ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 2 ΑΑΔ 455
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 7416)
27 Οκτωβρίου, 2003
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στες]
ΠΕΤΡΟΣ Μ. ΠΕΤΡΑΚΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_________
Ο εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά.
Χρ. Χρυσάνθου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα,
για την Εφεσίβλητη._________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος στην κατηγορία υπέρβασης ορίου ταχύτητας. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέκτηκε ότι στις 8.2.2001 οδηγούσε στο δρόμο Λευκωσίας-Λάρνακας το αυτοκίνητό του με ταχύτητα μεγαλύτερη του ανωτάτου ορίου ταχύτητας, δηλαδή με ταχύτητα 128 χ.α.ω. αντί 100 χ.α.ω.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία και ιδιαίτερα την αξιοπιστία του Μ.Κ.1, Aστυφύλακα 757 Α. Πέτρου.
Κατά την ενώπιόν μας αγόρεύση του, ο εφεσείων επεσήμανε ορισμένες κατά τη γνώμη του αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε ο Μ.Κ.1. Στάθηκε ιδιαίτερα στο σημείο ότι ο μάρτυρας ισχυρίστηκε ότι προθυμοποιήθηκε να δείξει στον εφεσείοντα την ένδειξη του ταχύμετρου, αλλά ο εφεσείων αρνήθηκε να το δει. Αντίθετα, η Μ.Υ.1 Μ. Σωτηριάδου, πελάτισσα και συνεπιβάτιδα του εφεσείοντα, της οποίας τη μαρτυρία το Δικαστήριο δέκτηκε ως αληθινή ως προς τα περιστατικά της υπόθεσης, είχε αναφέρει ότι, αντίθετα, όταν ο εφεσείων ζήτησε να δει το ταχύμετρο ο Μ.Κ.1 απάντησε ότι το είχε κλείσει. Κατά τον χρόνο εκείνο το ταχύμετρο κρατούσε άλλος αστυφύλακας, λίγα μέτρα πιο κάτω.
Σχολιάζοντας τη σχετική μαρτυρία το Πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο όπως είπαμε δέκτηκε τη μαρτυρία της αναφορικά με τα περιστατικά της υπόθεσης, κατέληξε ότι αν ο αστυφύλακας έδειξε ή όχι στον εφεσείοντα την ένδειξη του ταχύμετρου είναι τελείως επουσιώδες και άσχετο με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του.
΄Εχει επανειλημμένα λεχθεί ότι το θέμα της αξιοπιστίας των μαρτύρων βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας του εκδικάσαντος την υπόθεση Δικαστή και αν από τη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιόν του, τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ήταν λογικά εφικτά, τότε το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 30, 34
).Στην υπόθεση Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320, 322 τονίστηκε ότι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις το Εφετείο επεμβαίνει στις διαπιστώσεις επί των γεγονότων του πρωτόδικου δικαστηρίου. Επέμβαση δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή βρίσκονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας.
΄Οπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Κωνσταντινίδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 190, 192, το Δικαστήριο μπορεί να κρίνει ότι επιβάλλεται διαφορετική βαρύτητα σε διάφορα μέρη κατάθεσης ή και μικρότερη σημασία ή και να απορρίψει ένα ή περισσότερα μέρη αυτής. Με άλλα λόγια η εκτίμηση κατάθεσης είναι θέμα που ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων.
Δεν έχουμε παρά να επαναλάβουμε ή και να επιβεβαιώσουμε τις πιο πάνω αρχές. Στην παρούσα υπόθεση το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία και κατέληξε σε συγκεκριμένες διαπιστώσεις ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Συμφωνούμε ότι το κατά πόσο ο Μ.Κ.1 επέδειξε ή όχι το ταχύμετρο στον εφεσείοντα είναι επουσιώδες, είτε προς απόδειξη της ενοχής του, είτε ως προς την αξιοπιστία του, άνκαι θα ήταν ίσως χρήσιμο το ταχύμετρο να επιδεικνύεται πάντα για σκοπούς επιβεβαίωσης.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης υποστηρίζει ότι η προσκομισθείσα μαρτυρία αναφορικά με τη λειτουργία του ταχύμετρου που κατέγραψε την ταχύτητα του αυτοκινήτου του εφεσείοντα, δεν ήταν ικανή να αποδείξει ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο το ταχύμετρο λειτουργούσε σωστά.
Βρίσκουμε ότι οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα δεν ευσταθούν. Ο Μ.Κ.1 ανέφερε ότι έκαμε τρεις ελέγχους, που είναι απαραίτητοι για να διαπιστωθεί η ορθή λειτουργία του ταχύμετρου, για να προχωρήσει στη συνέχεια να εξηγήσει με κάποια λεπτομέρεια τους δύο από αυτούς. Το συμπέρασμα του εφεσείοντα ότι αφού δεν ανέφερε τίποτε για τον τρίτο έλεγχο σημαίνει ότι δεν προέβη σ΄ αυτόν, είναι αυθαίρετο. Ούτε στη μαρτυρία του Μ.Κ.2, την οποία το Δικαστήριο θεώρησε ουσιαστικά αναντίλεκτη, βρίσκουμε οτιδήποτε που να επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα. Η έφεση απορρίπτεται.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
Τ. Ηλιάδης, Δ.
Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.