστε οι καταθέσεις να είχαν κατάλληλα αριθμηθεί. Η παράλειψη αρίθμησης/πρωτοκόλλησης καταθέσεων, που καθώς διαφάνηκε δεν είχαν οποιαδήποτε σημασία, καταρρίπτει το επιχείρημα.
Η έφεση στρέφεται και εναντίον της ποινής. Το παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι λανθασμένα το Κακουργιοδικείο, έλαβε υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής το άθροισμα της ποσότητας των ναρκωτικών που αφορούσαν οι κατηγορίες 4 και 7 αντίστοιχα για να επιβάλει συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 10 χρόνων και 7 χρόνων στην κάθε κατηγορία. Δεν προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση το βάσιμο του παραπόνου. Η αναφορά του Κακουργιοδικείου στο σύνολο της ποσότητας των ναρκωτικών που αφορούσαν οι δύο πιο πάνω κατηγορίες έγινε σε συνάρτηση εξέτασης του θέματος της διαφοροποίησης της ποινής ενόψει του γεγονότος ότι ο συνένοχος του εφεσείοντα είχε ήδη καταδικαστεί σε ποινές φυλάκισης Επομένως δεν διαπιστώνουμε το λάθος που ο εφεσείων θέλησε να αποδώσει στο Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής.
Ο εφεσείων παραπονείται επίσης για ανισότητα των ποινών που το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον ίδιο και στο συνένοχό του Μιχαήλ. Η διαπίστωσή μας είναι ότι το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε ενδελεχώς με το θέμα και με σωστή αναφορά στη νομολογία στάθμισε όλους τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για την ίση μεταχείριση των αδικοπραγούντων. Έλαβε προς τούτο υπόψη ότι ο ρόλος του εφεσείοντα ήταν πιο ενεργός από το ρόλο του Μιχαήλ εφόσον ο εφεσείων ήταν αυτός που παρακίνησε το Μιχαήλ να φέρουν τα ναρκωτικά από το εξωτερικό βοηθώντας και χρηματικά. Το Κακουργιοδικείο έλαβε επίσης υπόψη ότι ο Μιχαήλ ομολόγησε τελικά το έγκλημα και βοήθησε την Αστυνομία στην εξιχνίαση της υπόθεσης.
Η εισαγωγή/κατοχή ναρκωτικών καθώς και η κατοχή ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια σε τρίτους συνιστούν τις σοβαρότερες μορφές αδικημάτων αυτού του είδους. Στην περίπτωση που εξετάζουμε, η δράση του εφεσείοντα σε συνάρτηση προς την ποσότητα των ναρκωτικών που αφορούν οι κατηγορίες στις οποίες κρίθηκε ένοχος, φανερώνουν με βεβαιότητα ότι πρόκειται για έμπορο ναρκωτικών.
Παρά τις αυστηρές ποινές φυλάκισης που τα Δικαστήρια κατά κανόνα επιβάλλουν στους ενόχους εγκλημάτων παρόμοιας φύσης, το έγκλημα δεν έχει αναχαιτιστεί. Οι έμποροι του είδους, παραγνωρίζουν τις φοβερές επιπτώσεις που οι ναρκωτικές ουσίες επιφέρουν στην υγεία των ανθρώπων και στην ηθική τους υπόσταση. Απτόητοι συνεχίζουν τη διάδοση των ναρκωτικών για το δικό τους οικονομικό όφελος. Αυτή η κατηγορία παραβατών αναπόφευκτα πρέπει να αντιμετωπίζεται με αυστηρές ποινές φυλάκισης έτσι ώστε η τιμωρία να επενεργεί συνάμα και αποτρεπτικά. Βλ. Gholi v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 30, Λούκας Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 577.
Το Κακουργιοδικείο δεν παραγνώρισε την ανάγκη για εξατομίκευση της ποινής. Λήφθηκαν εν προκειμένω υπόψη οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα ότι δηλαδή είναι έγγαμος και πατέρας παιδιών από τα οποία το μεγαλύτερο, ο Βαλεντίνος, σκοτώθηκε σε ηλικία 21 χρόνων το Νοέμβριο 1999 σε τροχαίο δυστύχημα. Κατά την επιμέτρηση της ποινής λήφθηκε επίσης υπόψη ο ενεργότερος ρόλος που διαδραμάτισε ο εφεσείων στην υπόθεση έναντι του ρόλου του συγκατηγορούμενου του. Συγκεκριμένα, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη ότι ο εφεσείων ήταν το πρόσωπο που παρακίνησε τον Μιχαήλ (ΜΚ11) να εισάξουν τα ναρκωτικά στην Κύπρο και ότι για την επίτευξη του σκοπού του έδωσε χρήματα.
Το Εφετείο επεμβαίνει προς ανατροπή απόφασης για ποινή που επέβαλε κατώτερο Δικαστήριο μόνο στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται:
(α) εσφαλμένη καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα γεγονότα ή το νόμο ή και τα δύο, ή
(β) πρόσδωση σημασίας σε εξωγενείς παράγοντες στον καθορισμό της ποινής, ή
(γ) ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής. Το στοιχείο της υπερβολής ή της ανεπάρκειας πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα. Βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 515, Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342 και Raymond Elias Ghafari v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 442.
Καταληκτικά διαπιστώνουμε ότι το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε το σύνολο της μαρτυρίας με επάρκεια, η αυτοκαθοδήγηση επιβαλλόταν υπό τις περιστάσεις και ορθά αναζητήθηκε ενισχυτική μαρτυρία η οποία, αφού εντοπίστηκε, συνέδεσε πλήρως τον εφεσείοντα με τη διάπραξη των αδικημάτων που αφορούσαν οι κατηγορίες στις οποίες καταδικάστηκε. Δεν έχουμε διαπιστώσει ο,τιδήποτε που θα δικαιολογούσε επέμβαση προς ανατροπή της απόφασης για την ποινή που το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα. Το Κακουργιοδικείο αφού στάθμισε σωστά όλους τους σχετικούς παράγοντες επέβαλε στον εφεσείοντα τις αρμόζουσες υπό τις περιστάσεις ποινές.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.