ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 2 ΑΑΔ 38
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 7231
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ,ΔΔ.
ΜΕΤΑΞΥ:
Μιχάλη Καλαθά,
Εφ εσείοντα,
και
Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,
Εφ εσίβλητου
― ― ― ― ―
26 Φεβρουαρίου, 2002
.Για τον εφεσείοντα: κ. Γ. Γιάλλουρος.
Για τον εφεσίβλητο: κ. Γ. Παπαϊωάννου και κα Μ. Μιχαηλίδου.
Εφεσείων παρών.
― ― ― ― ―
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Α. Κραμβή, Δ.
― ― ― ― ―
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ
.: Ο εφεσείων και ο συγκατηγορούμενός του αρνήθηκαν ενοχή στις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν και το Κακουργιοδικείο όρισε την υπόθεση για ακρόαση το Μάϊο 2002.Ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής υπέβαλε αίτημα για κράτηση μόνο του εφεσείοντα μέχρι την ορισθείσα δικάσιμο. Προβλήθηκε ένσταση και κατόπιν συζήτησης το Κακουργιοδικείο έκρινε δικαιολογημένο το αίτημα και διέταξε την κράτηση του εφεσείοντα μέχρι τη δίκη ενώ ο συγκατηγορούμενός του αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους. Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης για κράτηση του εφεσείοντα.
Το κατηγορητήριο περιέχει 23 κατηγορίες Οι δεκατέσσερις αφορούν τον εφεσείοντα, άλλες οκτώ τον συγκατηγορούμενό του και μία, αυτή της συνομωσίας προς καταδολίευση, αφορά και τους δύο.
Ο εφεσείων, ο οποίος είναι δημόσιος υπάλληλος (κτηματολογικός γραφέας), κατηγορείται ότι διέπραξε αδικήματα πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, δεκασμού δημοσίου λειτουργού (δύο κατηγορίες), διαφθοράς προσώπου που υπηρετεί τη Δημοκρατία (δύο κατηγορίες), απόσπασης (αμοιβής) πέραν του κανονικού μισθού και απολαβών (δύο κατηγορίες), συγκάλυψης αδικήματος (6 κατηγορίες).
Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας, υποστήριξε ενώπιον του Κακουργιοδικείου ότι σε περίπτωση που ο εφεσείων θα παρέμενε ελεύθερος, υπήρχε κίνδυνος να μην προσέλθει στο Δικαστήριο κατά την ορισθείσα δικάσιμο. Επικαλέσθηκε εν προκειμένω τη σοβαρότητα των αδικημάτων, την πιθανότητα καταδίκης, στο βαθμό που αυτή μπορεί να διαφανεί μέσα από το μαρτυρικό υλικό της παραπομπής για δίκη στο Κακουργιοδικείο, το ύψος των ποινών που προβλέπονται για κάθε αδίκημα καθώς και το γεγονός ότι εναντίον του εφεσείοντα εκκρεμούν άλλες πέντε υποθέσεις που αφορούν παρόμοιας φύσεως αδικήματα. Η επίκληση των πέντε αυτών υποθέσεων έγινε, καθώς αναφέρεται στην εκκαλούμενη απόφαση για να καταδειχθεί ότι κάτω από το βάρος του συνόλου των υποθέσεων που αντιμετωπίζει ο εφεσείων, ο κίνδυνος της μη εμφάνισης στη δίκη του, αυξάνεται επικίνδυνα, καθιστάμενος πραγματικά υπαρκτός.
Το Κακουργιοδικείο, ύστερα από ανασκόπηση της νομολογίας, συνόψισε ορθά τους λόγους που μετρούν, ο καθένας χωριστά στην απόφαση για κράτηση ενός κατηγορουμένου μέχρι την ημέρα της δίκης του και τούτο μόνο για να διασφαλιστεί η προσέλευση του στο δικαστήριο κατά την ορισθείσα δικάσιμο. Οι λόγοι αυτοί είναι:
(α) ο κίνδυνος μη προσέλευσης του κατηγορουμένου στο δικαστήριο,
(β) η διάπραξη άλλων αδικημάτων,
(γ) ο επηρεασμός μαρτύρων.
Το Κακουργιοδικείο αφού στάθμισε όλους τους σχετικούς παράγοντες, έκρινε πως ενόψει της σοβαρότητας των κατηγοριών που αντιμετωπίζει ο εφεσείων, της πιθανότητας καταδίκης, της ποινής η οποία δυνατό να επιβληθεί και της εκκρεμότητας των άλλων πέντε υποθέσεων για παρόμοια αδικήματα που εκκρεμούν εναντίον
του, υπάρχει όντως μεγάλος κίνδυνος να μην προσέλθει στη δίκη αν αφεθεί ελεύθερος.Υπόψη του Δικαστηρίου τέθηκαν στοιχεία αφορώντα την οικογενειακή κατάσταση του εφεσείοντα καθώς και στοιχεία αναφορικά με την κατάσταση της υγείας του. Το Κακουργιοδικείο, διαπίστωσε ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν δικαιολογούν παρέκκλιση από την αρχή ότι οι επιπτώσεις της κράτησης επί της προσωπικής οικονομικής και οικογενειακής κατάστασης ή της κατάστασης της υγείας ενός κατηγορούμενου δεν υπερφαλαγγίζουν το γενικό δημόσιο συμφέρον για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Βλ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 7.
Οι λόγοι έφεσης μπορούν συνοπτικά να ταξινομηθούν ως ακολούθως:
(α) Το Κακουργιοδικείο άσκησε πλημμελώς τη διακριτική του εξουσία και εφάρμοσε λανθασμένα το νόμο και τη νομολογία.
(β) Εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο διαφοροποίησε τη θέση του εφεσείοντα από εκείνη του συγκατηγορούμενού του.
(γ) Εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι άλλο Κακουργιοδικείο, ενώπιον του οποίου εμφανίστηκε προηγουμένως ο εφεσείων, κατηγορούμενος για παρόμοιας φύσης αδικήματα, άφησε τούτον ελεύθερο υπό όρους μέχρι τη δίκη του.
(δ) Η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι υπήρχε μεγάλος κίνδυνος μη προσέλευσης του εφεσείοντα κατά τη δίκη είναι εσφαλμένη.
Ο κίνδυνος να μην παρουσιαστεί ένας κατηγορούμενος στο Δικαστήριο δεν καταδεικνύεται μόνο από τα στοιχεία που διαθέτει η Κατηγορούσα Αρχή αλλά θεωρείται πως ελλοχεύει ένεκα της σοβαρότητας των αδικημάτων που αφορούν οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει. Βλ. Ψύλλας ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 7211, ημερ. 21.12.2001. Στην υπόθεση που εξετάζουμε κάποια από τα αδικήματα που κατηγορείται ότι διέπραξε ο εφεσείων, τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης δέκα χρόνων γεγονός το οποίο, καταδείχνει εξ αντικειμένου τη σοβαρότητα των εν λόγω αδικημάτων.
Το Κακουργιοδικείο, προέβη σε εκτίμηση του διαθέσιμου αποδεικτικού υλικού και ορθά διαπίστωσε ότι τούτο, καθιστά πιθανή την καταδίκη του εφεσείοντα.
Το θέμα της ανισότητας στη μεταχείριση των δύο συγκατηγορουμένων που ο εφεσείων προώθησε με την έφεση προφανώς έχει ως έρεισμα το άρθρο 28.1 του Συντάγματος το οποίο διασφαλίζει την αρχή της ισότητας. Ο όρος «ίσοι ενώπιον του νόμου» στο άρθρο 28.1 του Συντάγματος δεν μεταδίδει την εικόνα της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά αποβλέπει στη διασφάλιση και κατοχύρωση του ατόμου μόνο εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων χωρίς να αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνονται λόγω της ιδιάζουσας φύσης των πραγμάτων. Βλ. Μikrommatis ν. The Republic 2 R.S.C.C. 125. Στην Μπαλή ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ 273 λέχθηκε πως η ανισότητα μεταχείρισης σπάνια είναι αποτελεσματική ως ένα ανεξάρτητο επιχείρημα.
Στην υπόθεση που τώρα εξετάζουμε, το Κακουργιοδικείο ενασκώντας τη διακριτική του εξουσία με βάση τα δεδομένα που είχε μπροστά του ορθά έκρινε πως τα εν λόγω δεδομένα προσμετρούν για κάθε κατηγορούμενο ξεχωριστά. Βλ.
Mavros and Others v. Police (1977) 2 CLR 349. Επομένως, εκεί όπου τα δεδομένα δικαιολογούν τη διαφοροποίηση μεταξύ κατηγορουμένων, η διαφοροποίηση είναι επιτρεπτή και δεν οδηγεί σε παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου που επηρεάζεται. Στην προκείμενη περίπτωση το Κακουργιοδικείο ορθά, κατά τη γνώμη μας, έλαβε υπόψη ως επιπρόσθετο παράγοντα το γεγονός ότι εναντίον του εφεσείοντα εκκρεμούν άλλες πέντε υποθέσεις που όλες αφορούν κατηγορίες για διάπραξη αδικημάτων παρόμοιας φύσης με αυτά της παρούσας. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε τον καθοριστικό παράγοντα στην κρίση του δικαστηρίου για διαφοροποίηση στη μεταχείριση των δύο κατηγορουμένων χωρίς ωστόσο, να απολήγει σε παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του εφεσείοντα. Θεωρούμε δικαιολογημένη τη διαφοροποίηση εφόσον η εκκρεμότητα εκδίκασης άλλων σοβαρών υποθέσεων που αντιμετωπίζει ο εφεσείων αυξάνει τον κίνδυνο της μη προσέλευσής του στη δίκη, πράγμα που δεν συμβαίνει με τον άλλο κατηγορούμενο.Υποστηρίχθηκε από πλευράς υπεράσπισης ότι το Κακουργιοδικείο δεν αξιολόγησε σωστά τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσείοντα με έμφαση στο πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει, και ότι δεν αποδόθηκε η δέουσα βαρύτητα. Το Κακουργιοδικείο εξέτασε όλους τους πιο πάνω παράγοντες και με βάση τα όσα είχαν τεθεί διαπίστωσε πως δεν υπήρχε ο,τιδήποτε που θα μπορούσε να δικαιολογήσει παρέκκλιση από την αρχή ότι οι προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες ενός κατηγορουμένου δεν υπερφαλαγγίζουν το γενικό δημόσιο συμφέρον για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Βλ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω). Αναφορικά με το πρόβλημα της υγείας του εφεσείοντα, το Δικαστήριο διατύπωσε την άποψη ότι αυτό θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά από τις επιφορτισμένες με το καθήκον αυτό υπηρεσίες του κράτους ενώ ο εφεσείων θα τελεί υπό κράτηση. Εμείς δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του Κακουργιοδικείου. Είναι γεγονός πως κανένα από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου δεν δικαιολογούσε παρέκκλιση από την προαναφερθείσα αρχή. Αναμφίβολα, ο περιορισμός υποδίκου μέχρι τη δίκη του δεν αποτελεί την καλύτερη εξέλιξη για την αντιμετώπιση στον πλέον επιθυμητό βαθμό των προσωπικών και οικογενειακών ζητημάτων που τον απασχολούν. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται και το κόστος που προκύπτει από την υποχώρηση του ατομικού δικαιώματος της ελευθερίας έναντι της ανάγκης για εξυπηρέτηση του γενικού δημοσίου συμφέροντος της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, που εν προκειμένω υπερτερεί. Καθόσον αφορά την προετοιμασία της υπεράσπισης του εφεσείοντα, ζήτημα που έθεσε ο ευπαίδευτος συνήγορός του ενώπιόν μας, οι αρμόδιες αρχές έχουν υποχρέωση να παράσχουν κάθε δυνατή ευκολία ώστε απρόσκοπτα ο εφεσείων να προετοιμάσει την υπεράσπισή του.
Η διαπίστωσή μας είναι ότι το Κακουργιοδικείο στάθμισε με προσοχή και περίσκεψη κάθε σχετικό παράγοντα προτού καταλήξει στην απόφαση για κράτηση του εφεσείοντα μέχρι τη δίκη του. Δεν έχουν καταδειχθεί λόγοι που να δικαιολογούν παρέμβαση του Εφετείου.
Η έφεση απορρίπτεται.
Δ.
Δ.
Δ.
ΣΦ.