ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 2 ΑΑΔ 399
1 Ιουνίου, 2001
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
1. ΧΑΡΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ & ΣΙΑ ΛΤΔ.,
2. ΡΕΑΣ Θ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
3. ΕΡΙΚΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
4. ΙΩΑΝΝΗ ΔΙΑΝΙΟΛΑ (ΑΡ. 1),
Εφεσιβλήτων.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7017)
Κέντρα Αναψυχής ― Λειτουργία Κέντρου Αναψυχής χωρίς την άδεια του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού ― Άρθρο 18(1)(β) του περί Κέντρων Αναψυχής Νόμου (Ν.29/85) ― Δεν συναρτά την ποινική ευθύνη του παραβάτη με την ιδιοκτησία του κέντρου αλλά με τις πράξεις λειτουργίας του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αθώωσε τους εφεσίβλητους σε κατηγορία λειτουργίας κέντρου αναψυχής χωρίς άδεια λόγω έλλειψης ικανοποιητικής μαρτυρίας που τους συνέδεε με τη διάπραξη του αδικήματος.
Ο εφεσείων, ΚΟΤ, εφεσίβαλε την απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η μόνη μαρτυρία που παρουσιάστηκε ήταν ότι η εφεσίβλητη 2 ήταν μία από τους διευθυντές της εφεσίβλητης 1 εταιρείας. Καμιά μαρτυρία δεν παρουσιάστηκε που να συνδέει τις εφεσίβλητες 2 και 3 με τη λειτουργία του κέντρου. Το Άρθρο 18(1)(β) του Νόμου 29/85 δεν συναρτά την ποινική ευθύνη του παραβάτη με την ιδιοκτησία του κέντρου αλλά με τις πράξεις λειτουργίας του.
2. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι 1 και 4 λειτουργούσαν το εστιατόριο με άδεια του ΚΟΤ, η οποία ήταν σε ισχύ κατά τον επίδικο χρόνο - στο οποίο βασίστηκε η ετυμηγορία του Δικαστηρίου - δεν αμφισβητήθηκε με λόγο έφεσης.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Στυλιανού ν. Κ.Ο.Τ. (1999) 2 Α.Α.Δ. 47
Ευριβιάδης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 600.
Έφεση εναντίον αθωωτικής απόφασης.
Έφεση από την κατηγορούσα αρχή εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, Υπόθεση Αρ. 22956/00, ημερομηνίας 9/11/00, με την οποία οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν στην κατηγορία ότι λειτουργούσαν Κέντρο Αναψυχής χωρίς την άδεια του ΚΟΤ.
Π. Πετράκης, για τον Εφεσείοντα.
Στ. Παναγίδης, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου, θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Όλοι οι εφεσίβλητοι αντιμετώπιζαν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας κατηγορία ότι λειτουργούσαν Κέντρο Αναψυχής χωρίς την άδεια του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (ΚΟΤ), εφεσείοντα στην παρούσα υπόθεση. Στις λεπτομέρειες του αδικήματος αναφέρετο ότι λειτουργούσαν την 2.8.2000 το εστιατόριο "LE CAFE TOP", στη Λεωφόρο Μακαρίου Γ΄ χωρίς την άδεια του ΚΟΤ. Με την άδεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι λεπτομέρειες του αδικήματος είχαν τροποποιηθεί ούτως ώστε να προστεθούν τα εξής: "δηλαδή ελειτουργούσαν το εν λόγω κέντρο εκτός των πλαισίων της αδείας που εχορηγήθη στους εφεσίβλητους με βάση την έγκριση των σχεδίων από τον ΚΟΤ.".
Μετά το πέρας της μαρτυρίας που παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή η οποία προήλθε από τη μοναδική μάρτυρα Μαρία Τσορακίδου, Επιθεωρήτρια του εφεσείοντα οργανισμού, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εκάλεσε κανένα από τους εφεσίβλητους σε απολογία και τους απάλλαξε και αθώωσε.
Εναντίον της αθωωτικής αυτής ετυμηγορίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση.
Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε τα γεγονότα της υπόθεσης όπως τα βρήκε το πρωτόδικο Δικαστήριο και εξάγονται από τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής.
Κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου σχετική άδεια λειτουργίας του Κέντρου "LE CAFE TOP" ως εστιατόριο για την περίοδο μέχρι 31.12.2000. Η άδεια χορηγήθηκε στην πρώτη εφεσίβλητη Εταιρεία και στον τέταρτο εφεσίβλητο ως Διευθυντή του εστιατορίου. Κατατέθηκε επίσης η αρχική αίτηση των εφεσιβλήτων για την άδεια λειτουργίας του εστιατορίου μαζί με αρχιτεκτονικά σχέδια.
Σύμφωνα με τη μάρτυρα, Επιθεωρήτρια του ΚΟΤ, στις 2.8.2000 επισκέφθηκε το εστιατόριο και διαπίστωσε ότι υπήρχαν δεκατέσσερα τραπεζάκια εκτός του εγκεκριμένου χώρου, στον υπαίθριο χώρο του εστιατορίου, στα οποία υπήρχαν πελάτες που κατανάλωναν ποτά. Η μάρτυς κατέγραψε τα πιο πάνω σε ειδικό δελτίο επιθεώρησης του ΚΟΤ και πληροφόρησε τον τέταρτο εφεσίβλητο ότι θα ληφθούν νομικά μέτρα εναντίον του. Ο τέταρτος εφεσίβλητος υπέγραψε το πιο πάνω δελτίο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αθώωσε τις εφεσίβλητες 2 και 3 γιατί καμιά μαρτυρία δεν είχε τεθεί ενώπιόν του που να τις συνδέει με τη λειτουργία του Κέντρου. Η μόνη μαρτυρία που παρουσιάσθηκε ήταν ότι η εφεσίβλητη 2 ήταν μία από τους Διευθυντές της εφεσίβλητης αρ. 1 Εταιρείας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο βάσισε την απόφασή του σε σχέση με την αθώωση των εφεσίβλητων 2 και 3 στην απόφασή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Στέλιος Στυλιανού ν. ΚΟΤ (1999) 2 Α.Α.Δ. 47 στην οποία ερμηνεύθηκε το άρθρο 18(1)(β) του Νόμου 29/85. Στην πιο πάνω υπόθεση αποφασίστηκε ότι το εν λόγω άρθρο του νόμου "δεν συναρτά την ποινική ευθύνη του παραβάτη με την ιδιοκτησία του κέντρου, αλλά με τις πράξεις λειτουργίας του, έννοια συνυφασμένη με τη συμμετοχή και λειτουργία του κέντρου". (Βλέπε επίσης: Γιάννος Ευριβιάδης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 600).
Συμφωνούμε με τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Καμιά μαρτυρία δεν παρουσιάστηκε που να συνδέει τις εφεσίβλητες αρ. 2 και 3 με τη λειτουργία του εστιατορίου. Έπεται ότι ο σχετικός λόγος έφεσης είναι ανεδαφικός και απορρίπτεται.
Με το δεύτερο και τελευταίο λόγο έφεσης προσβάλλεται η αθώωση και των εφεσιβλήτων 1 και 4. Ισχυρίζεται ο εφεσείων ότι υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία που συνέδεε τους εφεσίβλητους 1 και 4 με τη διάπραξη του αδικήματος.
Στο καταληκτικό μέρος της απόφασής του το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:-
"Με βάση τα όσα ανέφερα πιο πάνω είναι η κρίση μου ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει ότι οι κατηγορούμενοι λειτουργούσαν το κέντρο αναψυχής LE CAFE TOP χωρίς άδεια λειτουργίας αφού τέτοια άδεια υπάρχει σύμφωνα με το Τεκμήριο 5.".
Και στη συνέχεια πρόσθεσε:-
"Η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε επίσης να αποδείξει ότι τα τραπεζάκια που βρίσκονταν εκτός του εγκεκριμένου χώρου τοποθετήθηκαν από τους κατηγορούμενους και οι κατηγορούμενοι προσέφεραν υπηρεσίες στους πελάτες που βρίσκονταν σ' αυτά ώστε να στοιχειοθετείται η κατηγορία ότι λειτουργούσε το κέντρο εκτός των πλαισίων της αδείας όπως φαίνεται στις λεπτομέρειες αδικήματος.".
Το πιο πάνω πρώτο μέρος του καταληκτικού της απόφασης του Δικαστηρίου είναι ορθό. Οι εφεσίβλητοι 1 και 4 λειτουργούσαν το εστιατόριο με άδεια του ΚΟΤ η οποία ήταν σε ισχύ κατά τον επίδικο χρόνο, σύμφωνα με το Τεκμήριο 5, που ο ίδιος ο εφεσείων παρουσίασε στο Δικαστήριο. Το εύρημα αυτό του Δικαστηρίου στο οποίο και βασίσθηκε η ετυμηγορία του δεν αμφισβητείται με λόγο έφεσης. Αυτό που αμφισβητείται είναι το δεύτερο μέρος του καταληκτικού της απόφασης όπως αναφέρεται πιο πάνω. Είμαστε της γνώμης ότι το δεύτερο αυτό μέρος είναι πλεονασμός χωρίς καμιά σημασία. Το άρθρο 18(1)(β) με βάση το οποίο κατηγορήθηκαν οι εφεσίβλητοι αναφέρεται μόνο σε λειτουργία κέντρου χωρίς άδεια, έχει δε ως εξής:-
"18.-(1) Παν πρόσωπον το οποίον-
(α) .......................................................................................................
................................................................................................................
(β) διατηρεί ή λειτουργεί κέντρον άνευ αδείας λειτουργίας.
(γ) ......................................................................................................
...............................................................................................................
είναι ένοχον αδικήματος και, .......................................................".
Το άρθρο 18 ρητά αναφέρεται σε λειτουργία κέντρου χωρίς άδεια και όχι λειτουργία κέντρου κατά παράβαση των όρων της αδείας του. Κατά συνέπεια, είναι ορθή η θέση του Δικαστηρίου στο πρώτο μέρος της απόφασής του ότι δεν απεδείχθη ότι οι εφεσίβλητοι λειτουργούσαν το εστιατόριο χωρίς άδεια αφού τέτοια άδεια παρουσιάσθηκε ενώπιόν του. Και όπως αναφέραμε, λόγος έφεσης για το συμπέρασμα αυτό του Δικαστηρίου δεν προβλήθηκε ενώπιόν μας.
Επομένως και ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ανεδαφικός και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
Η έφεση απορρίπτεται.