ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.7) (1993) 1 ΑΑΔ 793
PHIVOS PETROU PIERIDES ν. THE REPUBLIC (1971) 2 CLR 263
Γενικός Εισαγγελέας ν. Μαυρονικόλα (1990) 2 ΑΑΔ 480
Κακόψητος ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 200
Ξυδιάς & άλλος ν. Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 174
Δημοκρατία ν. Ford & άλλων (Αρ. 1) (1995) 2 ΑΑΔ 29
Lanitis Bros Ltd ν. Ιατρικών Υπηρεσιών (1995) 2 ΑΑΔ 266
Assadourian ν. Δημοκρατίας (1995) 2 ΑΑΔ 279
Ομήρου Όμηρος ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 588
BYRON PAVLIDES ν. REPUBLIC (COMMISSIONER OF INCOME TAX AND ANOTHER) (1967) 3 CLR 217
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2003) 2 ΑΑΔ 28
27 Ιανουαρίου, 2003
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΝΕOΦΥΤΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7165)
Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων ― Αλλαγή στη σύνθεση του Κακουργιοδικείου ― Ποίες οι επιπτώσεις της στην εγκυρότητα της δίκης ― Υιοθέτηση των νομολογηθέντων στην Δημοκρατία v. Ford κ.ά. (Αρ. 1) (1995) 2 Α.Α.Δ. 29.
Ποινική Δικονομία ― Επανεκδίκαση ― Διακριτική ευχέρεια ― Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155, Άρθρο 145(1)(δ) ― Παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη ― Η έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση είναι επιβεβλημένη όταν η διεξαχθείσα δίκη δεν είναι έγκυρη.
Ποινική Δικονομία ― Πολλαπλότητα κατηγορίας ― Συνήθως οδηγεί σε ακύρωση της καταδικαστικής απόφασης ― Εφαρμοστέες αρχές στην Κύπρο και Αγγλία και ανάλυση αυθεντιών.
Το επίδικο θέμα της παρούσας έφεσης αφορά τις επιπτώσεις της αλλαγής της σύνθεσης του Κακουργιοδικείου στη δίκη του εφεσείοντος για διάπραξη διαφόρων σεξουαλικών αδικημάτων σε βάρος 8 ανήλικων παιδιών. Συζητήθηκε επίσης το θέμα κατά πόσο έπρεπε να διαταχθεί ή όχι η διεξαγωγή νέας δίκης. Ο δικηγόρος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι το διάταγμα επανεκδίκασης θα συνιστούσε μέτρο ανεπιεικές και άδικο για τον εφεσείοντα, ο οποίος είχε υποστεί μια μακρά δίκη, να υποστεί εκ νέου ο ίδιος και οι μάρτυρες κατηγορίας - όλοι τους μικρά παιδιά - το μαρτύριο μιας νέας δίκης.
Το Εφετείο επέτρεψε την έφεση και ακύρωσε την καταδικαστική απόφαση λόγω αλλαγής στη σύνθεση του Κακουργιοδικείου, κατ' εφαρμογή των νομολογηθέντων στην απόφαση στη Δημοκρατία ν. Ford κ.ά. Το Εφετείο αποφάνθηκε ότι το θέμα της σύνθεσης του Δικαστηρίου έχει ρυθμιστεί από τη νομολογία στη Ford (πιο πάνω), ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας δεν κάλεσε το Εφετείο να αποστεί από την απόφαση αυτή και η υιοθέτηση πορείας αντίθετης με εκείνη της νομολογίας αποτελεί πορεία που αντιστρατεύεται όχι μόνο το δημόσιο αίσθημα αλλά και την αρχή της βεβαιότητας του δικαίου και της δικαιοσύνης η οποία αποτελεί απαραίτητο γνώρισμα του Κράτους Δικαίου.
Αναφορικά με τις εισηγήσεις των μερών για διεξαγωγή ή μη νέας δίκης σύμφωνα με το Άρθρο 145(1)(δ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, αποφασίστηκε ότι η έκδοση διαταγής για διεξαγωγή νέας δίκης ήταν επιβεβλημένη ενόψη της διαπίστωσης του Εφετείου σύμφωνα με την οποία η διεξαχθείσα δίκη δεν ήταν έγκυρη. Το δε διάταγμα επανεκδίκασης δεν θα παραβίαζε τον κανόνα του διπλού κινδύνου (double jeopardy), γιατί καθώς έχει νομολογηθεί ο κίνδυνος εγείρεται μόνο μετά από νόμιμη αθώωση ή νομιμη καταδίκη.
Η έφεση επιτράπηκε. Διατάχθηκε επανεκδίκαση στις κατηγορίες στις οποίες ακυρώθηκε η καταδικαστική απόφαση.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Southwark Crown Court, ex parte Commissioners for Customs and Excise [1993] 1 W.L.R. 764,
Δημοκρατία ν. Ford κ.α. (Αρ. 1) (1995) 2 Α.Α.Δ. 29,
Wright [1990] 90 Cr. App. R. 325,
Ξυδιάς κ.α. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174,
Ομήρου ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 588,
R. v. Jones and Others, 59 Cr. App. R. 120,
R. v. Molloy [1921] 2 K.B. 364,
R. v. Wilmot [1933] 29 Cox. 652,
Pavlides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 217,
Pierides v. Republic (1971) 2 C.L.R. 263,
Κακόψητος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 200,
Assadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 279,
Lanitis Bros Ltd v. Ιατρικών Υπηρεσιών κ.α. (1995) 2 Α.Α.Δ. 266,
Crane v. D.P.P. [1921] 2 A.C. (H.L.) 2,
D.P.P. v. White [1977] 3 All E.R. 1003,
Harrington v. Roots [1984] 2 All E.R. 475,
Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 7) (1993) 1 Α.Α.Δ. 793.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Πάφου (Υπόθεση Αρ. 3883/00) ημερ. 9/8/01, εναντίον της καταδίκης και ποινής του στις ακόλουθες κατηγορίες στις οποίες βρέθηκε ένοχος:
α) Κατηγορία 25 - απόπειρα για παραφύση ασέλγεια σε παιδί ηλικίας κάτω των 13 ετών - φυλάκιση έξι ετών,
β) Κατηγορία 4 - σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου - φυλάκιση έξι ετών. Να συντρέχει με την ποινή στην κατηγορία 25,
γ) Κατηγορία 8 - σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου προσώπου - φυλάκιση έξι ετών,
δ) Κατηγορία 16Α - απαγωγή θήλεως κάτω των δεκαέξι ετών - φυλάκιση 18 μηνών· και
ε) Κατηγορία 17Α - άσεμνη επίθεση κατά θήλεως - φυλάκιση 18 μηνών. Να συντρέχει με την ποινή στην κατηγορία 16Α.
Ε. Ευσταθίου με Γ. Μυλωνά, για τον Εφεσείοντα.
Π. Κληρίδης, Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας με Σ. Μάτσα, Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 5.9.2000 ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κατεχώρησε στο Κακουργιοδικείο Πάφου κατηγορητήριο εναντίον του εφεσείοντα το οποίο περιείχε 24 κατηγορίες για διάπραξη διαφόρων σεξουαλικών αδικημάτων σε βάρος 8 ανηλίκων παιδιών. Με ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου (Φωτίου, Π.Ε.Δ., Μιχαηλίδου, Α.Ε.Δ. και Οικονόμου, Ε.Δ.) ημερ. 10.10.2000 κρίθηκε ότι η κατηγορία 24 «αφορά σε ένα πολύ ευρύτερο χρονικό διάστημα και αναφέρεται σε άγνωστο αριθμό παιδιών έτσι ώστε να καθίσταται ανεπιθύμητη η συνεκδίκαση της». Για το λόγο αυτό διατάχθηκε όπως το κατηγορητήριο «προχωρήσει ως έχει, με εξαίρεση την κατηγορία 24, η οποία θα παραμείνει στο φάκελο της υπόθεσης».
Με απόφαση του Κακουργιοδικείου (Ερωτοκρίτου, Π.Ε.Δ., Μιχαηλίδου, Α.Ε.Δ. και Οικονόμου, Ε.Δ.) ημερ. 25.7.2001, η οποία εκδόθηκε στο στάδιο της εξέτασης της εισήγησης για μη απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, προστέθηκαν δύο κατηγορίες «για απόπειρα παρά φύσιν ασέλγειας» - οι κατηγορίες 25 και 26. Οι κατηγορίες 25 και 26, στις οποίες κλήθηκε σε απολογία, αντικατέστησαν τις κατηγορίες 1 και 5 αντίστοιχα. Με την ίδια απόφαση ο εφεσείων κλήθηκε σε απολογία σε σχέση με τις κατηγορίες 2, 3, 4, 6, 7, 8, 9, 10, 12, 14, 16 και 17 και αθωώθηκε και απαλλάγηκε από τις αρχικές κατηγορίες 1 και 5 και τις κατηγορίες 11, 13, 15, 18, 19, 20, 21, 22 και 23.
Στο τέλος της ακροαματικής διαδικασίας ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες 25, 2, 3, 4, 6, 7, 8, 9, 10, 12, 14, 16Α και 17Α και αθωώθηκε και απαλλάγηκε στις κατηγορίες 16, 17 και 26. Οι κατηγορίες 16Α και 17Α προστέθηκαν στο τέλος της δίκης, στο στάδιο της έκδοσης της τελικής απόφασης του Κακουργιοδικείου.
Το Κακουργιοδικείο επέβαλε τις πιο κάτω ποινές:
Κατηγορία 25 - απόπειρα για παρά φύση ασέλγεια σε παιδί ηλικίας κάτω των 13 ετών - φυλάκιση έξι ετών.
Κατηγορία 2 - απαγωγή θήλεως κάτω των δεκαέξι ετών - ουδεμία ποινή.
Κατηγορία 3 - άσεμνη επίθεση κατά θήλεως - ουδεμία ποινή.
Κατηγορία 4 - σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου - φυλάκιση έξι ετών. Να συντρέχει με την ποινή στην κατηγορία 25.
Κατηγορία 6 - απαγωγή θήλεως κάτω των δεκαέξι ετών - ουδεμία ποινή.
Κατηγορία 7 - άσεμνη επίθεση κατά θήλεως - ουδεμία ποινή.
Κατηγορία 8 - σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου προσώπου - φυλάκιση έξι ετών.
Κατηγορία 9 - απαγωγή θήλεως κάτω των δεκαέξι ετών - ουδεμία ποινή.
Κατηγορία 10 - άσεμνη επίθεση κατά θήλεως - φυλάκιση 18 μηνών.
Κατηγορία 12 - άσεμνη επίθεση κατά θήλεως - φυλάκιση έξι μηνών.
Κατηγορία 14 - άσεμνη επίθεση κατά άρρενος - φυλάκιση 18 μηνών.
Κατηγορία 16Α - απαγωγή θήλεως κάτω των δεκαέξι ετών - φυλάκιση 18 μηνών.
Κατηγορία 17Α - άσεμνη επίθεση κατά θήλεως- φυλάκιση 18 μηνών. Να συντρέχει με την ποινή στην κατηγορία 16Α.
Έχουν διατυπωθεί λόγοι έφεσης εναντίον της καταδίκης και ποινής σε σχέση με τις κατηγορίες 25, 4, 8, 16Α και 17Α. Δεν έχουν διατυπωθεί λόγοι έφεσης σε σχέση με τις κατηγορίες 10, 12 και 14. Επίσης δεν έχουν διατυπωθεί λόγοι έφεσης σε σχέση με την καταδίκη στις κατηγορίες 2, 3, 6, 7 και 9 στις οποίες δεν είχε επιβληθεί ποινή. Στη διάρκεια της ενώπιόν μας διαδικασίας οι συνήγοροι του εφεσείοντα απέσυραν την έφεση σε σχέση με τις κατηγορίες 16Α και 17Α.
Οι λόγοι έφεσης.
Με τον τρίτο λόγο της έφεσης έχει τεθεί το θέμα της σύνθεσης του Δικαστηρίου το οποίο έχει εκδικάσει την υπόθεση. Ο σχετικός λόγος της έφεσης έχει διατυπωθεί ως εξής:
«Η εκδίκαση της υπόθεσης μερικώς από διαφορετικής συνθέσεως Δικαστήρια, δημιούργησε μια περαιτέρω παρατυπία (material irregularity). Αρχικώς ο εφεσείων εμφανίσθηκε ενώπιον Δικαστηρίου άλλης σύνθεσης, η αίτηση για ακύρωση του Κατηγορητηρίου εκδικάσθηκε από Δικαστήριο άλλης σύνθεσης και εκδόθηκε σχετική ενδιάμεση απόφαση και η τελική εκδίκαση της υπόθεσης έγινε από άλλο Δικαστήριο. Αποτέλεσμα ήταν ότι το Δικαστήριο το οποίο εξέδωσε τελική απόφαση, να μην είναι ενήμερο των προηγούμενων επιχειρημάτων ή των υπερασπίσεων που προέβαλε ο εφεσείων κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, εις ένα κρίσιμο θέμα που αφορούσε την εγκυρότητα του Κατηγορητηρίου σε βάρος του. Αποτελεί ουσιώδη παρατυπία (material irregularity) η εκδίκαση μιας υπόθεσης από Δικαστήρια διαφορετικής σύνθεσης, διότι επιβάλλεται μια υπόθεση να εκδικάζεται από το ίδιο Δικαστήριο από αρχή μέχρι τέλος.»
Προτού αναφερθούμε στην επιχειρηματολογία των συνηγόρων του εφεσείοντα θεωρούμε σκόπιμο ν' αναφερθούμε στο πραγματικό υπόβαθρο επί του οποίου βασίζεται ο σχετικός λόγος της έφεσης.
Το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 5.9.2000 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πάφου με σύνθεση τους Νικολάτο, Π.Ε.Δ., Παρπαρίνο, Α.Ε.Δ. και Βλαδιμήρου, Ε.Δ.. Την ημέρα εκείνη ο εφεσείων δεν κλήθηκε να απαντήσει στο κατηγορητήριο. Ζήτησε αναβολή για να του δοθεί χρόνος να εξετάσει το ενδεχόμενο υποβολής ορισμένων ενστάσεων. Το αίτημα του εγκρίθηκε και η υπόθεση αναβλήθηκε για προγραμματισμό ενώπιον του Κακουργιοδικείου το οποίο «θα επιλαμβάνεται των υποθέσεων της Πάφου και το οποίο απαρτίζεται από τους κ.κ. Φωτίου, Μιχαηλίδου και Οικονόμου στις 18.9.2000».
Με οδηγίες του Κακουργιοδικείου (Φωτίου, Π.Ε.Δ., Μιχαηλίδου, Α.Ε.Δ. και Οικονόμου, Ε.Δ.) η υπόθεση τέθηκε ενώπιον του στις 14.9.2000. Ο εφεσείων δεν παρουσιάσθηκε και η υπόθεση ορίσθηκε για τις 9.10.2000 για απάντηση. Ταυτόχρονα εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης του εφεσείοντα. Την 9.10.2000 ο εφεσείων παρουσιάσθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου το οποίο προεδρεύετο από τον Φωτίου Π.Ε.Δ.. Την ημέρα εκείνη και προτού απαντήσει ο εφεσείων στις κατηγορίες οι συνήγοροι του ήγειραν τις πιο κάτω ενστάσεις:
«(α) Για αριθμό κατηγοριών δηλαδή τη 1η, 5η και13η που αφορούν παρά φύσιν ασέλγεια σε παιδί κάτω των 13 ετών κατά παράβαση του άρθρου 174 του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ. 154 καθώς και για τις κατηγορίες της άσεμνης επίθεσης εναντίον θήλεος κατά παράβαση του άρθρου 15.1 του Ποινικού Κώδικα ΚΕΦ. 154 (δηλαδή τις 3, 7, 10, 12, 17, 19, 21) και άσεμνης επίθεσης κατά άρρενα κατά παράβαση του άρθρου 152 του Ποινικού Κώδικα δηλαδή την 14η κατηγορία και για τις κατηγορίες της σεξουαλικής εκμετάλλευσης κατά παράβαση των άρθρων 2, 3(1) (γ) (2) (β) του Νόμου 3(1)/2000, το παράπονο είναι ότι δεν περιέχονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες.
(β) Για τις κατηγορίες της σεξουαλικής εκμετάλλευσης υπάρχει και θέμα πολλαπλότητας.
(γ) Το κατηγορητήριο περιέχει μεγάλο αριθμό κατηγοριών οι οποίες είναι τέτοιες που θα επηρεάσουν τον κατηγορούμενο στην υπεράσπιση του, και
(δ) Ότι η 24η κατηγορία έχει παραγραφεί.»
Με ενδιάμεση απόφασή του ημερ. 10.10.2000 το Κακουργιοδικείο που προεδρεύετο από τον Φωτίου, Π.Ε.Δ., απέρριψε όλες τις πιο πάνω ενστάσεις. Έκρινε ως ακολούθως:
(Α) Λεπτομέρειες - Κρίθηκε ότι ο εφεσείων είναι σε θέση να αντιληφθεί τους λόγους και τη φύση των κατηγοριών που αντιμετωπίζει όπως επιβάλλει το άρθρο 12.5(α) του Συντάγματος γιατί του είχε δοθεί το σύνολο της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής. Επισημάνθηκε ότι δεν έχει διαφανεί με ποιό συγκεκριμένο τρόπο είναι δυνατό να επηρεαστεί ο εφεσείων «στην υπεράσπιση του και μετά που του δόθηκαν οι καταθέσεις».
(Β) Πολλαπλότητα των κατηγοριών - Κρίθηκε ότι δεν υπήρχε πολλαπλότητα. Λέχθηκαν τα εξής:
«Οι κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης στηρίζονται στα άρθρα 2, 3(1) (γ) και 2 (β) του Νόμου 3(1)/2000. Το άρθρο 2 είναι το ερμηνευτικό άρθρο και το άρθρο 3(2) (β) προβλέπει την ποινή.
Το αδίκημα με το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος δημιουργείται από το άρθρο 3(1) (γ) που μιλά για δύο ξεχωριστά αδικήματα:
(α) την σεξουαλική εκμετάλλευση, και
(β) την κακοποίηση ανηλίκου.
Εδώ ο κατηγορούμενος κατηγορείται μόνο για σεξουαλική εκμετάλλευση, δηλαδή σαφώς για ένα αδίκημα. Πολλαπλότητα θα είχαμε αν τον κατηγορούσαν και για τα δύο εν λόγω διαφορετικά αδικήματα (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Νεοπτόλεμος Μαυρονικόλας (1990) 2 Α.Α.Δ. 480).»
(Γ) Μεγάλος αριθμός κατηγοριών - Κρίθηκε ότι μπορούσαν όλες οι κατηγορίες «να είναι στο ίδιο κατηγορητήριο» γιατί «οι πλείστες των κατηγοριών αφορούν ουσιαστικά τον ίδιο τόπο και χρόνο και αφορούν, περαιτέρω, αδικήματα ίδιας φύσης που κατ' ισχυρισμό διαπράχθηκαν στα πλαίσια συστηματικής και παρόμοιας, κάθε φορά, συμπεριφοράς του ίδιου προσώπου».
(Δ) Παραγραφή της κατηγορίας 24 - Κρίθηκε ότι η κατηγορία δεν έχει παραγραφεί. Υποδείχθηκε ότι ήταν ανεπιθύμητη η συνεκδίκαση της λόγω της σημαντικής διαφοράς της ως προς τη σοβαρότητα της σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες και λόγω του ότι αφορούσε σε ένα πολύ ευρύτερο χρονικό διάστημα και αναφερόταν σε άγνωστο αριθμό παιδιών.
Με την ίδια ενδιάμεση απόφαση ο εφεσείων κλήθηκε να απαντήσει στις κατηγορίες 1-23. Απάντησε την ίδια ημερομηνία - 10.10.2000. Στη συνέχεια η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 11.12.2000.
Στις 11.12.2000 το Κακουργιοδικείο, που προεδρεύετο από τον Φωτίου Π.Ε.Δ., ανέβαλε την ακρόαση της υπόθεσης για τις 15.2.2001 λόγω ενασχόλησης του με την ακρόαση άλλης υπόθεσης στην οποία οι κατηγορούμενοι βρίσκονταν υπό κράτηση. Στις 15.2.2001 η ακρόαση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τον ίδιο πιο πάνω λόγο από το ίδιο Κακουργιοδικείο για τις 7.5.2001.
Με οδηγίες του Κακουργιοδικείου (Ερωτοκρίτου, Π.Ε.Δ., Μιχαηλίδου, Α.Ε.Δ. και Οικονόμου, Ε.Δ.) η υπόθεση τέθηκε ενώπιον του στις 23.4.2001 - αντί στις 7.5.2001 - οπόταν άρχισαν να καταθέτουν οι μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής. Η δίκη συμπληρώθηκε στις 31.7.2001 και η εκκαλούμενη απόφαση δόθηκε στις 9.8.2001.
Ο κ. Ευσταθίου, εκ μέρους του εφεσείοντα, έκαμε αναφορά στο πιο πάνω ιστορικό της διαδικασίας. Μας παρέπεμψε στην Southwark Crown Court, ex parte Commissioners for Customs and Excise [1993] 1 W.L.R. 764 στην οποία επίδικο θέμα ήταν κατά πόσο ο Δικαστής ο οποίος είχε προβεί στην προκαταρκτική ακρόαση έπρεπε να εκδικάσει την υπόθεση. Κρίθηκε ότι αλλαγή δικαστή μεταξύ της προκαταρκτικής ακρόασης και της δίκης ενώπιον των ενόρκων μπορεί να γίνει αποδεκτή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις π.χ. λόγω θανάτου ή σοβαρής ασθένειας του αρχικού Δικαστή*.
Προτού δώσουμε τον λόγο στον κ. Μάτσα, ο οποίος παρουσιάζετο εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, θέσαμε υπόψη του την απόφαση στη Δημοκρατία ν. Ford κ.ά. (Αρ. 1) (1995) 2 Α.Α.Δ. 29 και ζητήσαμε τις απόψεις του κατά πόσο τυγχάνει εφαρμογής στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε τα γεγονότα που περιβάλλουν την Ford (πιο πάνω).
Το Κακουργιοδικείο άκουσε επιχειρήματα και εξέδωσε ενδιάμεση απόφαση - ημερ. 2.12.94 - σύμφωνα με την οποία,
(α)είχε εξουσία να επιληφθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ανάλογα με το πώς επιβάλλουν οι περιστάσεις, του θέματος που ήγειραν οι συνήγοροι ότι η κατ' ισχυρισμόν παραβίαση της εμπιστευτικότητας στην επικοινωνία μεταξύ των κατηγορούμενων 1 και 3 καθιστά αδύνατη τη διεξαγωγή ανεπηρέαστης ή δίκαιης δίκης και
(β)έπρεπε να επιληφθεί του θέματος αμέσως ενόψει της, κατά την εισήγηση της υπεράσπισης, άμεσης και δραστικής επίδρασής του.
Στις 9.1.1995 μέλος του Κακουργιοδικείου - ο Κραμβής, Α.Ε.Δ. - προήχθη σε Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου. Ηγέρθηκε θέμα σύνθεσης του Κακουργιοδικείου το οποίο αποφάσισε ότι η δίκη είχε αρχίσει και ως εκ τούτου έπρεπε να συνεχιστεί με την ίδια σύνθεση ενόψει της επιφύλαξης του Άρθρου 5(1)** των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960-1992, (ο Νόμος).
Το Κακουργιοδικείο ύστερα από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, με βάση το Άρθρο 148 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, επεφύλαξε για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο τα πιο κάτω νομικά ζητήματα:
1. Κατά πόσο η έναρξη της 'δίκης', όπως ο όρος 'δίκη' συναντάται στην επιφύλαξη του άρθρου 5(1) των περί Δικαστηρίων Νόμων, προσδιορίζεται με βάση τη συγκεκριμένη υφή της διεξαχθείσας διαδικασίας, ή συνδέεται πάντοτε με την απάντηση του κατηγορουμένου στην κατηγορία.
2. Αν στο πρώτο μέρος του πιο πάνω ερωτήματος (1) η απάντηση είναι καταφατική, κατά πόσο η έκδοση από το Κακουργιοδικείο της ενδιάμεσης απόφασης του, ημερομηνίας 2 Δεκεμβρίου, 1994, με την οποία αποφάσισε ότι μπορεί να εξετάσει παράπονο των κατηγορουμένων για ισχυριζόμενη παραβίαση των συνταγματικών τους δικαιωμάτων σε σχέση με την εμπιστευτικότητα στην επικοινωνία με τους δικηγόρους τους, όπως προκύπτει από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος, σηματοδοτεί την έναρξη της δίκης.
3. Αν η απάντηση στο ερώτημα (2) είναι καταφατική, κατά πόσο η σύνθεση του Κακουργιοδικείου πρέπει να παραμείνει μέχρι πέρατος της δίκης η ίδια με εκείνη με την οποία εξέδωσε την ενδιάμεση απόφασή του, ημερομηνίας 2 Δεκεμβρίου 1994.
4. Κατά πόσο το Κακουργιοδικείο μπορούσε να επιληφθεί και να εξετάσει το θέμα της σύνθεσής του, ενόψει της εκκρεμότητας της γνωμάτευσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο Υπόμνημα 294.»
Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε κατά πλειοψηφία - δέκα προς ένα - ότι στις 9 Ιανουαρίου, 1995, όταν ο κ. Α. Κραμβής, Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής, προήχθη στη θέση Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου, η υπόθεση εκδικαζόταν μέσα στην έννοια της επιφύλαξης του Άρθρου 5(1) των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως 1992. Ως εκ τούτου, η δίκη έπρεπε να συνεχιστεί μέχρι να συμπληρωθεί με την ίδια Σύνθεση του Κακουργιοδικείου - (με τη συμμετοχή του προαχθέντα) - με βάση την επιφύλαξη του Άρθρου 5(1) των περί Δικαστηρίων Νόμων.
Το τέταρτο ερώτημα, που έμεινε χωρίς αντικείμενο, επειδή ο Γενικός Εισαγγελέας απέσυρε το Υπόμνημα Αρ. 294, δεν προωθήθηκε και δε χρειάσθηκε να απαντηθεί.
Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Κακουργιοδικείο για την περαιτέρω διαδικασία, ενόψει της πιο πάνω Γνωμοδότησης.
Το σκεπτικό της πιο πάνω γνωμάτευσης περιέχεται στις αποφάσεις των Δικαστών Γ. Κωνσταντινίδη, με την οποία συμφώνησαν οι Δ.Γ. Στυλιανίδης, Π., Κούρρης, Παπαδόπουλος, Νικήτας, Αρτεμίδης, Αρτέμης και Νικολαΐδης, Δ/στές και Γ.Μ. Πική, με την οποία συμφώνησε ο Δικαστής Γ. Χρυσοστομής. Ο Δικαστής Ι. Πογιατζής έδωσε το σκεπτικό της δικής του γνωμάτευσης.
Παραθέτουμε το σχετικό μέρος του σκεπτικού του Κωνσταντινίδη, Δ.:
«... Η αγγλική νομολογία, όπως ορθά επισήμανε το Κακουργιοδικείο στο πλαίσιο του δικού του προβληματισμού, δεν μπορεί να υιοθετηθεί ως αποδίδουσα την πραγματικότητα στην Κύπρο. Ενόψει των ρητών διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, η 'δίκη' είναι έννοια ευρύτερη της 'ακρόασης' που αποτελεί μέρος της και περιλαμβάνει, επαναλαμβάνουμε, κάθε δικαστική διαδικασία μετά την καταχώριση του κατηγορητηρίου.
Συμφωνούμε με την κατηγορούσα αρχή πως με γνώμονα τον πρόδηλο στόχο αλλά και το λεκτικό της επιφύλαξης στο άρθρο 5 του Νόμου14/60, η έννοια των όρων 'ενώ εκδικάζεται' και 'δίκη' είναι στενότερη, αλλά όχι με τον τρόπο και στο βαθμό που εισηγήθηκε. Η επιφύλαξη δεν παραπέμπει σε κάποια διαδικαστικά στεγανά, χρονικά ή άλλα, αλλά, όπως ορθά εκτίμησε το Κακουργιοδικείο, στη συγκεκριμένη υφή της διαδικασίας που διεξάχθηκε. Οσάκις, για να χρησιμοποιήσουμε τη διατύπωση του Κακουργιοδικείου, 'το Δικαστήριο επιλαμβάνεται θέματος σχέση έχοντος με τις εγγενείς ανάγκες της υπόθεσης, θέτοντας έτσι, η σύνθεση του Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται του θέματος τη δική της σφραγίδα σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις', ενεργοποιείται η επιφύλαξη στο άρθρο 5 του Νόμου 14/60.
Το θέμα που εξετάστηκε από το Κακουργιοδικείο και η ενδιάμεση απόφαση που εξέδωσε σε σχέση προς αυτό υποθεμελιώνουν την πορεία της δίκης, και καλύπτονται από το πιο πάνω κριτήριο. Η ανάληψη της υπόθεσης από νέα σύνθεση, με δοσμένη και ισχύουσα τη διαδικασία που προηγήθηκε, θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη δέσμευσή του, ενώ η εξ αρχής διεξαγωγή της διαδικασίας θα καταστρατηγούσε τον πρόδηλο στόχο της επιφύλαξης.
Για τους πιο πάνω λόγους είναι η γνωμάτευση μας πως ο κ. Α. Κραμβής προάχθηκε σε Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου ενώ εκδικαζόταν η υπόθεση και πως η δίκη πρέπει να συμπληρωθεί χωρίς αλλαγή στη σύνθεση του Κακουργιοδικείου.»
Στην απόφαση του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - λέχθηκαν τα εξής:
«Έκδηλος σκοπός του νομοθέτη με την εισαγωγή της επιφύλαξης του Άρθρου 5(1) του Ν. 14/60, ήταν η άρση της ανωμαλίας στην απονομή της δικαιοσύνης από τη διακοπή της ακρόασης ποινικής υπόθεσης λόγω της προαγωγής μέλους του Κακουργιοδικείου σε Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου. Η ανωμαλία στην απονομή της δικαιοσύνης είναι η ίδια σε κάθε περίπτωση που επιβάλλεται, λόγω μεταβολής της σύνθεσης του Κακουργιοδικείου, η επανακρόαση οποιουδήποτε μέρους της υπόθεσης. Η προαγωγή των σκοπών του νομοθέτη καθιστά την επιφύλαξη εφαρμοστέα σε κάθε περίπτωση που η διακοπή της διαδικασίας θα επέβαλλε την επανακρόαση οποιουδήποτε θέματος που εξετάστηκε μετά την έναρξη της ακρόασης ποινικής υπόθεσης ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
Εφόσον η επανασυγκρότηση του Κακουργιοδικείου σ' αυτή την υπόθεση θα καθιστούσε επιβεβλημένη την επανακρόαση του προκαταρκτικού θέματος που κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο, η επιφύλαξη τυγχάνει εφαρμογής για την αποφυγή της διακοπής της ακρόασης της ποινικής υπόθεσης που άρχισε ενώπιον του Κακουργιοδικείου.»
Για τις προεκτάσεις του θέματος που εγείρεται από τα νομολογηθέντα στην Ford (πιο πάνω) αγόρευσε ενώπιόν μας ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας κ. Κληρίδης.
Ο κ. Κληρίδης υπέβαλε ότι η ουσία της Ford (πιο πάνω) βρίσκεται στο πιο πάνω υπογραμμισμένο απόσπασμα (βλ. σελ. 10, πιο πάνω). Αυτό που πρέπει να εξεταστεί - συνέχισε - είναι κατά πόσο η ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου που προεδρεύετο από το Φωτίου, Π.Ε.Δ., με την οποία απορρίφθηκαν οι 4 ενστάσεις του εφεσείοντα «έθεσε τη σφραγίδα της σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις».
Ήταν η θέση του κ. Κληρίδη ότι η ενδιάμεση εκείνη απόφαση δεν «έθεσε τη σφραγίδα της στις μελλοντικές εξελίξεις» δεδομένου ότι δύο από τα κριθέντα θέματα τα οποία είχαν κριθεί - πολλαπλότητα του κατηγορητηρίου και ο μεγάλος αριθμός κατηγοριών - μπορούσαν να τεθούν ενώπιον του Κακουργιοδικείου που προεδρεύετο από τον Ερωτοκρίτου, Π.Ε.Δ. ή ακόμη και ενώπιον του Εφετείου. Υπέβαλε, επίσης, ότι η αναφορά «σε μελλοντικές εξελίξεις» αναφέρεται σε «εξελίξεις που έχουν σχέση με την απόδειξη του κατηγορητηρίου». Σε ερώτηση μας ποιά θα είναι η κατάληξη μας σε περίπτωση που γίνει δεκτή η θέση του κ. Ευσταθίου ο κ. Κληρίδης ανέφερε ότι σύμφωνα με τη νομολογία «διατάσσεται αθώωση και επανεκδίκαση της υπόθεσης». Τόνισε ωστόσο ότι το θέμα της επανεκδίκασης είναι ζήτημα που θα σταθμισθεί από την Κατηγορούσα Αρχή. Τέλος δέχθηκε ότι η πολλαπλότητα του κατηγορητηρίου οδηγεί μεν σε αθώωση αλλά ήταν η σταθερή του άποψη ότι δεν μπορούμε να μείνουμε δέσμιοι σε τεχνικότητες που είναι και ανίθετες με το δημόσιο αίσθημα· για το λόγο αυτό πρέπει να διαταχθεί επανεκδίκαση. Από την άλλη ο κ. Ευσταθίου υπέβαλε ότι με την επίμαχη ενδιάμεση απόφαση είχε τεθεί η σφραγίδα στην εξέλιξη της δίκης γιατί με βάση την ενδιάμεση εκείνη απόφαση εκδόθηκε η τελική - εκκαλούμενη - απόφαση του Δικαστηρίου.
Αναφορικά με το θέμα της επανεκδίκασης ο κ. Ευσταθίου υπέβαλε ότι θα ήταν μέτρο άκρως ανεπιεικές και άδικο για τον εφεσείοντα, ο οποίος έχει υποστεί μια μακρά δίκη, να υποστεί εκ νέου ο ίδιος και οι μάρτυρες κατηγορίας - όλοι τους μικρά παιδιά - το μαρτύριο μιας νέας δίκης.
Αυτό που πρέπει να εξετάσουμε στην παρούσα υπόθεση είναι κατά πόσο η επίμαχη ενδιάμεση απόφαση υποθεμελιώνει την πορεία της δίκης και συνιστά δέσμευση του υπό νέα σύνθεση Κακουργιοδικείου.
Σύμφωνα με τη νομολογία το υπό νέα σύνθεση Κακουργιοδικείο θα μπορούσε να θεωρήσει τον εαυτό του μη δεσμευμένο από την επίμαχη ενδιάμεση απόφαση και να προβεί σε αναθεώρηση της μόνο σε περίπτωση που μετά την έκδοση της είχε προκύψει κάτι το νέο (Βλ. Wright [1990] 90 Cr. App. R. 325, 339* - Βλ. επίσης Southwark (πιο πάνω). Θεωρούμε ότι δεν θα μπορούσε να προκύψει τίποτε το νέο σε σχέση με τα κριθέντα με την ενδιάμεση απόφαση ζητήματα ιδιαίτερα σε σχέση με το θέμα της πολλαπλότητας.
Είναι επομένως η κατάληξή μας ότι η επίμαχη ενδιάμεση απόφαση έχει υποθεμελιώσει την πορεία της δίκης και έχει δημιουργήσει δέσμευση του υπό νέα σύνθεση Κακουργιοδικείου. Τυγχάνουν κατά συνέπεια εφαρμογής τα νομολογηθέντα στην Ford (πιο πάνω). Προσθέτουμε ότι τα κριθέντα με την επίμαχη ενδιάμεση απόφαση ζητήματα είναι σοβαρά γιατί η μη ορθή αντιμετώπιση τους είναι δυνατόν να οδηγήσει και σε ακύρωση της καταδίκης. Ιδιαίτερα η πολλαπλότητα του κατηγορητηρίου έχει επανειλημμένα οδηγήσει σε ακύρωση της καταδίκης (Βλ. Ξυδιάς κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174, 224 στην οποία η πολλαπλότητα οδήγησε σε αθώωση του εφεσείοντα επί της συγκεκριμένης κατηγορίας γιατί δεν μπορούσε να λεχθεί με βεβαιότητα ότι ο εφεσείων δεν είχε παραπλανηθεί ή συγχυστεί ώστε να μη είχε επηρεαστεί η υπεράσπιση του. Βλ. επίσης και Ομήρου ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 588, στην οποία λέχθηκαν τα εξής: «.... η πρώτη κατηγορία έπασχε θεμελιωδώς και δεν μπορούμε να δούμε οτιδήποτε που θα δικαιολογούσε θετική διαπίστωση πως, παρά τα ριζικά ελαττώματα που υπήρχαν, θα ήταν δυνατό να επικυρωθεί η καταδίκη με το αιτιολογικό ότι ο εφεσείοντας δεν επηρεάστηκε δυσμενώς».
Στην Αγγλία η πολλαπλότητα της κατηγορίας συνήθως οδηγεί σε ακύρωση της καταδικαστικής απόφασης (Βλ. R. v. Jones and Others, 59 Cr. App. R. 120). Όπου υποβάλλεται ένσταση κατά τη δίκη και απορρίπτεται, το Εφετείο επιτρέπει την έφεση για το λόγο ότι η απόφαση είναι νομικώς εσφαλμένη. Το γεγονός ότι δεν είχε υποβληθεί ένσταση κατά τη δίκη δεν αποτρέπει την ακύρωση της καταδίκης (Βλ. R. v. Molloy [1921] 2 K.B. 364, R. v. Wilmot [1933] 29 Cox.652).
Εφόσον ισχύουν τα νομολογηθέντα στην Ford (πιο πάνω) η δίκη έπρεπε να συνεχισθεί χωρίς αλλαγή στη σύνθεση του Κακουργιοδικείου. Καταλήγουμε με τη διαπίστωση ότι η διεξαχθείσα δίκη δεν ήταν έγκυρη. Έπεται πως η έφεση πρέπει να επιτραπεί και η καταδικαστική απόφαση επί των κατηγοριών 4, 8, και 25 πρέπει να ακυρωθεί.
Αναφορικά με την εισήγηση του κ. Κληρίδη που αναφέρεται στο περί δημοσίου αίσθημα παρατηρούμε τα εξής:
Για την πληρέτερη ικανοποίηση του δημοσίου αισθήματος η επιστήμη του δικαίου και η νομολογία έχουν καθιερώσει κανόνες πρακτικής, κανόνες απόδειξης, δικονομικούς κανόνες και κανόνες που σχετίζονται με τη σύνθεση του Δικαστηρίου. Το θέμα της σύνθεσης του Δικαστηρίου έχει ρυθμιστεί από τη νομολογία στην Ford (πιο πάνω) από την οποία ο κ. Κληρίδης δεν μας έχει καλέσει να αποστούμε. Θεωρούμε λοιπόν ότι υιοθέτηση πορείας αντίθετης με εκείνη της νομολογίας αποτελεί πορεία που αντιστρατεύεται όχι μόνο το δημόσιο αίσθημα αλλά και την αρχή της βεβαιότητας του δικαίου και της δικαιοσύνης η οποία αποτελεί απαραίτητο γνώρισμα του Κράτους Δικαίου (Pavlides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 217).
Αναφορικά με τις εισηγήσεις των μερών που σχετίζονται με την διεξαγωγή ή μη νέας δίκης σύμφωνα με το Άρθρο 145(1) (δ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 «κατά την εκδίκαση έφεσης κατά καταδίκης, το Ανώτατο Δικαστήριο, τηρουμένων των διατάξεων του Άρθρου 153 του Νόμου αυτού, δύναται να διατάξει νέα δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου που επέβαλε ποινή ή ενώπιον οποιουδήποτε άλλου Δικαστηρίου που έχει δικαιοδοσία επί του ζητήματος». Η διαταγή για διεξαγωγή νέας δίκης δυνάμει του πιο πάνω άρθρου συνιστά θέμα που εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του Εφετείου.
Μερικοί από τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας είναι η σοβαρότητα της υπόθεσης, η διάρκεια και η πολυπλοκότητα της δίκης που έγινε, και ο χρόνος και τα έξοδα που θα απαιτηθούν για τη δεύτερη δίκη (Pierides v. Republic (1971) 2 C.L.R. 263, Κακόψητος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 200, 210, Assadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 279, 289, και Lanitis Bros Ltd v. Ιατρικών Υπηρεσιών κ.ά. (1995) 2 Α.Α.Δ. 266, 273).
Ωστόσο στην υπόθεση αυτή ισχύει μια παράμετρος η οποία δεν επιτρέπει την άσκηση διακριτικής ευχέρειας αλλά υπαγορεύει την έκδοση διαταγής για διεξαγωγή νέας δίκης. Αυτή η παράμετρος συνίσταται από την πιο πάνω διαπίστωση μας σύμφωνα με την οποία η διεξαχθείσα δίκη δεν ήταν έγκυρη.
Στον Archbold 1995, παραγ. 7-279 υποδεικνύεται ότι διατάσσεται η διεξαγωγή νέας δίκης όπου η διεξαχθείσα δίκη στην πράξη δεν ήταν καθόλου δίκη*.
Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συγγραφέα η πιο πάνω αρχή έχει σαν νομολογιακό έρεισμα την Crane v. D.P.P. [1921] 2 A.C. (H.L.) 2, στην οποία ο εφεσείων κατηγορήθηκε για παραλαβή αγαθών τα οποία εν γνώσει του ήταν κλοπιμαία και ένα άλλο άτομο κατηγορήθηκε με ξεχωριστό κατηγορητήριο για κλοπή των αγαθών. Οι δύο κατηγορούμενοι δικάσθηκαν μαζί και καταδικάσθηκαν. Κρίθηκε ότι η διαδικασία ήταν άκυρη και ότι το Εφετείο κατά την ακύρωση της καταδίκης είχε εξουσία, δυνάμει της Criminal Appeal Act, να διατάξει όπως ο εφεσείων δικασθεί δυνάμει του Νόμου. Στη σελ. 329-330 ο Lord Atkinson έθεσε το θέμα ως εξής:
«In my view the Court of Crown Cases Reserved had jurisdiction and authority where a mis-trial occurred to annul and set aside the verdict found and the judgment entered up upon it, and as a necessary result demanded in the interest of justice, to direct that the accused be tried on the indictment found against him. If this were not so this absurd result would follow - that in the case of a mis-trial, which is actually no trial at all, the Court of Criminal Appeal would be obliged when they annulled the conviction in such a case as this to direct an acquittal of the accused, though they at the same time decided that he never had been tried at all.»
Σε μετάφραση:
«Κατά την άποψή μου το Δικαστήριο των Crown Cases Reserved είχε δικαιοδοσία και εξουσία οσάκις σημειώνεται κακοδικία να ακυρώσει και παραμερίσει την ετυμηγορία και την απόφαση που απαγγέλθηκε επ' αυτής και ως απαραίτητο αποτέλεσμα που απαιτείται προς το συμφέρον της δικαιοσύνης να διατάξει όπως ο κατηγορούμενος δικασθεί επί του κατηγορητηρίου που καταχωρήθηκε εναντίον του ... Αν αυτό δεν ήταν έτσι θα ακολουθούσε αυτό το άτοπο αποτέλεσμα - ότι στην περίπτωση κακοδικίας, η οποία στην ουσία δεν είναι δίκη καθόλου, το Ποινικό Εφετείο θα ήταν υποχρεωμένο όταν ακύρωνε την καταδίκη σε μια υπόθεση όπως αυτή να διατάξει αθώωση του κατηγορουμένου παρόλο ότι ταυτόχρονα αποφάσισε ότι δεν είχε ποτέ δικασθεί.»
(Βλ. και D.P.P. v. White [1977] 3 All E.R. 1003, 1007).
Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι με το διάταγμα επανεκδίκασης δεν παραβιάζεται ο κανόνας του διπλού κινδύνου (double jeopardy) γιατί, καθώς έχει νομολογηθεί, ο κίνδυνος εγείρεται μόνο μετά από μια νόμιμη αθώωση ή νόμιμη καταδίκη (Harrington v. Roots [1984] 2 All E.R. 475, 479, η οποία αναφέρθηκε με επιδοκιμασία από τον Κωνσταντινίδη, Δ. στην Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 7) (1993) 1 Α.Α.Δ. 793, 805).*
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει. Η καταδικαστική απόφαση σε σχέση με τις κατηγορίες 4, 8 και 25 ακυρώνεται. Διατάσσεται νέα δίκη του εφεσείοντα επί των κατηγοριών 4, 8 και 25 ενώπιον Κακουργιοδικείου με διαφορετική σύνθεση.
Η έφεση επιτρέπεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση στις κατηγορίες στις οποίες ακυρώθηκε η καταδικαστική απόφαση.