ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 2 ΑΑΔ 279
11 Απριλίου, 2001
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΠΙΡΙΚΚΗ,
Εφεσίβλητου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7001)
Ποινή ― Παράνομη εργοδότηση αλλοδαπού ― Εφεσίβλητος, επιστάτης εργοληπτικής εταιρείας καταδικάστηκε σε πρόστιμο £400.- για παράνομη εργοδότηση αλλοδαπού ― Δεν είχε ενημερώσει προηγουμένως τους διευθυντές της εταιρείας και δεν γνώριζε ότι ο αλλοδαπός βρισκόταν παράνομα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας ― Η ποινή δεν κρίθηκε έκδηλα ανεπαρκής ενόψει του λευκού ποινικού μητρώου του εφεσείοντος των προσωπικών του περιστάσεων και της παράλειψης άσκησης ποινικής δίωξης εναντίον της εταιρείας ως κύριας υπεύθυνης για την παράνομη εργοδότηση του αλλοδαπού.
Συμμετοχή ― Ο συνεργός μπορεί να κατηγορηθεί ως αυτουργός βάσει του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Κατά πόσο οι λεπτομέρειες του αδικήματος πρέπει να εξειδικεύουν τον ρόλο του αυτουργού.
Ποινή ― Ανεπαρκής ποινή ― Συγκατηγορούμενοι ― Η επιβολή σε συγκατηγορούμενο αυστηρότερης ποινής για τη διάπραξη ελαφρότερου αδικήματος από αυτό που διέπραξε ο άλλος συγκατηγορούμενός του, δεν αποτελεί αυτοτελή λόγο για αύξηση της ποινής που επιβλήθηκε στον άλλο συγκατηγορούμενο.
Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Πρέπει να επιβάλλεται αναφορικά με την διάπραξη του αδικήματος της παράνομης εργοδότησης αλλοδαπών.
Ο εφεσίβλητος, επιστάτης εργοληπτικής εταιρείας, προσέλαβε Ιρανό στην υπηρεσία της εταιρείας χωρίς να ενημερώσει προηγουμένως του διευθυντές της και χωρίς να γνωρίζει ο ίδιος ότι ο Ιρανός βρισκόταν παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας. Κρίθηκε ένοχος μετά από παραδοχή και του επιβλήθηκε ποινή προστίμου £400. Στον Ιρανό ο οποίος καταδικάστηκε για παραμονή στη Δημοκρατία της Κύπρου μετά τη λήξη της άδειας παραμονής του και για διεξαγωγή επαγγέλματος χωρίς τη γραπτή άδεια του λειτουργού Μεταναστεύσεως, επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δύο μηνών.
Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την ποινή προστίμου που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο, ως έκδηλα ανεπαρκή.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση στη βάση των αρχών που εκτίθενται ικανοποιητικά στις πιο πάνω περιληπτικές σημειώσεις.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (1998) 2 Α.Α.Δ. 162,
Δημοκρατία ν. Μονιάτη (2000) 2 Α.Α.Δ. 553,
Maxwell v. DPP for Northern Ierland, 68 Cr. App. A.R. 128 (ΗL)
Ajini κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 319,
Nazari v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 231,
Mohamed v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 295,
Al Jibouri κ.ά. ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 143.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 1998/00, ημερομηνίας 10/10/00, με την οποία ο κατηγορούμενος, κατόπιν παραδοχής, βρέθηκε ένοχος σε κατηγορία της παράνομης εργοδότησης αλλοδαπού, κατά παράβαση των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε (Ν. 50/88 και 101(1)/96) και του επιβλήθηκε η ποινή του προστίμου £400,-.
Ι. Λουκαΐδου, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Πουργουρίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Υστερα από έλεγχο που διενήργησε η αστυνομία σε εργοτάξιο ανεγειρόμενης οικοδομής στη Λεμεσό, διαπιστώθηκε ότι ένας Ιρανός εργαζόταν παράνομα στην οικοδομή. Ο Ιρανός ήρθε στην Κύπρο ως επισκέπτης και η προσωρινή άδεια παραμονής που του χορηγήθηκε ήταν ληγμένη.
Η εταιρεία Ανδρέας Γιούππης Developments ήταν οι εργολάβοι του έργου της οικοδομής. Ο εφεσίβλητος, ο οποίος εργαζόταν στην εταιρεία ως επιστάτης, ομολόγησε σε θεληματική κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία ότι ήταν υπεύθυνος για την πρόσληψη εργατών και υπό αυτή την ιδιότητα, προσέλαβε τον Ιρανό στην υπηρεσία της εταιρείας. Για την πρόσληψη του αλλοδαπού δεν ενημέρωσε προηγουμένως τους διευθυντές της εταιρείας και ο ίδιος δε γνώριζε ότι ο Ιρανός βρισκόταν παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας.
Εναντίον του Ιρανού και του εφεσίβλητου ασκήθηκε ποινική δίωξη. Κατηγορούμενοι και οι δύο στο ίδιο κατηγορητήριο, αντιμετώπισαν κατηγορίες θεμελιωμένες στις προσήκουσες διατάξεις του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105 όπως τροποποιήθηκε από τους νόμους 50/88 και 101(1)/96. Συγκεκριμένα, ο Ιρανός κατηγορήθηκε για παραμονή στη Δημοκρατία της Κύπρου μετά τη λήξη της άδειας παραμονής του (1η κατηγορία) και για διεξαγωγή επαγγέλματος χωρίς τη γραπτή άδεια του λειτουργού Μεταναστεύσεως (2η Κατηγορία). Ο εφεσίβλητος κατηγορήθηκε για παράνομη εργοδότηση αλλοδαπού.
Και οι δύο κατηγορούμενοι παραδέχθηκαν ενοχή στις κατηγορίες που αντιμετώπισαν. Ο Ιρανός καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δύο μηνών ο δε εφεσίβλητος σε πρόστιμο £400.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας εφεσιβάλλει ως εκδήλως ανεπαρκή την ποινή προστίμου που το δικαστήριο επέβαλε στον εφεσίβλητο.
Η διαβάθμιση της σοβαρότητας των αδικημάτων προσδιορίζεται βασικά από το ύψος των ποινών που προβλέπει ο νόμος. Το αδίκημα που διέπραξε ο εφεσίβλητος είναι πιο σοβαρό από τα αδικήματα που διέπραξε ο αλλοδαπός. Το αδίκημα της παράνομης εργοδότησης αλλοδαπού τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι τρία χρόνια ή και πρόστιμο μέχρι £5000 ενώ τα αδικήματα της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία της Κύπρου και η διεξαγωγή επαγγέλματος χωρίς τη γραπτή άδεια του Λειτουργού Μεταναστεύσεως τιμωρούνται αντίστοιχα με ποινή φυλάκισης μέχρι 12 μήνες ή και πρόστιμο μέχρι £1000.
Τούτο όμως το γεγονός δεν αποτελεί αυτοτελή λόγο για αύξηση της ποινής που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο μολονότι στην πρωτόδικη απόφαση δεν παρέχεται οποιαδήποτε εξήγηση για την επιβολή αυστηρότερης ποινής στον αλλοδαπό, που διέπραξε τα ελαφρότερα αδικήματα και ουσιωδώς ηπιότερης στον εφεσίβλητο, που διέπραξε το σοβαρότερο αδίκημα. Βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέας Γεωργίου, (1998) 2 A.A.Δ. 162 και Δημοκρατία ν. Χρύσανθου Μονιάτη (2000) 2 Α.Α.Δ. 553.
Το άρθρο 14Β(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105, όπως έχει τροποποιηθεί, αποτελεί ρυθμιστική διάταξη το λεκτικό της οποίας, υποδηλώνει ότι η εργοδότηση αλλοδαπού κατά παράβαση των προνοιών του εν λόγω άρθρου συνιστά αδίκημα αυστηρής ευθύνης (strict liability). Αυτό σημαίνει πως δεν απαιτείται απόδειξη της υποκειμενικής υπόστασης (mens rea) του αδικήματος.
Αυτή ακριβώς η υφή της διάταξης, καθιστούσε, με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης, ευχερή την ποινική δίωξη και της εταιρείας Αντρέας Γιούππης Developments οι οποίοι, καθώς διαφάνηκε, ήταν οι πραγματικοί εργοδότες του αλλοδαπού. Στην πράξη, ο ρόλος του εφεσίβλητου ως συνεργού στη διάπραξη του αδικήματος, υπήρξε δευτερεύων. Παρά το γεγονός ότι η καταδίκη για συνέργεια στη διάπραξη ποινικού αδικήματος συνεπάγεται τις ίδιες συνέπειες με τη διάπραξη του αδικήματος εντούτοις το ζήτημα είναι σε τελευταία ανάλυση πραγματικό. Εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου να εκτιμήσει τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και να αποφασίσει κατά πόσο συντρέχουν λόγοι διαφοροποίησης των ποινών που θα επιβάλει στους δράστες που έχει ενώπιόν του.
Το άρθρο 20* του Ποινικού Κώδικα προβλέπει τη δυνατότητα να κατηγορηθεί ο συνεργός ως αυτουργός. Ορθά λοιπόν διατυπώθηκε η συγκεκριμένη κατηγορία εναντίον του εφεσίβλητου. Επομένως δεν υπάρχει ο,τιδήποτε το οποίο να κλονίζει το θεμέλιο της καταδίκης που θα μπορούσε να μας απασχολήσει. Ωστόσο, οι λεπτομέρειες του αδικήματος θα ήταν πληρέστερες αν περιείχαν εξειδίκευση του ρόλου του εφεσίβλητου. Στην Maxwell v. DPP for Northern Irland, 68 Cr.A.R. αρ. 128 (HL), υπογραμμίστηκε ότι παρόλο που η εξειδίκευση είναι επιθυμητή εκεί όπου είναι δυνατή, εντούτοις δεν είναι απαραίτητη και η έλλειψή της δεν αναιρεί την ετυμηγορία εφόσον ο ίδιος ο νόμος επιτρέπει τη μεταχείρηση συνεργού ως αυτουργού. Βλ. Ajini και Άλλος ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 319.
Όπως έχουμε προαναφέρει, ο ρόλος που διαδραμάτισε ο εφεσίβλητος στη διάπραξη του αδικήματος ήταν δευτερεύων. Σκοπός της παράνομης εργοδότησης του αλλοδαπού στην εταιρεία ήταν η εξυπηρέτηση του οικονομικού της συμφέροντος. Ο εφεσίβλητος ήταν απλός υπάλληλος της εταιρείας με χαμηλές εβδομαδιαίες απολαβές. Αυτή η πτυχή της υπόθεσης παραγνωρίστηκε από την Αστυνομία με αποτέλεσμα η εταιρεία, ως υποκείμενη κατά τα ανωτέρω σε ποινική δίωξη, να παραμείνει τελικά στο απυρόβλητο, μακριά από το χέρι του νόμου. Ζητείται ωστόσο η αυστηρότερη τιμωρία του εφεσίβλητου.
Ο πρωτόδικος δικαστής επιγραμματικά αναφέρθηκε στις αρχές οι οποίες διέπουν το θέμα της μεταχείρισης των ενόχων διάπραξης αδικημάτων που έχουν σχέση με την παράνομη παραμονή και εργοδότηση αλλοδαπών στην Κύπρο. Βλ. Nazari v. Αστυνομίας, (1996) 2 Α.Α.Δ. 231, Mohamed v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 295, Al Jibouri κ.ά. ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 143 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χρύσανθου Μονιάτη (ανωτέρω). Μέσω της νομολογίας εκφράζεται έντονη ανησυχία για τις αρνητικές επιπτώσεις που ενέχει για το κοινωνικό σύνολο η συχνή διάπραξη αδικημάτων παράνομης παραμονής και εργοδότησης αλλοδαπών στην Κύπρο και υπογραμμίζεται ότι αδικήματα αυτής της φύσης δικαιολογούν την επιβολή αποτρεπτικών ποινών.
Εκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν τη διάπραξη του συγκεκριμένου αδικήματος, το ρόλο που διαδραμάτισε ο εφεσίβλητος, το γεγονός ότι είναι λευκού ποινικού μητρώου, τις προσωπικές του περιστάσεις περιλαμβανομένης και της αδύνατης οικονομικής του κατάστασης σε συνάρτιση προς ό,τι έχουμε αναφέρει σχετικά με την παράλειψη άσκησης ποινικής δίωξης εναντίον της εταιρείας Ανδρέας Γιούππης Developments χωρίς να έχει δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση από την Αστυνομία, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως η ποινή προστίμου που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο δεν είναι έκδηλα ανεπαρκής.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.