ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 2 ΑΑΔ 405

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 7469)

 

22 Σεπτεμβρίου, 2003

 

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

 

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ,

Εφεσείοντας,

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

_________________________

Ν. Παπαμιλτιάδης, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Κέκκος, για την Εφεσίβλητη.

__________________________

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων έχει καταδικασθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) σε φυλάκιση 6 μηνών και στέρηση της άδειας οδηγήσεως για περίοδο 2 ετών μετά την παραδοχή του σε μια κατηγορία για τη διάπραξη του αδικήματος της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 111/89) και του Άρθρου 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν 86/72 όπως έχει τροποποιηθεί).

Με την παρούσα έφεση έχει εφεσιβάλει τόσο την καταδίκη του όσο και την ποινή του.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υπέβαλε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εκδίκασε την υπόθεση του εφεσείοντα χωρίς την παράσταση κατάλληλου διερμηνέα διότι δεν μπορούσε να κατανοεί ή να ομιλεί τη γλώσσα που χρησιμοποιείται στο Δικαστήριο.

Τα γεγονότα που σχετίζονται με τον πιο πάνω λόγο της έφεσης έχουν ως εξής:

Ο εφεσείων κατάγεται από τη Γεωργία και βρίσκεται στην Κύπρο από τις 5.2.2000. Αρχικά κατηγορήθηκε στις 18.9.2001 και δεν παραδέχθηκε ενοχή. Στις 14.4.2003 ζήτησε, μέσω του δικηγόρου του, άδεια να αλλάξει την απάντηση του από μη παραδοχή σε παραδοχή. Δόθηκε η άδεια και παραδέχθηκε ενοχή. Κατά τις πιο πάνω δύο ημερομηνίες δεν υπήρχε διερμηνέας. Η παρουσίαση των γεγονότων από την Κατηγορούσα Αρχή έλαβε χώραν στις 17.6.2003. Εκείνη την ημέρα ο Πρωτόδικος Δικαστής απευθύνθηκε προς τον εφεσείοντα και τον ρώτησε: «Μιλάτε ελληνικά;». Η απάντηση δόθηκε από τη συνήγορο του εφεσείοντα η οποία δήλωσε: «Ο πελάτης μου αντιλαμβάνεται τα ελληνικά.». Δεν παρίστατο διερμηνέας κατά την παρουσίαση των γεγονότων και κατά τη μετέπειτα διαδικασία.

Το δικαίωμα ενός κατηγορουμένου να έχει «συμπαράσταση διερμηνέως» διασφαλίζεται από το άρθρο 12.5(ε) του Συντάγματος, το άρθρο 6.3(ε) της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών και το άρθρο 65(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 (βλ. και άρθρο 30.3(ε) του Συντάγματος). Παραβίαση του δικαιώματος που διασφαλίζεται από τα πιο πάνω άρθρα οδηγεί στην ακύρωση της καταδίκης και σε διάταγμα επανεκδίκασης (Βλ. Γεωργιάδου ν. Δήμου Λευκωσίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 471. Βλ., επίσης, Regina v. Sofocleous (No. 1) 22 C.L.R. 89).

Ωστόσο στην παρούσα υπόθεση υπάρχει μια παράμετρος η οποία δεν μπορεί να αγνοηθεί. Είναι εκείνη της πιο πάνω δήλωσης της συνηγόρου του εφεσείοντα. Έχει δε νομολογηθεί ότι στο πλαίσιο της ποινικής δίκης «ο δικηγόρος υπέχει θέση αντιπροσώπου ο οποίος σε σοβαρές ποινικές υποθέσεις λειτουργεί στην παρουσία του πελάτη του» (Βλ. Γιουρούκκης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 402, 441).

Έχουμε, επομένως, την άποψη ότι η φωνή και ο λόγος του δικηγόρου είναι η φωνή και ο λόγος του κατηγορουμένου. Στην παρούσα υπόθεση ο δικηγόρος του εφεσείοντα ανέφερε ότι ο τελευταίος αντιλαμβάνεται τα ελληνικά. Ο εφεσείων δεν μπορεί αργότερα να υποστηρίζει ότι η δήλωση του δικηγόρου του είναι αναληθής. Διαφορετικά σε κάθε περίπτωση που το Δικαστήριο υποβάλλει μια ερώτηση θα πρέπει να έχουμε εκτός από το λόγο του δικηγόρου και το λόγο του ιδίου του κατηγορουμένου. Η ανάγκη για παρουσία διερμηνέα είναι συνταγματικό δίκαιωμα. Ωστόσο στην ποινική δίκη όλα τα συνταγματικά δικαιώματα του κατηγορουμένου ασκούνται μέσω του δικηγόρου του και θα αποτελούσε ανεπίτρεπτο εκτροχιασμό της διαδικασίας η εναπόθεση υποχρέωσης στο Δικαστήριο να βεβαιώνεται σε κάθε περίπτωση ότι εκείνο που δηλώνει ή κάμνει ο δικηγόρος βρίσκεται εντός των πλαισίων της εντολής του. Είναι, επομένως, η κατάληξη μας ότι δεν έχει παραβιασθεί οποιοδήποτε δικαίωμα του εφεσείοντα. Ο σχετικός λόγος της έφεσης απορρίπτεται.

Με τον επόμενο λόγο της έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υπέβαλε ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το «διαρρεύσαν μεγάλο χρονικό διάστημα εκδικάσεως της υποθέσεως του εφεσείοντα» το οποίο καθιστά το έργο της δικαιοσύνης ατελέσφορο και την απόφαση άκυρη».

Παραθέτουμε τα σχετικά με τον πιο πάνω λόγο της έφεσης γεγονότα:

Το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 24.7.2001. Αρχικά - στις 18.9.2001 - ο εφεσείων δεν παραδέχθηκε ενοχή. Στις 14.4.2003 άλλαξε την απάντηση του από μη παραδοχή σε παραδοχή. Τα γεγονότα παρουσιάσθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου στις 17.6.2003 και η εκκαλούμενη απόφαση εκδόθηκε στις 23.6.2003. Μεταξύ της 18.9.2001 - ημερομηνία που κατηγορήθηκε ο εφεσείων - και της 17.6.2003 - ημερομηνία που παρουσιάσθηκαν τα γεγονότα - η ακρόαση της υπόθεσης αναβλήθηκε 7 φορές ύστερα από αιτήματα του συνηγόρου του εφεσείοντος.

Το άρθρο 30.2 του Συντάγματος ορίζει ότι «έκαστος κατά τη διάγνωση των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ΄ αυτού ποινικής κατηγορίας δικαιούται ανεπηρεάστου, δημόσιας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξάρτητου αμερόληπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου δια νόμου». Η διασφάλιση του δικαιώματος που κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος αναφορικά με το χρόνο εκδίκασης των υποθέσεων αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του Δικαστηρίου (Μιχάλης Μαγκάκης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1068).

Στην Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203, 222 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) υποδεικνύεται ότι στον καθορισμό του μέτρου για το εύλογο του χρόνου για την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας, με αφετηρία την ημέρα σύλληψης του κατηγορουμένου, λαμβάνονται υπόψη τα περιστατικά και το περίπλοκο της υπόθεσης, η συμπεριφορά των ανακριτικών και δικαστικών αρχών, καθώς και εκείνη του κατηγορουμένου.

Στην Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) υποδεικνύεται ότι παραβίαση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 30.2, καθιστά τη διαδικασία άκυρη στην ολότητά της (Βλ. και Paporis v. National Bank (1986) 1 C.L.R. 578, Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149, Χασσάν ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 78 και Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 84).

Το κράτος είναι υπεύθυνο για την οργάνωση του δικαστικού του συστήματος με τρόπο που να καθίσταται ικανό να συμπληρώνει την εκδίκαση πολιτικών και ποινικών υποθέσεων μέσα σε εύλογο χρόνο (Konig judgment of 28 June 1978, Series A, No. 27, p. 34).

Το άρθρο 30.2 του Συντάγματος είναι ταυτόσημο με το άρθρο 6(1) της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών. Η επί του προκειμένου νομολογία μας είναι ταυτόσημη με εκείνη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Στην France Series A, Publication of the European Court of Human Rights, para. 58, 1989, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παρατήρησε ότι η κατοχύρωση του ευλόγου χρόνου υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα απονομής της δικαιοσύνης χωρίς καθυστέρηση η οποία θα έθετε σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία της. Σκοπός της σχετικής πρόνοιας είναι η προστασία των διαδίκων από τις υπερβολικές διαδικαστικές καθυστερήσεις (Stogmullen v. Austria, Series A9 p.40 [1969]). Ωστόσο μόνο καθυστερήσεις οι οποίες οφείλονται κατά κάποιο τρόπο στο Κράτος είναι σχετικές για τους σκοπούς του άρθρου 6.1 (Buchholz judgment of 6 May, 1981, Series A, No. 42, p.15). Αν μια Δημόσια Αρχή είναι διάδικος καθυστερήσεις εκ μέρους της θα καταλογισθούν στο Κράτος το οποίο θα ευθύνεται για αυτές δυνάμει του άρθρου 6 (H. v. The United Kingdom judgment of 8 July 1987 Series A, No. 120 p.38).

Στην παρούσα υπόθεση η σημειωθείσα καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης οφείλεται στην ικανοποίηση, από το Δικαστήριο, αιτημάτων του εφεσείοντα για αναβολή της ακρόασης της υπόθεσης. Σε τέτοια περίπτωση η δική μας νομολογία, σε πλήρη ταύτιση με τη νομολογία του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι απρόθυμη να διαπιστώσει παραβίαση του άρθρου 30.2 του Συντάγματος και να καταλογίσει ευθύνη στο Κράτος (Διευθύντρια Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ν. Ντούμα κ.α., Έφεση 140/8.2.2002, Αθανασιάδης ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 7150/16.10.2001 και Παπακόκκινου κ.α. ν. Σμιρλή κ.α., Πολιτική ΄Εφεση 10469/1.11.2001).

Υπό τις περιστάσεις ο εφεσείων δεν μπορεί να οικοδομήσει επί των δικών του ενεργειών και να επωφεληθεί από την καθυστέρηση την οποία έχει προκαλέσει ο ίδιος έστω και αν το Πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε να λάβει πρόσφορα μέτρα για την εκδίκαση της υπόθεσης μέσα σε εύλογο χρόνο. Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί.

Ο τρίτος λόγος της έφεσης κατά της καταδίκης εστιάζεται στην παράλειψη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να καταχωρήσει μη παραδοχή όταν στο στάδιο της αγόρευσης για μετριασμό της ποινής η τότε δικηγόρος του εφεσείοντα είχε προβάλει ορισμένες θέσεις οι οποίες ισοδυναμούσαν με «μη παραδοχή». Μεταφέρουμε τις θέσεις του δικηγόρου του εφεσείοντα:

(α) «Έχουν επέλθει δύο ολόκληρα χρόνια από τότε και αναφορικά με το θέμα της πρόκλησης θανάτου ήθελα να αναφέρω ότι ο ηλικιωμένος πεζός είχε λάστιχα στον οισοφάγο και ήταν ένας βασικός λόγος, δεν ήταν υγιέστατος είχε πρόβλημα αναπνευστικό. Η προϋπάρχουσα επιδείνωσε την κατάσταση και γι΄ αυτό επήλθε το μοιραίο. Τα πολλαπλά τραύματα που αναφέρονται στην μεταθανάτιο ιατρική έκθεση αναφέρει κτυπήματα σε όλο το σώμα δεν ήταν αρκετό να επέλθει ο θάνατος από μόνος του εκτός του ότι υπήρχε εκείνη η προϋπάρχουσα κατάσταση της υγείας του».

(β) «Είναι η θέση η δική μας ότι ναι μεν η σύγκρουση έγινε στη διάβαση πεζών, υπήρχαν φώτα της διάβασης πεζών που ήταν κόκκινα αλλά υπήρχαν δέντρα που κάλυπταν το φως και δεν φαινόταν καθόλου. Εκ των υστέρων πληροφόρησαν τον κατηγορούμενο ότι υπήρχαν φώτα τα οποία κάλυπταν αυτά τα δέντρα ούτε καν είχε προσέξει ο κατηγορούμενος την ύπαρξη των φώτων τροχαίας της διάβασης πεζών. Δεν υπήρχε το οδόστρωμα εκείνο που προειδοποιεί ότι υπάρχει διάβαση πεζών για να ελαττώσει κάποιος ταχύτητα. Είναι ισχυρισμός της δικής μας πλευράς ότι ο πεζός ήταν στο πεζοδρόμιο περιμένοντας να διασταυρώσει. Όταν πλησίασε ο κατηγορούμενος πάρα πολύ κοντά περίπου 5-7 μέτρα έτρεξε στο δρόμο ο παραπονούμενος για να διασταυρώσει χωρίς να περιμένει να δει ότι τα αυτοκίνητα είχαν σταματήσει και ήταν σίγουρος ότι δεν ήταν σε κίνηση τα οχήματα που περνούσαν εκείνη τη στιγμή».

Το τροχαίο ατύχημα το οποίο έχει οδηγήσει στο θάνατο του θύματος έλαβε χώραν επί της οδού 28ης Οκτωβρίου στη Λεμεσό κάτω από τις εξής συνθήκες (βλ. παράθεση των γεγονότων από την Κατηγορούσα Αρχή στις σελ. 11-12 των πρακτικών).

Το πρωί της 16.6.2001 ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητο του στην οδό 28ης Οκτωβρίου με ανατολική κατεύθυνση και ο Μ.Ε.2 οδηγούσε το αυτοκίνητο του επί της ιδίας οδού με δυτική κατεύθυνση. Την ίδια ώρα το θύμα βρισκόταν πεζό στο βόρειο πεζοδρόμιο της οδού 28ης Οκτωβρίου παρά τη διάβαση πεζών. Σε κάποια στιγμή το θύμα «έκαμε χρήση των φώτων της διάβασης πεζών και αφού άναψε το κόκκινο φως για τα αυτοκίνητα και το πράσινο για τους πεζούς και αφού ο Μ.2 σταμάτησε για να του δώσει προτεραιότητα να περάσει το θύμα ξεκίνησε για να διασταυρώσει τον δρόμο από τα αριστερά προς τα δεξιά πάνω στη διάβαση πεζών. Ο κατηγορούμενος ο οποίος δεν είδε το κόκκινο φως της διάβασης πεζών συνέχισε την πορεία του και μόλις πλησίασε τη διάβαση κτύπησε το θύμα το οποίο εκτινάχθηκε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας και έπεσε μπροστά από το αυτοκίνητο του Μ.1 το οποίο ήταν σταματημένο χωρίς όμως να κτυπήσει πάνω σ΄ αυτό».

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε αναφερθεί στον πρώτο ισχυρισμό της δικηγόρου του εφεσείοντα. Εξέτασε, όμως, το δεύτερο ισχυρισμό και τον απέρριψε. Έθεσε το θέμα ως εξής:

«Η επισήμανση της συνηγόρου υπεράσπισης ότι τα φώτα αποκρύπτονταν από δέντρα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή καθότι αυτή δεν συμβιβάζεται με την υπόλοιπη μαρτυρία, τόσο με την κατάθεση του κατηγορουμένου το Τεκμήριο 3 όπου δεν προβάλλεται ένας τέτοιος ισχυρισμός, αλλά και τις φωτογραφίες επί του Τεκμηρίου 2 (φ. 1 και 3) οι οποίες λήφθηκαν αμέσως μετά το δυστύχημα καθώς επίσης το είδος της διασταύρωσης, ήταν τύπου ΠΕΛΕΚΑΝ που εκτός από τα φώτα την κάμνει και με άλλους τρόπους ευδιάκριτη στους οδηγούς.

Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες επισυνέβη το δυστύχημα και κυρίως το ότι ο κατηγορούμενος οδηγούσε σε δρόμο όπου υπήρχε κανονικά σηματοδοτημένη διάβαση πεζών, όταν είχε ανάψει το κόκκινο επί της πορείας του και όταν εξ αριστερών όχημα που οδηγούσε ο Μ.2 έδωσε προτεραιότητα στον πεζό για να διασταυρώσει και αυτός να είχε διανύσει απόσταση 5 μ., βλέπε την πορεία Β στο Τεκμήριο 1, με κάμνει να εξαγάγω μόνο ένα συμπέρασμα για το οποίο δεν έχω καμιά αμφιβολία. Η οδική συμπεριφορά του κατηγορουμένου δεν ήταν ένα στιγμιαίο λάθος ή αβλεψία ήταν εγωιστική συμπεριφορά που εγκυμονούσε πολλούς κινδύνους για τους τρίτους που χρησιμοποιούσαν νόμιμα τον δρόμο.»

 

Σε προγενέστερο στάδιο της απόφασης του το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε σημειώσει ότι ο εφεσείων επέδειξε εγωιστική συμπεριφορά και αδιαφόρησε παντελώς για τα άλλα πρόσωπα που χρησιμοποιούσαν την αναφερθείσα οδό όπως εν προκειμένω το θύμα το οποίο διασταύρωνε κανονικά τη διάβαση πεζών και ενώ είχε φροντίσει να δείξει το κατάλληλο σήμα στο φωτεινό σηματοδότη τόσο για τον ίδιο όσο και ως προειδοποίηση για τους διερχόμενους οδηγούς. Και ενώ - συνέχισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο - στην αριστερή λωρίδα ως προς την πορεία του εφεσείοντος είχε ακινητοποιηθεί όχημα που οδηγούσε ο Μ.2 δίδοντας προτεραιότητα στο θύμα να διασταυρώσει, εντούτοις ο εφεσείων παραγνωρίζοντας το κόκκινο φως του σηματοδότη για λόγους που οφείλονταν μόνο στον ίδιο, επέπεσε επί του θύματος εκσφενδονίζοντας το σε απόσταση από το σημείο συγκρούσεως στην άλλη λωρίδα κυκλοφορίας με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υπέβαλε συναφώς ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει ορθά «ως προς την ύπαρξη ή όχι των δέντρων και βλέποντας από την κατάθεση τεκμηρίων και τις φωτογραφίες της σκηνής και θεωρώντας τον εαυτό του ως πραγματογνώμονα αποφάσισε ότι δεν ευσταθούσε ο ισχυρισμός του εφεσείοντα». «Τους άλλους ισχυρισμούς - συμπλήρωσε ο ευπαίδευτος συνήγορος - δεν τους ανέλυσε πρεπόντως ούτε και εμελέτησε όλες τις καταχωρήσεις του Τεκ. 6 για τη μεταθανάτια έκθεση στην οποία θα επαρατηρούσε ότι το θύμα έπασχε από υπερτροφία του μυοκαρδίου, αθυρωματική στένωση στεφανιαίων αγγύων και ουλή αριστερού μυοκαρδίου».

Έχει νομολογηθεί ότι οσάκις στην αγόρευση για μετριασμό της ποινής προβάλλονται ισχυρισμοί οι οποίοι δεν συνάδουν με την παραδοχή το Δικαστήριο οφείλει να απορρίψει την παραδοχή και να προχωρήσει στην καταχώριση «μη παραδοχής» εκτός αν οι σχετικοί ισχυρισμοί αποσυρθούν (Βλ. Efstathiou v. The Police, 22 C.L.R. 191, Attorney-General of the Republic v. Mahmout (1961) C.L.R. 181, Polykarpou v. Police (1967) 2 C.L.R. 152, Kefalos v. Police (1972) 2 C.L.R. 1, Lytrides v. Municipality of Famagousta (1973) 2 C.L.R. 119, Philaktides v. Republic (1979) 2 C.L.R. 157, και Γεωργίου ν. Σαμάρα (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 17).

Το κατά πόσο ένας ισχυρισμός ισοδυναμεί ή όχι με «μη παραδοχή» συναρτάται με τα στοιχεία του αδικήματος.

Αν η αγόρευση για μετριασμό της ποινής κάμνει αναφορά σε γεγονότα ή ισχυρισμούς που τείνουν να καταδείξουν την ανυπαρξία στοιχείου ή στοιχείων του αδικήματος τότε η αγόρευση δεν συνάδει με την παραδοχή.

Στην παρούσα υπόθεση, σύμφωνα με την Κατηγορούσα Αρχή, η υπαίτια συμπεριφορά του εφεσείοντος συνίσταται κυρίως από την παράλειψη του να προσέξει τα κόκκινα φώτα της διάβασης πεζών. Αυτή δε η θέση υιοθετήθηκε πλήρως από το Πρωτόδικο Δικαστήριο (βλ. σελ. 8-9, πιο πάνω). Έχουμε, επομένως, την άποψη πως η ύπαρξη ή όχι των δέντρων τα οποία κάλυπταν τα φώτα της διάβασης πεζών αποτελούσε ζήτημα το οποίο συνδεόταν άμεσα με τα στοιχεία του αδικήματος. Έπεται πως ο σχετικός ισχυρισμός ήταν αντινομικός προς την παραδοχή και ασυμβίβαστος με αυτή. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να είχε καταχωρήσει «μη παραδοχή» και όχι να προβεί στην εξέταση του σχετικού ισχυρισμού με βάση το υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του στα πλαίσια της παραδοχής.

Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με τον πρώτο ισχυρισμό ο οποίος, όπως έχουμε ήδη υποδείξει, δεν έχει καθόλου εξεταστεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Η αιτία του θανάτου αποτελεί ένα από τα στοιχεία του αδικήματος. Τα όσα ανέφερε σχετικά η συνήγορος του εφεσείοντα έτειναν να ρίξουν σκιά επί της αιτίας του θανάτου. Επέβαλλαν την καταχώριση «μη παραδοχής».

Κατά συνέπεια η καταδίκη και ποινή ακυρώνονται. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον άλλου Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.

 

 

 

Π.

 

 

Δ.

 

 

Δ.

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο