ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 2 ΑΑΔ 522

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚ Η ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 7063

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΑΡΤΕΜΗ,

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ,

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ/ΣΤΩΝ.

ΜΕΤΑΞΥ:

Μιχάλη Χαραλαμπίδη,

Εφ εσείοντα,

και

Νικόλαου Κωμοδρόμου,

Εφ εσίβλητου

― ― ― ― ―

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 11 Νοεμβρίου, 2002.

Για τον εφεσείοντα: Α. Ευτυχίου.

Για τον εφεσίβλητο: Γ. Κονναρής.

― ― ― ― ―

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Νικήτας, Δ. Με αυτή συμφωνούν οι Δικαστές Αρτέμης, Κωνσταντινίδης, Νικολαϊδης, Νικολάου, Κρονίδης και Κραμβής. Οι Αρτεμίδης, Δ. και Γαβριηλίδης, Δ. επίσης συμφωνούν με την απόφαση του Νικήτα, Δ. για τους λόγους που εκτίθενται στην απόφαση του Αρτεμίδη, Δ.

Η απόφαση της μειοψηφίας θα δοθεί από τον Καλλή, Δ. Εκτός από εμένα συμφωνούν με αυτή οι Δικαστές Ηλιάδης και Χατζηχαμπής.

― ― ― ― ―

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Σ. ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η έκδοση ακάλυπτων επιταγών με τα δυσμενή παρεπόμενά της για τις εμπορικές συναλλαγές εξανάγκασαν το νομοθέτη να δημιουργήσει το ιδιώνυμο αδίκημα της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα. Για το σκοπό αυτό τροποποιήθηκε, με το ν. 186/86, ο Ποινικός Κώδικας, για να ενσωματωθεί σ΄ αυτόν το παραπάνω αδίκημα με το άρθρ. 305Α. Εκτοτε τροποποιήθηκε με το ν. 36(1)/97, μεταξύ άλλων και για να διευρύνει την εξουσία των δικαστηρίων να τιμωρούν το αδίκημα με βαρύτερες κυρώσεις. Φαίνεται δε ότι μελετάται και νέα νομοθετική παρέμβαση. Η ιδιαίτερη αυτή ευαισθησία του νομοθέτη φανερώνει τις διαστάσεις του ζητήματος που, όντως, έχει προσλάβει τη μορφή μάστιγας για την ομαλή ροή των εμπορικών δοσοληψιών. Παράλληλα φέρνει στο προσκήνιο και την ανάγκη τόνωσης της τρωθείσας εμπορικής πίστης στην καθημερινή εμπορική ζωή.

Είναι πολύ μεγάλος ο αριθμός των υποθέσεων που κατέκλυσαν τα δικαστήρια και εξακολουθούν με την ίδια συχνότητα να φτάνουν σ΄ αυτά. Η έφεση θίγει μια πτυχή του όλου ζητήματος, κεφαλαιώδους σημασίας, που άπτεται της σύμφυτης εξουσίας του δικαστηρίου να αναστέλλει, διακόπτει και απορρίπτει δικαστική διαδικασία όταν διάδικος τη χρησιμοποιεί για να καταπιέσει τον αντίδικό του ή για σκοπούς αλλότριους προς εκείνους του δικαίου. Χρειάζεται όμως πρώτα να παρακολουθήσουμε κάτω από ποιες συνθήκες η κρινόμενη περίπτωση είχε αχθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού και σε τελευταίο στάδιο ενώπιον της πλήρους Ολομέλειας του Δικαστηρίου.

Ο εφεσίβλητος-κατηγορούμενος εξέδωσε προς όφελος του εφεσείοντα-κατήγορου επιταγή επί της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Μέσα Γειτονιάς με αριθ. 56131654 για το ποσό των ΛΚ6.000. Εφερε ημερομηνία 27.3.98. Η επιταγή κατατέθηκε αυθημερόν σε λογαριασμό, που διατηρούσε ο εφεσείων, σε τραπεζικό κατάστημα στη Λεμεσό. Επιστράφηκε όμως, όπως φαίνεται, στις 30.3.98, απλήρωτη, με τη στερεότυπη τραπεζική σημείωση, να αποταθεί ο εφεσείων για τους λόγους στον εκδότη της. Ο εφεσείων, σύμφωνα με τη μαρτυρία του, ζήτησε επανειλημμένα εξόφληση της επιταγής, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στη συνέχεια, στις 21.5.98, καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού την ιδιωτική ποινική δίωξη με αριθμ. 10811/98 κατά του εφεσίβλητου. Αντικείμενο της κατηγορίας ήταν η διάπραξη από τον τελευταίο του αδικήματος του άρθρ. 305Α. Ας σημειωθεί ότι η κρινόμενη έφεση καταχωρήθηκε, αφού ο εφεσείων εξασφάλισε την απαιτούμενη από το Γενικό Εισαγγελέα άδεια.

Η ακρόαση της υπόθεσης άρχισε τον Οκτώβριο του 1999. Ο εφεσείων κάλεσε 16 μάρτυρες. Οταν περατώθηκε η υπόθεσή του, ο εφεσίβλητος υπέβαλε, όπως είχε δικαίωμα, ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Τα επιχειρήματα του αντέκρουσε ο δικηγόρος του εφεσείοντα, κατά την καθιερωμένη διαδικασία. Ο πρωτόδικος δικαστής δεν καταπιάστηκε με ό,τι έθεσαν οι δικηγόροι. Τον απασχόλησε το ζήτημα κατά πόσο υπήρξε κατάχρηση των δικαστικών διαδικασιών και το εξέτασε αυτεπάγγελτα, δοθέντος ότι ο εφεσείων είχε, στις 3.6.98, κινήσει την πολιτική αγωγή στο ίδιο Δικαστήριο με αριθμ. 4323/98 εναντίον του εφεσίβλητου για ανάκτηση του ποσού της επιταγής. Λήφθηκε απόφαση κατά του εφεσίβλητου για το ποσό αυτό στις 15.9.98. Ωστόσο, το ένταλμα εκποίησης κινητής περιουσίας επιστράφηκε, το Δεκέμβριο του 1998, ανεκτέλεστο. Υπήρχε σε ισχύ από 9.4.98 διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του εφεσίβλητου (εκδόθηκε στην αίτηση αρ. 284/97).

Παραθέτοντας εκτεταμένα αποσπάσματα από την απόφαση στην Ποιν. Εφ. 6804, Σοφία Νικολάου Βασιλείου ν. Μάριου Μακρίδη, ημερ. 24.2.00 και μνημονεύοντας επίσης την Ποιν. Εφ. 6767 και 6768 M. & M. Loizou Ltd v. Jumbo Investments Ltd, ημερ. 29.12.00, που υιοθέτησε τη Βασιλείου και τις αιτιολογικές της σκέψεις, ο πρωτόδικος δικαστής, τερμάτισε τη δίωξη και απέρριψε την υπόθεση με τον ακόλουθο συλλογισμό:

« ................... η παρούσα δίωξη έχει κινηθεί παράλληλα με αστική διαδικασία, διαπνέεται από αλλότριο και καταπιεστικό σκοπό και συνιστά κατάχρηση της ποινικής δίωξης καθότι σκοπός της είναι η είσπραξη της ισχυριζόμενης οφειλής και το Δικαστήριο έχει καθήκον να προστατεύσει τη διαδικασία για την οποία είναι ταγμένη η ποινική δίωξη και να ανακόψει την ποινική διαδικασία στο στάδιο αυτό.»

 

 

Σχολιάζοντας το διάταγμα παραλαβής, ο πρωτόδικος δικαστής είπε ότι η πολιτική αγωγή καταχωρήθηκε παρά την ύπαρξη τέτοιου διατάγματος από 9.4.98. Αν ακόμη υποτεθεί, συνέχισε, ότι ο εφεσείων δεν ήταν ενήμερος γιαυτό, εντούτοις ο ίδιος δεν προέβη στη διαδικασία επαλήθευσης στο γραφείο της Επίσημης Παραλήπτριας όταν πληροφορήθηκε το Δεκέμβριο του 1998 ότι αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν ευοδώθηκε το μέσο εκτέλεσης της απόφασης, το οποίο επέλεξε.

Θεώρησε ο πρωτόδικος δικαστής ότι ο εφεσείων αποσκοπούσε με τη δίωξη να εξαναγκάσει τον κατηγορούμενο να τον πληρώσει, φοβούμενος πιθανή καταδίκη του. Περαιτέρω δεν κατάγγειλε την υπόθεση στις Αστυνομικές Αρχές έτσι ώστε να δικαιολογείται η πρωτοβουλία του. Τη σκέψη του αυτή στήριξε πάλιν στη Βασιλείου, που επικαλείται την Ttofinis v. Theocharides (1983) 2 C.L.R. 363 και τη ρήση του Λόρδου Diplock που, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα ιδιωτικής δίωξης, είπε ότι «it exists and is a useful constitutional safeguard against capricious, corrupt or biased failure or refusal of those authorities to prosecute offenders against the criminal law». Τέλος, ο πρωτόδικος δικαστής χαρακτήρισε τη δίωξη ως μοχλό πίεσης παρομοιάζοντάς τη με δαμόκλεια σπάθη. Θεώρησε ότι το ελατήριο του εφεσείοντα δεν ήταν η εφαρμογή του ποινικού δικαίου με την τιμωρία του παρανομούντος. Προς τούτου ανέφερε:

«Η φραστική δήλωση στο Δικαστήριο ότι επιθυμεί (ο εφεσείων) την τιμωρία του κατηγορούμενου και αυτό θα έπραττε και εάν ακόμη επληρώνετο την επιταγή, αυτή παραμένει κενό γράμμα και δεν συνάδει τόσο με τις ίδιες τις προθέσεις του κατηγόρου όσο και με τη μαρτυρία που παρουσίασε.»

 

 

Αφού έχει τεθεί το υπόβαθρο, μπορούμε να στραφούμε στους λόγους της έφεσης. Η καρδιά του ζητήματος βρίσκεται στον πρώτο. Οι άλλοι βασικά ανακινούν τα επιμέρους ζητήματα και συμπεράσματα της πρωτόδικης απόφασης, που άπτονται και του πρώτου λόγου. Κατά την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα, δεν υφίσταται νομικό κώλυμα για ταυτόχρονη καταχώριση ποινικής και πολιτικής διαδικασίας γιατί η καθεμιά εξυπηρετεί διαφορετικό σκοπό, την τιμωρία του κατηγορούμενου η πρώτη και την είσπραξη της οφειλής η δεύτερη. Και είναι νόμιμη η επιδίωξη και των δύο στόχων. Για το δικαίωμα άσκησης ποινικής δίωξης ο συνήγορος αναφέρθηκε στην Ttofinis ανωτέρω, ενώ για την άσκηση της αγωγής στα άρθρα 38 και 59 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, που αναγνωρίζουν αντίστοιχα το δικαίωμα του κατόχου συναλλαγματικών να εγείρει αγωγή και το δικαίωμα διεκδίκησης αποζημιώσεων που περιλαμβάνουν το ποσό της συναλλαγματικής / επιταγής.

Ο συνήγορος είπε ότι τα δύο δικαιώματα είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους. Και υπογράμμισε ότι οποιοσδήποτε συσχετισμός ή αλληλεπίδραση εξαιτίας των προνοιών του άρθρ. 67 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148 έχει αρθεί με βάση τους τροποποιητικούς νόμους 87(1)/93 και 29(1)/2000. Η μόνη συνάρτηση είναι ότι η εξόφληση είναι ελαφρυντική περίσταση που λαμβάνει υπόψη το ποινικό δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής.

Ο κ. Ευτυχίου δέχθηκε ότι στις παραπάνω δύο αποφάσεις θεωρήθηκε ότι η ποινική δίωξη από τους εφεσείοντες, παράλληλα με την καταχώρηση πολιτικής αγωγής, συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας γιατί με αυτή επιδιώχθηκε αλλότριος και καταπιεστικός σκοπός. Ομως, υπέδειξε ότι οι αποφάσεις εκείνες δεν απηχούν «τις ορθές αρχές δικαίου». Μας κάλεσε ωστόσο, με βάση τις αρχές απόκλισης από δεσμευτικό προηγούμενο, που εξηγεί η Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.α. (1996) 1 ΑΑΔ 315 (335, 336), να μην τις ακολουθήσουμε. Αλλά να αναζητήσουμε τη σωστή αντιμετώπιση σε άλλη νομολογία που είτε άμεσα είτε έμμεσα εκφράστηκε αντίθετη γνώμη. Πρόκειται για τις αποφάσεις Ποινική Εφεση 6433 Σταύρος Νεοφύτου ν. Σάββα Κυριακίδη ημερ. 4.6.99 και Ποινική Εφεση 6649 Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Βιομηχανιών Συνομοσπονδίας Εργατοϋπαλλήλων Κύπρου Σ.Ε.Κ. ν. Samoa Clothing Industry Ltd κ.α., ημερ. 30.11.2000. Αυτός ήταν ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους είχε αποφασισθεί η διεύρυνση του Εφετείου που θα δίκαζε την υπόθεση έτσι ώστε να της επιληφθεί η πλήρης Ολομέλεια (βλ. απόφαση Εφετείου ημέρ. 11.12.01).

Τέλος, στα πλαίσια του ίδιου λόγου, έχει λεχθεί ότι δικαίωμα που παρέχει ο νόμος ή, όπως νομίζουμε ήθελε να πει ο συνήγορος, το κοινό δίκαιο, δεν μπορεί να υπαχθεί στη σύμφυτες εξουσίες του δικαστηρίου για να μπορεί να κατασταλεί.

Με τον επόμενο λόγο αμφισβητείται η ορθότητα του συμπεράσματος ότι με την ποινική υπόθεση ο εφεσείων απέβλεπε στην άσκηση πίεσης και τη χρησιμοποίησε ως μοχλό για να πετύχει πληρωμή. Ο συνήγορος ισχυρίστηκε ότι δεν έγινε από το δικαστήριο αξιολόγηση της μαρτυρίας και ότι εν πάση περιπτώσει η μαρτυρία δεν υποστήριζε ένα τέτοιο συμπέρασμα. Βασικά διότι οι δύο διαδικασίες ξεκίνησαν σχεδόν ταυτόχρονα. Ο εφεσείων δεν γνώριζε για το διάταγμα παραλαβής. Αν ήταν όμως ενήμερος θα γνώριζε, υπό την ιδιότητά του ως δικηγόρου, ότι δεν ήταν δυνατή η προώθηση δικαστικής διαδικασίας ή η πληρωμή από τον εφεσίβλητο της επιταγής. Μια τέτοια ενέργεια δεν ήταν δυνατή γιατί αντίκειται στις διατάξεις του άρθρ. 4, 9 και 41 του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5.

Ο τρίτος λόγος εστιάζεται στο συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι δεν προηγήθηκε της δίωξης καταγγελία στις Αστυνομικές Αρχές έτσι που να δικαιολογείται η πρωτοβουλία του εφεσείοντα. Με τον τελευταίο λόγο βάλλεται το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι η αιτία που κατατέθηκε η δίωξη ήταν γιατί ο εφεσείων δεν μπορούσε να εισπράξει την επιταγή με αστική διαδικασία. Και επαναλαμβάνονται τα προηγούμενα επιχειρήματα επί του θέματος.

Ο εφεσίβλητος ουσιαστικά με όσα αναφέρει στο περίγραμμα, αλλά και την ίδια την αγόρευσή του, υιοθετεί τους συλλογισμούς της εκκαλούμενης απόφασης χωρίς να προσθέτει ο,τιδήποτε καινούργιο. Μας αναφέρθηκε ότι και ο εφεσείων είναι πτωχεύσας. Ο ίδιος, κατά τη μαρτυρία του, είπε ότι του δόθηκε αναστολή του σχετικού διατάγματος, το οποίο όμως δεν παρουσίασε. Εν πάση περιπτώσει δεν είναι θέμα που τίθεται για εξέταση στην παρούσα διαδικασία.

Η αναστολή της δίκης ή η απόρριψη υπόθεσης για κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας χωρεί μόνο εφόσο απολήγει σε καταπίεση ή δυσμενή επηρεασμό του αντιδίκου. Η δικαιοδοσία για πάταξη τέτοιων περιπτώσεων είναι σύμφυτη χωρίς να έχει οποιαδήποτε νομοθετική προέλευση. Είναι μια εξουσία αυτονόητη και απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης και την αξιοπιστία των θεσμών και μέσων επίτευξης των στόχων της. Υπήρξε βέβαια αντικείμενο συζητήσεων και πολλών δικαστικών αποφάσεων ποια δικαστήρια έχουν τέτοια αρμοδιότητα και για ποιούς σκοπούς μπορούσαν να την ασκήσουν.

Η πληρέστερη ανάπτυξη της θεωρίας της σύμφυτης δικαιοδοσίας έγινε ίσως από τον Sir Jack I.H. Jacob στο άρθρο του "The Inherent Jurisdiction of the Court" (1970) C.L.Ρ. 23, το οποίο άσκησε επιρροή στη διαμόρφωση και εξέλιξη της εξουσίας αυτής:

«....... the jurisdiction to exercise these powers was derived, not from any statute or rule of law, but from the very nature of the court as a superior court of law, and for this reason such jurisdiction has been called "inherent" ... the essential character of a superior court of law necessarily involves that it should be invested with a power to maintain its authority and to prevent its process being obstructed and abused. Such a power is intrinsic in a superior court; it is its very lifeblood, its very essence, its immanent attribute ... The jurisdiction which is inherent in a superior court of law is that which enables it to fulfil itself as a court of law. The juridical basis of this jurisdiction is therefore the authority of the judiciary to uphold, to protect and to fulfil the judicial function of administering justice according to law in a regular, orderly and effective manner.»

 

 

Με την πάροδο του χρόνου, η σύμφυτη δικαστική εξουσία εμπεδώθηκε σε διαφορετικούς κλάδους του δικαίου. Ενα παράδειγμα στο οποίο εκδηλώθηκε είναι και η καταχρηστική προσφυγή στις διαδικασίες. Είναι πια εμπεδωμένο ότι επιβάλλεται η περιστολή της χρήσης διαδικασίας όταν διαστρεβλώνεται ο σκοπός ύπαρξής της. Χωρίς να θέλουμε ή να χρειάζεται να καλύψουμε όλη την ιστορία του θέματος είναι αξιοσημείωτο ότι ο προβληματισμός εντάθηκε από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα και παραμένει μέχρι σήμερα ένα ζωντανό θέμα, παρόλο που οι βασικές συνισταμένες έχουν διευκρινιστεί. Στην Metropolitan Bank v. Pooley (1885) 10 App.C. 210 (220) ο Λόρδος Blackburn, χωρίς να αισθανθεί την ανάγκη να προσφύγει σε προηγούμενα, είπε:

«.......... from early times (I rather think, though I have not looked at it enough to say, from the earliest times) the Court had inherently the right to see that its process was not abused by a proceeding without reasonable grounds, so as to be vexatious and harassing - the court had the right to protect itself against such an abuse .... it was done ... by a summary order to stay the action which was brought under such circumstances as to be an abuse of the process of the Court.»

 

 

 

Ως προς τη νεώτερη αντίκριση του θέματος από την αγγλική νομολογία χαρακτηριστική είναι η διατύπωση του Λόρδου Diplock στην Hunter ν. Chief Constable of West Midlands and Another (1981) 3 All E.R. 727, 729:

".............. this is a case about abuse of the process of the High Court. It concerns the inherent power which any court of justice must possess to prevent misuse of its procedure in a way which, although not inconsistent with the literal application of its procedural rules, would nevertheless be manifestly unfair to a party to litigation before it, or would otherwise bring the administration of justice into disrepute among right-thinking people. The circumstances in which abuse of process can arise are very varied; those which give rise to the instant appeal must surely be unique. It would, in my view, be most unwise if this House were to use this occasion to say anything that might be taken as limiting to fixed categories the kinds of circumstances in which the court has a duty (I disavow the word discretion) to exercise this salutary power."

 

 

Ας σημειωθεί ότι η παραπάνω ανάπτυξη υιοθετείται από το Εφετείο μας στην Μιχάλη Παπόρη ν. Maskinfabriken «510» Α/S (1996) 1 (B) AAΔ 1037.

Στην υπόθεση R. v. Norwich Crown Court ex p. Belsham 1 W.L.R. 54 (στη σελ. 66), το Divisional Court θεώρησε (άποψη obiter) ότι ήταν προτιμητέα η θεωρία ότι οι σύμφυτες εξουσίες προέρχονται από το κοινοδίκαιο και είναι ανεξάρτητες από τις δικαιοδοτικές νομοθετικές διατάξεις.

Η αρχή εξετάστηκε και στην Walpole v. Partidge and Wilson (1994) 1 All E.R. 385, όπου ο δικαστής Ralph Gibson τόνισε πως το δικαστήριο πρέπει να βεβαιώνεται σε κάθε περίπτωση ότι η διαδικασία είναι τόσο καθαρά και έντονα καταχρηστικής φύσεως ώστε να δικαιολογείται η καταστολή της με το κατάλληλο διάταγμα. Στην Director of Public Prosecutions v. Humphrys (1977) A.C.1 ο Λόρδος Salmon σχολιάζοντας την αρχή καθόρισε και τα όριά της (στη σελίδα 46):

«I respectfully agree with [Lord Dilhorne] that a judge has not and should not appear to have any responsibility for the institution of prosecutions; nor has he any power to refuse to allow a prosecution to proceed merely because he considers that, as a matter of policy, it ought not to have been brought. It is only if the prosecution amounts to an abuse of the process of the court and is oppressive and vexatious that the judge has the power to intervene. Fortunately, such prosecutions are hardly ever brought but the power of the court to prevent them is, in my view, of great constitutional importance and should be jealously preserved.»

 

 

Σε πολλές περιπτώσεις η αγγλική νομολογία έχει υπογραμμίσει ότι η άσκηση τέτοιας δραστικής εξουσίας ασκείται φειδωλά. Βλέπε, για παράδειγμα, R. v. Oxford City Justices ex p. Smith 75 Crim. App. Rep. 200, 204. Διαφαίνεται επίσης από αυτές ότι η κάθε υπόθεση εξετάζεται υπό το πρίσμα των δικών της πραγματικών περιστατικών. Βλ. Archbold, έκδ. 1995, παραγρ. 4-44β, σελ. 1/439, όπου δίνονται παραδείγματα στα οποία κρίθηκε πως υπήρξε κατάχρηση, καθώς και περιπτώσεις που αποφασίστηκε το αντίθετο. Από αυτές αναφέρουμε δύο. Στην R. v. Brentford Justices, ex. p. Wong, 73 Cr. App. Rep. 65 D.C., θεωρήθηκε κατάχρηση όταν ο κατήγορος κατέθεσε δίωξη, αλλά δεν επέδιδε για μερικούς μήνες την κλήση, με σκοπό να έχει την ευχέρεια να αποφασίσει αν τελικά θα την προωθούσε. Στην R. v. Grays Justices, ex p. Low 88 Crim. App. R. 291 D.C., δεν επιτράπηκε η συνέχιση ιδιωτικής ποινικής δίωξης σε σχέση με κατηγορία για την οποία οι διωκτικές αρχές απέσυραν προηγούμενη δίωξη κατά του κατηγορούμενου, αφού ο ίδιος δεσμεύθηκε να τηρεί την τάξη.

Την ίδια εξουσία καταστολής για κατάχρηση των διαδικασιών έχουν τα κυπριακά δικαστήρια. Στη βασική υπόθεση Διευθυντής Φυλακών ν. Περέλλα Τζεννάρο (1995) 1 ΑΑΔ 217, ο Πικής Π., διέγραψε τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα και το σκοπό που τη διαπνέει, υπογραμμίζοντας ότι:

«Η δικαιοδοσία για την παρεμπόδιση, περιστολή, απόρριψη ή αναστολή διαδικασίας που συνιστά κατάχρηση των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου, εκπηγάζει από την ίδια τη φύση της δικαστικής λειτουργίας που έχει ως λόγο το δίκαιο και μέσο τους μηχανισμούς που προάγουν την κατίσχυσή του. Γι΄ αυτό, η δικαιοδοσία για τη χρήση πρόσφορων μέσων για την παρεμπόδιση κατάχρησης των δικαιοδοσιών είναι σύμφυτη, ενυπάρχει σε κάθε Δικαστήριο, απόρροια της κυριαρχίας των Δικαστηρίων στους μηχανισμούς για την απονομή της δικαιοσύνης. Τα μέσα για την αποτροπή της κατάχρησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, δε συναρτούνται με οποιοδήποτε συγκεκριμένο διάταγμα ή διατάγματα, μπορεί να προσλάβουν οποιαδήποτε μορφή που επιβάλλει η ανάγκη στη συγκεκριμένη περίπτωση για την περιφρούρηση του σκοπού για τον οποίο παρέχονται οι δικαιοδοσίες του Δικαστηρίου.»

 

 

 

Στη μεταγενέστερη υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Beogradska DD, (1996) 1 AAΔ 911, αναφέρονται όλες οι υποθέσεις στις οποίες συζητήθηκε το ζήτημα καθώς και κάποιες παράμετροι του, που εμφορούνται από το ίδιο πνεύμα. Αποφασίστηκε ότι:

«(α) Σε περιπτώσεις κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας με επιδίωξη του ίδιου σκοπού με διαφορετικά ένδικα μέσα, το Δικαστήριο έχει στη διάθεσή του τόσο το μέτρο της απόρριψης όσο και εκείνο της αναστολής.»

 

Αξίζει όμως να σταθούμε στα γεγονότα. Εγιναν παράλληλα δύο όμοιες εφέσεις κατά των ίδιων αποφάσεων. Κραυγαλέα η περίπτωση. Οπως διαβάζουμε από τη σύνοψη:

«.......... δηλαδή επρόκειτο για δύο παράλληλες διαδικασίες ανεξάρτητες δικονομικά αλλά όμοιες ως προς το αντικείμενο τους και ως εκ τούτου προς αποτροπήν κατάχρησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου η μεταγενέστερη έφεση θα έπρεπε να απορριφθεί.»

 

 

Πρέπει στο σημείο αυτό να λεχθεί ότι το δικαίωμα του πολίτη - θύματος να προβεί σε ιδιωτική ποινική δίωξη δεν συναρτήθηκε στην Ttofinis με την καταγγελία της παράβασης στις αστυνομικές αρχές ή την άρνηση ή απροθυμία τους να την προωθήσουν. Πέραν τούτου, ο εντεινόμενος ρυθμός των σχετικών παραπόνων δεν επιτρέπει στην αστυνομία να ασχοληθεί με το σύνολο των περιπτώσεων. Γιαυτό και αφήνεται η δίωξη στα χέρια των ίδιων των παθόντων, όπως προκύπτει από τις υποθέσεις που έρχονται ενώπιόν μας.

Ως προς την παραπάνω παρατήρηση του Λόρδου Diplock, δεν φαίνεται από τα συμφραζόμενα να τέθηκε σαν όρος της δίωξης. Το σχετικό απόσπασμα από την Gouriet είναι από τη σελίδα 97:

«In English public law every citizen still has the right, as he once had a duty (though of imperfect obligation), to invoke the aid of courts of criminal jurisdiction for the enforcement of the criminal law by this procedure. It is a right which nowadays seldom needs to be exercised by an ordinary member of the public, for since the formation of regular police forces charged with the duty in public law to prevent and detect crime and to bring criminals to justice and the creation in 1879 of the office of Director of Public Prosecutions, the need for prosecutions to be undertaken (and paid for) by private individuals has largely disappeared; but it still exists and is a useful constitutional safeguard against capricious, corrupt or biased failure or refusal of those authorities to prosecute offenders against the criminal law.»

 

 

Στην Ttofinis υπογραμμίστηκε ότι το ιδιωτικό δικαίωμα δίωξης συμβολίζει το κοινό συμφέρον για την εφαρμογή του νόμου καθώς και το συμφέρον των παθόντων να καταφύγουν στην ποινική διαδικασία για την αυτοπροστασία τους. Αναφορικά με τις συνταγματικές εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα στο θέμα των διώξεων και τις εξουσίες των αστυνομικών αρχών που τους παρέχει ο νόμος, η απόφαση του Πική, Π., διευκρινίζει ότι το δικαίωμα της ιδιωτικής δίωξης παραμένει ανεπηρέαστο.

«There is nothing in the Constitution neutralising the position at common law as regards private prosecutions. On the contrary, Article 113.2 is an empowering enactment conferring wide powers upon the Attorney-General with regard to prosecution, in addition and not in derogation of those vesting in other persons or authorities. Likewise, the power conferred upon Police authorities to prosecute under s.17(2) and s.19 of the Police Law-Cap. 285, is not exclusive but supplementary to the right of the victim of crime to prosecute the suspect.

Not every individual has the right of private prosecution. Only victims of crime have this right. Unlike the Roman Law, the common law never recognised actio popularis in any sphere.»

 

 

 

Υπέβοσκε πράγματι, όπως επισημάνθηκε, μια διαφορετική αντίληψη (από διαφορετικές συνθέσεις του Εφετείου) αναφορικά με περιπτώσεις επιταγών που ήταν αντικείμενο αγωγής και, παράλληλα, ιδιωτικής ποινικής δίωξης. Στη Νεοφύτου (ημερ. 4.6.99) αντιμετωπίστηκε απευθείας το ερώτημα που αφορά κατάχρηση της διαδικασίας. Το επιχείρημα ωστόσο για μια τέτοια διαπίστωση δεν κατίσχυσε. Το δικαστήριο το απέρριψε γιατί, όπως στην ουσία έκρινε, στην ποινική διαδικασία βρίσκεται στην πλάστιγγα το θέμα ενοχής ή αθωότητας. Και σε περίπτωση καταδίκης το θέμα τιμωρίας. Κρίθηκε ότι το ελατήριο του κατήγορου ήταν στοιχείο άσχετο, αφού αυτό «δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να απολήξει στην είσπραξη του λαβείν του (κατηγόρου)». Είναι πιστεύουμε αυτό το πνεύμα της απόφασης. Στη μεταγενέστερη υπόθεση Ταμείο Πρόνοιας Σ.Ε.Κ., επιβάλλοντας ποινή στον εφεσίβλητο, αφού ανέτρεψε την αθωωτική απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, το Εφετείο δεν έλαβε καθόλου υπόψη το γεγονός πως υπήρχε παράλληλη αστική διαδικασία. Είναι όμως σωστό να λεχθεί ότι δεν υπήρξε συζήτηση επί του θέματος.

Οι υποθέσεις Βασιλείου και Μ. & Μ. Λοϊζου Λτδ., ήταν μεταγενέστερες (εκδόθηκαν στις 24.2.00 και 29.12.00 αντίστοιχα). Η Νεοφύτου, που σχολιάστηκε και στις δύο, δεν ακολουθήθηκε. Για το λόγο ότι η υπόθεση εκείνη δεν εξετάστηκε, υπό το πρίσμα της προηγούμενης νομολογίας μας, με την οποία, όπως ελέχθη, συγκρούεται. Στην Βασιλείου παρατίθεται και απόσπασμα από την αντεξέταση του κατηγόρου στην οποία ρητά παραδέχεται ότι σκοπός και των δύο διαδικασιών που κίνησε κατά του εκδότη των επιταγών ήταν η είσπραξη της οφειλής. Αφού αναλύθηκε η νομολογία αποφασίστηκε ότι:

«Η χρήση της ποινικής διαδικασίας για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους προορίζεται ήταν εμφανής τόσο από τη σύζευξή της με την πολιτική αγωγή, όσο και από την ίδια την κατάθεση του εφεσίβλητου ο οποίος ευθέως είπε στη μαρτυρία του ότι η ποινική διαδικασία απέβλεπε στην ανάκτηση του χρέους που διεκδικούσε από την εφεσείουσα.»

 

 

 

Είναι φανερό πως έπαιξε καταλυτική επίδραση η δήλωση του κατηγόρου αναφορικά με τα ελατήρια του. Ομως, κατά τη γνώμη μας, το πώς εκείνος βλέπει το σκοπό της διαδικασίας δεν μπορεί να έχει αποφασιστική σημασία. Σημασία έχει, όπως διευκρινίζει η Ttofinis και η παραπάνω αγγλική νομολογία, ότι ο παθών μπορεί να ασκήσει το δικαίωμά του, άσχετα από οποιαδήποτε ελατήρια του που δεν λείπουν και από άλλης φύσεως διώξεις. Η αντίδραση του κατηγόρου στη Βασιλείου βρίσκεται μέσα στο συνηθισμένο ανθρώπινο μέτρο, αλλά αυτό δεν προσδιορίζει το δικαίωμα ούτε αλλοιώνει το σκοπό της διαδικασίας. Αυτή καθαυτή η δίωξη δεν υποβοηθά ούτε σκοπεί στην είσπραξη της απαίτησης. Αλλωστε στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων είπε ουσιαστικά ότι επιδίωκε την τιμωρία του εφεσιβλήτου και όχι την ικανοποίηση της απαίτησης. Διερωτόμαστε αν μια τέτοια απάντηση, σε περίπτωση που γινόταν δεκτή, θα διέσωζε τη διαδικασία. Θα καθιερώναμε όμως τότε ένα πλασματικό κριτήριο. Θα μπορούσε επίσης να λεχθεί ότι ένα από τα κύρια αιτιολογικά στηρίγματα της Βασιλείου είναι η αγγλική νομολογία, η οποία αφορά σε πτωχευτικές και άλλες διαδικασίες στις οποίες κατεστάλη η έκδηλη επιδίωξη παράλληλου ωφελήματος, παντελούς ξένου και ανεξάρτητου από τη φύση ή το σκοπό ή τις ανάγκες της συγκεκριμένης διαδικασίας. Η διάκριση με την προκείμενη περίπτωση είναι εμφανής.

Προλογίζουμε τη συνέχεια με ό,τι ανέφερε ο Λόρδος Denning στην Goldsmith v. Sperrings Ltd (1977) 1 W.L.R. 478, μιλώντας για τη δικαστική διαδικασία στη σελίδα 489:

«It is abused when it is diverted from its true cause so as to serve extortion or oppression; or to exert pressure so as to achieve an improper end.»

 

 

Την επίσης σχετική υπόθεση D.P.P. v. Hussain, The Times, June 1, 1994, παραθέτει και σχολιάζει ως εξής ο Archbold στη σελίδα 1/439:

«In D.P.P. v. Hussain, The Times, June 1, 1994, the Divisional Court reiterated the exceptional nature of an order staying proceedings on the ground of abuse of process and stated that such an order should never be made where there were other ways of achieving a fair hearing of the case, still less where there was no evidence of prejudice to the defendant.»

 

 

 

Κατά ποίον τρόπον εδώ, φαίνεται τόσο έντονα ώστε να χρησιμοποιηθεί η μέθοδος της καταστολής, η προκατάληψη σε βάρος του εφεσίβλητου ή κατά μείζονα λόγο αποτελεί εκβιαστικό μέτρο η ποινική δίωξη. Δεν βλέπουμε πώς πετυχαίνουν οι σκοποί του δικαίου με το να αφεθεί ατιμώρητος ο παραβάτης (δεν αναφερόμαστε σ΄ αυτή την περίπτωση για την οποία δεν εκφράζουμε άποψη) επειδή λήφθηκε προηγουμένως απόφαση εναντίον του, η οποία δεν εκτελέστηκε. Εχοντας μάλιστα υπόψη τις συνθήκες που επικρατούν στο εμπόριο σχετικά με τις ακάλυπτες επιταγές, που περιγράψαμε στην αρχή. Φυσικά ο φόβος της τιμωρίας είναι συνυφασμένος με τη σωφρονιστική πολιτική του ποινικού δικαίου. Δε συνιστά όμως κατάχρηση. Δε συμφωνούμε, με κάθε σεβασμό προς τους συναδέλφους μας με τις υποθέσεις Βασιλείου και Λοϊζου Λτδ. Η προσέγγιση υπήρξε, κατά τη γνώμη μας, λανθασμένη.

Η έφεση επιτρέπεται. Η εκκαλούμενη ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 17.1.2000 ακυρώνεται. Υπό τις συνθήκες, η υπόθεση επαναπέμπεται στον ίδιο πρωτόδικο δικαστή για να αποφασίσει κατά πόσο αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και να πράξει ανάλογα με το αποτέλεσμα. Δεν θα επιδικάσουμε έξοδα.

Νικήτας, Δ.

Αρτεμί δης, Δ.

Αρτέμη ς, Δ.

Κωνστα ντινίδης, Δ.

Νικολα ϊδης, Δ.

Νικολά ου, Δ.

Κρονίδης, Δ.

Κραμβή ς, Δ.

Γαβριη λίδης, Δ.

ΣΦ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο