ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 222
Σουπουρής ν. Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 58
Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 113
Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 ΑΑΔ 179
Γενικός Εισαγγελέας ν. Ανδρέου (1994) 2 ΑΑΔ 194
Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 227
Aντάρτης Παναγιώτου Σωκράτης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 138
Kλεοβούλου Bαρνάβας Eυγενίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 ΑΑΔ 57
Πισκόπου Aνδρέας Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342
Kωνσταντίνου Γεώργιος ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 411
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Zανέττου Τσαπατσάρη και Άλλου (2000) 2 ΑΑΔ 304
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Zak Rastislav και Άλλος ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 854
EVTIM RUMENOV ILIEV ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 218/16, 18/1/2018, ECLI:CY:AD:2018:B33
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΤΣΑΛΙΔΗΣ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 76/22, 19/1/2023, ECLI:CY:AD:2023:B13
RASTISLAV ZAK ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 65/2008 και 66/2008, 11 Δεκεμβρίου 2008
(2002) 2 ΑΑΔ 61
22 Μαρτίου, 2002
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΩΣΤΑ ΣΤΑΥΡΟΥ "ΦΑΝΤΗΣ",
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤIAΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7225)
Ποινή ― Ένοπλη ληστεία ― Εφεσείων, ηλικίας 41 ετών, μεταμφιεσμένος και υπό την απειλή περιστρόφου, λήστεψε Τράπεζα, αποκομίζοντας μεγάλα ποσά κυπριακών και ξένων νομισμάτων ― Μια προηγούμενη παρόμοια καταδίκη για την οποία επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ποινή εξαετούς φυλάκισης ― Προβληματική κατάσταση ψυχικής υγείας του εφεσείοντος λόγω της οποίας απολύθηκε από την Εθνική Φρουρά ― Μεγάλο μέρος του ποσού δεν ανευρέθη αφού είχε απωλεσθεί σε χαρτοπαίγνιο ― Επιβολή ποινής φυλάκισης δέκα ετών ― Δεν κρίθηκε έκδηλα υπερβολική.
Ποινή ― Επιμέτρηση ― Αποτελεί έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταφαίνεται ότι η ποινή ήταν αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική.
Ποινή ― Επιμέτρηση ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Κακή οικονομική κατάσταση ― Δεν αποτελεί μετριαστικό παράγοντα.
Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε υποθέσεις ένοπλων ληστειών Τραπεζών, η συχνότητα διάπραξης των οποίων προσβάλλει το χρηματοπιστωτικό σύστημα του κράτους, απειλεί την ασφάλεια του πολίτη και της κοινωνίας και διαβρώνει τον κοινωνικό ιστό.
Περί την 8.32 π.μ. της 7.8.2001, ο εφεσείων, μεταμφιεσμένος και υπό την απειλή περιστρόφου εξανάγκασε τον υπάλληλο του υποκαταστήματος της Arab Bank στον Πρωταρά να πέσει επί του εδάφους και ακολούθως τον κλείδωσε στο αποχωρητήριο του υποκαταστήματος. Ανενόχλητος πήρε τα χρήματα και εξήλθε από το υποκατάστημα διαφεύγοντας με μοτοσυκλέττα μικρού κυβισμού. Ο εφεσείων απεκόμισε από τη ληστεία τα μεγάλα ποσά, όλα σε μετρητά, των £110.607 Κυπριακών λιρών, 39.530 στερλίνων, 25.720 Γερμανικών μάρκων, 15.550 Φιλλανδικών μάρκων, 1.890 Ελβετικών φράγκων, 21.700 Νορβηγικών κορώνων, 14.700 Δανέζικων κορώνων, 42.730 Σουηδικών κορώνων, 2.500 Αυστριακών σελινιών, 1.220.000 Ιταλικών λιρέττων, όλα περιουσία της Τράπεζας. Από το προϊόν της ληστείας ένα ποσό πέραν των £60.000 δεν ανευρέθηκε.
Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο Λάρνακας, μετά από δική του παραδοχή, σε κατηγορία ένοπλης ληστείας. Το Κακουργιοδικείο του επέβαλε ποινή δεκαετούς φυλάκισης, την οποία ο εφεσείων εφεσιβάλλει ως έκδηλα υπερβολική. Κατά την αγόρευσή του έδωσε βαρύτητα στην κακή οικονομική του κατάσταση πριν τη διάπραξη του αδικήματος.
Το Εφετείο αφού τόνισε ότι το Κακουργιοδικείο έλαβε δεόντως υπόψη τόσο τις προσωπικές περιστάσεις όσο και τα άλλα ελαφρυντικά του εφεσείοντος και επίσης ότι ήταν το πάθος του για το χαρτοπαίγνιο που τον οδήγησε στην κατάσταση αυτή, απέρριψε την έφεση στη βάση των νομικών αρχών που εμφαίνονται ικανοποιητικά, στις πιο πάνω εισαγωγικές σημειώσεις.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
R. v. Lacey [1990] 12 Cr. App. Rep. (5) 7,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Ανδρέου (1994) 2 Α.Α.Δ. 194,
Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 113,
Κλεοβούλου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 57,
Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Τσαπατσάρη κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 304,
Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222,
Σουπαρής ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 58,
Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 227,
Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 411,
Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179,
Παναγιώτου (Αντάρτης) ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Υπόθεση Αρ. 4754/2001) ημερομηνίας 3/12/2001, με την οποία κρίθηκε ένοχος, κατόπιν παραδοχής, σε κατηγορία ένοπλης ληστείας και του επιβλήθηκε ποινή δεκαετούς φυλάκισης, ως ποινής έκδηλα υπερβολικής.
Ο Εφεσείοντας εμφανίζεται προσωπικά.
Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ με Μ. Μιχαηλίδου, Ασκούμενη Δικηγόρο, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου, θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο Λάρνακας, μετά από δική του παραδοχή, σε κατηγορία ένοπλης ληστείας. Το Κακουργιοδικείο του επέβαλε την ποινή της δεκαετούς φυλάκισης.
Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως τα δέκτηκε το Κακουργιοδικείο έχουν, σε συντομία, ως ακολούθως:-
Το τραπεζικό ίδρυμα Arab Bank διατηρούσε υποκατάστημα σε κεντρικό σημείο του Πρωταρά. Την 7.30 π.μ. ώρα της 7.8.2001 ο υπάλληλος του υποκαταστήματος άνοιξε το υποκατάστημα και ξεκλείδωσε το χρηματοκιβώτιο. Την 7.45 π.μ. ώρα εισήλθαν στο υποκατάστημα δύο συνάδελφοι του οι οποίοι απεχώρησαν περίπου στις 8.30 αφήνωντας την κύρια είσοδο ξεκλίδωτη. Αμέσως μετά την αποχώρηση των δύο υπαλλήλων περί την 8.32 π.μ. ώρα εισόρμησε στο υποκατάστημα της τράπεζας ο εφεσείων και υπό την απειλή περιστρόφου εξανάγκασε τον υπάλληλο να πέσει επί του δαπέδου και ακολούθως τον κλείδωσε στο αποχωρητήριο του υποκαταστήματος. Ανενόχλητος ο εφεσείων πήρε όλα τα χρήματα από το χρηματοκιβώτιο, σε διάστημα 4 μόνο λεπτών και εξήλθε από το υποκατάστημα διαφεύγοντας με μοτοσυκλέττα μικρού κυβισμού. Ο εφεσείων κατά τη διάρκεια διάπραξης της ληστείας φορούσε περούκα με μακρυά μαλλιά, γάντια, μαύρη φανέλλα και μαύρο παντελόνι και κρατούσε ρούχινη τσάντα χρώματος μπλε. Ο εφεσείων απεκόμισε από τη ληστεία τα μεγάλα ποσά, όλα σε μετρητά, των £110.607 Κυπριακών λιρών, 39.530 στερλίνων, 25.270 Γερμανικών μάρκων, 15.550 Φιλλανδικών μάρκων, 1.890 Ελβετικών φράγκων, 21.700 Νορβηγικών κορώνων, 14.700 Δανέζικων κορώνων, 42.730 Σουηδικών κορώνων, 2.500 Αυστριακών σελινιών, 1.220.000 Ιταλικών λιρέττων, όλα περιουσία της Τράπεζας.
Στις 8.9.2001 ο εφεσείων συνελήφθηκε από την αστυνομία με βάση δικαστικό ένταλμα. Αρνήθηκε επίμονα ότι ενείχετο στη ληστεία. Σε έρευνα της οικίας του, στην παρουσία του, ο εφεσείων εξακολουθούσε να αρνείται την ενοχή του. Η έρευνα στέφθηκε με επιτυχία χάρις στην παρατηρητικότητα του επικεφαλής λοχία της αστυνομίας. Στην βεράντα της οικίας ανεύρε ένα φτυάρι καινούργιο και στην αυλή παρατήρησε, κάτω από ένα γιασεμί, φρεσκοσκαμμένο χώμα. Ο λοχίας έσκαψε στο μέρος και σε βάθος 40 περίπου εκατοστών εντόπισε μέσα σε άσπρο σεντόνι, μια αθλητική τσάντα μέσα στην οποία υπήρχε μεγάλος αριθμός χαρτονομισμάτων σε Κυπριακές λίρες καθώς και ξένα χαρτονομίσματα. Επεστήθη αμέσως η προσοχή του εφεσείοντα στο νόμο και απάντησε "μπράβο σου ρε, πάντως έκαμα τη ληστεία πριν ένα μήνα και ήβρες τα ριάλια εσού τώρα, χαράς την τύχη μου.".
Από το προϊόν της ληστείας, ένα ποσό πέραν των £60.000 σε Κυπριακές λίρες και ξένα χαρτονομίσματα δεν ανευρέθηκε.
Ο εφεσείων βαρύνεται με μια προηγούμενη παρόμοια καταδίκη. Συγκεκριμένα στις 14.11.1995 καταδικάστηκε για το αδίκημα της ληστείας σε έξι χρόνια φυλάκιση. Αποφυλακίστηκε στις 26.11.1999.
Το Κακουργιοδικείο κατά την επιμέτρηση της ποινής έλαβε υπόψη, σχολιάζοντας ένα προς ένα όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες που έθεσε η υπεράσπιση του εφεσείοντα. Έδωσε όμως βαρύνουσα σημασία στη σοβαρότητα του αδικήματος και στην ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιου είδους εγκλήματα, η συχνότητα διάπραξης των οποίων ανησυχεί την κυπριακή κοινωνία.
Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της ποινής της δεκαετούς φυλάκισης ως έκδηλα υπερβολικής.
Ο εφεσείων συνέταξε την ειδοποίηση έφεσης προσωπικά χωρίς νομική βοήθεια. Κατά τη δικάσιμο υποδείξαμε στον εφεσείοντα τη δυνατότητα και το δικαίωμα του να ζητήσει νομική αρωγή, εάν το επιθυμούσε. Ο εφεσείων επέμενε να υπερασπίσει την υπόθεση του χωρίς τη βοήθεια συνηγόρου. Αφού διαπιστώσαμε ότι αυτή ήταν η επιθυμία του, στην οποία επέμενε, προχωρήσαμε στην ακρόαση της έφεσης, παρέχοντας του κάθε δυνατή διευκόλυνση.
Στη σύντομη αγόρευση του ο εφεσείων έδωσε έμφαση στις προσωπικές του περιστάσεις και στην ειλικρινή μεταμέλεια του για το διαπραχθέν σοβαρό αδίκημα. Είπε ότι οδηγήθηκε στη διάπραξη του αδικήματος για να εξεύρει χρήματα να εξοφλήσει χρέη £15.000 που προήλθαν από το χαρτοπαίγνιο στο οποίο επιδίδετο. Δικαιολόγησε δε την απώλεια του μη ανευρεθέντος ποσού, πέραν των £60.000, στο χαρτοπαίγνιο στο οποίο επιδόθηκε και πάλι μετά τη ληστεία. Τελικά ο εφεσείων ζήτησε επιείκεια για να μη διαλύσει η οικογενειακή του ζωή και υποσχέθηκε υποταγή στο νόμο.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης Δημοκρατίας υποστήριξε την επιβληθείσα ποινή τονίζοντας τη σοβαρότητα του αδικήματος η οποία διαγράφεται με την προνοούμενη ποινή της ισόβιας φυλάκισης από το Νόμο. Υποστήριξε ότι τόσο οι προσωπικές περιστάσεις όσο και όλα τα άλλα ελαφρυντικά λήφθηκαν υπόψη από το Κακουργιοδικείο κατά την επιμέτρηση της ποινής.
Πράγματι το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του προβαίνει σε εκτενή αναφορά στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα καθώς και σε όλους τους παράγοντες που επιδρούν στην επιμέτρηση της ποινής. Επίσης έλαβε υπόψη τις ψυχολογικές διαταραχές του εφεσείοντα. Ο εφεσείων απελύθη από τις τάξεις της Εθνικής Φρουράς, μετά από πεντάμηνη θητεία, λόγω ψυχολογικών προβλημάτων. Δεν διαφεύγει όμως της προσοχής μας ότι ο εφεσείων είναι ηλικίας 41 ετών σήμερα, έγγαμος με αλλοδαπή που είναι μητέρα τέκνου από προηγούμενο γάμο της.
Ο εφεσείων κατά την αγόρευση ενώπιόν μας έδωσε βαρύτητα στην κακή οικονομική του κατάσταση πριν τη διάπραξη του αδικήματος. Παρατηρούμε όμως ότι ο ίδιος με το πάθος του στο χαρτοπαίγνιο, περιήγαγε τον εαυτό του στην κατάσταση αυτή. Πέραν όμως τούτου, η κακή οικονομική κατάσταση δεν αποτελεί ελαφρυντικό, όπως τόνισε και το Κακουργιοδικείο, ούτε μπορεί να δικαιολογήσει την προσφυγή του στο έγκλημα. (Βλέπε: R. v. Lacey [1990] 12 Cr. App. Rep. (5) 7).
To Kακουργιοδικείο, όπως αναφέραμε πιο πάνω, έδωσε έμφαση στο στοιχείο της σοβαρότητας του αδικήματος και της αποτροπής λόγω της συχνότητας διάπραξης παρομοίων αδικημάτων. Επικροτούμε την προσέγγιση αυτή του Κακουργιοδικείου. Το Ανώτατο Δικαστήριο πλειστάκις έχει τονίσει την ανάγκη επιβολής αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιας φύσεως αδικήματα η συχνότητα διάπραξης των οποίων προσβάλλει το χρηματοπιστωτικό σύστημα του κράτους, απειλεί την ασφάλεια του πολίτη και της κοινωνίας και διαβρώνει τον κοινωνικό ιστό. (Βλέπε: Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέου (1994) 2 Α.Α.Δ. 194, Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 113, Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 57, Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ζανέττου Τσαπατσάρη και Άλλων (2000) 2 Α.Α.Δ. 304).
Το καθήκον της επιμέτρησης της ποινής εναποτίθεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Αυτή είναι η πάγια και σταθερή θέση της νομολογίας. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταφαίνεται ότι ήταν αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική. (Βλέπε: Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222, Σουπαρής ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 58, Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 227, Κλεοβούλου ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω), Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342, Γεώργιος Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 411.)
Στην τελευταία πιο πάνω απόφαση (Γεώργιος Κωνσταντίνου) με παρόμοια γεγονότα και περιστατικά το Εφετείο επεκύρωσε ποινή δεκαετούς φυλάκισης. Δυνατότητα επέμβασης παρέχεται μόνο όπου το στοιχείο της υπερβολής βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα από το συσχετισμό της προς το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορουμένου. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179, Σωκράτης Παναγιώτου (Αντάρτης) ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138).
Έχουμε εξετάσει το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης σε συνδιασμό με όλους τους παράγοντες οι οποίοι διέπουν την επιμέτρηση της ποινής. Διαπιστώσαμε ότι το Κακουργιοδικείο έχει καθορίσει την ποινή μετά από ακριβοδίκαιη στάθμιση και συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων. Δεν έχουμε διαπιστώσει οποιοδήποτε στοιχείο έκδηλης υπερβολής. Είναι ως εκ τούτου ορθή η εισήγηση της εφεσίβλητης πως δεν παρέχεται περιθώριο για παρέμβαση μας προς μείωση της ποινής που επέβαλε το Κακουργιοδικείο.
Η έφεση είναι αβάσιμη και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.