ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 2 ΑΑΔ 401
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πoινική ΄Εφεση Αρ.7501)
11 Σεπτεμβρίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
NUGZAR LOBJANIDJE,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
― ― ― ― ―
Αλ. Αλεξάνδρου,
Π. Ευθυβούλου, για τους Εφεσίβλητους.
Εφεσείων παρών.
― ― ― ― ―
ΠΙΚΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
― ― ― ― ―
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
: Η έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία διατάχθηκε η προφυλάκιση του εφεσείοντα για οκτώ ημέρες προς διευκόλυνση αστυνομικών ανακρίσεων σε σχέση με αδικήματα διάρρηξης διαμερίσματος και κλοπής και απόπειρας διάρρηξης που διαπράχθηκαν το πρωί της 6.6.03 στη Λευκωσία και για τα οποία ο εφεσείων θεωρήθηκε ύποπτος από την αστυνομία.Δόθηκε μαρτυρία ότι έξω από τη θύρα του διαρρηχθέντος διαμερίσματος βρέθηκε τεκμήριο με γενετικό υλικό το οποίο, κατόπιν επιστημονικής εξέτασης, ταυτίστηκε με γενετικό υλικό που λήφθηκε από τον εφεσείοντα. Κατατέθηκε επίσης ότι ο εφεσείων διαμένει και εργάζεται στην Πάφο και ότι ανακρινόμενος, ανέφερε πως η τελευταία φορά που ήρθε στη Λευκωσία ήταν το Μάιο 2003. Ο ίδιος, δεν έχει αυτοκίνητο ή μοτοσικλέτα ούτε κατέχει άδεια οδηγού και ως εκ τούτου, η αστυνομία θα διερευνούσε προς εντοπισμό του προσώπου ή των προσώπων που μετέφεραν τον εφεσείοντα στη Λευκωσία και το ενδεχόμενο συνεργασίας στη διάπραξη του αδικήματος. Αναφέρθηκε επίσης ότι η αστυνομία, στα πλαίσια των ερευνών της προς εξιχνίαση των αδικημάτων θα κατέβαλλε προσπάθεια εντοπισμού και ανάκρισης ατόμων του οικογενειακού, φιλικού και επαγγελματικού περιβάλλοντος του εφεσείοντα προς διαπίστωση των κινήσεων του τελευταίου κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, και αυτό βέβαια, σε συνάρτηση προς τους δικούς του ισχυρισμούς. Η αστυνομία θα ερευνούσε ακόμα χώρους προς εντοπισμό των κλοπιμαίων και των εργαλείων που χρησιμοποιήθηκαν στη διάρρηξη.
Ο συνήγορος του εφεσείοντα, υπέβαλε ότι η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου δεν παρείχε έρεισμα για την κράτηση του πελάτη του. Ανέφερε συναφώς ότι η αστυνομία ουσιαστικά δεν είχε να επιτελέσει ανακριτικό έργο καθότι δεν είχε υπόψη της συγκεκριμένα άτομα προς τα οποία θα έστρεφε την προσοχή της ούτε γνώριζε τους χώρους που θα ερευνούσε. Ο συνήγορος εισηγήθηκε επίσης ότι η αστυνομία απέτυχε να αποδείξει οποιαδήποτε σχέση μεταξύ του εφεσείοντα και των προσώπων που ασαφώς κατατέθηκε ότι επρόκειτο να ανακριθούν.
Θεωρούμε ανεδαφικές τις πιο πάνω εισηγήσεις του κ. Αλεξάνδρου. παρόλον ότι η έρευνα βρισκόταν στο αρχικό της στάδιο εν τούτοις η αστυνομία είχε υπόψη της συγκεκριμένες κατηγορίες προσώπων τα οποία είχαν σχέση με τον εφεσείοντα. Η λήψη κατάθεσης από τα πρόσωπα εκείνα ήταν απαραίτητη για τη διαπίστωση της εμπλοκής του εφεσείοντα στο υπό διερεύνηση αδίκημα καθώς και για την ανεύρεση των κλαπέντων. Είχε επομένως, θεμελιωθεί η σχέση μεταξύ των προσώπων εκείνων και του εφεσείοντα.
Στο στάδιο της προσωποκράτησης υπόπτου για τέλεση αδικήματος χάριν της διεξαγωγής των αστυνομικών ανακρίσεων, δεν αξιολογείται η μαρτυρία και η αποδεικτική αξία των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της η αστυνομία ή η δραστικότητα του μαρτυρικού αυτού υλικού. Οπως έχει ειπωθεί στην Ανννα Ζαφίροβα ν. Αστυνομίας, Ποινική Εφεση 6931, ημερ. 16.5.2000 τα κρίσιμα ερωτήματα εστιάζονται στο γνήσιο των υπονοιών της αστυνομίας και στο εύλογο της, υπό το φως των στοιχείων που έχουν συλλεγεί. Η υπόνοια είναι εύλογη, εφόσον η μαρτυρία στη διάθεση της αστυνομίας τείνει, κατά λογική προέκταση, να συνδέσει τον ύποπτο με τη διάπραξη του αδικήματος. Βλ. επίσης Stamataris and Another v. Police (1983) 2 CLR 107, Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 160. και Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 495.
Στην προκείμενη περίπτωση, το γενετικό υλικό που βρέθηκε επί τεκμηρίου στη σκηνή του εγκλήματος και το οποίο έχει ταυτιστεί με το γενετικό υλικό του εφεσείοντα αποτελεί σημαντικό στοιχείο σύνδεσης του εφεσείοντα με τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων και συνακόλουθα δημιούργησε την εύλογη υπόνοια ότι ο εφεσείων πιθανό να ενέχεται.
Η αναγκαιότητα κράτησης του εφεσείοντα χάριν της διεκπεραίωσης των αστυνομικών ανακρίσεων, που ας σημειωθεί ήταν στο αρχικό τους στάδιο, ήταν υπό τις περιστάσεις δικαιολογημένη. Ο πρωτόδικος Δικαστής συνεκτιμώντας όλα τα στοιχεία μαρτυρίας που είχε ενώπιόν του, κατέληξε στο ορθό συμπέρασμα ότι συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις κράτησης του εφεσείοντα για ολόκληρο το χρονικό διάστημα των οκτώ ημερών ενόψει του ανακριτικού έργου που επρόκειτο να επιτελέσει η αστυνομία.
Δεν διακρίνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην εκκαλούμενη απόφαση και συνεπώς δεν υφίσταται λόγος επέμβασης προς ανατροπή της.
Η έφεση απορρίπτεται.
Γ.Μ. Πικής, Π.
Π. Καλλής, Δ.
Α. Κραμβής, Δ.
ΣΦ.