ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 2 ΑΑΔ 219
17 Μαΐου, 2002
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΠΕΤΡΟΣ ΠΕΤΡΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7196)
Ποινή ― Κλοπή υπό υπαλλήλου κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 268 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Συνολικό ποσό κλοπής ανερχόταν σε £36.000 ― Εφεσείων ηλικίας 31 ετών, οικογενειαρχής, πατέρας τριών μικρών παιδιών ― Με την απόλυση του από τη θέση που κατείχε και γενικότερα με την απώλεια της σταδιοδρομίας του υπέστη καταστροφικό πλήγμα ― Εκκρεμότητα υπόθεσης για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα που είχε ως επακόλουθο την παράταση αγωνίας του ιδίου και της οικογένειάς του ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 2½ ετών σε κάθε μια από τις επτά κατηγορίες ― Κρίθηκε κατ' έφεση ότι τα υπέρ του εφεσείοντος υποτιμήθηκαν και ότι η επιβληθείσα ποινή είναι υπερβολική ― Επιβλήθηκε στην κάθε κατηγορία συντρέχουσα ποινή φυλάκισης δεκαοκτώ μηνών.
Ποινή ― Καθορισμός ποινής ― "Σωρευτικά αποτελέσματα" του συνόλου της εγκληματικής δραστηριότητας κατηγορουμένου ― Δεν πρέπει να παραγνωρίζονται.
Ο εφεσείων, υπάλληλος της ΣΠΕ Πολεμιδιών εξέδωσε επτά επιταγές πληρωτέες σε τρίτους, προς εξόφληση οφειλών του που προέκυψαν κυρίως από τη λειτουργία πρακτορείου στοιχημάτων το οποίο είχε δημιουργήσει πρόσφατα. Οι πέντε από τις επιταγές ήταν για ποσά μεταξύ £3.000 και £5.000, μια για £7.000 και άλλη για £8.800. Το συνολικό ύψος ανερχόταν σε £36.000. Οι επιταγές πληρώθηκαν κατά την παρουσίασή τους σε διάφορα τραπεζικά ιδρύματα, στάληκαν στο κατάστημα της ΣΠΕ για χρέωση του λογαριασμού και ο εφεσείων τις χρέωσε σε λογαριασμό πελατών της ΣΠΕ. Ο εν λόγω λογαριασμός είχε ανοιχθεί κατά το τέλος Αυγούστου 1997 και με την αρχική ανάληψη ποσού £2.500, δεν διατηρούσε δυνατότητα για πρόσθετη χρέωση. Λίγους μήνες μετά που διαπιστώθηκε η παράνομη δραστηριότητα του, ο εφεσείων εξόφλησε ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό με μεταβίβαση στη ΣΠΕ ισάξιων περιουσιακών του στοιχείων.
Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον των συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 2½ ετών που επέβαλε το Κακουργιοδικείο στον εφεσείοντα, ο οποίος κρίθηκε ένοχος κατόπιν παραδοχής του σε επτά αδικήματα κλοπής υπό υπαλλήλου, κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 268 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Ο συνήγορος του εφεσείοντος είχε καλέσει το Κακουργιοδικείο να καθορίσει την έκταση της φυλάκισης, η οποία προδήλως δεν μπορούσε να αποφευχθεί, υπό το φως των παρατηρήσεων στις οποίες το Αγγλικό Εφετείο προέβη στην Barrick [1985] 7 Cr. App. R. (S) 142 και τις οποίες αναθεώρησε στην Clark [1998] 2 Cr. App. R. (S) 95, προς καθοδήγηση σε τέτοιου είδους υποθέσεις.
Ο κύριος άξονας της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου του εφεσείοντος ήταν πως τα όσα το Κακουργιοδικείο αναγνώρισε στον εφεσείοντα ως ελαφρυντικά και μετριαστικούς για την ποινή παράγοντες δεν αντανακλώνται πλήρως από το ύψος της επιβληθείσας ποινής.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού εξέφρασε την άποψη ότι τα υπέρ του εφεσείοντος υποτιμήθηκαν και ότι εν προκειμένω η επιβληθείσα ποινή είναι υπερβολική αποδέχθηκε την έφεση μειώνοντας την ποινή σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δεκαοκτώ μηνών στην κάθε κατηγορία.
Η έφεση επιτράπηκε.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Κολοκασίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 252.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Kακουργιοδικείου Λεμεσού (Yπόθεση Aρ. 27871/99) με την οποία βρέθηκε ένοχος, στις 2/10/2001, σε επτά κατηγορίες για αδικήματα κλοπής υπό υπαλλήλου, κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 268 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154, και του επιβλήθηκαν, στις 3/10/2001, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 1/2 ετών.
Χρ. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.
Ο εφεσείων είναι παρών.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων ήταν υπάλληλος της ΣΠΕ Πολεμιδιών. Προσελήφθη το 1989 και ανελίχθη στη θέση υπευθύνου Μηχανογράφησης και Τρεχούμενων Λογαριασμών από την οποία απολύθηκε όταν, περί το τέλος του 1999, διενεργήθηκε έλεγχος από τον οποίο προέκυψαν στοιχεία για τη διάπραξη αδικημάτων σε σχέση με λογαριασμούς πελατών και υπαλλήλων. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που εντάσσονται τα επτά αδικήματα κλοπής υπό υπαλλήλου, κατά παράβαση των άρθρων 255 και 268 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, στα οποία αφορά η παρούσα υπόθεση. Περιγράφονται στο κατηγορητήριο να διαπράχθηκαν την 31 Δεκεμβρίου 1997, που θεωρήθηκε ως ο χρόνος τελείωσης πράξεων στις οποίες ο εφεσείων είχε προβεί κατά την περίοδο Μαΐου-Αυγούστου του ίδιου έτους. Θα τις εξηγήσουμε στη συνέχεια.
Από το 1995 εισήχθη σύστημα μηχανογράφησης που λειτουργούσε με νέου τύπου επιταγές η χρέωση των οποίων γινόταν σε ηλεκτρονικό κέντρο, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα ταχείας παρακολούθησης. Ωστόσο, συνέχιζε παράλληλα να λειτουργεί και το παλαιό σύστημα με επιταγές χωρίς τυπωμένα τα στοιχεία του εκδότη και του λογαριασμού και επομένως, παρόλον που και αυτές οι επιταγές πληρώνονταν από τις τράπεζες στις οποίες παρουσιάζονταν, η χρέωση του αντίστοιχου λογαριασμού γινόταν επί τόπου στο κατάστημα της ΣΠΕ Πολεμιδιών κατόπιν που οι επιταγές παραλαμβάνονταν από τον αρμόδιο υπάλληλο, που ήταν ο εφεσείων. Ο εφεσείων εξέδωσε επτά επιταγές πληρωτέες σε τρίτους, προς εξόφληση οφειλών του που προέκυψαν κυρίως από τη λειτουργία πρακτορείου στοιχημάτων το οποίο είχε πρόσφατα δημιουργήσει και το οποίο διατηρούσε με τη σύζυγό του. Οι πέντε από τις επιταγές ήταν για ποσά μεταξύ £3.000 και £5.000, μια για £7.000 και άλλη για £8.800. Το συνολικό ύψος ανερχόταν σε £36.000. Οι επιταγές πληρώθηκαν κατά την παρουσίασή τους σε διάφορα τραπεζικά ιδρύματα, στάληκαν στο κατάστημα της ΣΠΕ για χρέωση του λογαριασμού και την 31 Δεκεμβρίου 1997 ο εφεσείων τις χρέωσε, όχι σε δικό του λογαριασμό αλλά σε λογαριασμό πελατών της ΣΠΕ. Ο εν λόγω λογαριασμός είχε ανοιχθεί κατά το τέλος Αυγούστου 1997 και με την αρχική ανάληψη ποσού £2.500,- δεν διατηρούσε δυνατότητα για πρόσθετη χρέωση.
Το απλό λοιπόν σύστημα καταδολίευσης που ο εφεσείων χρησιμοποίησε, δεν του παρείχε παρά μόνο προσωρινή χρηματική διευκόλυνση αφού αν δεν φρόντιζε να εξουδετέρωνε τη χρέωση με πληρωμή του ποσού, τότε αναπόφευκτα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα αποκαλύπτετο εν καιρώ η διάπραξη των αδικημάτων. Εν τέλει, λίγους μήνες μετά που διαπιστώθηκε η παράνομη δραστηριότητά του, ο εφεσείων εξόφλησε ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό με μεταβίβαση στη ΣΠΕ ισάξιων περιουσιακών του στοιχείων.
Κατόπιν παραδοχής του εφεσείοντος στις κατηγορίες, το Κακουργιοδικείο τον καταδίκασε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2½ ετών. Προβλέπεται κατ' ανώτατο όριο ποινή φυλάκισης επτά ετών. Το Κακουργιοδικείο υπογράμμισε την εγγενή σοβαρότητα των αδικημάτων τα οποία, καθώς υπέδειξε, υπονομεύουν την αναγκαία σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ εργοδότη και εργοδοτούμενου, σχέση επί της οποίας στηρίζεται ευρύ φάσμα οικονομικής δραστηριότητας. Σημείωσε παράλληλα την άποψη πως «αυτής της φύσης τα αδικήματα δεν παρουσιάζουν οποιαδήποτε έξαρση όπως συνέβαινε παλαιότερα». Έπειτα, διαβαθμίζοντας τα διαπραχθέντα αδικήματα με αναφορά στο είδος τους, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη ως επιβαρυντικά στοιχεία «το σχετικά μεγάλο ποσό στην κάθε κατηγορία που ο κατηγορούμενος έκλεψε» όπως και «τον κάποιο προσχεδιασμό» αν και σε σχέση με το δεύτερο ανέφερε εν συνεχεία ότι λάμβανε υπόψη υπέρ του εφεσείοντος «το απλό σύστημα που ..... χρησιμοποίησε», όπως και το ότι τα αδικήματα διαπράχθηκαν «σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα». Έλαβε επίσης υπόψη, καθώς ανέφερε, τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντος, ο οποίος είναι ηλικίας 31 ετών, οικογενειάρχης με τρία μικρά παιδιά και ο οποίος, με την απόλυσή του από τη θέση που κατείχε και γενικότερα με την απώλεια της σταδιοδρομίας του, υπέστη μαζί με την οικογένειά του καταστροφικό πλήγμα - όπως το χαρακτήρισε το Κακουργιοδικείο - το οποίο θεωρήθηκε, κατόπιν αναφοράς στην Κολοκασίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 252, «σημαντικό ελαφρυντικό στοιχείο». Τέλος, έλαβε υπόψη για μετριασμό της ποινής το αρκετά μεγάλο διάστημα εκκρεμότητας της υπόθεσης, που είχε ως επακόλουθο την παράταση της αγωνίας του ιδίου και της οικογένειάς του. Με αυτά τα δεδομένα, το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι υπήρχαν περιθώρια ώστε να επιδειχθεί «κάποια επιείκεια στο ύψος της ποινής».
Ο συνήγορος του εφεσείοντος είχε καλέσει το Κακουργιοδικείο να καθορίσει την έκταση της φυλάκισης, η οποία προδήλως δεν μπορούσε να αποφευχθεί, υπό το φως των παρατηρήσεων στις οποίες το Αγγλικό Εφετείο προέβη στην Barrick [1985] 7 Cr. App. R. (S) 142 και τις οποίες αναθεώρησε στην Clark [1998] 2 Cr. App. R. (S) 95, προς καθοδήγηση σε τέτοιου είδους υποθέσεις. Τέθηκαν με την πρώτη για γενική χρήση και επιδοκιμάστηκαν στη δεύτερη, με προσαρμογές που επέβαλλε η έκτοτε διαμορφωθείσα κατάσταση, ένα από τα στοιχεία της οποίας ήταν και ο πληθωρισμός, αδρές κατευθυντήριες γραμμές με τις οποίες έγινε διαβάθμιση περιπτώσεων σε επίπεδα ποινών, θεωρηθέντα ως λογικά για τα Αγγλικά δεδομένα, με άξονα την αντιστοιχία μεταξύ ύψους κλαπέντος ποσού και ποινής, ως την αφετηρία για τον τελικό καθορισμό της έκτασης της φυλάκισης, αφού θα γινόταν έκπτωση για παραδοχή ενοχής, όπως και άλλες, ανάλογα με την περίπτωση ρυμθίσεις, προς τα κάτω ή προς τα άνω αφού λαμβάνονταν μεταξύ άλλων υπόψη και τα ακόλουθα:
"(i) the quality and degree of trust reposed in the offender including his rank; (ii) the period over which the fraud or the thefts have been perpetrated; (iii) the use to which the money or property dishonestly taken was put; (iv) the effect upon the victim; (v) the impact of the offences on the public and public confidence; (vi) the effect on fellow-employees or partners; (vii) the effect on the offender himself; (viii) his own history; (ix) those matters of mitigation special to himself such as illness; being placed under great strain by excessive responsibility or the like; where, as sometimes happens, there has been a long delay, say over two years, between his being confronted with his dishonesty by his professional body or the police and the start of his trial; finally, any help given by him to the police."
Σύμφωνα με την αναθεωρημένη εισήγηση, στην Αγγλία, για κλοπή ποσού όχι εντελώς μικρού αλλά χαμηλότερου των £17.500, κατάλληλη αφετηρία για υπολογισμό θεωρείται ο,τιδήποτε μεταξύ πολύ σύντομης φυλάκισης και φυλάκισης μέχρι 21 μηνών ενώ στην επόμενη βαθμίδα, για ποσά μεταξύ £17.500 και £100.000, κατάλληλη αφετηρία θεωρείται ποινή φυλάκισης δύο ή τριών χρόνων, κ.ο.κ. Ο συνήγορος του εφεσείοντος είχε επίσης καλέσει το Δικαστήριο, με αναφορά στους εν λόγω αριθμητικούς συσχετισμούς, να λάβει υπόψη κατά τον καθορισμό της ποινής στην κάθε μια από τις κατηγορίες, το ύψος του ποσού που μόνο αυτή αφορούσε, χωρίς γενικότερη επίδραση από το σύνολο αλλά παρόλον τούτο οι ποινές να συντρέχουν. Που θα σήμαινε ουσιαστικά την ίδια τιμωρία για το σύνολο των επτά κατηγοριών όπως και την τιμωρία για μόνο τη μία.
Το Κακουργιοδικείο δεν αμφισβήτησε τη χρησιμότητα γενικών κατευθυντήριων γραμμών εφόσον αντικρίζονταν με τρόπο ώστε να αποφεύγεται η στεγανοποίηση και υπογράμμισε την ανάγκη ευελιξίας στη μεταχείριση αδικοπραγούντων. Ως προς τον προταθέντα, στην Αγγλία, αριθμητικό συσχετισμό, το Κακουργιοδικείο εξέφρασε την άποψη ότι η κατάσταση στην Κύπρο δεν μπορούσε πλήρως να ταυτιστεί με ό,τι ίσχυε στην Αγγλία. Δεν χρειάζεται όμως να επεκταθούμε. Σε σχέση με τη σημασία του συνόλου της αδικοπραξίας στον καθορισμό της ποινής στην κάθε μια από τις κατηγορίες, το Κακουργιοδικείο υπέδειξε, και ορθά βέβαια, ότι δεν θα ήταν ορθό να παραγνωρίζονται «τα σωρευτικά αποτελέσματα» του συνόλου της εγκληματικής δραστηριότητας για την οποία ο κατηγορούμενος βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου. Αυτή είναι η καθιερωμένη πρακτική, βάσει της οποίας καθορίζεται η συνολική ποινή, πάντοτε μέσα στα όρια που επιτρέπει η συγκεκριμένη κατηγορία, με διαταγή η ποινή στη μια να συντρέχει με την ποινή στις άλλες.
Μας φαίνεται πως τα όσα το Κακουργιοδικείο αναγνώρισε στον εφεσείοντα ως ελαφρυντικά και μετριαστικούς για την ποινή παράγοντες δεν αντανακλώνται πλήρως από το ύψος της επιβληθείσας ποινής. Αυτός ήταν και ο κύριος άξονας της επιχειρηματολογίας του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντος ο οποίος έθεσε και συζήτησε ως κρίσιμο ερώτημα το ποια θα μπορούσε να ήταν η ποινή αν η περίπτωση του εφεσείοντος δεν συγκέντρωνε τα τόσα υπέρ του στοιχεία και παράγοντες. Έχουμε την άποψη ότι τα υπέρ του εφεσείοντος υποτιμήθηκαν και ότι εν προκειμένω η επιβληθείσα ποινή είναι υπερβολική σε βαθμό που δικαιολογεί την επέμβασή μας.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η ποινή παραμερίζεται. Και επιβάλλεται στην κάθε κατηγορία συντρέχουσα ποινή φυλάκισης δεκαοκτώ μηνών.
H έφεση επιτρέπεται.