ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 2 ΑΑΔ 74

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6979

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ δ/στών

 

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας

Εφεσεί οντες

και

Στέφανος Μιχαήλ από τη Λεμεσό

Εφεσίβ λητος

------------------------

 

2 Φεβρουαρίου 2001

Για τους εφεσείοντες: Ν. Ταλαρίδου.

Για τον εφεσίβλητο: Π. Αγγελίδης.

---------------------------

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: ΄Ελεγχος από αστυφύλακα που διενεργήθηκε στο εστιατόριο του εφεσίβλητου, με την επωνυμία "RUSSIAN RESTAURANT" στην οδό Φρ. Ρούσβελτ στη Λεμεσό, αποκάλυψε την εργοδότηση αλλοδαπής χωρίς την απαιτούμενη από το Νόμο άδεια. Επρόκειτο για τη συγκατηγορούμενη του εφεσίβλητου η οποία εξυπηρετούσε πελάτες και καθάριζε τα τραπέζια του εστιατορίου.

Η αλλοδαπή κατηγορήθηκε για παραμονή στη Δημοκρατία μετά τη λήξη της άδειας της και για διεξαγωγή επαγγέλματος χωρίς την απαιτούμενη άδεια, κατά παράβαση των σχετικών διάταξεων του άρθρου 19 του περι Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε. Ο εφεσίβλητος, για εργοδότηση αλλοδαπού χωρίς την απαιτούμενη άδεια, κατά παράβαση του άρθρου 14Β του ίδιου Νόμου, όπως το εισήγαγε ο Νόμος 100(Ι)/96.

Οι κατηγορούμενοι παραδέχθηκαν ενοχή και, σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως τα πρόβαλε ο εφεσίβλητος σε γραπτή του κατάθεση, διατηρούσε δεσμό με την αλλοδαπή, και εξαιτίας της απουσίας της κυπρίας υπαλλήλου του η αλλοδαπή προσελήφθη εκείνη την ημέρα, δοκιμαστικά.

Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ισχυρή άποψη αναφορικά με την σοβαρότητα των αδικημάτων. Θα την παραθέσουμε ολόκληρη γιατί προσφέρει oρθό υπόβαθρο.

"Τα αδικήματα παράνομης παραμονής αλλοδαπών στην Κύπρο και τα άλλα συναφή και συνεπακόλουθα αδικήματα όπως αυτό της παράνομης εργοδότησης τους έχουν προσλάβει τελευταία ανησυχητικές διαστάσεις γεγονός που επενεργεί επιβαρυντικά στην αντιμετώπιση αδικημάτων αυτής της κατηγορίας. Λόγω της παρατηρούμενης έξαρσης των αδικημάτων με έκδηλες τις αρνητικές επιπτώσεις στη ζωή του τόπου καθίσταται αναγκαία η επιβολή αποτρεπτικών ποινών όπως άλλωστε τονίστηκε μεταξύ άλλων στις υποθέσεις Mohamed El Feky κ.α. ν. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 16, Nazari v. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 231 και Mohamet v. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 295. Εχει τονιστεί σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι τελευταία η Κύπρος αντιμετωπίζει οξύ πρόβλημα από την παράνομη παραμονή αλλοδαπών. ΄Εχει σημειωθεί μια κατακόρυφη αυξητική τάση και ο αριθμός του συνόλου των ευρισκομένων στην Κύπρο παράνομα έχει φθάσει σε τόσο ψηλά επίπεδα ώστε από τη μια καθίσταται δύσκολη η αποτελεσματική αστυνόμευση και από την άλλη δημιουργούνται σοβαρές επιπτώσεις σε διάφορους τομείς οικονομικούς, κοινωνικούς και άλλους. Τα αδικήματα της παράνομης εργοδότησης αλλοδαπών συντηρούν και υποβοηθούν τη διάπραξη των αδικημάτων της παράνομης παραμονής στην Κύπρο."

 

Εν τούτοις, έκρινε πως η ποινή άμεσης φυλάκισης ήταν αναπόφευκτη μόνο στην περίπτωση της αλλοδαπής, "με βάση τη νομολογία και την έξαρση αυτών των αδικημάτων". Γιατί αυτά δεν έπρεπε να ασκήσουν όμοια επίδραση και στην περίπτωση του εφεσιβλήτου, δεν εξηγήθηκε. ΄Οσα δε αναφέρθηκαν σε σχέση με τη διάρκεια και τον τρόπο της εργοδότησης, τη σχέση των κατηγορουμένων, το λευκό ποινικό μητρώο και την ομολογία τους, ήταν κοινά και για τους δυο. Επέβαλε ποινή άμεσης φυλάκισης 20 ημερών στην αλλοδαπή και πρόστιμο £350 στον εφεσίβλητο και αντικείμενο της έφεσης που άσκησε ο Γενικός Εισαγγελέας είναι η επάρκεια της ποινής του προστίμου.

Είχαμε πολύ πρόσφατα επιληφθεί παρόμοιας περίπτωσης και η κα Ταλαρίδου μας παρέπεμψε στην απόφασή μας (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χρύσανθου Μονιάτη ημερομηνίας 13.11.2000). Αναφερθήκαμε στη νομολογία, αποδοκιμάσαμε ανάλογο χειρισμό, παραμερίσαμε την ποινή προστίμου και την αντικαταστήσαμε με ποινή άμεσης φυλάκισης δυο μηνών. Ο κ. Αγγελίδης εισηγήθηκε πως στην παρούσα υπόθεση υπήρχε περιθώριο για επιλογή της ποινής του προστίμου, που και αυτή προβλέπεται από το Νόμο. Επικαλέστηκε τα περιστατικά όπως τα συνοψίσαμε, τόνισε τη μικρή διάρκεια της εργοδότησης και όσα άλλα σημείωσε και το πρωτόδικο δικαστήριο. Υποστήριξε πως ήταν αντιφατική η ενέργεια του Γενικού Εισαγγελέα να μή εφεσιβάλει και την ποινή που επιβλήθηκε κατά της αλλοδαπής αφού τα αδικήματα που εκείνη διέπραξε ήταν σοβαρότερα και προτείνει πως, συνολικά, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έχει εκφύγει από τα ακραία όρια της διακριτικής του εξουσίας.

Δεν είναι ορθό, και το υποδείξαμε κατά την ακρόαση, πως ήταν σοβαρότερα τα αδικήματα που διέπραξε η αλλοδαπή. Ορθό είναι το αντίθετο, και το επισημάναμε και στην υπόθεση που αναφέρθηκε με αναφορά και στην αυξημένη ποινή που προβλέπει ο Νόμος στην περίπτωση των εργοδοτών:

"Η πρόβλεψη για την περίπτωση των εργοδοτών ποινής αισθητά αυστηρότερης σε σύγκριση με ανάλογα αδικήματα των αλλοδαπών εργοδοτουμένων, είναι εξ αρχής προσδιοριστική της εντονότερης αποδοκιμασίας της δικής τους συμμετοχής στην ανησυχητική κατάσταση που δημιουργεί η μεγάλη συχνότητα με την οποία εμφανίζονται αυτά τα κρούσματα. Δικαίως, θα λέγαμε, αν συν-υπολογίσουμε πως δεν έχουμε να κάμουμε στην περίπτωση αυτή με τον κατά τεκμήριο οικονομικά αδύνατο που αναζητά πόρους για επιβίωση. Αυτό το πλήγμα, η μαζική, όπως διαπιστώθηκε, παράνομη είσοδος αλλοδαπών, για την οποία κατ΄επανάληψη κρίθηκε αναγκαία η επιβολή αποτρεπτικών ποινών, δεν μπορεί παρά να συνδεθεί με την προσδοκία που τέτοια στάση των εργοδοτών δικαιολογεί, για εξασφάλιση, κάτω από συνθήκες δύσκολα εξακριβώσιμες, κρυφής απασχόλησης. Χρειάζεται, λοιπόν, για πρόσθετους λόγους αποτρε-πτική ποινή για αδίκημα αυτής της φύσης και πράγματι, κάτω από τέτοιες συνθήκες, δεν ήταν ορθή η πρόσδοση τόσο αποφασιστικής σημασίας στο γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δεν βαρυνόταν με προηγού-μενες καταδίκες."

 

 

Δεν υπάρχουν ουσιαστικά διαφοροποιητικά στοιχεία στην παρούσα υπόθεση και καταλήγουμε και εδώ πως η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο είναι εκδήλως ανεπαρκής. Η ομολογία του εφεσίβλητου ήταν, εν πάση περιπτώσει, μειωμένης σημασίας αφού ήταν αυτόφορο το αδίκημα και η αναφορά σε μικρή χρονική διάρκεια της εργοδότησης παραγνωρίζει το γεγονός ότι αυτή, έστω ως "δοκιμαστική", είχε την προοπτική της συνέχειας και διακόπηκε με την επέμβαση της αστυνομίας. Προσδόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα σε παράγοντες που κατά τη νομολογία, όπως την παρέθεσε και το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν μπορούν να αφεθούν να οδηγήσουν σε μή αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου και, βέβαια, να αναιρέσουν όσα τονίστηκαν σε σχέση με την ανάγκη αποτροπής. Δεν θέλουμε να πούμε ότι όσα λέχθηκαν, ιδιαίτερα τα αναφερόμενα στο λευκό ποινικό μητρώο του εφεσίβλητου, είναι άσχετα. Αναμφιβόλως θα έπρεπε να βρούν την αντανάκλασή τους στην έκταση της ποινής, η οποία, σύμφωνα με το Νόμο, μπορεί να είναι μέχρι τρία χρόνια φυλάκιση και μέχρι £5,000 πρόστιμο. ΄Ηταν αναπόφευκτη, όμως, η ποινή της φυλάκισης, η έφεση επιτυγχάνει, παραμερίζουμε την πρωτόδικη απόφαση και επιβάλλουμε στον εφεσίβλητο ποινή άμεσης φυλάκισης δυο μηνών.

Κωνσταντινίδης Δ.

Καλλής Δ.

Κρονίδης Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/MΣι.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο