ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 2 ΑΑΔ 212
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις αρ. 7322, 7323.)
Ημερομηνία, 21 Απριλίου, 2003.
[ΠΙΚΗΣ, Π.]
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές
]
- - - - - - - - - -
Εφεσείοντες,
-
ν -ΤΜΗΜΑ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Εφεσίβλητοι.
- - - - - - - - -
Ε. Ευσταθίου με Σ. Αγγελίδη,
για τους εφεσείοντες.Έλενα Κλεόπα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού
Εισαγγελέα, για τους εφεσίβλητους.
- - -
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο
Γ. Μ. Πικής, Π.
- - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π
: Κατ΄ επίκληση των διατάξεων του περί του Πρωτοκόλλου για την Αμοιβαία Διοικητική Συνδρομή σε Τελωνειακά Ζητήματα μετά της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Κυρωτικός) Νόμος του 2001 Ν.32(ΙΙΙ)/2001 και προς τον σκοπό παροχής συνδρομής σε τελωνειακά ζητήματα στις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι τελωνειακές αρχές ζήτησαν την έκδοση εντάλματος έρευνας των υποστατικών της εταιρείας C.Τ. Tobacco Ltd., και του διευθύνοντος συμβούλου της Χριστόφορου Τορναρίτη, σε σχέση με τη διερεύνηση υποθέσεων λαθρεμπορίας τσιγάρων κατά παράβαση του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα. Το Δικαστήριο εξέδωσε το ένταλμα βάσει του οποίου ερευνήθηκαν τα υποστατικά των εφεσειόντων μεταξύ 21.5.2002 και 22.5.2002. Κατά την έρευνα κατασχέθηκαν οχτώ και πλέον χιλιάδες έγγραφα, φωτοαντίγραφα των οποίων οι τελωνειακές αρχές της Κύπρου εφοδίασαν τις τελωνειακές αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Με μονομερή αίτηση υποβληθείσα από τελωνειακό λειτουργό, ζητήθηκε από το Δικαστήριο η κράτηση των κατασχεθέντων εγγράφων μέχρι τη συμπλήρωση των τελωνειακών ερευνών, και σε περίπτωση δίωξης των εφεσειόντων την κράτησή τους μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης. Με οδηγίες του Δικαστηρίου η αίτηση επιδόθηκε στους επηρεαζομένους οι οποίοι ακούστηκαν επί του προκειμένου. Οι εφεσείοντες έφεραν ένσταση στην κράτηση των εγγράφων, εκτός στην περίπτωση που ήθελε καταδειχθεί η σχετικότητά τους προς το
αντικείμενο της έρευνας και προς οιαδήποτε υπό έγερση ποινική δίωξη.Οι τελωνειακές αρχές υποστήριξαν το αίτημα προς την κατοχύρωση των σκοπών της έρευνας και την απομάκρυνση του ενδεχόμενου καταστροφής τεκμηρίων σχετικών με πιθανολογούμενη, αλλά όχι βεβαία, δίωξη των καθ΄ ων η αίτηση (εφεσειόντων). Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στην εκτίμηση:
«Τα έγγραφα και λοιπά τεκμήρια είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν σε μελλοντική δίκη ή οποιαδήποτε άλλη διαδικασία ενώπιον Δικαστηρίου, είτε στην Κύπρο είτε στο εξωτερικό που αφορά τις διερευνόμενες υποθέσεις λαθρεμπορίου τσιγάρων, κατά παράβαση του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα. Η επιστροφή τους πριν την ουσιαστική αξιολόγηση τους δεν ενδείκνυται. Το Δικαστήριο και αναρμόδιο είναι αλλά και στερείται γνώσης αξιολόγησης
Μετά ταύτα το Δικαστήριο διέταξε
:«Τα έγγραφα και άλλα τεκμήρια να κρατηθούν από το Τμήμα Τελωνείων μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου και/ή μέχρι πέρατος της όποιας Ποινικής Δίκης.»
Από το διάταγμα εξαιρέθηκε μόνο, κατάλογος περιέχον στοιχεία των τηλεφωνικών επικοινωνιών των εφεσειόντων με τρίτους.
Τέλος, το Δικαστήριο δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο υποβολής, σε μελλοντικό στάδιο, αίτησης από τους καθ΄ ων η αίτηση (εφεσείοντες) για την επιστροφή συγκεκριμένων εγγράφων βάσει των προνοιών του άρθρου 32(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155
, (ο Νόμος) ή μεταγενέστερα βάσει του άρθρου 32(3) του Νόμου μετά την έναρξη ενδεχόμενης ποινικής δίωξης εναντίον τους.Οι καθ΄ ων η αίτηση εφεσίβαλαν την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αξιώνοντας τον παραμερισμό και την ακύρωσή της. Υποστήριξαν, ότι η απόφαση του Δικαστηρίου είναι απόρροια κακής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας που του παρέχει το άρθρο 32 του Νόμου να διατάξει την κράτηση αντικειμένων κατασχεθέντων κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας. Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν το αντίθετο. Πρωτίστως όμως, αμφισβητούν το παραδεκτό της έφεσης που αποτελεί και το πρώτο θέμα που θα εξετάσουμε. Ειρήσθω, ότι πριν την ακρόαση της έφεσης γνωστοποίησαν στους εφεσείοντες ότι τα κατασχεθέντα έγγραφα είναι στη διάθεσή τους, τα οποία και κλήθηκαν να παραλάβουν.
Οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν, ότι το δικαίωμα έφεσης το οποίο προβλέπει το άρθρο 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60 συναρτάται με εκείνο το οποίο παρέχεται από το Νόμο που το περιορίζει στις περιπτώσεις που προβλέπονται από αυτό. Η μόνη διεύρυνση του δικαιώματος έφεσης που επέφερε το άρθρο 25(2) του Ν.14/60 εστιάζεται στην κατάργηση της ανάγκης εξασφάλισης άδειας για την καταχώρηση έφεσης. Η θέση αυτή ευρίσκει έρεισμα στη νομολογία. (Βλ. μεταξύ άλλων Rodosthenous and Another v. Republic (1961) C.L.R. 48. Hinis v. The Police (1963)1 C.L.R. 14. Christofi v. The Police (1970)2 C.L.R. 117 και Georgadji and Another v. Republic (1971)2 C.L.R. 229. Attorney-General v. Pouris & Others (1979)2 C.L.R. 15. Δημοκρατία ν. Ερμογένους & Άλλων (1990)2 Α.Α.Δ. 459. Γεν. Εισαγγελέας ν. Λαζαρίδη & Άλλου (1992)2 Α.Α.Δ. 8.)
Ο κ. Ευσταθίου υπέβαλε ότι το Άρθρο 155.1 του Συντάγματος εξασφαλίζει δικαίωμα έφεσης εναντίον κάθε απόφασης πρωτοδίκου δικαστηρίου. κατά συνέπεια το άρθρο 25(2) του Ν.14/60 πρέπει να ερμηνευθεί και να τύχει εφαρμογής υπό το πρίσμα των διατάξεων του. Το Άρθρο 155.1 του Συντάγματος προβλέπει:
«Το Ανώτατο Δικαστήριον είναι το ανώτατον δευτεροβάθμιον δικαστήριον εν τη Δημοκρατία και κέκτηται δικαιοδοσίαν να κρίνη και αποφασίζη κατά τας διατάξεις του Συντάγματος και τον δυνάμει τούτου συντασσόμενον διαδικαστικόν κανονισμόν επί πάσης εφέσεως κατ΄αποφάσεων οιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, πλην του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.»
Η μόνη πρόνοια του Συντάγματος βάσει της οποίας παρέχεται δικαίωμα έφεσης κατ΄ αποφάσεως πρωτόδικου δικαστηρίου, ανευρίσκεται στο Άρθρο 11.6 του Συντάγματος, εξασφαλίζουσα δικαίωμα έφεσης κατά αποφάσεων επαγόμενων τη σύλληψη ή κράτηση ατόμου προς διερεύνηση αδικήματος. Στην Ερμογένους, (ανωτέρω) κρίθηκε ότι το Άρθρο 155.1 του Συντάγματος συναρτά το δικαίωμα έφεσης με τον κατά το Σύνταγμα συντασσόμενο διαδικαστικό κανονισμό, που αντανακλάται στην περίπτωσή μας, στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 155. Διαπίστωσε ότι το άρθρο 25(2) του Ν.14/60, δεν ευρίσκεται σε αντίφαση προς το Άρθρο 155.1 του Συντάγματος ούτε αντίκειται προς αυτό. Η απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας στην υπόθεση Pouris (ανωτέρω), σε αλληλουχία με τη Georgadji (ανωτέρω) δίνει έκφραση στην ίδια θέση, όπως σημείωσε το Ανώτατο Δικαστήριο στην Ερμογένους. Ότι το Σύνταγμα δεν κατοχυρώνει δικαίωμα έφεσης, διαπιστώθηκε και στην Attorney-General v. Georghiou (1984)2 C.L.R. 251 (απόφαση πλειοψηφίας). Τοιουτοτρόπως και αυτό το θέμα, (συνάρτηση του άρθρου 25(2) του Ν.14/60 προς το Άρθρο 155.1 του Συντάγματος) θεωρείται ως λελυμένο από τη νομολογία.
Υπάρχει όμως και μία άλλη διάσταση του θέματος του δικαιώματος εφέσεως κάτω από το άρθρο 25(2) του Ν.14/60 στο οποίο επίσης πρέπει να αναφερθούμε. Δεν χωρεί έφεση κατά ενδιάμεσων αποφάσεων ποινικού δικαστηρίου, δηλαδή αποφάσεων που εκδίδονται στο πλαίσιο της δίκης συναφών προς τη διεξαγωγή της. (Βλ.μεταξύ άλλων Κυριάκου ν. Δήμου Έγκωμης (1992)2 Α.Α.Δ. 414. Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (1997)2 Α.Α.Δ. 252.) Πρέπει να αναφέρουμε ότι και το Άρθρο 14(5) του Διεθνούς Συμφώνου περί Αστικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων που κυρώθηκε με το Ν.14/69, περιορίζει το δικαίωμα έφεσης που παρέχει κατά τελικών αποφάσεων ποινικού δικαστηρίου (καταδίκη - ποινή). Στην προκείμενη υπόθεση, αντίθετα με τη θέση που ακροθιγώς προβλήθηκε από τους εφεσίβλητους, η απόφαση δεν είχε ενδιάμεσο χαρακτήρα. Αντίθετα έλυσε το τεθέν ζήτημα κατά τρόπο οριστικό, έξω από το πλαίσιο οποιασδήποτε άλλης διαδικασίας.
Οι παρατηρήσεις του δικαστηρίου στην Concrete Mix Ltd v. Αστυνομίας (1991)2 A.A.Δ. 360, παρέχουν κάποιο έρεισμα στο παραδεχτό της παρούσας έφεσης. Αυτές περιέχονται στο ακόλουθο απόσπασμα:
«Είμαστε της γνώμης, χωρίς να αποφασίζουμε οριστικά το θέμα εφόσο δεν εγείρεται προς απόφαση, ότι διάταγμα που εκδίδεται βάσει του άρθρ. 32(1) μπορεί να εφεσιβληθεί για τους ίδιους λόγους που χωρεί έφεση εναντίον διατάγματος προσωποκράτησης.»
Η κυρία Κλεόπα υπέδειξε, ότι η διατυπωθείσα θέση στην Concrete Mix Ltd (ανωτέρω), δεν δημιουργεί νομολογιακή δέσμευση, που όντως δεν δημιουργεί εφόσον, (α) δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του λόγου της απόφασης, και (β) όπως το ίδιο το δικαστήριο ανέφερε, δεν αποφαίνεται οριστικά επί του θέματος. Ο κ. Ευσταθίου υποστήριξε ότι οι παρατηρήσεις του δικαστηρίου ταυτίζονται με το πνεύμα του Άρθρου 11.6 του Συντάγματος. Πρόδηλο είναι ότι εφόσον αυτές αποβλέπουν στην εξασφάλιση ένδικου μέσου για την προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου, η σύνδεση που γίνεται στην πιο πάνω απόφαση μεταξύ κατασχεθέντων τεκμηρίων κατά τη διάρκεια της έρευνας της κατοικίας υπόπτου με την κράτησή του, είχε ως άξονα το συνδυασμό των δύο και το κατά κανόνα κοινό πραγματικό τους υπόβαθρο. Μεταγενέστερη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποκαλύπτει ότι δεν χωρεί επέκταση του δικαιώματος έφεσης που παρέχεται από το άρθρο 11.6, ούτε σε διατάγματα για την κράτηση ατόμου εκκρεμούσης της δίκης. Αυτό αποφασίστηκε στην Αναστασίου ν. Αστυνομίας Ποινική ΄Εφεση αρ. 6783 - 31.8.1999, και επαναλήφθηκε στην Ανθίας ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 6946 - 29.6.2000, στην οποία μάλιστα έγινε εισήγηση για την παραχώρηση τέτοιου δικαιώματος από τη νομοθεσία. εισήγηση η οποία υλοποιήθηκε με τη θέσπιση του Ν.14(1)/2001, και την επελθούσα προσθήκη του άρθρου 137Α, στο Νόμο.
Και στην περίπτωση του άρθρου 32(1)
του Νόμου, ενδείκνυται η δια νόμου παραχώρηση δικαιώματος έφεσης κατά αποφάσεων επαγόμενων την κράτηση κατασχεθέντων αντικειμένων, εφόσον πρόκειται περί αυτοτελούς απόφασης πρωτόδικου δικαστηρίου η οποία άπτεται θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου, εκείνου της ιδιοκτησίας και εκείνου της χρήσης κινητής περιουσίας (Άρθρο 23 του Συντάγματος), ενδεχομένως και άλλων δικαιωμάτων, όπως του δικαιώματος ιδιωτικής ζωής (Άρθρο 15 του Συντάγματος) και του απόρρητου της επικοινωνίας (Άρθρο 17 του Συντάγματος).Τελική μας διαπίστωση είναι ότι, η απόφαση η οποία προσβάλλεται με την έφεση δεν είναι εφέσιμη εφόσον δεν προβλέπεται δικαίωμα έφεσης από το Νόμο κατά αποφάσεων αυτής της φύσης.
Η έφεση απορρίπτεται.
Πικής, Π.
Νικήτα ς, Δ.
Γαβριη λίδης, Δ.
/ΑυΦ.