ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 2 ΑΑΔ 115
23 Φεβρουαρίου, 2000
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΑΒΒΑ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6753)
Ποινή ― Πρόκληση θανάτου λόγω επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 όπως τροποποιήθηκε ― Οδήγηση οχήματος υπό την επήρεια οινοπνευματωδών ποτών κατά παράβαση του Άρθρου 9(1)(2) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν. 86/72) ― Αποφυγή παροχής δείγματος εκπνοής σε Αστυνομικό κατά παράβαση των Άρθρων 2, 5, 6(1)(4)(5) 8 και 11 του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου του 1986 (Ν. 174/86) ― Εγκατάλειψη σκηνής ατυχήματος χωρίς παροχή βοήθειας κατά παράβαση του Άρθρου 235 Α(1)(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε ― Τρεις προηγούμενες καταδίκες για υπερβολική ταχύτητα ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 15 μηνών στην 1η και 4η κατηγορία και στέρηση δικαιώματος κατοχής ή απόκτησης άδειας οδηγού για διάφορες περιόδους κατά αδίκημα, με μεγαλύτερη εκείνη των 4 χρόνων στην 1η κατηγορία ― Επικυρώθηκαν κατ' έφεση.
Μηχανοκίνητα οχήματα ― Οδήγηση οχήματος υπό την επήρεια οινοπνεύματος ― Ποία τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ― Κατά πόσο χρειάζεται απαραιτήτως επιστημονική μαρτυρία ― Επηρεασμός οδηγού από την κατανάλωση οινοπνεύματος ― Πως αποδεικνύεται.
Ποινικός Κώδικας ― Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Τρόπος στοιχειοθέτησης του αδικήματος μετά την τροποποίηση που επέφερε ο Ν. 111/89.
Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Πρέπει να επιβάλλεται στις περιπτώσεις τροχαίων δυστυχημάτων που έχουν προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις και απέβησαν χαίνουσα πληγή στην Κυπριακή κοινωνία.
Γύρω στις 3.30 π.μ. της 23.8.98 ο εφεσείων παρέσυρε και τραυμάτισε θανάσιμα το θύμα το οποίο στεκόταν δίπλα από το σταθμευμένο αυτοκίνητο του στη Λεωφόρο Μακαρίου στη Λάρνακα. Ο εφεσείων οδήγησε το αυτοκίνητό του ακριβώς δίπλα από το σταθμευμένο αυτοκίνητο και κτύπησε το θύμα χωρίς να το δει. Επέπεσε πάνω του με αμείωτη ταχύτητα και τον εκτίναξε σε απόσταση 22 μέτρων. Ο εφεσείων οδηγούσε το διπλοκάμπινό του υπό την επήρεια ακλοόλ, αρνήθηκε να υποβληθεί σε άλκοτεστ και εγκατέλειψε τη σκηνή του ατυχήματος αφήνοντας το θύμα αβοήθητο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ένοχο τον κατηγορούμενο σε όλες τις κατηγορίες και του επέβαλε τις συντρέχουσες ποινές φυλάκισης και τη στέρηση της άδειας οδήγησης οχήματος που αναφέρονται στις πιο πάνω εισαγωγικές σημειώσεις.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε τόσο την καταδίκη όσο και την ποινή υποστηρίζοντας ότι αυτή είναι έκδηλα υπερβολική.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διέπραξε σφάλμα. Η μαρτυρία ήταν συντριπτική και έδειχνε προς μια και μόνο κατεύθυνση. Ο τρόπος οδήγησης του αυτοκινήτου του, το ότι μύριζε έντονα οινόπνευμα σε συνδυασμό και προς τη μαρτυρία για κατανάλωση αλκοόλ και η συμπεριφορά του, αποδείκνυαν χωρίς καμιά αμφιβολία τη μειωμένη ικανότητα οδήγησης του οχήματός του λόγω του οινοπνεύματος. Δεν είναι ορθή η εισήγηση πως χρειαζόταν απαραιτήτως επιστημονική μαρτυρία για να αποδειχθεί ότι ο εφεσείων οδηγούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος. Η ορθή θέση είναι πως αποδεικνύεται ο επηρεασμός και με μαρτυρία για ασταθή οδήγηση ή δυστύχημα στο οποίο δεν θα εμπλεκόταν κανονικός οδηγός μαζί με μαρτυρία για κατανάλωση οινοπνεύματος. Περαιτέρω με μαρτυρία για την κατάσταση του οδηγού και κάποια μαρτυρία πως αυτή οφείλεται σε οινόπνευμα και όχι σε ασθένεια.
2. Στην Αγγλία, σε σειρά υποθέσεων, κρίθηκε πως το κατά πόσο ο οδηγός είναι αρνητικά επηρεασμένος από οινόπνευμα αποτελεί στοιχείο με αποδεικτική αξία σε κατηγορία για επικίνδυνη οδήγηση.
3. Η συμπεριφορά του εφεσείοντος συνιστούσε επικίνδυνη πράξη ή συμπεριφορά που στοιχειοθετούσε το αδίκημα του Άρθρου 210.
4. Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την ταχύτητα δεν ήταν εσφαλμένα ή αυθαίρετα. Ο ισχυρισμός του εφεσείοντος ότι το Δικαστήριο ενήργησε ως εμπειρογνώμονας δεν ευσταθεί. Εδώ δεν ετίθετο θέμα προσδιορισμού της ταχύτητας ανά ώρα με την οποία εκινείτο το αυτοκίνητο.
5. Η συμπεριφορά του εφεσείοντος δεν συνιστούσε στιγμιαία απροσεξία όπως υποστήριξε ο συνήγορός του. Η στάση του από την αρχή ως το τέλος χαρακτηρίζεται από απαράδεκτο εγωϊσμό που ορθά αποδοκιμάστηκε με την επιβολή αποτρεπτικής ποινής.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Hadjigeorghiou v. Police (1972) 2 C.L.R. 86,
Constantinou v. Police (1972) 2 C.L.R. 114,
Eliasides v. Police (1978) 2 C.L.R. 89,
Πέτρου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 233,
R. v. Gosney [1971] 55 Cr. App. R. 502,
R. v. Davies [1962] 3 All E.R. 97,
Σπύρου ν. Χριστοδούλου (1996) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1193,
R. v. Laurence [1981] 1 All E.R. 974,
Regina v. McBride [1962] 2 Q.B.D. 167,
R. v. Thorpe [1972] 1 All E.R. 929,
R. v. Richardson και R. v. Fisher [1960] Crim. L.R. 135,
R. v. Griffith's (Rupert) [1984] Crim. L.R. 628,
Shacolas v. Agathangelou a.ο. (1983) 1 C.L.R. 1007,
Ανδρέου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 409,
Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 259,
Κάρτερ ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 78,
Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109,
Προκοπίου κ.ά. ν. Αστυνομίας κ.ά. (1995) 2 Α.Α.Δ. 73,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355,
Costa v. Police (1976) 2 C.L.R. 71,
Pamporis v. Police (1985) 2 C.L.R. 85,
Τσιολής ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 66,
Gunson v. Αστυνομίας (1997) 1 (Β) Α.Α.Δ. 26,
Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 232.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από το Στέλιο Σάββα εναντίον της καταδίκης του από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας (Καουτζάνη, Ε.Δ.), ημερομηνίας 14/6/99, στις κατηγορίες:
1) Πρόκλησης θανάτου λόγω επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε ειδικά με το Νόμο 111/89, και
2) Οδήγησης οχήματος υπό την επήρεια οινοπνευματωδών ποτών, κατά παράβαση του Άρθρου 9(1)(2) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν.86/72),
και εναντίον της ποινής φυλάκισης των 15 μηνών η οποία του επιβλήθηκε και της ποινής στέρησης του δικαιώματος να κατέχει ή να αποκτά άδεια οδηγού για διάφορες περιόδους κατά αδίκημα, με μεγαλύτερη εκείνη των τεσσάρων χρονών στην πρώτη κατηγορία.
Α. Ανδρέου, για τον Εφεσείοντα.
Ξ. Ευσταθίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Γύρω στις 3.30 π.μ. της 23.8.98 ο Αναστάσης Κυπριανού στεκόταν δίπλα από την πόρτα του αυτοκινήτου του που ήταν σταθμευμένο στη λεωφόρο Μακαρίου στη Λάρνακα, έτοιμος να την ανοίξει. Δεν πρόλαβε. Ένα διπλοκάμπινο αυτοκίνητο που κατευθυνόταν από τον κυκλοφοριακό κόμβο του λιμανιού προς τη Δεκέλεια τον κτύπησε. Εκτινάχθηκε στον αέρα και έπεσε σε απόσταση 22 μέτρων. Διακομίστηκε στο νοσοκομείο όπου διαπιστώθηκε πως ήταν νεκρός.
Οδηγός του αυτοκινήτου ήταν ο εφεσείων. Ο κουνιάδος του που καθόταν δίπλα του στο αυτοκίνητο τού είπε να σταματήσουν γιατί "κτύπησαν". Αυτός σταμάτησε για λίγο ανάβοντας τα φώτα κινδύνου, για να εγκαταλείψει όμως στη συνέχεια τη σκηνή. Δεν επέτρεψε την εξαφάνισή του η υπεύθυνη αντίδραση του Π. Ευαγγελίδη. Αυτόπτες μάρτυρες του έδωσαν περιγραφή του αυτοκινήτου και τον ανέκοψε κοντά στα φώτα τροχαίας Ορόκλινης. Προσάφθηκαν κατά του εφεσείοντα 4 κατηγορίες, ως εξής:
1η: Πρόκληση θανάτου λόγω επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε ειδικά με το Νόμο 111/89,
2η: Οδήγηση οχήματος υπό την επήρεια οινοπνευματωδών ποτών, κατά παράβαση του άρθρου 9(1)(2) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν.86/72),
3η: Αποφυγή παροχής δείγματος εκπνοής σε Αστυνομικό, κατά παράβαση των άρθρων 2, 5,6(1)(4)(5) 8 και 11 του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου του 1986 (Ν. 174/86), και
4η: Εγκατάλειψη σκηνής ατυχήματος χωρίς παροχή βοήθειας κατά παράβαση του άρθρου 235 Α(1)(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε ειδικά με το Νόμο 111/89.
Ο εφεσείων αρνήθηκε ενοχή και διεξάχθηκε μακρά δίκη. Κατέθεσαν 17 μάρτυρες κατηγορίας και ο εφεσείων. Το πρωτόδικο δικαστήριο, στη βάση των διαπιστώσεών του από την αξιολόγηση της μαρτυρίας, αφού απέρριψε ως κατασκευασμένη την μαρτυρία του εφεσείοντα, το βρήκε ένοχο σε όλες τις κατηγορίες. Του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με μεγαλύτερη εκείνη των 15 μηνών στην πρώτη και τέταρτη κατηγορία και του στέρησε το δικαίωμα να κατέχει ή να αποκτά άδεια οδηγού για διάφορες περιόδους κατά αδίκημα, με μεγαλύτερη εκείνη των τεσσάρων χρόνων στην πρώτη κατηγορία.
Με την έφεση αμφισβητήθηκε η ορθότητα της καταδίκης στην πρώτη, δεύτερη και τρίτη κατηγορία. Λόγοι έφεσης σε σχέση με την τέταρτη κατηγορία δεν διατυπώθηκαν. Περαιτέρω, κατά την ακρόαση εγκαταλείφθηκε και ο λόγος έφεσης κατά της καταδίκης στην τρίτη κατηγορία. Επίσης, αμφισβητήθηκε η ορθότητα της ποινής που επιβλήθηκε. Οι λόγοι έφεσης συζητήθηκαν πάνω στη βάση των διαπιστώσεων στις οποίες κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο. Δεν αμφισβητήθηκε η ορθότητα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων που είχαν καταθέσει. Τα σημεία που αναπτύχθηκαν είναι συγκεκριμένα. Μπορούν να συνοψισθούν ως εξής:
Προσδόθηκε σημασία στην ταχύτητα του αυτοκινήτου του εφεσείοντα, που χαρακτηρίστηκε ως αυξημένη, χωρίς μαρτυρία που να ήταν δυνατό να δικαιολογήσει τέτοιο συμπέρασμα. Ήταν επισφαλές να στηριχθεί το Δικαστήριο στην εκτίμηση μάρτυρα που έκρινε μόνο "από τα φώτα" του αυτοκινήτου και με την αναφορά του στο γεγονός της εκτίναξης του θύματος σε απόσταση, ουσιαστικά ενήργησε ως εμπειρογνώμονας, αντίθετα προς τη νομολογία πάνω στο θέμα. Επικαλέστηκε γι' αυτό τις Μichael Ηadjigeorghiou v. Police (1972) 2 C.L.R. 86, Charalambos Constantinou v. Police (1972) 2 C.L.R. 114 και Eliasides v. Police (1978) 2 C.L.R. 89. Κατά την εισήγηση του κ. Ανδρέου το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν είδε το θύμα ενώ πράγματι όφειλε να το είχε δει, συνιστά απλή αμέλεια και όχι επικίνδυνη οδήγηση. Αναφέρθηκε στην Πέτρου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 233 από την οποία καθοδηγήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο και είδε κάποιο λάθος αφού εκεί συζητείται η αγγλική R. v. Gosney [1971] 55 Cr. App. R. 502 αναφορικά με την έννοια της επικίνδυνης οδήγησης στην Αγγλία. Δεν είχε προσεχθεί, όπως πρότεινε, πως σύμφωνα με την πιο πάνω αγγλική απόφαση η έννοια της επικίνδυνης οδήγησης είναι ταυτόσημη με εκείνη της απλής οδήγησης χωρίς τη δέουσα επιμέλεια και φροντίδα. Ενώ στο δικό μας νόμο, το Ν. 86/72, τα δυο διαχωρίζονται. Το άρθρο 7(1) αναφέρεται στο σοβαρότερο αδίκημα της αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης οδήγησης, όπως ακριβώς και το άρθρο 210 μετά την τροποποίηση του από το Ν. 111/89. Το άρθρο 8 αναφέρεται σε οδήγηση χωρίς τη δέουσα επιμέλεια και φροντίδα και είναι σαφές πως χρειάζεται για το πρώτο πιο μεμπτή συμπεριφορά που δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τη συνιστά η στιγμιαία, κατά την εισήγησή του, απροσεξία που επέδειξε ο εφεσείων.
Αναγνώρισε όμως ο κ. Ανδρέου πως εδώ υπήρχε και το πρόσθετο στοιχείο του επηρεασμού του εφεσείοντα από την κατανάλωση οινοπνεύματος. Δέκτηκε πως απόδειξη της κατηγορίας για οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος θα είχε αποφασιστική επίπτωση και σε σχέση με την κατηγορία για επικίνδυνη οδήγηση. Εισηγείται όμως πως δεν απεδείχθη αυτή η κατηγορία. Χρειαζόταν, και επικαλέστηκε επ' αυτού τους Halsbury's Laws of England 4η έκδοση Τόμος 40, σελ. 390 παράγρ. 483, μαρτυρία επιστημονική για την ποσότητα του οινοπνεύματος που κατανάλωσε και δεν προσάχθηκε τέτοια μαρτυρία. Δεν αρκούσε για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος η απόδειξη στιγμιαίας απροσεξίας και η κατανάλωση κάποιας ποσότητας οινοπνεύματος η οποία, μάλιστα, σύμφωνα με τη μαρτυρία, ήταν πολύ μικρή και λήφθηκε ώρες πριν το δυστύχημα. Όσα παρατήρησαν οι μάρτυρες πριν και μετά το ατύχημα δεν ήταν αρκετά για να οδηγήσουν στη βεβαιότητα που απαιτείται. Ήταν δυνατό να υπάρχει και άλλη εξήγηση γι΄αυτά. Επιπλέον, κακώς το Δικαστήριο, για τους λόγους που εξηγήθηκαν στην R. v. Davies [1962] 3 All E.R. 97, στηρίχτηκε στην αντίληψη μαρτύρων πως ο εφεσείων, όπως τον είδαν μετά το δυστύχημα, φαινόταν μεθυσμένος.
Ο κ. Ευσταθίου αναφέρθηκε στην ανάλυση των θεμάτων από το πρωτόδικο δικαστήριο την οποία και υποστήριξε. Ως προς την ταχύτητα, που δεν προσεγγίστηκε, όπως υπέδειξε, ως μόνος και αυτοτελής παράγων, υπήρχαν δεδομένα τα οποία, στη βάση της κοινής λογικής, στήριζαν συμπέρασμα πως πράγματι ήταν αυξημένη. Επικαλέστηκε την Σπύρου ν. Χριστοδούλου (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1193.
Η λεωφόρος Μακαρίου, στην περιοχή του δυστυχήματος, είχε πλάτος 9.60 μέτρα. Το αυτοκίνητο του θύματος ήταν σταθμευμένο στο αριστερό άκρο σε σχέση με την κατεύθυνση προς τη Δεκέλεια και το θύμα στεκόταν δίπλα από αυτό, μόλις 2.10 μέτρα από το άκρο του δρόμου. Στα δεξιά του υπήρχε ανοικτός δρόμος πλάτους 7.80 μέτρα που επέτρεπε την άνετη διέλευση αυτοκινήτων και από τις δυο κατευθύνσεις. Η λεωφόρος ήταν ευθεία και η ορατότητα μεγάλη και απρόσκοπτη. Σειρά λαμπτήρων στις πλευρές του δρόμου και τα φώτα των κοντινών κτιρίων, φώτιζαν την περιοχή. Το θύμα ήταν ορατό από απόσταση και πάντως τα ίδια τα φώτα του αυτοκινήτου του εφεσείοντα, στη χαμηλή τους στάση, όπως μετρήθηκε, κάλυπταν από μόνα τους απόσταση 25 μέτρων περίπου. Ο εφεσείων οδήγησε το αυτοκίνητό του ακριβώς δίπλα από το σταθμευμένο αυτοκίνητο και κτύπησε το θύμα χωρίς να το δεί. Επέπεσε πάνω του με αμείωτη ταχύτητα και τον εκτίναξε, όπως σημειώσαμε, σε απόσταση 22 μέτρων.
Ήταν η ταυτόσημη διαπίστωση μαρτύρων που ήλθαν σε επαφή με τον εφεσείοντα αμέσως μετά το δυστύχημα πως η αναπνοή του μύριζε έντονα οινόπνευμα, πως "μασούσε" τα λόγια του, πως ήταν "συγχυσμένη" η ομιλία του, πως έλεγε ασυναρτησίες και πως δεν είχε σταθερό βηματισμό, "παραπατούσε" και "φαινόταν μεθυσμένος". Οι έρευνες της αστυνομίας αναφορικά με τις κινήσεις του εφεσείοντα πριν το δυστύχημα, οδήγησαν στη μπυραρία Marco Polo, στο δρόμο Λάρνακας - Δεκέλειας. Η Μ. Νικολάου εργαζόταν εκεί και έδωσε λεπτομέρειες αναφορικά με τον εφεσείοντα. Μεταφέρουμε τη σύνοψη της μαρτυρίας της από την πρωτόδικη απόφαση.
"Είδε ένα διπλοκάμπινο αυτοκίνητο που έφθασε με μεγάλη ταχύτητα και που οδηγείτο από έναν μελαχροινό σγουρομάλλη, ανεβαίνοντας στο πεζοδρόμιο και κινδυνεύοντας να χτυπήσει σταματημένο αυτοκίνητο, τον οποίο χαρακτήρισε ως μεθυσμένο. Το πρόσωπο αυτό, με φωνές εισήλθε στη μπυραρία, μύριζε μπύρα και ζητούσε ποτό, ακολουθούμενος και από άλλη παρέα. Αναγνώρισε τον κατηγορούμενο ως το πρόσωπο αυτό. Ο κατηγορούμενος ήπιε μία μπύρα και πέταξε μια στο παράθυρο σπάζοντάς την, ήθελε να χορέψει στο μπαρ και να "κάνει χαμό" όπως έλεγε ο ίδιος, να σπάσει πιάτα, και να διασκεδάσει τη νύχτα. Η μάρτυρας τον απέτρεψε λέγοντάς του ότι δεν ήταν δυνατό να κάνει τέτοια πράγματα στη μπυραρία. Όταν ο κατηγορούμενος με την παρέα του έφυγαν από τη μπυραρία προσπάθησαν να μπουν σε καμπαρέ που βρίσκεται δίπλα στη μπυραρία αλλά δεν τους επιτράπηκε η είσοδος. Θυμόταν τον κατηγορούμενο λόγω της συμπεριφοράς του και του άσχημου τρόπου του, λέγοντας μάλιστα ότι αυτός φώναζε και περπατούσε χωρίς σταθερότητα. Είδε τον κατηγορούμενο να εισέρχεται στη θέση του οδηγού του διπλοκάμπινου αυτοκινήτου και να φεύγει με μεγάλη ταχύτητα. Η ώρα ήταν περί τις 11:00 - 12:00 όταν έφυγε ο κατηγορούμενος έχοντας κατεύθυνση προς την πόλη της Λάρνακας".
Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στα συστατικά του αδικήματος του άρθρου 9(1) του Ν. 86/72 (οδήγηση και επήρεια από οινοπνευματώδη ποτά κατά τρόπο ώστε η ικανότητα προς ασφαλή οδήγηση να είναι ελαττωμένη) και, με αναφορά στο Wilkinson's Road Traffic Offences, 10η έκδοση σελ. 201 - 204 έκρινε πως είχαν όλα αποδεικτεί με βεβαιότητα. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί πως διέπραξε οποιοδήποτε σφάλμα. Η μαρτυρία ήταν συντριπτική και έδειχνε προς μια και μόνο κατεύθυνση. Ο τρόπος με τον οποίο ο εφεσείων οδήγησε το αυτοκίνητό του, το ότι μύριζε έντονα οινόπνευμα σε συνδυασμό εδώ και προς τη μαρτυρία για κατανάλωση οινοπνεύματος και η συμπεριφορά του, χωρίς καμιά αμφιβολία αποδείκνυαν πως η ικανότητά του να οδηγεί ήταν ελαττωμένη λόγω οινοπνεύματος. Δεν είναι ορθή η εισήγηση πως χρειαζόταν απαραιτήτως επιστημονική μαρτυρία την οποία άλλωστε ήταν ο ίδιος ο εφεσείων που απέκλεισε. Παρεμβάλουμε εδώ τα ακόλουθα: Όταν ο εφεσείων ακινητοποιήθηκε και αφού έκαμε προσπάθεια να διαφύγει, δεν έδινε δείγμα εκπνοής εξ ου και η τρίτη κατηγορία. Δεν συνεργαζόταν και αντί να εκπνέει, εισέπνεε. Το απόσπασμα από τους Halsbury's στο οποίο μας παρέπεμψε ο κ. Ανδρέου που αναφέρεται στην απόδειξη του επηρεασμού με επιστημονική μαρτυρία, με ή χωρίς μαρτυρία για ασταθή οδήγηση, δηλώνει δυνατότητα και δεν υπονοεί πως αυτός είναι ο μόνος τρόπος απόδειξης. Στον Wilkinsons στον οποίο αναφέρθηκε το Δικαστήριο, (βλ. και την 14η έκδοση σελ. 1/230 §4.63) εξηγείται, και αυτή είναι η ορθή θέση, πως αποδεικνύεται ο επηρεασμός και με μαρτυρία για ασταθή οδήγηση ή δυστύχημα στο οποίο δεν θα εμπλεκόταν κανονικός οδηγός μαζί με μαρτυρία για κατανάλωση οινοπνεύματος. Περαιτέρω, με μαρτυρία για την κατάσταση του οδηγού (μεταξύ άλλων αστάθεια ή διανοητική σύγχυση) και κάποια μαρτυρία πως αυτή οφείλεται σε οινόπνευμα και όχι σε ασθένεια. Τα συζητηθέντα στην R v. Davies δεν μπορούν να συσχετισθούν προς την παρούσα υπόθεση. Αποδοκιμάστηκε εκεί η λήψη ως μαρτυρίας της γνώμης μή ειδικού πως ο οδηγός δεν ήταν σε θέση να χειριστεί όχημα. Εδώ οι μάρτυρες αναφέρθηκαν στην εμφάνιση και στη συμπεριφορά του εφεσείοντα και το Δικαστήριο κατέληξε με γνώμονα τη δική του αξιολόγηση της μαρτυρίας που είχε προσαχθεί. Σημειώνουμε πως στην R. v. Davies τελικά η καταδίκη επικυρώθηκε παρά το λάθος, ενόψει της υπόλοιπης μαρτυρίας αναφορικά με την κατάσταση του οδηγού και τη σύνδεσή της με την κατανάλωση οινοπνεύματος.
Το αδίκημα το άρθρου 210, μετά την τροποποίηση που επέφερε ο Ν. 111/89, στοιχειοθετείται με την απόδειξη "αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση" που επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου. Κατά τη συζήτηση έγινε αναφορά στην R. v. Laurence [1981] 1 All E.R. 974 σε σχέση με την έννοια της απερίσκεπτης οδήγησης. Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε σ΄αυτά. Το κατηγορητήριο καταλόγισε στον εφεσείοντα επικίνδυνη πράξη και, όπως θα εξηγήσουμε, ενόψει της μαρτυρίας, δεν μπορούσε παρά να είχε καταδικαστεί για τέτοια πράξη ο εφεσείων.
Εν πρώτοις, δεν μπορούμε να συμμεριστούμε την αντίληψη πως στην R. v. Gosney, η επικίνδυνη οδήγηση εξομοιώθηκε προς την οδήγηση χωρίς τη δέουσα επιμέλεια και φροντίδα. Ούτε και νομίζουμε πως η διαφορά μεταξύ των δυο αφορά στο βαθμό του σφάλματος για την ορισμένη συμπεριφορά ή κατάσταση. Περαιτέρω δεν δικαιολογείται η κατάταξη μιας πράξης ή συμπεριφοράς ως εκ προοιμίου συνιστώσας το ένα κατ΄αποκλεισμό του άλλου. Στη μια περίπτωση αναζητούμε αν το επίπεδο της προσοχής και φροντίδας που επιδείχθηκε υπολείπεται εκείνου που αναμένεται από το μέσο συνετό οδηγό. Στην άλλη, αν η ορισμένη πράξη ή συμπεριφορά είναι επικίνδυνη. Στην R. v. Gosney η οδηγός κατηύθυνε το αυτοκίνητό της στο λανθασμένο ρεύμα κυκλοφορίας και το ερώτημα ήταν αν αυτή η εξ αντικειμένου επικίνδυνη ενέργεια μπορούσε να εξουδετερωθεί ως παράγων, από μαρτυρία που θα έδειχνε πως δεν έφταιε γι΄αυτό. Η θέση που ήθελε να προωθήσει ήταν πως παραπλανήθηκε από τη διαμόρφωση του δρόμου και την έλλειψη κατάλληλων οδικών σημάτων. Αποφασίστηκε πως ήταν λανθασμένος ο αποκλεισμός αυτής της μαρτυρίας. Το αδίκημα δεν ήταν απόλυτο και η απόδειξη μιας επικίνδυνης κατάστασης δεν αρκεί. Χρειάζεται και απόδειξη πως την προκάλεσε κάποιο σφάλμα, όπως και στην περίπτωση της οδήγησης χωρίς τη δέουσα επιμέλεια και φροντίδα και είναι από αυτή την άποψη, όπως εξηγείται, που δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ εκείνου του αδικήματος και της επικίνδυνης οδήγησης. Ως προς δε την έννοια του σφάλματος που αρκεί για τη στοιχειοθέτηση της επικίνδυνης οδήγησης, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στη σελίδα 224.
"Fault involves a failure; a falling below the care or skill of a competent and experienced driver, in relation to the manner of the driving and to the relevant circumstances of the case. A fault in that sense, even though it might be slight, even though it be a momentary lapse, even though normally no danger would have arisen from it, is sufficient. The fault need not be the sole cause of the dangerous situation. it is enough if it is, looked at sensibly, a cause.
Σε μετάφραση:
"Σφάλμα εμπεριέχει αποτυχία· πτώση από το επίπεδο της φροντίδας και δεξιότητας ικανού και έμπειρου οδηγού σε σχέση με τον τρόπο της οδήγησης και τις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης. Σφάλμα με αυτή την έννοια, αν και μπορεί να είναι ελαφρό, ακόμα και στιγμιαίο ολίσθημα, όσο και αν κανονικά δεν θα προκαλείτο κίνδυνος από αυτό, είναι αρκετό. Το σφάλμα δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί τη μόνη αιτία της επίκινδυνης κατάστασης. Είναι αρκετό αν, βλέποντάς το λογικά, αποτελεί μια αιτία.".
Στην Πέτρου ν. Αστυνομίας η αποτυχία του εφεσείοντα να δει την πεζή που ήταν ορατή από αρκετή απόσταση, όσο και αν αυτή διασταύρωνε το δρόμο, κρίθηκε ότι συνιστούσε επικίνδυνη πράξη ή συμπεριφορά που στοιχειοθετούσε το αδίκημα του άρθρου 210. Και εδώ ο εφεσείων οδήγησε το αυτοκίνητό του σαφώς επικίνδυνα εκεί που στεκόταν το θύμα ενώ ο δρόμος δεξιά ήταν ελεύθερος. Όφειλε να τον είχε δει από αρκετά μεγάλη απόσταση, ήταν σφάλμα του να μήν τον δεί και αυτό προφανώς δεν ήταν ασύνδετο και προς τη μειωμένη ικανότητά του να οδηγεί λόγω της κατανάλωσης οινοπνεύματος. Σημειώνουμε εδώ πως στην Αγγλία, σε σειρά υποθέσεων, κρίθηκε πως το κατά πόσο ο οδηγός είναι αρνητικά επηρεασμένος από οινόπνευμα αποτελεί στοιχείο με αποδεικτική αξία σε κατηγορία για επικίνδυνη οδήγηση. (Βλ. Regina v. McBride [1962] 2 Q.B.D. 167, R. V. Thorpe [1972] 1 All E.R. 929, R. v. Richardson και R. v. Fisher [1960] Crim. L. R. 135. Επίσης την R. v. Griffith's (Rupert) [1984] Crim. L.R. 628 με αναφορά σε κατηγορίες για πρόκληση θανάτου με απερίσκεπτη (reckless) οδήγηση.
Το ποια ακριβώς ήταν η ταχύτητα του εφεσείοντα δεν ήταν στοιχείο ουσιώδες. Το γεγονός του κτυπήματος που εκτίναξε σε μεγάλη απόσταση το θύμα, το οποίο ουδέποτε είδε ο επηρεασμένος από το ποτό εφεσείων, θα ήταν αρκετό. Εν πάση περιπτώσει, δεν δεχόμαστε πως και όσα σε σχέση με την ταχύτητα συμπέρανε το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν εσφαλμένα ή αυθαίρετα. Ούτε ότι ενήργησε ως εμπειρογνώμων. Εδώ δεν ετίθετο ζήτημα προσδιορισμού της ταχύτητας ανά ώρα με την οποία εκινείτο το αυτοκίνητο. Στη διαφορά αναφέρθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο στην Γεώργιου Κ. Σπύρου ν. Σπύρου Χριστοδούλου (ανωτέρω) με παραπομπή στην Shacolas v. Agathangelou and Another (1983) 1 C.L.R. 1007. Δεν εκτινάσσεται άνθρωπος ακίνητος σε απόσταση 22 μέτρων με κτύπημα από αυτοκίνητο που κινείται με μικρή ταχύτητα. Αυτό είναι ζήτημα κοινής λογικής και όχι εμπειρογνωμοσύνης.
Μένει το ζήτημα της ποινής. Ο κ. Ανδρέου αναγνώρισε πως εφόσον φαινόταν ότι στοιχειοθετούνταν τα αδικήματα, η περίπτωση θα εντασσόταν στις σοβαρές του είδους. Εισηγήθηκε όμως πως η ποινή ήταν εκδήλως υπερβολική ιδίως αν συγκριθεί προς άλλες που επιβλήθηκαν ή επικυρώθηκαν από το Εφετείο σε άλλες υποθέσεις. Ανέφερε ως τέτοιες την Πέτρου ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), Mιχάλης Ανδρέου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 409, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 259, Κάρτερ ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 78, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109, Προκοπίου & άλλος ν. Αστυνομίας και άλλη (1995) 2 Α.Α.Δ. 73, Γ. Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355.
Ο εφεσείων είχε τρεις προηγούμενες καταδίκες για υπερβολική ταχύτητα αλλά, σύμφωνα με την εισήγηση, δεν είχε προκαλέσει άλλο δυστύχημα και είναι συνηθισμένες αυτής της μορφής οι υπερβάσεις. Στάθηκε ιδιαίτερα στην τετραετή στέρηση του δικαίωματος του εφεσείοντα να οδηγεί. Είναι φιλήσυχος οικογενειάρχης, πατέρας τριών ανηλίκων παιδιών και εργάζεται ως αυτοεργοδοτούμενος οικοδόμος. Χρειάζεται την άδειά του για τη μεταφορά του ίδιου και των εργαλείων του στους διάφορους τόπους της εργασίας του. Η ποινή που του επιβλήθηκε είναι υπέρμετρα αυστηρή και θα τον επηρεάσει στην εργασία του. Σημείωσε ότι στην Αγγλία επιβάλλονται πράγματι πολυετείς στερήσεις αλλά, όπως επισήμανε, εκεί ο Νόμος προβλέπει αυστηρότερες ποινές. Ο κ. Ευσταθίου υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση. Επισήμανε σειρά στοιχείων που επιβαρύνουν τη θέση του εφεσείοντα και εισηγήθηκε την απόρριψη της έφεσης.
Το πρωτόδικο δικαστήριο στάθμισε όλους τους παράγοντες. Συνυπολόγισε τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα αλλά σημείωσε την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής. Αναφέρθηκε στις πλείστες από τις πιο πάνω υποθέσεις αλλά καθοδηγήθηκε και από σειρά άλλων, αναφορικά με τις αρχές. (Βλ. Loizos Costa v. Police (1976) 2 C.L.R. 71, Pamporis v. Police (1985) 2 C.L.R. 85, Τσιολής ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 66, Geoffrey R. Gunson v. Αστυνομίας (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 26, Aνδρέας Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 232). Μεταφέρουμε και εμείς το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που εξέδωσε ο Πικής Π. στην Μενελάου (ανωτέρω):
"Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι τα τροχαία δυστυχήματα έχουν προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις, διαπίστωση που άπτεται τόσο της επιλογής των τιμωρητικών μέσων όσο και του ύψους της ποινής, μέσα στο πλαίσιο που επιλέγεται. Τα οδικά δυστυχήματα έχουν αποβεί χαίνουσα πληγή για την κυπριακή κοινωνία. Οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, τραυματισμούς και υλική ζημιά είναι τεράστιες. Δεν μπορεί το Δικαστήριο να αδιαφορήσει μπροστά στο καταστροφικό αυτό φαινόμενο. Αυτό επιβάλλει το καθήκον του Δικαστηρίου για την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου, που έχει ως λόγο την καθήλωση, μέσω της τιμωρίας, της παράνομης συμπεριφοράς, που, στην περίπτωση της οδικής αμέλειας, χαρακτηρίζει ο έντονος αντικοινωνικός χαρακτήρας."
Κάθε άλλο παρά είχαμε εδώ στιγμιαία απροσεξία. Ο εφεσείων επηρεασμένος από οινόπνευμα οδηγούσε με αδιαφορία για την ασφάλεια των άλλων και αφού κτύπησε το άτυχο θύμα το εγκατέλειψε αβοήθητο. Προσπάθησε στη συνέχεια να αποφύγει με κάθε τρόπο τις συνέπειες από την εγκληματικη του πράξη και η στάση του, από την αρχή μέχρι το τέλος, χαρακτηρίζεται από απαράδεκτο εγωϊσμό που ορθά αποδοκιμάστηκε με την επιβολή αυστηρής ποινής. Δεν διακρίνουμε κανένα σφάλμα στην προσέγγιση του θέματος από το πρωτόδικο δικαστήριο. Οι προηγούμενες καταδίκες του εφεσείοντα ήταν σαφώς στοιχείο σχετικό προς την επιείκεια που θα μπορούσε να επιδειχθεί και δεν ήταν άτοπη η επισήμανση από το πρωτόδικο δικαστήριο πως στις δυο από αυτές, το 1996, ο εφεσείων ταξίδευε με ταχύτητα 155 και 140 χμ ανά ώρα ενώ το επιτρεπόμενο ήταν 100 και 80 αντιστοίχως. Δεν συμφωνούμε πως στο πλαίσιο του συνόλου η ποινή ή οποιοδήποτε μέρος της ήταν εκδήλως υπερβολική. Τη δικαιολογούσε στην περίπτωση η ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου, για αποτροπή και για αποδοκιμασία μιας έντονα αντικοινωνικής και, τελικά, απάνθρωπης συμπεριφοράς. Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.