ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 2 ΑΑΔ 540

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Ποινική Έφεση Αρ. 7053

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Π. ΚΑΛΛΗ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Δ.

Μεταξύ:

Μάριου Παναγιώτου

Εφεσείοντα

- ν -

Αστυνομίας

Εφεσίβλητης

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 13 Ιουλίου, 2001.

Ο εφεσείοντας εμφανίζεται αυτοπροσώπως.

Για την εφεσίβλητη: Α. Μαππουρίδης.

- - - - - -

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου, θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, μετά από δική του παραδοχή, σε κατηγορίες (α) κλοπής υλικού διαβιβαζομένου ταχυδρομικώς (β) πλαστογραφίας τραπεζικής επιταγής (γ) κυκλοφορίας πλαστογραφημένης τραπεζικής επιταγής και (δ) απόσπασης χρημάτων διά ψευδών παραστάσεων. Το Επαρχιακό Δικαστήριο, στο οποίο παραπέμφθηκε η εκδίκαση της υπόθεσης, με τη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα, του επέβαλε στις 15.1.2001 συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης 14, 15, 15 και 12 μηνών αντίστοιχα στις πιο πάνω κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Επιπρόσθετα ενεργοποίησε ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών με αναστολή τριών ετών, που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα την 29.5.98 στην υπόθεση 13473/97 που αφορούσε παρόμοια αδικήματα. Κατά την επιμέτρηση της ποινής λήφθηκε υπόψη, μετά από αίτημα του εφεσείοντα και συγκατάθεση της Κατηγορούσας Αρχής, η εκκρεμής υπόθεση αρ. 8281/2000. Η υπόθεση αυτή είναι όμοια με την υπό εκδίκαση. Αφορούσε κλοπή τραπεζικής επιταγής, πλαστογραφίας, κυκλοφορίας και απόσπασης διά ψευδών παραστάσεων του χρηματικού ποσού των £200,=.

Στην κυρίως υπόθεση ο εφεσείων έκλεψε την τραπεζική επιταγή, η οποία είχε διαβιβασθεί ταχυδρομικώς από το Γραφείο Ευημερίας Λεμεσού προς την παραπονούμενη Ελένη Χριστοδουλίδου. Ο εφεσείων πλαστογάφησε την επιταγή, την κυκλοφόρησε και απέσπασε από τη Σ.Π.Ε. Λειβαδιών το ποσό που ανεγράφετο σ΄ αυτή δηλαδή £384,75 σεντ. Όπως σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εφεσείων δεν αποζημίωσε τις παραπονούμενες τόσο στην κυρίως υπόθεση όσο και στην εκκρεμή υπόθεση που έλαβε υπόψη το Δικαστήριο, κατά την επιμέτρηση της ποινής.

Ο εφεσείων βαρυνόταν με μια προηγούμενη καταδίκη για παρόμοια αδικήματα στην οποία του επεβλήθηκε ποινή φυλάκισης με αναστολή. Είναι αυτή που αναφέραμε πιο πάνω στην οποία το Δικαστήριο ενεργοποίησε την ποινή φυλάκισης των 4 μηνών.

Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά των πιο πάνω ποινών ως έκδηλα υπερβολικών.

Ο εφεσείων συνέταξε την ειδοποίηση έφεσης προσωπικά χωρίς νομική βοήθεια. Κατά τη δικάσιμο υποδείξαμε στον εφεσείοντα τη δυνατότητα και το δικαίωμα του να ζητήσει νομική αρωγή, εάν το επιθυμούσε. Ο εφεσείων επέμενε να υπερασπίσει την υπόθεση του χωρίς τη βοήθεια συνηγόρου. Αφού διαπιστώσαμε ότι αυτή ήταν η επιθυμία του εφεσείοντα, στην οποία επέμενε, προχωρήσαμε στην ακρόαση της έφεσης, παρέχοντας του κάθε δυνατή διευκόλυνση.

Στη σύντομη αγόρευσή του ο εφεσείων αναφέρθηκε στις προσωπικές του περιστάσεις όπως αυτές αναφέρονται στην Έκθεση του Τμήματος Ευημερίας που ήταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο εφεσείων παρουσίασε επίσης νεώτερη έκθεση του Τμήματος Ευημερίας, ημερ. 27.3.2001 με τη συγκατάθεση του δικηγόρου της εφεσίβλητης. Η νεώτερη αυτή έκθεση του Τμήματος Ευημερίας ουδόλως διαφέρει από την αντίστοιχη Έκθεση ημερ. 17.11.2000 που ήταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Και στις δύο πιο πάνω εκθέσεις, διαπιστώνονται τα εξής:-

Ότι ο εφεσείων είναι ηλικίας 41 ετών. Ότι γεννήθηκε εκτός γάμου και πέρασε τη μεγαλύτερη περίοδο της παιδικής και εφηβικής ηλικίας σε ιδρύματα. Ότι τέλεσε τρεις γάμους από τους οποίους απέκτησε τέσσερα παιδιά. Ότι επέδειξε επαγγελματική αστάθεια και πολύ συχνά στηριζόταν στο Ταμείο Δημοσίων Βοηθημάτων για να καλύψει τις δικές του ανάγκες και της οικογένειάς του. Ότι πάσχει από ψυχολογικά προβλήματα και κατάθλιψη και παρακολουθείται από ψυχίατρο.

Ο εφεσείων υπέβαλε ότι η ποινή των 15 μηνών φυλάκισης είναι έκδηλα υπερβολική ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων.

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσίβλητης υπεστήριξε την επιβληθείσα ποινή τονίζοντας τη σοβαρότητα των αδικημάτων η οποία διαγράφεται με την προνοούμενη ποινή από το Νόμο. Υποστήριξε ότι οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα ήταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι οποίες, ως φαίνεται από την εκκαλούμενη απόφαση, λήφθηκαν επαρκώς υπόψη και αυτό φαίνεται από την επιβληθείσα ποινή.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του προβαίνει σε εκτενή αναφορά στις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσείοντα τις οποίες έλαβε υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής. Επίσης, έλαβε υπόψη και τις ψυχολογικές διαταραχές όπως αναφέρονται στην Έκθεση του Τμήματος Ευημερίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο τόνισε την ανάγκη της επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιου είδους αδικήματα. Αναφέρει συγκεκριμένα στη σελίδα 5 της απόφασής του:-

"Η πλαστογραφία τραπεζικών επιταγών, η κυκλοφορία πλαστών τραπεζικών επιταγών και η εξασφάλιση αγαθών (χρημάτων) με ψευδείς παραστάσεις, ανήκουν στην κατηγορία των αδικημάτων που διαπράττονται συχνά και βρίσκονται σε έξαρση (βλ. μεταξύ άλλων, Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 6493 / ημ. 6.4.99). Γι΄ αυτή τη (σταθερή) συχνότητα και έξαρση λαμβάνω και δικαστική γνώση από τις 40 παρόμοιες υποθέσεις που επιλήφθηκα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας τον τελευταίο χρόνο. Τα εγκλήματα αυτά ενέχουν το στοιχείο της απάτης και υποσκάπτουν τις συναλλαγές και δοσοληψίες με επιβαλλόμενη την αναγκαιότητα προστασίας της αξιοπιστίας του συγκεκριμένου συναλλακτικού μέσου με κάθε δυνατό τρόπο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι ποινές πρέπει να είναι αποτρεπτικές (βλ. Ιωάννου άλλως Μουσικός ν. Της Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286).".

Παραπέμπει δε, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 285 στην οποία ποινή φυλάκισης τριών ετών για παρόμοια αδικήματα επικυρώθηκε από το Εφετείο. Δεν παραγνώρισε όμως καθόλου τις προσωπικές και άλλες περιστάσεις του εφεσείοντα τονίζοντας ότι η εξατομίκευση της ποινής δεν πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση του στοιχείου της αποτροπής που επιβάλλουν η φύση και τα περιστατικά της υπόθεσης.

Επικροτούμε τη σχετική προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου η οποία είναι ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία. Η ανάγκη για την αυστηρή αντιμετώπιση των αδικημάτων αυτών έχει τονισθεί επανειλημμένα από το Ανώτατο Δικαστήριο. Από την άλλη είναι καλά θεμελιωμένο ότι οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου και τα ιδιαίτερα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζει είναι παράγοντες που πρέπει να συνυπολογίζονται κατά την επιμέτρηση της ποινής. Σε σοβαρά όμως αδικήματα όπου η συχνότητα διάπραξης τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής και αυστηρής ποινής, οι παράγοντες αυτοί είναι ήσσονος σημασίας. Προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας.

Με βάση σταθερή θέση της νομολογίας το καθήκον επιμέτρησης της ποινής βρίσκεται στους ώμους του πρωτόδικου δικαστή. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταφαίνεται ότι ήταν αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική (Βλέπε: Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 222, Σουπαρής ν. Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 58, Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 227).

Δυνατότητα επέμβασης παρέχεται μόνο όπου το στοιχείο της υπερβολής βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα από το συσχετισμό της προς το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορουμένου.

Έχουμε εξετάσει το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης σε συνδιασμό με όλους τους παράγοντες οι οποίοι διέπουν την επιμέτρηση της ποινής. Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει καθορίσει την ποινή μετά από στάθμιση και συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων. Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε στοιχείο έκδηλης υπερβολής. Αντίθετα, θεωρούμε την επιβληθείσα ποινή ως επιεική, ακόμα και μετά την ενεργοποίηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο ποινής τεσσάρων μηνών φυλάκισης με τριετή αναστολή για προηγούμενο παρόμοιο αδίκημα.

Η έφεση απορρίπτεται.

 

Δ.

Δ.

Δ.

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο