ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 2 ΑΑΔ 456
21 Ιουνίου, 2001
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΣΤΕΛΙΟΥ ΚΩΣΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7077)
Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας και διαπίστωση για μη στοιχειοθέτηση εκ πρώτης όψεως υπόθεσης ― Διατάχθηκε επανεκδίκαση.
Ο εφεσίβλητος αντιμετώπιζε κατηγορίες για κατοχή, αποθήκευση και μεταφορά ηλεκτρονικού εκρηκτικού μηχανισμού. Ο εκρηκτικός μηχανισμός είχε βρεθεί σε εγκαταλελειμένο αυτοκίνητο. Το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου θεάθηκε σε δύο περιπτώσεις να είναι σταθμευμένο πολύ κοντά στο πεζοδρόμιο του αδιέξοδου δρόμου όπου βρισκόταν το αυτοκίνητο με τον εκρηκτικό μηχανισμό, γεγονός που ο εφεσίβλητος αρνήθηκε σε κατάθεσή που έδωσε στην αστυνομία. Επί του εκρηκτικού μηχανισμού εντοπίσθηκε δακτυλικό αποτύπωμα του εφεσίβλητου.
Το Κακουργιοδικείο δεν κάλεσε τον κατηγορούμενο να κάμει την υπεράσπισή του μετά την υποβολή μη ύπαρξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εναντίον του, αφού έκρινε ότι δεν εστοιχειοθετούντο εξ αντικειμένου οι κατηγορίες που αντιμετώπιζε.
Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την απόφαση.
Το θέμα που συζητήθηκε ενώπιον του Εφετείου αφορούσε την αποδεικτική δύναμη της περιστατικής μαρτυρίας που υπήρχε.
Αποφασίστηκε ότι:
Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν εστοιχειοθετείτο εκ πρώτης όψεως υπόθεση, είναι εσφαλμένη. Η πρωτόδικη απόφαση πρέπει να παραμερισθεί και η υπόθεση να επανεκδικασθεί από Κακουργιοδικείο με άλλη υπόθεση.
Η έφεση επιτράπηκε. Διατάχθηκε επανεκδίκαση.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Κλεάνθους κ.ά,. (1999) 2 Α.Α.Δ. 320,
Vouniotis v. Republic (1975) 2 C.L.R. 24,
Κλεάνθους ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 31,
Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151,
Δήμος Αγίας Νάπας ν. Χαμάλη (2000) 2 Α.Α.Δ. 241.
Έφεση εναντίον αθωωτικής απόφασης.
Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 1078/00, ημερομηνίας 31/1/00 με την οποία αθώωσε και απάλλαξε τον κατηγορούμενο και στις τρεις κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζε, για κατοχή, αποθήκευση και μεταφορά ηλεκτρονικού μηχανισμού, μεταξύ της 5/1/00 και 7/1/00.
Α. Κανναουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τον Εφεσείοντα.
Γ. Γεωργίου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 7.1.00, μέσα στο αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής ΝΒ 387, βρέθηκε από την αστυνομία ηλεκτρονικός εκρηκτικός μηχανισμός που περιείχε εκρηκτική ύλη βάρους δυο κιλών. Ο εκρηκτικός μηχανισμός ήταν τυλιγμένος σε φύλλα εφημερίδας και βρισκόταν μέσα σε ένα μπλέ νάϋλον σακούλι. Το αυτοκίνητο ήταν εγκαταλελειμένο σε ανοικτό χώρο στη βιομηχανική περιοχή Ύψωνα. Δίπλα από το χώρο αυτό υπήρχε αδιέξοδος δρόμος με πεζοδρόμιο. Στο μπλέ νάϋλον σακούλι, μέσα στο οποίο βρισκόταν ο μηχανισμός, εντοπίστηκαν δακτυλικά αποτυπώματα δυο προσώπων. Το ένα ανήκε σε αστυνομικό ο οποίος, σύμφωνα με τη μαρτυρία, άγγιξε το σακούλι μετά την ανεύρεσή του. Το άλλο ανήκε στον εφεσίβλητο.
Ο εφεσίβλητος, στις 4.1.00 είχε, μαζί με τον αδελφό του, παραδώσει το αυτοκίνητό του για επιδιόρθωση σε μηχανικό αυτοκινήτων στη βιομηχανική περιοχή Ύψωνα. Ήταν η μαρτυρία του μηχανικού ότι επιδιόρθωσε το αυτοκίνητο και ότι ο εφεσίβλητος μαζί με τον αδελφό του το παρέλαβαν το μεσημέρι της 5.1.00. Περαιτέρω ότι, σε δυο περιπτώσεις, στις 3.00 μ.μ. και στις 7.00 μ.μ. της ίδιας μέρας, είδε το αυτοκίνητο που μετέφερε στο συνεργείο του ο εφεσίβλητος να είναι σταθμευμένο στο πεζοδρόμιο του αδιέξοδου δρόμου, όπου ήταν εγκαταλελειμένο το άλλο αυτοκίνητο, μέσα στο οποίο βρέθηκε ο εκρηκτικός μηχανισμός. Όπως εξήγησε, σε απόσταση 3 - 4 μέτρων από το αυτοκίνητο εκείνο. Σε κατάθεση που έδωσε ο εφεσίβλητος στην αστυνομία, στις 4.2.00, ισχυρίστηκε πως δεν είχε επανέλθει στην περιοχή μετά την παραλαβή του αυτοκινήτου του από το συνεργείο του Α.Μ. Λουκά.
Προσάφθηκαν κατά του εφεσίβλητου τρεις κατηγορίες. Για κατοχή, αποθήκευση και μεταφορά του ηλεκτρονικού εκρηκτικού μηχανισμού, μεταξύ της 5.1.00 και 7.1.00. Μετά τη συμπλήρωση της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής υποβλήθηκε από την υπεράσπιση εισήγηση πως δεν είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση επαρκώς για να κληθεί ο εφεσίβλητος να κάμει την υπεράσπισή του και το Κακουργιοδικείο τη δέχτηκε. Επομένως, αθώωσε και απάλλαξε τον κατηγορούμενο και στις τρεις κατηγορίες. Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσιβάλλει την απόφαση. [Βλ. Το α. 137 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, όπως τροποποιήθηκε ειδικά από το Ν. 54(Ι)/98].
Το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε σε σχέση με τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της θεμελίωσης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης με αναφορά στις υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Νίκου Π. Κλεάνθους κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 320 και δεν διατυπώνονται λόγοι έφεσης ως προς αυτή την πτυχή. Ούτε ως προς την ταξινόμηση των θεμάτων που απασχόλησαν. Το Κακουργιοδικείο εξέτασε το ζήτημα πάνω στη βάση της μαρτυρίας που προσάχθηκε από την κατηγορούσα αρχή. Εκτίμησε πως αυτή δεν ήταν τόσο αντινομική ώστε κανένα λογικό Δικαστήριο να μη μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει ως βάση. Ενώπιόν μας ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου, αναφέρθηκε σε όσα εντόπιζε ως αδυναμίες στη μαρτυρία του Α.Μ. Λουκά σε σχέση με την αναγνώριση του αυτοκινήτου που είδε πλησίον του αυτοκινήτου στο οποίο βρέθηκε ο μηχανισμός για να αναγνωρίσει όμως τελικά πως αυτά δεν πρέπει να είναι του παρόντος. Το Κακουργιοδικείο κατέληξε πως στη βάση της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής, αποτιμούμενης στο πιο ψηλό της σημείο, δεν εστοιχειοθετείτο εξ αντικειμένου οποιαδήποτε από τις κατηγορίες. Ούτε το δακτυλικό αποτύπωμα, ούτε η μαρτυρία για την παρουσία του εφεσιβλήτου στο χώρο, ούτε το ψέμα που η μαρτυρία σε εκείνο το στάδιο έδειχνε ότι είπε, σε σχέση με το οποίο αναφέρθηκε μεταξύ άλλων, Υiannis Antoniou Vouniotis v. Republic (1975) 2 C.L.R. 34 p. 36 - 37, Μαρίνος Κλεάνθους ν. Αστυνομίας (1998) 2 A.A.Δ. 31 και Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73, ήταν αρκετά.
Το ζήτημα που συζητήθηκε ενώπιόν μας αφορά ακριβώς στην αποδεικτική δύναμη της περιστατικής μαρτυρίας που υπήρχε. Δηλαδή, σε τελική ανάλυση, στο συμπέρασμα από την εφαρμογή των αρχών του δικαίου σε σχέση προς αυτή, όπως ακριβώς εξειδικεύθηκε. Σημειώνουμε πως δεν αμφισβητήθηκε το παραδεκτό της έφεσης. (βλ. Συναφώς τη Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρόνης Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151 όπου αναλύεται και η προηγούμενη νομολογία και την πιο πρόσφατη Δήμος Αγίας Νάπας ν. Πιερή Χαμάλη (2000) 2 Α.Α.Δ. 241).
Αφού ακούσαμε τις δυο πλευρές έχουμε καταλήξει πως εστοιχειοθετείτο εκ πρώτης όψεως υπόθεση επαρκώς για να κληθεί ο εφεσίβλητος να κάμει την υπεράσπισή του. Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (ανωτέρω) εξηγήθηκε πως δεν είναι αυτόματη η διαταγή για επανεκδίκαση στην περίπτωση που κρίνεται από το Εφετείο ότι ήταν λανθασμένη η πρωτόδικη απόφαση πως δεν τεκμηριώθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Δεν έχουμε στην προκειμένη περίπτωση αντίλογο στην εισήγηση του κ. Κανναουρίδη πως ενδείκνυται η επανεκδίκαση στην παρούσα περίπτωση. Τη θεωρούμε και εμείς ορθή και αυτή θα είναι η διαταγή που θα εκδώσουμε στο τέλος. Ενόψει τούτου, θα αποφύγουμε την επέκταση σε λεπτομέρειες. Αυτό, για να μην παρέμβουμε σε όσα ενδεχομένως θα συνιστούν ζητήματα της εξ αρχής δίκης που θα διεξαχθεί.
Θεωρούμε ότι από το συνδυασμό
(α) της ανεύρεσης δακτυλικού αποτυπώματος του εφεσίβλητου στο νάϋλον σακούλι μέσα στο οποίο βρέθηκε τυλιγμένος ο εκρηκτικός μηχανισμός,
(β) της μαρτυρίας, την οποία το Δικαστήριο δεν έκρινε αντινομική ώστε να μή ήταν δυνατό αυτή να αποτελέσει τη βάση για την εξαγωγή συμπερασμάτων, ότι το αυτοκίνητο του εφεσιβλήτου θεάθηκε, κάτω από τις συνθήκες που περιγράφηκαν, πλησίον του αυτοκινήτου μέσα στο οποίο βρέθηκε ο εκρηκτικός μηχανισμός και
(γ) του γεγονότος ότι, όπως σημείωσε το Κακουργιοδικείο, με βάση την αποτίμηση της μαρτυρίας που μπορούσε να κάμει σε εκείνο το στάδιο, ο εφεσίβλητος είπε ψέμα στη γραπτή κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία όταν ισχυρίστηκε πως δεν είχε επανέλθει στο σημείο μετά την παραλαβή του αυτοκινήτου του από το συνεργείο,
αντίθετα προς τη συνολική αποτίμηση της κατάστασης από το Κακουργιοδικείο, στοιχειοθετείτο εκ πρώτης όψεως υπόθεση σε σχέση με την κάθε μια από τις τρεις κατηγορίες.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από Κακουργιοδικείο με άλλη σύνθεση.
Η έφεση επιτρέπεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση.