ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 2 ΑΑΔ 612
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6966
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Π. ΑΡΤΕΜΗ, Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΔΔ.James Peter, από Λεμεσό,
Εφεσεί ων,
ν.
Δήμος Αγίου Αθανασίου,
Εφεσίβ λητος.
- - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:
4.9.01ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για τον εφεσείοντα: κ. Γ. Ι. Λουϊζίδης
Για τον εφεσίβλητο: κα Αργεντούλα Ιωάννου
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από
τον Π. Αρτέμη, Δ.
- - - - -
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:
Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού σε κατηγορία για παράλειψη πληρωμής τελών συλλογής σκυβάλων κατά παράβαση του Κανονισμού 134, (όπως τροποποιήθηκε από την Κ.Δ.Π. 93/80) των Δημοτικών Κανονισμών Δήμου Αγίου Αθανασίου και των άρθρων 126, 129, 134 και 140 του Περί Δήμων Νόμου, Ν. 111/85.Οι λεπτομέρειες του αδικήματος ήταν ότι ο εφεσείων, κατά το έτος 1999, παρέλειψε να πληρώσει το τέλος συλλογής σκυβάλων που του είχε επιβληθεί από το Συμβούλιο του Δήμου Αγίου Αθανασίου και που ανερχόταν στο ποσό των ΛΚ. 4.800, πλέον £432 επιβάρυνση προς 9%. Παρόλον ότι το κατηγορητήριο επιδόθηκε στον εφεσείοντα, αυτός παρέλειψε να παρουσιαστεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού και η υπόθεση ορίστηκε για απόδειξη στις 6.7.00. Κατά την ημερομηνία εκείνη ο Δήμος κάλεσε ένα μάρτυρα κατηγορίας για να αποδείξει την υπόθεση του. Αφού δόθηκε αυτή η μαρτυρία το πρωτόδικο
Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο, του επέβαλε πρόστιμο £30 και τον διέταξε να πληρώσει το τέλος της συλλογής σκυβάλων που του είχε επιβληθεί, καθώς και το ποσό της επιβάρυνσης ως επίσης και έξοδα ανερχόμενα σε £27.Με την έφεση του ο εφεσείων αμφισβητεί την εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης. Ενώ δέχεται ότι η μαρτυρία για τον εφεσίβλητο είχε παραμείνει αναντίλεκτη, με τους λόγους έφεσης του ο εφεσείων ουσιαστικά ισχυρίζεται ότι η μαρτυρία αυτή δεν ήταν αρκετή για να αποδείξει όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος.
Συγκεκριμένα, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, σε συνάρτηση με τις πρόνοιες του Νόμου και του Κανονισμού 134, επιχειρηματολόγησε ότι δεν αποδείχθηκε ούτε ότι ήταν ο ιδιοκτήτης ή κάτοχος του συγκεκριμένου ακινήτου ο εφεσείων, ούτε η φύση του υποστατικού ούτως ώστε να φαίνεται ότι το υποστατικό υπόκειτο σε φόρο σκυβάλων και περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι το ποσό που του επιβλήθηκε υπερέβαινε εκείνο που προνοούσε ο σχετικός κανονισμός.
Η ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων επιχειρηματολόγησε ότι τα συστατικά του αδικήματος είναι (α) η επιβολή του τέλους σκυβάλων και (β) η μη πληρωμή του. Ότι άλλο αναφέρει στην έφεση του ο εφεσείων, αφορά την εκγυρότητα διοικητικής πράξης που εφόσον δεν προσβλήθηκε με προσφυγή εντός της προνοούμενης προθεσμίας δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ποινικής διαδικασίας, όπως η παρούσα.
Προτού εξετάσουμε τα πιο πάνω θα θέλαμε να επισημάνουμε πως το αδίκημα δημιουργείται με το άρθρο 129 του Περί Δήμων Νόμου και όχι το 126(1), όπως αναφέρει στο περίγραμμα αγόρευσής του ο συνήγορος του εφεσείοντα. Το άρθρο 126 απλώς δίδει επιπρόσθετες εξουσίες στο Δικαστήριο να διατάζει την καταβολή των οφειλόμενων τελών επιπροσθέτως προς οποιαδήποτε ποινή.
Είναι νομολογημένη αρχή του Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου, ασχέτως των επικρατούντων επί του προκειμένου στην Ελλάδα, ότι εν όψει των προνοιών του άρθρου 146 του Συντάγματος, με το οποίο δίδεται αποκλειστική δικαιοδοσία στο Ανώτατο Δικαστήρο να εξετάζει την εγκυρότητα διοικητικών πράξεων, η εγκυρότητα αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο, άμεσα ή έμμεσα, οποιασδήποτε άλλης διαδικασίας ενώπιον άλλου δικαστηρίου, πολιτικής ή ποινικής. Τούτο θα έδιδε παράλληλη δικαιοδοσία σε άλλα δικαστήρια, κάτι το ανεπίτρεπτο εν όψει των ρητών προνοιών του άρθρου 146. Ο θεσμικός διαχωρισμός των δικαιοδοσιών είναι κάθετος και απόλυτος.
Πολύ διαφωτιστική επί του θέματος είναι η απόφαση στις Ποινικές Εφέσεις 6539 και 6540, Κυριακίδης ν. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και Αβρααμίδης ν. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 18.2.99, όπου γίνεται αναφορά και σε άλλη σχετική νομολογία. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από τις σελ. 11-12 (Πικής, Π.):
"Η αρχή, η οποία επαναβεβαιώθηκε στη Μηλιώτης, είναι ότι, στην ποινική δίκη, δεν αποτελεί επίδικο θέμα η στοιχειοθέτηση της υποχρέωσης που επιβάλλεται από διοικητική απόφαση, για την παράλειψη εκπλήρωσης της οποίας διώκεται ο κατηγορούμενος. Η οριστικοποίηση της υποχρέωσης, κατά τα θέσμια του διοικητικού δικαίου, αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση της ποινικής ευθύνης. Η ύπαρξή της αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο της κατηγορίας. Το άλλο είναι η παράλειψη εκπλήρωσής της. Η εγκυρότητα της υποχρέωσης δεν ελέγχεται από το ποινικό δικαστήριο. Το μόνο πλαίσιο, στο οποίο μπορεί να αμφισβητηθεί, είναι εκείνο της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας, που καθορίζεται στο Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Στην Ηλία ν. Συμβ. Βελτιώσεως Ξυλοφάγου (1994) 2 Α.Α.Δ. 137, η οποία προηγήθηκε και την οποία επικαλείται το Δικαστήριο στη Μηλιώτης, αποφασίστηκε ότι η Ποινική διαχωρίζεται θεσμικά από την Αναθεωρητική Δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο ίδιος διαχωρισμός ισχύει και μεταξύ της Αναθεωρητικής και της Πολιτικής Δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, όπως υποδεικνύεται στην απόφαση της Ολομέλειας στη Συμβ. Εγγρ. Αρχ. & Πολ. Μηχανικών ν. Κωνσταντίνου κ.α (1994) 3 Α.Α.Δ. 453. Εξηγείται ότι οι δικαιοδοσίες εκάτερου των δικαστηρίων δεν εφάπτονται σε κανένα σημείο. Το ποινικό δικαστήριο δεν μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για την αμφισβήτηση της εγκυρότητας διοικητικής πράξης, από την οποία απορρέει η υποχρέωση, η μη εκπλήρωση της οποίας στοιχειοθετεί το αδίκημα."
(Δέστε και Μηλιώτης Λτδ & άλλος ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 12 και Ζήνων Χρίστου ν. Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου, Π.Ε. 10127, ημερ. 14.10.98).
Θέματα όπως αυτά που εγέρθηκαν από το συνήγορο του εφεσείοντα, δηλαδή ιδιοκτησία ή κατοχή, το είδος του υποστατικού και το ύψος των τελών, είναι σαφώς θέματα που αφορούν την εγκυρότητα της διοικητικής πράξης επιβολής του τέλους και έτσι δεν μπορούν να αμφισβητηθούν στην παρούσα διαδικασία. Η εγκυρότητα της διοικητικής πράξης παραμένει ως δεδομένο, εφόσον αυτή δεν έχει αμφισβητηθεί εντός της προνοούμενης από το Σύνταγμα προθεσμίας με αίτηση ακυρώσεως.
Κατά συνέπεια και εφόσον ήταν αδιαμφισβήτητη η μαρτυρία για την επιβολή του τέλους και την παράλειψη πληρωμής της, η έφεση απορρίπτεται. Δεν εκδίδουμε διάταγμα για έξοδα.
Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π