ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 2 ΑΑΔ 404

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6988

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Π.ΚΑΛΛΗ, Μ.ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Δ.

Μεταξύ:

Ανδρόνικου Ανδρονίκου

Εφεσείοντα

v.

Δημοκρατίας

Εφεσίβλητης

--------------------

Ημερομηνία: 1 Iουνίου 2001

Για τον εφεσείοντα: Ε.Φλουρέντζου και Κ.Ταμπούρλας

Για την εφεσίβλητη: Α.Κανναουρίδης και Ρ.Βραχίμη

Εφεσείων: Παρών

----------------------

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από το δικαστή Γ.Κωνσταντινίδη

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Γ.ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος σε τρεις κατηγορίες ως εξής:

1. Για εισαγωγή μέσω του αεροδρομίου Λάρνακας φυτικής κάνναβης βάρους 9647.4 γρ.

2. Για κατοχή της ίδιας ποσότητας του ελεγχόμενου φαρμάκου.

3. Για κατοχή της ίδιας ποσότητας του ελεγχόμενου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια του σε άλλα πρόσωπα.

Το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 χρόνων στις κατηγορίες 1 και 3. Στη δεύτερη δεν επέβαλε ποινή επειδή στηριζόταν στα ίδια γεγονότα. Ο εφεσείων προσβάλλει την

ποινή ως εκδήλως υπερβολική.

Τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν είναι συγκεκριμένα. Υποστηρίχθηκε ότι πρέπει να παρέμβουμε προς μείωση της ποινής επειδή το Κακουργιοδικείο:

α. Εσφαλμένα θεώρησε ότι ο εφεσείων ήταν ο "ιθύνων νους και ο οργανωτής της όλης επιχείρησης". Κατά την εισήγηση δεν υπήρχε θετική μαρτυρία προς τέτοια κατεύθυνση.

β. Εσφαλμένα δεν πρόσδωσε σημασία στο γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν άτομο περιορισμένης νοημοσύνης επειδή, όπως επεξηγήθηκε, "φάνηκε ότι ήταν ικανός για να οργανώσει και να εκτελέσει μια περίτεχνη επιχείρηση."

΄Εγινε συναφώς αναφορά σε πιστοποιητικό της Εθνικής Φρουράς για διαταραχές στη συμπεριφορά και χαμηλή νοημοσύνη του κατά την περίοδο 1991-1993 όπου οδήγησαν τελικά και στην απαλλαγή του από το υπόλοιπο των στρατιωτικών του υποχρεώσεων. Επίσης, σε γνωμάτευση ψυχιάτρου που το 1993 και το 1995 είχε εξετάσει τον εφεσείοντα. Είχε εκτιμηθεί από το ψυχίατρο πως ο εφεσείων είχε δείκτη νοημοσύνης χαμηλότερο του μέσου όρου και πως παρουσίαζε διαταραχές ως εξής:

"Οι διαταραχές της συμπεριφοράς του οφείλονται κατ΄εμέ, αρχικά στο ανώριμο εως ανόητο της προσωπικότητας του και στη δυσκολία που έχει να βάζει όρια μεταξύ του εαυτού του και των άλλων, που τον οδηγεί σε σύγχυση αρμοδιοτήτων, ευθυνών και καθηκόντων των διαφόρων προσώπων με τα οποία συναλλάσσεται.

Τα ως άνω έχουν ως επακόλουθο να καθιστούν δύσκολο εως αδύνατο μερικές φορές τον έλεγχο των παρορμήσεών του, και είναι έτσι πολύ εύκολο να οδηγηθεί σε αντικοινωνική συμπεριφορά, εφ΄όσον το σύστημα αξιών και αρχών μέσα του δεν είναι δομημένο. ΄Ομως δεν τον οδηγούν στο να χάνει τον έλεγχο της πραγματικότητας ή σε παραλήρημα. Λόγω των ανωτέρω είναι δύσκολη η θεραπευτική του αντιμετώπιση, καθ΄οτι ο ίδιος δεν έχει το απαραίτητο κίνητρο."

Πρέπει να έχουμε υπόψη από την αρχή πως ο εφεσείων δεν παραδέκτηκε ενοχή και πως, αφού βρέθηκε ένοχος, η αναφορά στη νοημοσύνη και στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του ήταν γενική, όχι δηλαδή ειδικά συσχετισμένη προς οτιδήποτε θα μπορούσε να αναφέρεται στη διάπραξη των εγκλημάτων. Συνοδεύτηκαν δε με την τελική δήλωση πως είναι αθώος.

Τα πιο κάτω αποτελούν τις βασικές διαπιστώσεις πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε η ποινική ευθύνη του εφεσείοντα. Στις 22.11.99 ταξίδευσε αεροπορικώς από την Κύπρο στο ΄Αμστερνταμ, μέσω Βουδαπέστης. ΄Οταν επέστρεφε την επομένη, είχε στην κατοχή του μια τσάντα που περιείχε περίπου 10 κιλά φυτικής κάνναβης, με σκοπό την εμπορία της. Τις συνθήκες της απόκτησης τους μπορούσε να τις ξέρει μόνο ο ίδιος και δεν τις αποκάλυψε. Παρέδωσε την τσάντα με τα ναρκωτικά για μεταφορά στο χώρο αποσκευών του αεροδρομίου. Επομένως, κατά τη διέλευση από το αεροδρόμιο και κατά το ταξίδι του δεν υπήρχε κίνδυνος ανακάλυψης του. ΄Οταν έφτασε στο αεροδρόμιο της Λάρνακας στις 23.11.99 αφού διήλθε με ασφάλεια από τον έλεγχο των διαβατηρίων, κατευθύνθηκε προς τον ιμάντα των αποσκευών. Κρατούσε στον ώμο του δεύτερη τσάντα, παρόμοια με την πρώτη και τις αντικατέστησε. ΄Αφησε την μια στο πάτωμα και κρατώντας τη δεύτερη προχώρησε προς την έξοδο όπου και το Τελωνείο. Είχε αφαιρέσει από την τσάντα με τα ναρκωτικά την ετικέττα αναγνώρισης την οποία και πέταξε σε σκυβαλοδοχείο και εισήλθε στο Τμήμα "Ουδέν προς Δήλωσιν". Η ετικέττα αναγνώρισης τοποθετείται στις αποσκευές που μεταφέρονται στο χώρο αποσκευών του αεροδρομίου. Επομένως, εμφανίστηκε ως να μετέφερε την τσάντα μαζί του καθ΄όλην τη διάρκεια του ταξιδιού του. Προφανώς αντένδειξη για μεταφορά παράνομου περιεχομένου. Ο Τελωνειακός Λειτουργός όμως τον κάλεσε να ανοίξει την τσάντα και ο εφεσείοντας έθεσε σε εφαρμογή το εναλλακτικό σχέδιο. Προσπάθησε να την ανοίξει με ορισμένα κλειδιά που κρατούσε, δεν τα κατάφερε και υποτίθεται ότι αντιλήφθηκε τότε πως δεν ήταν η δική του. Είπε στο Λειτουργό να επιστρέψουν στον ιμάντα "γιατί θα την γυρεύουν". Υπολόγιζε δηλαδή πως θα ανευρισκόταν εκεί η παρόμοια τσάντα που εγκατέλειψε και θα επιβεβαιωνόνταν ο ισχυρισμός του. Το πρόβλημα για τον εφεσείοντα ήταν πως η Αστυνομία τον παρακολουθούσε από την αρχή ως ύποπτο και, βεβαίως, είχαν γίνει αντιληπτές όλες οι κινήσεις του με λεπτομέρεια. Στη συνέχεια δε επιβεβαιώθηκε με κατάλληλη μαρτυρία και το γεγονός της μεταφοράς από τον ίδιο στο αεροδρόμιο του ΄Αμστερνταμ της τσάντας με τα ναρκωτικά.

Το Κακουργιοδικείο τόνισε τη σοβαρότητα των αδικημάτων και αναφέρθηκε στην ποινή της ισόβιας φυλάκισης που προβλέπεται. Επεσήμανε την έξαρση της διάπραξης τους και αναφέρθηκε στην υπόθεση Λουκάς Μιχαήλ v. Δημοκρατίας, Ποινική έφεση 6645 ημερ. 25.11.99 στην οποία τονίστηκε ότι "η αυξητική τάση του εγκλήματος θα έχει και την ανάλογη αντιμετώπιση από τα Δικαστήρια, με την ανύψωση δηλαδή των ποινών". Χαρακτήρισε την εμπορία των ναρκωτικών ως διάδοση αργού θανάτου και ως αιτία καταστροφής των νεαρών ανθρώπων προς τους οποίους οι έμποροι ναρκωτικών συνήθως στρέφονται. ΄Εκρινε πως με την επιβολή αυστηρής ποινής εκφράζει την καθολική απαίτηση της κοινωνίας να τεθεί φραγμός στη διάδοση των ναρκωτικών και να δοθεί το μήνυμα πως υπάρχει αποφασιστικότητα στην καταπολέμηση της μάστιγας των ναρκωτικών. Παρέπεμψε σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με τις ποινές που πρέπει να επιβάλλονται σε τέτοιες περιπτώσεις, αποτρεπτικές όπως σταθερά τονίζεται. (Βλ. Sultan v. Republic (1983) 2 C.L.R. 121, Rahma v. Republic (1984) 2 C.L.R. 363, Marco v. Republic (1987) 2 C.L.R. 188, Khalifeh v. Police (1987) 2 C.L.R. 161, Ahmad & others v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 35, Ghοli v. Δημοκρατίας, Ποιν.Εφ. 6223 ημερ. 30.1.97). ΄Εστρεψε την προσοχή του προς τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα τονίζοντας ταυτόχρονα πως η εξατομίκευση της ποινής δεν θα πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση της μέριμνας για την προστασία της κοινωνίας και παρέπεμψε στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Αρτεμίδη Δ. στην υπόθεση Λουκά Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (ανωτέρω):

"Τα Δικαστήρια της Κύπρου όπως και σχεδόν κάθε πολιτισμένης χώρας, επιβάλλουν ποινές προορισμένες να αποθαρρύνουν την εισαγωγή, κατοχή και διάθεση ναρκωτικών. Τα ναρκωτικά πλήττουν και συχνά ανεπανόρθωτα είναι μάστιγα που πλήττουν την υλική και ηθική ευημερία του ανθρώπου. Ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των ποινών, ο οποίος πρέπει να αντανακλάται και από το ύψος τους, αποτελεί το κύριο γνώρισμα τους. Οι προσωπικές περιστάσεις και τα ιδιαίτερα προβλήματα αδικοπραγούντων σε αυτού του είδους των υποθέσεων λαμβάνονται βέβαια σε κάποιο βαθμό υπόψη. Και η εξατομίκευση έχει τη θέση της. Αλλά δεν μπορεί να εξουδετερώσει ή να αποδυναμώσει τη μέριμνα για προστασία της κοινωνίας. Βλ. Παυλίδης κ.α. v. Αστυνομίας Ποιν. Εφ.6161 και 6162 ημερ. 15 Ιουλίου 1996)."

Έχουμε ήδη καταγράψει τα σημεία που συζητήθηκαν. Δεν αφορούν σε ο,τιδήποτε από τα πιο πάνω και ήταν σαφής η εισήγηση πως, στο πλαίσιο των αρχών, ενόψει της ιδιαίτερης σοβαρότητας αυτών των αδικημάτων, της έξαρσης τους και των ιδιαίτερων περιστατικών της περίπτωσης, ποινή όπως η επιβληθείσα δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως έκδηλα υπερβολική. Το πρώτο παράπονο του εφεσείοντα αφορά στο χαρακτηρισμό ως του "ιθύνοντα νου και οργανωτή της όλης επιχείρησης". Δεν υπάρχει, λέγει ο εφεσείοντας, μαρτυρία που να θεμελιώνει τέτοιο συμπέρασμα.

Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως δικαιολογείται παρέμβαση μας για τέτοιο λόγο. Το Κακουργιοδικείο, αφού επισήμανε, μάλιστα ως επιβαρυντικό παράγοντα, τον μελετημένο και μεθοδευμένο τρόπο με τον οποίο έδρασε ο εφεσείοντας, πρόσθεσε την επίμαχη εκτίμηση. ΄Ηταν αυτόδηλο πως υπήρχε σχέδιο δράσης που ακολούθησε ο εφεσείοντας και δεν τέθηκε ποτέ θέμα άλλων εμπλεκομένων σε σχέση προς τους οποίους αυτός θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε δευτερεύοντα ρόλο. Ο,τιδήποτε ανέφερε το Κακουργιοδικείο ήταν στην ουσία απλή περιγραφή των πράξεων του ίδιου του εφεσείοντα. Εκείνος ήταν που εφάρμοσε το σχέδιο για την εισαγωγή της σημαντικής ποσότητας των ναρκωτικών με σκοπό τη διάθεση τους σε άλλα πρόσωπα και δεν υπήρχε οτιδήποτε που να επιτρέπει ευνοϊκό γι΄αυτόν συσχετισμό αναφορικά με το ρόλο άλλων. ΄Ενας μπορεί να συμπεράνει πως υπήρχαν συνεργάτες, τουλάχιστον εκείνοι που προμήθευσαν τα ναρκωτικά στον εφεσείοντα. Ο εφεσείοντας δεν συνεργάστηκε με τις αρχές, δεν θέλησε να αποκαλύψει οτιδήποτε και δεν είναι νοητό να αντλεί επιχειρήματα από την απόκρυψη στοιχείων τα οποία μόνο εκείνος θα μπορούσε να δώσει.

Τώρα, ως προς το δεύτερο παράπονο του. ΄Εχουν και ως προς αυτό τη θέση τους οι προηγούμενες παρατηρήσεις μας. Οι διαταραχές στη συμπεριφορά και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας είναι παράγοντας που μπορεί να διαδραματίσει ρόλο κατά την επιμέτρηση της ποινής. ΄Οχι όμως οποιοδήποτε προδιαγεγραμμένο ρόλο. Αυτά δεν μπορεί παρά να είναι συναρτημένα και προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε το αδίκημα και, περαιτέρω, τη συσχέτιση της διάπραξης του προς αυτά. Στην υπόθεση El-Beyrouty & another v. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 543, λέχθηκε αυτό ακριβώς. Εκεί το θέμα αφορούσε στο ψυχικό κλονισμό και τη συναισθηματική ένταση που προκάλεσαν στον εφεσείοντα τραυματικές εμπειρίες. Εξηγήθηκε ότι αυτά ενώ αναγνωρίζονται ως παράγοντες που επενεργούν προς μετριασμό της ποινής, ο βαθμός της επενέργειας τους διαφέρει και ανάλογα με την προδιάθεση που προκαλούν για τη διάπραξη του αδικήματος. (Βλ. και Sentencing in Cyprus Γ.Μ. Πική σελ. 28 και 29 και Ψύλλας v. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 430).

Στην παρούσα περίπτωση έχουμε τον εφεσείοντα, όπως ορθά τόνισε το Κακουργιοδικείο, να οργανώνει και να εκτελεί μια περίτεχνη επιχείρηση παράνομης εισαγωγής σημαντικής ποσότητας ναρκωτικών. Τίποτε άλλο που θα ήταν δυνατό να τοποθετήσει στην εικόνα το δείκτη της νοημοσύνης ή τα άλλα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του. Αυτά τα ανασύρει ο εφεσείοντας τώρα, χωρίς όμως και να τα συσχετίζει, όπως μόνο ο ίδιος θα μπορούσε να κάμει, προς οτιδήποτε αφορά στην απόφαση του να εμπορευθεί ναρκωτικά. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το Κακουργιοδικείο, ενώ έδωσε κάποια σημασία και σ΄αυτόν τον παράγοντα, δεν έκρινε ότι αυτά μπορούσαν να είχαν, όπως σημείωσε, ιδιαίτερη βαρύτητα. Δεν διακρίνουμε ούτε σε σχέση μ΄αυτό το θέμα σφάλμα στην προσέγγιση του Κακουργιοδικείου. Τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν δεν ευσταθούν και η έφεση απορρίπτεται.

Γ.ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.

Π.ΚΑΛΛΗΣ, Δ.

Μ.ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.

/ΣΗ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο