ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 2 ΑΑΔ 285
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 7000.
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Δ.
Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,
Εφεσείοντα
- ν -
΄Αριστου Ευαγόρου,
Εφεσίβλητο υ.
_________________
24 Απριλίου, 2001
.Για τον εφεσείοντα: Ι. Λουκαϊδου (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
Για τον εφεσίβλητο: Ευαγ. Πουργουρίδης.
Εφεσίβλητος παρών.
__________________
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.
: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσειο Δικαστής Π. Καλλής.
___________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.
:Το Κατηγορητήριο
.Ο εφεσίβλητος αντιμετώπισε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) μια κατηγορία για τη διάπραξη του αδικήματος της παράνομης εργοδότησης αλλοδαπού κατά παράβαση των άρθρων 2, 14Β (1) (2) (3) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 (όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 50/88 και 100 (1)/96) και των Καν. 9(1) (ε) και 14 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών του 1972 (Κ.Δ.Π. 242/72). Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος την 5.10.2000, στο χωριό Πισσούρι, εργοδότησε τους τρεις αλλοδαπούς που αναφέρονται στο κατηγορητήριο. Παραδέχθηκε ενοχή και του επιβλήθηκε χρηματική ποινή £450.
Οι συνθήκες διάπραξης του αδικήματος
.Την 5.10.2000 και ώρα 13.00 δύο αστυνομικοί επισκέφθηκαν το εστιατόριο "Κάστρο", στο χωριό Πισσούρι, το οποίο ανήκει στον εφεσίβλητο. Είχαν πληροφορίες ότι εκεί εργάζονται παράνομα αλλοδαποί. Εντόπισαν τρεις αλλοδαπούς να εργάζονται στο πιο πάνω εστιατόριο. Οι δύο από αυτούς ήταν αντρόγυνο. ΄Ηλθαν στην Κύπρο μέσω μη εγκεκριμένου λιμανιού, του λιμανιού της Αμμοχώστου. Ανέφεραν ότι αρχικά πήγαν στην κατεχόμενη περιοχή της Κύπρου και στη συνέχεια εισήλθαν στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου. Η τρίτη αλλοδαπή ήλθε στην Κύπρο σαν επισκέπτρια. Της δόθηκε προσωρινή άδεια παραμονής και στη συνέχεια εργαζόταν στην επιχείρηση του εφεσίβλητου. Ο τελευταίος με θεληματική κατάθεση του παραδέχθηκε την πιο πάνω κατηγορία.
Η εκκαλούμενη απόφαση
.Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο δυσάρεστο - όπως το αποκάλεσε - φαινόμενο της παράνομης εισόδου αλλοδαπών στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας για εξεύρεση εργασίας και άλλων που ήλθαν νόμιμα και έχει λήξει η άδεια τους και συνεχίζουν να παραμένουν παράνομα για σκοπούς εργοδότησης. Παρατήρησε
ότι για τη δημιουργία αυτού του φαινομένου έχουν συμμετοχή μεγάλη και οι εργοδότες οι οποίοι προσφέρουν εργασία σε αυτούς "χωρίς να ενδιαφέρονται να κοιτάξουν εάν κατέχουν τις απαιτούμενες άδειες από τις αρμόδιες υπηρεσίες του κράτους". Υπέδειξε πως πρέπει οι ποινές να είναι τέτοιες "ώστε να συνετίζουν τους συγκεκριμένους κατηγορούμενους που προσάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου αλλά να παραδειγματίζουν και όλους τους υπόλοιπους οι οποίοι σκέφτονται ή σκοπεύουν να αδικοπραγήσουν κατά τον ίδιο τρόπο". Αφού, όπως αναφέρει στην απόφαση του, έλαβε υπόψη τις προσωπικές, οικονομικές και άλλες συνθήκες και περιστάσεις του εφεσίβλητου, το λευκό του μητρώο, τη συνεργασία του με τις διωκτικές αρχές και την άμεση παραδοχή του καθώς και την υπόσχεση του ότι δεν θα επαναλάβει αυτού του είδους το αδίκημα το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσίβλητο την εκκαλούμενη χρηματική ποινή των £450.Σημειώνουμε ότι στους πρώτους δύο αλλοδαπούς το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε ποινή δίμηνης φυλάκισης για το αδίκημα της εισόδου στην Κύπρο "μέσω μη εγκεκριμένου λιμένος" και στην τρίτη αλλοδαπή ποινή φυλάκισης 20 ημερών για το αδίκημα της διεξαγωγής επαγγέλματος χωρίς τη γραπτή άδεια του Λειτουργού Μεταναστεύσεως.
Η έφεση
.Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας έχει, με την παρούσα έφεση, εφεσιβάλει την ποινή. Η κα. Λουκαΐδου, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, υπέβαλε ότι η ποινή είναι ανεπαρκής, λαμβανομένης υπόψη της φύσης του αδικήματος, της συμμετοχής του εφεσίβλητου στη διάπραξη του, της έκτασης διάπραξης τέτοιων αδικημάτων και της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο.
Τόνισε ιδιαίτερα ότι ο εργοδότης έχει πιο σοβαρή ευθύνη από τον εργοδοτούμενο λόγω της οικονομικής του δύναμης και της πλεονεκτικής του θέσης έναντι του εργοδοτουμένου. Πρέπει - συνέχισε η κα. Λουκαϊδου - να επιβάλλονται αυστηρές ποινές γιατί η παράνομη εργοδότηση αλλοδαπών έχει δημιουργήσει τεράστια προβλήματα. Οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου - κατέληξε η κα. Λουκαϊδου - στις οποίες έχει δοθεί μεγάλη βαρύτητα από το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είναι τέτοιας φύσεως που να αντισταθμίζουν την ανάγκη για την επιβολή αποτρεπτικών ποινών.
Ο κ. Πουργουρίδης, εκ μέρους του εφεσίβλητου, έχει εγείρει προδικαστική ένσταση. Υπέβαλε ότι η έφεση δεν είναι έγκυρη γιατί δεν έχει υποβληθεί με την χρησιμοποίηση του καθορισμένου από τους κανονισμούς Τύπου. ΄Ερεισμα της ένστασης αποτέλεσε το άρθρο 137(3) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, σύμφωνα με το οποίο:
"(3) Κάθε ειδοποίηση έφεσης δυνάμει του άρθρου αυτού είναι στον καθορισμένο τύπο. Υπογράφεται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή από τέτοιο πρόσωπο ως αυτός ήθελε εξουσιοδοτήσει για το σκοπό αυτό και εκθέτει πλήρως τους λόγους επί τους οποίους αυτή βασίζεται."
Ο καθορισμένος τύπος, σύμφωνα με τον κ. Πουργουρίδη, είναι ο Τύπος 34 των περί Ποινικής Δικονομίας Κανονισμών (Δευτερογενής Νομοθεσία, Τόμος ΙΙ, σελ. 33) και όχι ο Τύπος 36 ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί στην παρούσα έφεση. Οι πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου 137(3) είναι επιτακτικές. Η μη συμμόρφωση με το Νόμο εκθεμελιώνει τη διαδικασία γιατί διεξάγεται χωρίς δικαιοδοσία. Το εφετήριο - κατέληξε ο κ. Πουργουρίδης - είναι άκυρο γιατί παραβιάζει το Νόμο.
Παρατηρούμε: Ο τύπος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί δεν είναι ο Τύπος 36 αλλά ο Τύπος 62G - Αναθεωρημένος (Form J. 62G - Revised). Το περιεχόμενο του τελευταίου είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο του Τύπου 36. Πρώτα απ΄ όλα η επικεφαλίδα του Τύπου 62G είναι "Τύπος ειδοποιήσεως εφέσεως εξ αποφάσεως Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου (΄Αρθρο 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960)" ενώ εκείνη του Τύπου 36 είναι "Τύπος αίτησης για άδεια έφεσης από απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου αρ. 135".
Σύμφωνα με τους φακέλους που τηρούνται στο Αρχείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο Τύπος 62G - Αναθεωρημένος υιοθετήθηκε το 1966 για να "συνάδει με τις συνθήκες του παρόντος δικαστικού συστήματος" (βλ. επιστολή του Αρχιπρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 26.10.1966 προς τον Διευθυντή του Κυβερνητικού Τυπογραφείου).
Ο Τύπος 34 τον οποίο επικαλείται ο κ. Πουργουρίδης αποτελεί μέρος του Παραρτήματος Α των πιο πάνω Κανονισμών. Σύμφωνα δε με τον Καν. 3 "οι τύποι του Παραρτήματος Α θα χρησιμοποιούνται σε σχέση με την Ποινική Δικονομία που προβλέπεται από το Νόμο με τέτοιες διαφοροποιήσεις όπως απαιτείται από τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης".
Οι συνήγοροι των δύο μερών δεν έχουν κατευθύνει την προσοχή τους στο γεγονός ότι δεν έχει χρησιμοποιηθεί ο Τύπος 36 - όπως διατείνεται ο κ. Πουργουρίδης - αλλά ο Τύπος J. 62G - αναθεωρημένος. Για το λόγο αυτό δεν έχουν επιχειρηματολογήσει επί της εγκυρότητας του χρησιμοποιηθέντος Τύπου
. ούτε και έχουν επιχειρηματολογήσει επί της εμβέλειας του πιο πάνω Καν. 3.Σύγκριση του περιεχομένου του χρησιμοποιηθέντος τύπου (J. 62G - αναθεωρημένος) με τον τύπο 34 αποκαλύπτει ότι περιέχουν σχεδόν τις ίδιες λεπτομέρειες. Οι διαφορές είναι οι εξής:
(α) Η επικεφαλίδα των δύο τύπων είναι διαφορετική.
(β) Από τον τύπο J. 62G απουσιάζει η ένδειξη "όνομα κατηγορουμένου" η οποία περιέχεται στον τύπο 34.
(γ) Ο χρησιμοποιηθείς τύπος περιέχει ερώτημα κατά πόσο "ο εφεσείων
επιθυμεί ν παρευρεθεί κατά την ακρόαση της εφέσεως", ενώ ο τύπος
34 δεν περιέχει τέτοιο ερώτημα.
(δ) Ο χρησιμοποιηθείς τύπος περιέχει τις εξής αναφορές οι οποίες δεν
περιέχονται στον τύπο 34:
"Ημερομηνία παραλαβής εν των Επαρχιακώ Δικαστηρίω:
Ποινική ΄Εφεσις υπ΄ αρ.: Πρωτοκολλητής
Ημερομηνία παραλαβής εν τω Ανωτάτω Δικαστηρίω:
P>
Αρ χιπρωτοκολλητής."
Αναφορικά με την παραγ. (β), πιο πάνω, το εφετήριο έχει προσαρμοσθεί με τρόπο που περιλαμβάνει και το όνομα του κατηγορουμένου γιατί έχει χρησιμοποιηθεί η φράση "όνομα εφεσίβλητου".
Λαμβάνουμε υπόψη ότι ο χρησιμοποιηθείς τύπος δεν είναι ο τύπος 36 τον οποίο έχει επικαλεσθεί ο κ. Πουργουρίδης αλλά αναθεωρημένος τύπος. Λαμβάνουμε, επίσης, υπόψη τη δυνατότητα που παρέχεται από τον Καν. 3 για χρησιμοποίηση των προβλεπόμενων από το Παράρτημα Α τύπων με διαφοροποιήσεις όπως απαιτείται από τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Τέλος λαμβάνουμε υπόψη ότι ο χρησιμοποιηθείς αναθεωρημένος τύπος, ο οποίος έχει καθιερωθεί από το 1966, έχει διαφοροποιηθεί και από τον εφεσείοντα για να συνάδει με τις ανάγκες της παρούσας υπόθεσης.
Δεν έχει τεκμηριωθεί ότι ο χρησιμοποιηθείς τύπος με τον τρόπο που έχει διαφοροποιηθεί δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις που προδιαγράφονται τόσο από το Νόμο όσο και από τον πιο πάνω Καν. 3. ΄Επεται πως η σχετική προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί.
Θα προσθέσουμε και τα εξής: Ακόμη και αν ο χρησιμοποιηθείς τύπος δεν ικανοποιεί τις πιο πάνω απαιτήσεις και πάλιν δεν θα οδηγούσε στις συνέπειες που έχει εισηγηθεί ο κ. Πουργουρίδης. Οι λόγοι είναι οι ακόλουθοι:
Το άρθρο 137 (3) του Κεφ. 155 το οποίο ρυθμίζει τα της έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας προβλέπει ότι η έφεση δυνάμει του άρθρου αυτού "είναι στον καθορισμένο τύπο". Αντίθετα το άρθρο 138 του Κεφ. 155 το οποίο διέπει τα της έφεσης από καταδικασθέντα πρόσωπα προβλέπει (βλ. εδάφιο (α)) ότι κάθε ειδοποίηση έφεσης είναι στον καθορισμένο τύπο και στη συνέχεια (βλ. εδάφιο (δ)) προβλέπει ότι "καμιά ειδοποίηση έφεσης ... είναι έγκυρη εκτός αν πληρεί τις απαιτήσεις του άρθρου αυτού".
Αν λοιπόν ο Νομοθέτης είχε την πρόθεση που του αποδίδει ο κ. Πουργουρίδης - περί μη εγκυρότητας του εφετηρίου - θα περιλάμβανε και στο άρθρο 137 πρόνοια παρόμοια με εκείνη του εδαφίου (δ) του άρθρου 138. Η απουσία τέτοιας πρόνοιας στο άρθρο 137 καταδείχνει ότι η μη
χρησιμοποίηση του καθορισμένου τύπου δεν καθιστά την έφεση άκυρη. Συναφώς το άρθρο 36 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, προβλέπει:"36. Εκτός αν διαφορετικά ρητά προνοείται, όταν καθορίζονται τύποι, μικρές παρεκκλίσεις από αυτούς, ή αναγκαίες αλλαγές σε αυτούς οι οποίες δεν επηρεάζουν την ουσία ή οι οποίες δεν υπολογίζουν να παραπλανήσουν δεν τους καθιστούν άκυρους."
Εφόσο, αντίθετα, με τα όσα προβλέπονται από το άρθρο 138 (δ) του Κεφ. 155, το άρθρο 137(3) δεν περιέχει ρήτρα για μη εγκυρότητα της έφεσης, η οποιαδήποτε "παρέκκλιση από τους τύπους ή αναγκαία αλλαγή σε αυτούς" δεν έχει επηρεάσει την ουσία και δεν υπολόγιζε να παραπλανήσει. ΄Επεται πως ο χρησιμοποιηθείς τύπος δεν θα μπορούσε - και εν όψει του άρθρου 36 του Κεφ. 1 - να καταστεί άκυρος.
Αναφορικά με την ουσία της έφεσης ο κ. Πουργουρίδης υπέβαλε ότι το Εφετείο στερείται δικαιοδοσίας να μετατρέψει την εκκαλούμενη ποινή από χρηματική ποινή σε φυλάκιση.
Νομικό βάθρο της εισήγησης του ήταν τα εδάφια (2) και (3) (β) του άρθρου 145 του Κεφ. 155 τα οποία προβλέπουν:
"(2) Κατά την εκδίκαση έφεσης κατά ποινής, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να αυξήσει, μειώσει ή μετατρέψει την ποινή.
(3) Κατά την εκδίκαση έφεσης που ασκήθηκε από ή με έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας -
(α) .................
(β) από απόφαση για το λόγο ότι η ποινή ήταν ανεπαρκής το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται -
(ι) να αυξήσει την ποινή
.(ιι) να απορρίψει την έφεση."
Ο κ. Πουργουρίδης υπέβαλε ότι δυνάμει του εδαφίου 2 του άρθρου 145 το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να μετατρέψει την ποινή από χρηματική ποινή σε φυλάκιση και αντίστροφα. Τέτοια, όμως, εξουσία δεν του παρέχεται από το εδάφιο 3 (β) του ίδιου άρθρου. Το τελευταίο παρέχει εξουσία για αύξηση του είδους της ποινής που έχει επιβληθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ή απόρριψη της έφεσης. Αν π.χ. ο Γενικός Εισαγγελέας έχει εφεσιβάλει χρηματική ποινή λόγω ανεπάρκειας το Ανώτατο Δικαστήριο, σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, έχει δικαιοδοσία να αυξήσει τη χρηματική ποινή αλλά δεν έχει εξουσία να επιβάλει ποινή φυλάκισης.
Ο κ. Πουργουρίδης έκαμε αναφορά στο άρθρο 11 του Συντάγματος το οποίο διασφαλίζει το δικαίωμα ελευθερίας και προσωπικής ασφάλειας και στο - αντίστοιχο - άρθρο 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών. Υπέβαλε ότι για να στερηθεί κάποιος της ελευθερίας του πρέπει να το προβλέπει ο Νόμος. Πρόκειται για ανθρώπινο δικαίωμα - κατέληξε ο κ. Πουργουρίδης - και για ερμηνεία ποινικού νόμου, ο οποίος, σύμφωνα με τους κανόνες ερμηνείας πρέπει να ερμηνεύεται αυστηρά.
Συμφωνούμε με την τελευταία εισήγηση του κ. Πουργουρίδη περί αυστηρής ερμηνείας των ποινικών νόμων. Αυτή η προσέγγιση βρίσκει απόλυτο έρεισμα στη Νομολογία. Διαφωνούμε, όμως, με τις υπόλοιπες εισηγήσεις του. Τους λόγους θα τους εξηγήσουμε στη συνέχεια.
Το εδάφιο (2) του άρθρου 145 του Κεφ. 155 ρυθμίζει τις εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση έφεσης κατά ποινής από καταδικασθέντα πρόσωπο. Στόχος του νομοθέτη, ως καταφαίνεται από το λεκτικό του επίμαχου εδαφίου, ήταν να ρυθμίσει τις εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην περίπτωση έφεσης από καταδικασθέντα. Στόχος του τελευταίου, όταν εφεσιβάλλει μια ποινή είναι, μέσα από την επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, να την καταστήσει ελαφρότερη. Ο Νόμος όμως προέβλεψε, σε εκείνη την περίπτωση, και δυνατότητα για δυσμενέστερα αποτελέσματα για τον εφεσείοντα, προβλέποντας εξουσία όχι μόνο για μείωση ή μετατροπή, αλλά και για αύξηση της ποινής. Τέτοια δυνατότητα δεν προβλέπεται στην περίπτωση έφεσης κατά ποινής που ασκεί ο Γενικός Εισαγγελέας. ΄Εφεση από το Γενικό Εισαγγελέα, που θέτει υπό την κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου την κατ΄ ισχυρισμό ανεπάρκεια της ποινής, μπορεί είτε να απορριφθεί είτε να απολήξει σε αύξηση της ποινής. Δεν
παρέχει ο νόμος δυνατότητα για επιεικέστερη μεταχείριση και είναι σ΄αυτό που έγκειται η σημασία της διαφοροποίησης στη διατύπωση των δύο προνοιών. Είναι δε σαφές πως στον όρο "αύξηση" της ποινής περιλαμβάνεται και η αντικατάσταση ποινής προστίμου με ποινή φυλάκισης. ΄Αλλη προσέγγιση δεν θα προήγαγε τον προφανή σκοπό του νομοθετήματος (βλ. Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ κ.α. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερμασόγειας, Α.Ε. 1804/20.5.98 και Vita-Ora v. Republic (1973) 3 C.L.R. 273), θα οδηγούσε σε παράλογα ή άτοπα αποτελέσματα (βλ. Kyriakides v. Republic (1979) 3 C.L.R., 86) και θα αντιστρατευόταν και το νόημα της "αύξησης", ως του μέσου για την άρση της ανεπάρκειας που διαπιστώνεται. ΄Οπως έχει η εισήγηση του κ. Πουργουρίδη χρηματική ποινή μπορεί να αυξηθεί σε χρηματική ποινή, ποινή φυλάκισης μπορεί να αυξηθεί σε φυλάκιση και διαταγή "για παροχή εγγυήσεως δια την τήρηση της τάξεως και καλή διαγωγή" - η οποία είναι και αυτή μια από τις ποινές που μπορεί να επιβάλει ένα δικαστήριο σύμφωνα με τα άρθρα 26 και 32 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 - μπορεί να αυξηθεί μόνο με την αύξηση του ποσού της εγγυήσεως ή του χρονικού διαστήματος.Ο όρος "να αυξήσει την ποινή" δεν περιορίζεται σε ποσοτική αύξηση της εκκαλούμενης ποινής αλλά και σε ποιοτική αύξηση της. Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξουσία, σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης να προβεί σε επιλογή τόσο του είδους όσο και του ύψους της ποινής και να επιβάλει οποιαδήποτε από τις ποινές που προβλέπει ο οικείος Νόμος ή και τις δύο.
Σε σχέση με το λόγο έφεσης που έχει προωθήσει η κα. Λουκαϊδου ο κ. Πουργουρίδης υπέβαλε ότι η κα. Λουκαΐδου έχει επιδιώξει την ακύρωση της εκκαλούμενης ποινής και την αντικατάσταση της με ποινή φυλάκισης. Υπέβαλε, με αναφορά στην υπόθεση
Mirachis v. Police (1965) 2 C.L.R. 28, ότι η ποινή φυλάκισης επιβάλλεται μόνο όπου τα άλλα - διαζευκτικά - μέτρα τιμωρίας είναι ακατάλληλα για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Οι ποινές - συνέχισε ο κ. Πουργουρίδης - δεν πρέπει να είναι τυποποιημένες (βλ. Altieri v. Police (1967) 2 C.L.R. 140). Ο Νομοθέτης καθόρισε ανώτατο όριο ποινής για να παρέχεται η ευχέρεια στο Δικαστήριο να καθορίζει την ποινή με βάση τις περιστάσεις της κάθε περίπτωσης. Το δικαστήριο πρέπει να προβαίνει σε εξατομίκευση της ποινής και να μη προσδίδει υπέρ το δέον βαρύτητα στη σοβαρότητα του αδικήματος. Τέλος ο κ. Πουργουρίδης αναφέρθηκε στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου. Υπέβαλε ότι πρόκειται για άτομο με καθαρό ποινικό μητρώο και με μειωμένη κρίση που βρέθηκε στην ανάγκη να εργοδοτήσει αλλοδαπούς. Η υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Μονιάτη, Ποινική ΄Εφεση 6967/13.11.2000 στην οποία αναφέρθηκε η κα. Λουκαΐδου δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής λόγω της μειωμένης κρίσης του εφεσίβλητου και γιατί η κάθε περίπτωση πρέπει να κρίνεται με βάση τα δικά της περιστατικά.Πρόκειται για έφεση κατά της ανέπαρκειας ποινής. Το Εφετείο επεμβαίνει αν η ποινή είναι πρόδηλα ανεπαρκής τιμωρία για τον κατηγορούμενο, δεν ικανοποιεί το σκοπό του Νόμου, δεν ενεργεί ως αποτρεπτική και δεν προστατεύει το κοινό (Βλ.
Attorney-General v. Kouppis and Others (1961) C.L.R. 188 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355).Αναφορικά με την εισήγηση για εξατομίκευση της ποινής υπενθυμίζουμε ότι αυτή δεν οδηγεί σε εξουδετέρωση της αποτελεσματικότητας του Νόμου (βλ. Beyrouty κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 543). Η διαδικασία εξατομίκευσης της ποινής δεν συνεπάγεται εξουδετέρωση ούτε της σοβαρότητας του αδικήματος ούτε του στοιχείου της αποτροπής όταν συντρέχουν λόγοι για την απόδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην ποινή. Η εξατομίκευση της ποινής επιτυγχάνεται μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της ποινής (βλ. Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ., 132, Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248, Μουσικός ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ., 286 και Σολωμού ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 324
).Οι παραμέτροι θεώρησης της ανεπάρκειας της ποινής σε σχέση με το συγκεκριμένο αδίκημα έχουν προσδιορισθεί στην Μονιάτη (πιο πάνω) από την οποία μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα:
"Δεν έχουμε καμιά αμφιβολία πως η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο είναι εκδήλως ανεπαρκής. Η πρόβλεψη για τη περίπτωση των εργοδοτών ποινής αισθητά αυστηρότερης σε σύγκριση με ανάλογα αδικήματα των αλλοδαπών εργοδοτουμένων, είναι εξ αρχής προσδιοριστική της εντονότερης αποδοκιμασίας της δικής τους συμμετοχής στην ανησυχητική κατάσταση που δημιουργεί η μεγάλη συχνότητα με την οποία εμφανίζονται αυτά τα κρούσματα. Δικαίως, θα λέγαμε, αν συνυπολογίσουμε πως δεν έχουμε να κάμουμε στην περίπτωση αυτή με τον κατά τεκμήριο οικονομικά αδύνατο που αναζητά πόρους για επιβίωση. Αυτό το πλήγμα, η μαζική, όπως διαπιστώθηκε, παράνομη είσοδος αλλοδαπών, για την οποία κατ΄ επανάληψη κρίθηκε αναγκαία η επιβολή αποτρεπτικών ποινών, δεν μπορεί παρά να συνδεθεί με την προσδοκία που τέτοια στάση των εργοδοτών δικαιολογεί, για εξασφάλιση, κάτω από συνθήκες δύσκολα εξακριβώσιμες, κρυφής απασχόλησης.
Χρειάζεται, λοιπόν, για πρόσθετους λόγους αποτρεπτική ποινή για αδίκημα αυτής της φύσης και πράγματι, κάτω από τέτοιες συνθήκες, δεν ήταν ορθή η πρόσδοση τόσο αποφασιστικής σημασίας στο γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δεν βαρυνόταν με προηγούμενες καταδίκες."
(Βλ. και Γενικός Εισαγγελέας ν. Μιχαήλ, Ποινική ΄Εφεση 6979/2.2.2001
).Η ανησυχητική συχνότητα με την οποία διαπράττεται το αδίκημα έχει επισημανθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Η δε ανάγκη για την επιβολή αποτρεπτικών ποινών για το συγκεκριμένο αδίκημα έχει τονιστεί από το Εφετείο σε κάθε περίπτωση. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε την έξαρση στη διάπραξη του αδικήματος. Το απεκάλεσε μάλιστα δυσάρεστο φαινόμενο. Τόνισε την ανάγκη για την επιβολή αποτρεπτικών ποινών για σκοπούς παραδειγματικότητας.
Παρά τη σοβαρότητα του αδικήματος το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τρία χρόνια ή με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή και με τις δύο αυτές ποινές και παρά την πιο πάνω επισήμανση του, το Πρωτόδικο Δικαστήριο στο τέλος επέβαλε την εκκαλούμενη χρηματική ποινή των £450 λόγω κυρίως των προσωπικών περιστάσεων του εφεσίβλητου και του λευκού του μητρώου. Θεωρούμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λειτούργησε εσφαλμένα. Σύμφωνα με τη νομολογία η σημασία των προσωπικών περιστάσεων αμβλύνεται όταν διαπιστώνεται - όπως ήταν εδώ η περίπτωση - η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. BISCO (1991) 2 Α.Α.Δ. 16, Atallah v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 94, Ali Hassan v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 143 και Moustafa Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248
).Η ανησυχητική έξαρση στη διάπραξη του αδικήματος με όλες τις σοβαρές συνέπειες τις οποίες συνεπάγεται στην αγορά εργασίας και στην οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου υπαγορεύει την αυστηρή αντιμετώπιση του. Προβάλλει λοιπόν επιτακτική η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών.
Η μαζική παράνομη κάθοδος αλλοδαπών στην Κύπρο πρέπει να οφείλεται και στην προσδοκία εργοδότησης τους. Αυτή η προσδοκία βέβαια καλλιεργείται από εργοδότες όπως τον εφεσίβλητο. Η απροθυμία των Κυπρίων εργοδοτών να εργοδοτήσουν παράνομα αλλοδαπούς θα αποτελούσε παράγοντα ανασταλτικό της παράνομης καθόδου τους στην Κύπρο. Θα προσθέταμε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις είναι προφανής ο οικονομικός
στόχος και πρέπει όλοι να έχουν υπόψη ότι δεν είναι ανεκτός ο προσπορισμός οικονομικού οφέλους δια της παρανομίας. Χρηματική ποινή όχι μόνο δεν ενεργεί ως αποτρεπτική, όχι μόνο δεν αποτελεί επαρκή τιμωρία αλλά στέλλει και λανθασμένα μηνύματα στους επίδοξους παραβάτες.Αφού ελάβαμε υπόψη και εσταθμίσαμε κάθε σχετικό παράγοντα θεωρούμε ότι η ποινή φυλάκισης είναι αναπόφευκτη. Παραμερίζουμε την πρωτόδικη απόφαση και επιβάλλουμε στον εφεσίβλητο ποινή φυλάκισης 2 μηνών.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.