ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 2 ΑΑΔ 387
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 7496)
1 Σεπτεμβρίου 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π/δρος, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΠΕΤΡΟΣ ΕΡΜΟΓΕΝΟΥΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
---------------------------
Γ. Λουϊζίδης,
για τον Εφεσείοντα.Ο. Σοφοκλέους με Χ. Χρυσάνθου και Η. Στεφάνου, Δικηγόροι της Δημοκρατίας,
εκ μέρους του Γενικού Εισαγγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
Ο εφεσείων είναι παρών.
---------------------------
ΠΙΚΗΣ, Π
.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθείαπό το Δικαστή Γ.Κ. Νικολάου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων αμφισβητεί, επί νομικού σημείου, την ορθότητα της καταδίκης του σε κατηγορία έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρυσμα, κατά παράβαση του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε. Βρέθηκε ένοχος κατόπιν δίκης, και στις 12 Αυγούστου 2003 του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 30 ημερών. Άσκησε έφεση στις 22 Αυγούστου 2003, τελευταία ημέρα της παρεχόμενης προθεσμίας. Η έφεση διαβιβάστηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο στις 26 Αυγούστου και συνήλθαμε εκτάκτως στις 29 Αυγούστου για την ακρόαση της έφεσης.
Τα γεγονότα που συνθέτουν την περίπτωση, όπως τα διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν απλά και έχουν αποτελέσει την αναντίρρητη βάση επί της οποίας διεξήχθη η συζήτηση της έφεσης. Ο εφεσείων, ενεργώντας στο πλαίσιο εμπορικής συναλλαγής, εξέδωσε στις 23 Αυγούστου 2000 προς όφελος ταξιδιωτικής εταιρείας «μεταχρονολογημένη επιταγή», όπως αυτή συνηθίζεται να αποκαλείται. Αφορούσε ποσό £6.326,= και ήταν πληρωτέα στις 4 Σεπτεμβρίου 2000. Κατά την ημερομηνία εκείνη κατατέθηκε σε τράπεζα η οποία στις 7 Σεπτεμβρίου και μετά ξανά στις 14 Σεπτεμβρίου την παρουσίασε για εκκαθάριση στην τράπεζα επί της οποίας είχε εκδοθεί. Αλλά και στις δυο περιπτώσεις επιστράφηκε λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων και παρέμεινε απλήρωτη ακόμα και μετά τη λήξη της προβλεπόμενης προθεσμίας των επτά ημερών.
Επισημαίνουμε κατ΄ αρχάς ότι η επιταγή στο άρθρο 305Α του Ποινικού Κώδικα δεν μπορεί να είναι άλλη από την επιταγή που ορίζεται στο άρθρο 73 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, σύμφωνα με το οποίο: «Επιταγή είναι συναλλαγματική που εκδίδεται σε τραπεζίτη πληρωτέα άμα τη όψει.» Σημειώνουμε συναφώς ότι, και πριν από την εισαγωγή του άρθρου 305Α με τον Ν. 186/86, ο Ποινικός Κώδικας περιλάμβανε διατάξεις που αφορούσαν επιταγές και απέβλεπαν στην προστασία τους, προφανώς ως νομικά έγγραφα με ιδιάζουσα σημασία: βλ. το άρθρο 342 που καθιστά αδίκημα την εξάλειψη ή αλλοίωση της διγράμμισης επιταγής. όπως και το άρθρο 336 με το οποίο προβλέπεται, για το αδίκημα της πλαστογραφίας, αυξημένη ποινή όταν αυτό αφορά επιταγή και άλλα παρόμοιας σημασίας έγγραφα. Είναι νομίζουμε προφανές ότι η επιταγή στην οποία αναφέρεται ο Ποινικός Κώδικας είναι η επιταγή βάσει του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, αξιόγραφο νομικά προσδιορισμένο και με μεγάλη χρηστική αξία στις σύγχρονες οικονομικές συναλλαγές. Γι΄ αυτό και το Εφετείο, στη Νεοφύτου ν. Κυριακίδη (1999) 2 Α.Α.Δ. 102, θεώρησε αυτονόητη την εν λόγω ταύτιση και προέβη σε σχετική δήλωση χωρίς συζήτηση του θέματος.
Στη Νεοφύτου (ανωτέρω) στηρίχθηκε πρόσφατα ο Λ. Καλογήρου, Ε.Π., για να καταλήξει ότι εφόσον η επιταγή στο άρθρο 305Α χρειάζεται να είναι επιταγή βάσει του Κεφ. 262, η ούτω καλούμενη «μεταχρονολογημένη επιταγή» εκφεύγει του απαγορευτικού πεδίου του άρθρου 305Α γιατί δεν ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές του Κεφ. 262. Εξέδωσε επομένως αθωωτική απόφαση.
Με το θέμα είχε ενωρίτερα ασχοληθεί και ο Η. Γεωργίου, Ε.Δ. Ο οποίος, αφού ταύτισε την επιταγή του άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα με επιταγή βάσει του άρθρου 73 του Κεφ. 262, επεσήμανε εν συνεχεία ότι «μεταχρονολογημένη επιταγή» σημαίνει πως η εμφανιζόμενη ως επιταγή δεν αποτελεί παρά μόνο συναλλαγματική αφού, εξ ορισμού, η επιταγή είναι «πληρωτέα άμα τη όψει» και πως τέτοια συναλλαγματική καθίσταται επιταγή όταν επέλθει ο χρόνος κατά τον οποίο είναι πληρωτέα. Άντλησε ως προς αυτά καθοδήγηση από το σύγγραμμα του William Hedley "Bills of Exchange and Bankers Documentary Credits" (2η Έκδ.) (1994) σελ. 198-200, και από σχετικές αποφάσεις που εντόπισε από τις εκεί παραπομπές. Έκρινε ότι για τη στοιχειοθέτηση αδικήματος δυνάμει του άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα απαιτείται όπως η έκδοση αφορά σε επιταγή που να είναι τέτοια εξαρχής. Στο εν λόγω σύγγραμμα είχε πιο πριν αναφερθεί το Εφετείο στη Βούρας ν. Ανδρέας, Λούκας, Ματθαίος (Α.Λ.Π.) Γενικές Μεταφορές Λτδ κ.α., Ποιν. Εφ. 7158 ημερ. 20 Μαρτίου 2003, όταν σημείωσε προβληματισμό αναφορικά με την έννοια της επιταγής στο πλαίσιο του άρθρου 305Α αλλά δεν εξέφρασε άποψη αφού δεν χρειαζόταν για την υπόθεση. Το ίδιο συνέβηκε αργότερα και στην Αθανάσιος Παυλόπουλος ν. Skopy Shoe Factory Ltd, Ποιν. Έφ. 7358, ημερ. 27 Ιουνίου 2003.
Σε άλλη, τρίτη πρωτόδικη απόφαση, εκφράστηκαν απόψεις που δεν συμμεριζόμαστε αλλά που δεν χρειάζεται να συζητήσουμε, εκ διαμέτρου αντίθετες από ό,τι στις δύο άλλες υποθέσεις που αναφέραμε. Υπήρξε όμως εν τέλει αθωωτικό αποτέλεσμα για λόγο άσχετο με τον υπό συζήτηση.
Το κρίσιμο εν προκειμένω ερώτημα, το οποίο δεν απασχόλησε πρωτοδίκως - η υπεράσπιση δεν έθεσε καθόλου ζήτημα μεταχρονολόγησης - είναι το κατά πόσο «επιταγή» στο άρθρο 305Α σημαίνει μόνο την εξαρχής επιταγή, ή κατά πόσο περιλαμβάνει και τη «μεταχρονολογημένη επιταγή» ήτοι την επιταγή στην οποία μετατρέπεται η συναλλαγματική επί τραπεζίτη όταν επέλθει ο χρόνος πληρωμής. Βέβαια, ακόμα και όταν πρόκειται περί συναλλαγματικής που μετατρέπεται σε επιταγή, ενώ αρχικά εκδόθηκε συναλλαγματική, έχουμε εν τέλει, σε δεύτερο στάδιο, εκδοθείσα επιταγή. Αλλά σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, «έκδοση» σημαίνει «την πρώτη παράδοση συναλλαγματικής, γραμματίου ή επιταγής, συμπληρωμένης κατά τύπο σε πρόσωπο το οποίο λαμβάνει αυτή ως
κάτοχος». Μας φαίνεται λοιπόν πως στην περίπτωση μεταχρονολόγησης, η «πρώτη παράδοση» αφορά την παράδοση συναλλαγματικής και όχι επιταγής. Γι΄ αυτό η «έκδοση», βάσει του άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα δεν μπορεί να αφορά παρά μόνο την εξαρχής επιταγή. Πρόκειται άλλωστε περί ποινικής διάταξης και επομένως, όπου θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να υπάρξουν εναλλακτικές λύσεις, η διάταξη ερμηνεύεται περιοριστικά. Η πρόσφατη εκ βάθρων και πάλι τροποποίηση του άρθρου 305Α με τον Ν. 25(Ι)/2003, με την οποία στο νέο εδάφιο (2) γίνεται αναφορά σε επιταγή που εκδόθηκε «προ ή κατά την ημερομηνία που αυτή κατέστη πληρωτέα», έτσι που να περιλαμβάνει και τη μεταχρονολόγηση, αντανακλά ίσως και την από πλευράς του Νομοθέτη αντίληψη ότι η προηγούμενη διάταξη καθιστούσε αναπόφευκτη τη λύση στην οποία καταλήξαμε.
Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Ο κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται.
Π.
Δ.
Δ.