ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2002) 2 ΑΑΔ 459

3 Oκτωβρίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΥ ΛΑΤΣΙΩΝ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7171)

 

Οδοί και Οικοδομές ― Μετατροπή εγκεκριμένης χρήσεως οικοδομής χωρίς άδεια από την Αρμόδια Αρχή, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 9 και 20 του Περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96 όπως τροποποιήθηκε ― Ποία τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος.

Λέξεις και Φράσεις ― "Κατάστημα" στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (1998) του Γ. Μπαμπινιώτη.

Έφεση ― Έφεση μετά από ομολογία ενοχής ― Κατά πόσο απαιτείται η εξασφάλιση προηγούμενης άδειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την καταχώρησή της.

O εφεσείων εχρησιμοποιούσε οικοδομή ως εργαστήριο για ισιώματα και μπογιατίσματα αυτοκινήτων, αντί ως κατάστημα, όπως ήταν η εγγεγραμμένη χρήση του, χωρίς να έχει πάρει προηγουμένως άδεια από την Αρμόδια Αρχή.

Ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή σε κατηγορία για "Μετατροπή εγκεκριμένης χρήσεως οικοδομής χωρίς άδεια της Αρμόδιας Αρχής κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 9 και 20 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ. 96, όπως τροποποιήθηκε".

Το πρωτόδικο Δικαστήριο του επέβαλε ποινή προστίμου £110 και, επιπρόσθετα, εξέδωσε διάταγμα για διακοπή της μετατροπής εντός δύο μηνών εκτός αν εν τω μεταξύ εξασφαλιζόταν σχετική άδεια.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση υποστηρίζοντας ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο τον βρήκε ένοχο και του επέβαλε ποινή ενόψει του ότι τα γεγονότα, τα οποία παρουσίασε ο εφεσίβλητος στο πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν στοιχειοθετούσαν το αδίκημα το οποίο είχε παραδεχθεί ο εφεσείων. Ισχυρίστηκε ότι καμία μαρτυρία ή αναφορά σε γεγονότα δεν δόθηκαν στο Δικαστήριο που να δείχνουν ότι η χρήση της οικοδομής ως εργαστήριο για ισιώματα και μπογιατίσματα αυτοκινήτων ισοδυναμούσε με άλλη χρήση από τη χρήση ως κατάστημα.

Ο εφεσίβλητος εισηγήθηκε ότι το Εφετείο δεν θα έπρεπε να επιληφθεί της έφεσης στην ουσία της για το λόγο ότι ο εφεσείων δεν εξασφάλισε την προηγούμενη άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να καταχωρήσει την έφεση, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 135(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η συνήθης και φυσική έννοια του όρου "κατάστημα" δεν περιλαμβάνει εργαστήριο που είναι απλώς χώρος παροχής υπηρεσιών ισιώματος και μπογιατίσματος αυτοκινήτων και όχι χώρος "πώλησης" υπηρεσιών ή άλλων προϊόντων.

2.  Το Άρθρο 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου έχει σιωπηρά καταργήσει την υποχρέωση καταδικασθέντος με βάση την παραδοχή του να εξασφαλίσει την προηγούμενη άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να καταχωρήσει έφεση.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Solomon v. Solomon & Co [1897] A.C. 22,

Κυριάκου ν. Δήμου Έγκωμης (1992) 2 Α.Α.Δ. 414.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 27358/2000), ημερομηνίας 18/7/2001, με την οποία βρέθηκε ένοχος σε κατηγορία για μετατροπή εγκεκριμένης χρήσεως οικοδομής χωρίς άδεια της Αρμοδίας Αρχής κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 9 και 20 του Περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, όπως τροποποιήθηκε και του επιβλήθηκε ποινή προστίμου £110 και, επιπρόσθετα, διάταγμα για διακοπή της μετατροπής εντός δύο μηνών εκτός αν εν των μεταξύ εξασφαλιζόταν σχετική άδεια.

Δ. Θεοδώρου, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Καραπατάκης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, ο οποίος κατά την πρωτόδικη διαδικασία παρουσιάστηκε χωρίς δικηγόρο, παραδέχθηκε ενοχή σε κατηγορία για «Μετατροπή εγκεκριμμένης χρήσεως οικοδομής χωρίς άδεια της Αρμοδίας Αρχής κατά Παράβαση των άρθρων 2, 3, 9 και 20 του Περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ. 96, όπως τροποποιήθηκε.».

Οι λεπτομέρειες του αδικήματος είχαν ως εξής:

«Ο κατηγορούμενος κατά ή περί το έτος 1999 και σε ημερομηνία άγνωστη στην Κατηγορούσα Αρχή, μετέτρεψε την εγκεκριμμένη χρήση της οικοδομής με αρ. 9, που κτίστηκε επί του τεμαχίου 1652 Φ / Σχ. 15. W. 1, τμήμα Β, μέσα στα Δημοτικά όρια του Δήμου Λατσιών, όπως αυτή εκρίθηκε με την άδεια οικοδομής στον φάκελο Β1385 / 83 που εκδόθηκε από τον Δήμο Λατσιών ήτοι, ενώ η εγκεκριμμένη χρήση της οικοδομής είναι να χρησιμοποιείται ως Κατάστημα αυτή χρησιμοποιείται ως εργαστήριο για ισιώματα και μπογιατίσματα αυτοκινήτων χωρίς να έχει πάρει προηγουμένως άδεια από την Αρμόδια Αρχή ήτοι, του Δήμου Λατσιών.»

Αφού η Κατηγορούσα Αρχή εξέθεσε τα γεγονότα, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά τις λεπτομέρειες του αδικήματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή προστίμου £110 και, επιπρόσθετα, εξέδωσε διάταγμα για διακοπή της μετατροπής εντός δύο μηνών εκτός αν εν τω μεταξύ εξασφαλιζόταν σχετική άδεια.

Η έφεση στηρίζεται σε ένα μόνο λόγο· ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο και του επέβαλε ποινή ενόψει του ότι τα γεγονότα, τα οποία παρουσίασε ο εφεσίβλητος στο πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν στοιχειοθετούσαν το αδίκημα το οποίο είχε παραδεχθεί ο εφεσείων.

Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντος, ενώ τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, τα οποία έπρεπε να αποδείξει η Κατηγορούσα Αρχή, ήταν (α) ότι υπήρχε εγκεκριμένη χρήση της οικοδομής, (β) ότι η οικοδομή βρισκόταν εντός των ορίων όπου ασκούσε αρμοδιότητα ο εφεσίβλητος και (γ) ότι επήλθε αλλαγή της εγκεκριμένης χρήσης από τον εφεσείοντα, η Κατηγορούσα Αρχή εξέθεσε γεγονότα τα οποία αποδείκνυαν τα υπό (α) και (β) στοιχεία, όχι όμως και το υπό (γ) στοιχείο· και τούτο διότι, ενώ η εγκεκριμένη χρήση της οικοδομής ήταν να χρησιμοποιείται ως «κατάστημα», «Καμία μαρτυρία ή αναφορά σε γεγονότα δεν δόθηκαν στο Δικαστήριο που να δεικνύει ότι η χρήση της οικοδομής ως εργαστήριο για ισιώματα και μπογιατίσματα αυτοκινήτων ισοδυναμούσε σε άλλη χρήση από την χρήση ως κατάστημα.». Η ονομασία της χρήσης και μόνο «εργαστήριο για ισιώματα και μπογιατίσματα αυτοκινήτων», σύμφωνα πάντοτε με το δικηγόρο του εφεσείοντος, «έμμεσα αν όχι και άμεσα υποδηλεί ότι πρόκειται για χώρο εντός του οποίου διεξάγεται εμπορική δραστηριότητα όπου πωλούνται υπηρεσίες αλλά και προϊόντα (π.χ. μπογιές)». Προς υποστήριξη της θέσης του ότι η συνήθης και φυσική έννοια της λέξης «κατάστημα» είναι «ο χώρος όπου διεξάγεται κάποια εμπορική δραστηριότητα όπου πωλούνται προϊόντα και/ή υπηρεσίες» ο δικηγόρος του εφεσείοντος μας παρέπεμψε στον Halsbury's Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 44, παράγραφοι 863 έως 873 και στην υπόθεση Solomon v. Solomon & Co [1897] A.C. 22, όπου εκτίθενται οι γνωστές γενικές αρχές ερμηνείας των νομοθετημάτων (statutes).

Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.  Δεδομένου ότι ο περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμος δεν δίδει ορισμό της λέξης «κατάστημα» αναζητήσαμε τη συνήθη και φυσική της έννοια σε δύο λεξικά της Ελληνικής γλώσσας.

Στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (1998) του Γ. Μπαμπινιώτη, ως «κατάστημα» ορίζεται:

1.  ο χώρος στον οποίο εμπορική επιχείρηση εκθέτει προς πώληση τα εμπορεύματά της και γενικότ. ο τόπος όπου ασκείται εμπορική δραστηριότητα, όπου πωλούνται προϊόντα:

2.  το κτήριο όπου στεγάζεται μόνιμα δημόσια υπηρεσία, κοινωφελές ίδρυμα, τράπεζα, οργανισμός κ.λπ.:

Ανάλογος ορισμός δίδεται και στο Νέο Ελληνικό Λεξικό της Σύγχρονης Δημοτικής Γλώσσας του Ε. Κριαρά. Ως «κατάστημα» ορίζεται:

1.   χώρος όπου μια επιχείρηση εκθέτει για να πουληθούν εμπορεύματα που αποτελούν αντικείμενο της οικονομικής της δραστηριότητας:

2.   κτήριο όπου στεγάζεται δημόσια ή κοινωφελής υπηρεσία, εταιρεία, κλπ.:

Από την πιο πάνω έννοια της λέξης «κατάστημα» είναι πρόδηλο ότι το «εργαστήριο για ισιώματα και μπογιατίσματα αυτοκινήτων» δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «κατάστημα». Ένα τέτοιο εργαστήριο αποτελεί απλώς χώρο παροχής υπηρεσιών ισιώματος και μπογιατίσματος αυτοκινήτων και όχι «πώλησης» υπηρεσιών ή άλλων προϊόντων π.χ. μπογιών (έστω και αν αυτές χρεώνονται), όπως εισηγείται ο δικηγόρος του εφεσείοντος.

Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου εισηγήθηκε ότι δεν θάπρεπε να επιληφθούμε της έφεσης στην ουσία της για το λόγο ότι ο εφεσείων δεν εξασφάλισε την προηγούμενη άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να καταχωρήσει την έφεση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 135(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Η εισήγηση αυτή δεν ευσταθεί. Έχει επανειλημμένα νομολογηθεί ότι το άρθρο 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου έχει σιωπηρά καταργήσει την υποχρέωση καταδικασθέντος με βάση την παραδοχή του να εξασφαλίσει την προηγούμενη άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να καταχωρήσει έφεση. (Βλ., μεταξύ άλλων, Κυριάκου ν. Δήμου Έγκωμης (1992) 2 Α.Α.Δ. 414, στις σελίδες 415 και 421).

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο