ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 2 ΑΑΔ 701

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 7021.

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Δ.

 

Τηλέμαχος Τηλεμάχου,

Εφεσείοντας

- ν -

Αστυνομίας,

Εφεσίβλητης.

_______________

8 Δεκεμβρίου, 2000.

Για τον εφεσείοντα: Π. Κλεοβούλου.

Για την εφεσίβλητη: Γ. Κυριακίδου (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄

εκ μέρους του Γεν. Εισ. με Ε. Κονναρή (κα.), Ασκούμενη

Δικηγόρο.

_______________

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Π. Καλλής.

_________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων καταδικάσθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) σε φυλάκιση 30 ημερών μετά από παραδοχή του σε μια κατηγορία για την έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρυσμα, κατά παράβαση των άρθρων 305Α(1) και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 36(Ι)/97.

Η επίδικη επιταγή αφορούσε ποσό της τάξεως των £700. Εκδόθηκε στις 21.1.1998. Αντιπροσώπευε τα ενοίκια 8 μηνών ενός καταστήματος, το οποίο ο εφεσείων είχε ενοικιάσει από την παραπονούμενη.

Το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε τη σοβαρότητα του αδικήματος. Τόνισε ότι οι προβλεπόμενες από το Νόμο ποινές - φυλάκιση 2 ετών ή πρόστιμο £1500 ή και οι δύο ποινές - συνιστούν αντανάκλαση της σοβαρότητας του αδικήματος. Αναφέρθηκε, επίσης, στη φύση του αδικήματος και στις συνέπειες του στην οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου. Τόνισε την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών.

Καθώς φαίνεται από την απόφαση του το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στον κάθε ένα από τους παράγοντες που έθεσε ενώπιον του ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα για μετριασμό της ποινής και τους έλαβε υπόψη. Εξαντλώντας - όπως σημείωσε στην απόφαση του κάθε όριο επιείκειας - κατέληξε με τη διαπίστωση ότι η ποινή φυλάκισης είναι αναπόφευκτη. ΄Εκρινε ότι η περίοδος 30 ημερών είναι αρκετή "ούτως ώστε να είναι αποτρεπτική και για τον ίδιο τον κατηγορούμενο και για άλλους επίδοξους παραβάτες".

Το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε και με το θέμα της αναστολής της ποινής. Αναφέρθηκε στο άρθρο 3(2) του περί της Υφ΄ ΄Ορον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν. 95/72 όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 41(Ι)/97). ΄Εκαμε αναφορά στην Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας, Ποινική ΄Εφεση 6560/7.8.98 στην οποία λέχθηκε ότι συνήθη μετριαστικά περιστατικά, αναγόμενα είτε στα περιστατικά του εγκλήματος ή στις περιστάσεις του παραβάτη, δεν αποτελούν εξαιρετικές περιστάσεις. Λέχθηκε, επίσης, ότι οι περιστάσεις πρέπει να είναι ασυνήθεις και να προσιδιάζουν είτε στα περιστατικά της υπόθεσης, ή στις περιστάσεις του παραβάτη, ή σε συνδυασμό των δύο. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε με τη διαπίστωση ότι δεν "υπάρχουν εκείνες οι εξαιρετικές περιστάσεις που να ασκήσει το Δικαστήριο τη διακριτική του ευχέρεια για να αναστείλει την εκτέλεση της ποινής".

 

 

 

 

Η έφεση.

Ο κ. Κλεοβούλου, εκ μέρους του εφεσείοντα, υπέβαλε ότι η ποινή είναι υπό τις περιστάσεις υπερβολική γιατί το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έδωσε καθόλου και/ή τη δέουσα βαρύτητα στους πιο κάτω ελαφρυντικούς παράγοντες:

"(α) Στην παραδοχή του εφεσείοντα και την συνεπακόλουθη μεταμέλεια του

τόσο στην κατάθεση του στην αστυνομία όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου.

(β) Στο γεγονός ότι ο εφεσείοντας επλήρωσε την επίδικη επιταγή.

(γ) Στο λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα.

(δ) Στις περιστάσεις υπό τις οποίες το αδίκημα ετελέσθη ότι δηλαδή ο

εφεσείων ετέλεσε το αδίκημα ενώ ευρίσκετο σε τρομερά οικονομικά

και οικογενειακά αδιέξοδα και εξέδωσε την εν λόγω επιταγή προς την

παραπονούμενη μετά από απαίτηση της ίδιας, ενώ αυτή εγνώριζε ήδη

ότι ο λογαριασμός του εφεσείοντα δεν είχε τα αναγκαία κεφάλαια.

(ε) Στις συνέπειες της ποινής φυλάκισης επί της επαγγελματικής

ενασχόλησης του εφεσείοντα."

Αναφορικά με την αποπληρωμή της επιταγής ο ευπαίδευτος συνήγορος υποστήριξε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη του ότι η αποπληρωμή της επιταγής έγινε μετά από δύο χρόνια γεγονός που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Υποστήριξε ακόμη ότι ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο είχε υπόψη του "να επιβάλει ποινή φυλακίσεως και ως εκ τούτου και στα πλαίσια της αρχής της εξατομίκευσης ώφειλε να ζητήσει την ετοιμασία εκθέσεως του Γραφείου Ευημερίας ίνα παράσχει στον εφεσείοντα την ευκαιρία να κριθεί με βάση την πραγματική εικόνα της προσωπικότητας του, εντούτοις παρέλειψε να το πράξει οδηγούμενο με τον τρόπο αυτό σε λανθασμένα συμπεράσματα με αποτέλεσμα να εκλάβει τον εφεσείοντα ως έναν αδιόρθωτο εγκληματία και ως μόνη αρμόζουσα ποινή την ποινή της φυλακίσεως".

Τόνισε, επίσης, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε υπέρμετρο βάρος στους επιβαρυντικούς παράγοντες και δεν παρέσχε στον εφεσείοντα το ευεργετημα της τελευταίας ευκαιρίας με το να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια προτού επιβάλει την εξοντωντική, υπό τις περιστάσεις, ποινή φυλάκισης.

Τέλος, και αναφορικά με την αναστολή της ποινής, ο ευπαίδευτος συνήγορος υπέβαλε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν αξιολόγησε υπέρ του εφεσείοντα εξαιρετικές περιστάσεις και να αναστείλει την ποινή φυλάκισης.

Αναφορικά με την αποπληρωμή του χρέους ο ευπαίδευτος συνήγορος μας είπε ότι αυτό ξοφλήθηκε σταδιακά και παρέμεινε ένα υπόλοιπο το οποίο ξοφλήθηκε την παραμονή της επιβολής της ποινής.

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου είχε κατατεθεί βεβαίωση της παραπονούμενης, ημερ. 2.11.2000, σύμφωνα με την οποία η επίδικη επιταγή έχει διευθετηθεί.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει το ύψος του υπόλοιπου που παρέμεινε μέχρι την παραμονή της επιβολής της ποινής. Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφερόμενο στην αποπληρωμή του ποσού της επιταγής σημείωσε ότι θα τη λάβει υπόψη. Υπέδειξε, ωστόσο, ότι η επιταγή ξοφλήθηκε 2 χρόνια και 10 μήνες περίπου μετά τη διάπραξη του αδικήματος.

Υπό το φως των όσων είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με το ζήτημα της αποπληρωμής θεωρούμε ότι τα όσα σχετικά ανέφερε το πρωτόδικο δικαστήριο συνάδουν πλήρως με την πραγματικότητα και η περί του αντιθέτου εισήγηση δεν ευσταθεί.

Η εξόφληση της επιταγής αποτελεί πράγματι ελαφρυντικό παράγοντα. ΄Ομως η βαρύτητα που θα δοθεί σε ένα τέτοια παράγοντα δεν μπορεί παρά να έχει άμεση συνάρτηση και με το χρόνο εξόφλησης. Η τελική εξόφληση της επίδικης επιταγής, στην παρούσα υπόθεση, έλαβε χώραν σχεδόν τρία χρόνια μετά την έκδοση της και αφού είχε προηγηθεί αγωγή και έκδοση δικαστικής απόφασης. Κάτω από τέτοιες συνθήκες δεν μπορεί να λεχθεί ότι η επιλογή της ποινής φυλάκισης αποτελεί εσφαλμένη επιλογή.

Αναφορικά με την εισήγηση που σχετίζεται με την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έθιξε θέμα ετοιμασίας έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας και υπέδειξε στο συνήγορο του εφεσείοντα ότι μπορούσε να υποβάλει αίτημα για την ετοιμασία τέτοιας έκθεσης. Ωστόσο ο τελευταίος δεν υπέβαλε τέτοιο αίτημα. Δεν μπορεί επομένως να οικοδομήσει πάνω στην απουσία της εν λόγω έκθεσης. Θα παρατηρήσουμε, επίσης, ότι η ετοιμασία τέτοιας έκθεσης δεν είναι απαραίτητη σε όλες τις περιπτώσεις που το δικαστήριο έχει υπόψη του να επιβάλει ποινή φυλάκισης. Τέτοια έκθεση είναι επιθυμητό να ετοιμάζεται στις περιπτώσεις νεαρών παραβατών (Βλ. Stylianou and Others v. Republic (1961) C.L.R. 265, Attorney-General v. Stavrou and Another (1962) C.L.R. 272) και στις υποθέσεις Κακουργιοδικείου. Κατά τα άλλα εναπόκειται στον ίδιο τον κατηγορούμενο να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου όλα εκείνα τα ελαφρυντικά που θα μπορούσαν να περιληφθούν σε μια έκθεση του Γραφείου Ευημερίας. Στην παρούσα υπόθεση δεν έχουμε εισήγηση ότι υπήρχαν περιστατικά, που δεν τέθηκαν και που δεν συνυπολογίστηκαν.

Αναφορικά με την εισήγηση για παροχή της τελευταίας ευκαιρίας στον εφεσείοντα δεν υπάρχει κανόνας δικαίου ο οποίος υπαγορεύει την παροχή τέτοιας ευκαιρίας. Η κάθε περίπτωση εξετάζεται ανάλογα με τα δικά της περιστατικά σε συνάρτηση με όλους τους παράγοντες οι οποίοι διέπουν την επιμέτρηση της ποινής. Η επιβολή ποινής φυλάκισης αποτελεί καθόλα θεμιτό μέτρο τιμωρίας και στις περιπτώσεις παραβατών με λευκό μητρώο αν ένα τέτοιο μέτρο κρίνεται αναπόφευκτο τιμωρητικό μέτρο μετά από συνεκτίμηση της σοβαρότητας του αδικήματος, των γεγονότων της υπόθεσης και των συνθηκών του παραβάτη (Βλ. Riley v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 335, 338). ΄Επεται πως η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί.

Αναφορικά τώρα με την εισήγηση για μεταμέλεια του εφεσείοντα παρατηρούμε ότι ο εφεσείων παράλειπε επανειλημμένα να παρουσιάζεται στο δικαστήριο για τους σκοπούς της δίκης του και κατέστει αναγκαίο να εκδοθούν 7 εντάλματα σύλληψης εναντίον του. Αυτή η συμπεριφορά του εφεσείοντα είναι αποκαλυπτική της στάσης του έναντι του δικαστηρίου και των άλλων παραγόντων της δίκης και κάθε άλλο παρά αναδεικνύει μεταμέλεια.

΄Οσον αφορά τους υπόλοιπους ελαφρυντικούς παράγοντες τους οποίους έχει επικαλεσθεί ο κ. Κλεοβούλου, περιλαμβανομένου και του κινδύνου απώλειας της πιο πρόσφατης από τις απασχολήσεις στις οποίες επιδιδόταν κατά καιρούς ο εφεσείων, καθίσταται πρόδηλο από την ανάγνωση της εκκαλούμενης απόφασης ότι έχουν όλοι σταθμισθεί δεόντως και τους έχει αποδοθεί η δέουσα βαρύτητα. Αυτό αντανακλάται στο μέγεθος της ποινής. Πρέπει συναφώς να τονιστεί ότι όπου η φύση του αδικήματος απαιτεί την επιβολή αποτρεπτικής ποινής οι προσωπικές συνθήκες του παραβάτη έχουν μόνο περιθωριακή βαρύτητα (Βλ. Αστυνομία ν. Toorac Fashion Ltd κ.α. (1993) 2 Α.Α.Δ. 117). Τονίζεται, επίσης, ότι όπου διαπιστώνεται - όπως είναι εδώ η περίπτωση - η αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικής ποινής ο παράγων της εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να υπεισέρχεται σε έκταση τέτοια ώστε να εξουδετερώνει τον παράγοντα αυτής της αποτροπής (Βλ. Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248, 250, 251).

Η σοβαρότητα του αδικήματος και η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών, ενόψει της συχνότητας με την οποία διαπράττονται αυτά τα αδικήματα, έχει τονιστεί από το Εφετείο σε κάθε περίπτωση. Επαναλαμβάνουμε, επί του προκειμένου, τα όσα λέχθηκαν στην Ισιδώρου ν. G.M. Christofi Enterprises Ltd κ.α., Ποινική ΄Εφεση 6375/16.2.1999:

"΄Ενα άλλο στοιχείο που λαμβάνουμε υπόψη είναι η φύση του αδικήματος. Επηρεάζει τις συναλλαγές και την ιδιοκτησία, η δε διάπραξη του είναι εύκολη. Υπονομεύει την κοινωνική, εμπορική και οικονομική ζωή του τόπου. Με βάση τον μεγάλο αριθμό παρόμοιων υποθέσεων που καταχωρούνται στα Επαρχιακά Δικαστήρια διαπιστώνουμε πως τα αδικήματα αυτά βρίσκονται σε έξαρση. Η έκδοση ακάλυπτων επιταγών έχει προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις. ΄Εχει ορθά χαρακτηριστεί οικονομική μάστιγα. Η διάπραξη του αδικήματος, πρέπει να λεχθεί, οφείλεται και στην ευκολία με την οποία οι παραβάτες εξασφαλίζουν από τις τράπεζες βιβλιάρια επιταγών. Χωρίς οποιοδήποτε ηθικό περισπασμό ή αναστολή οι κάτοχοι των βιβλιαρίων επιταγών εκδίδουν κατά συρροή ακάλυπτες επιταγές. Εκμεταλλεύονται την εμπιστοσύνη που τους εναποθέτουν οι συμπολίτες τους και πολλές φορές την αφέλεια τους. Οι δοσοληψίες με τη χρήση επιταγών από μέσο για τη διευκόλυνση των συναλλαγών έχουν μετατραπεί σε εργαλείο οικονομικής εκμετάλλευσης, εξαπάτησης και ταλαιπωρίας των θυμάτων . Οι παράγοντες αυτοί αποτελούν κατά την κρίση μας επιβαρυντικούς παράγοντες.

.................................. .................................................. ............

Ενόψει λοιπόν της συχνότητας του αδικήματος και των επιπτώσεων του στην οικονομική ζωή του τόπου προβάλλει επιτακτική η ανάγκη για την πάταξη του αδικήματος. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την επιβολή αποτρεπτικών ποινών (Βλ. Αστυνομία ν. Toorac Fashion Ltd (1993) 2 Α.Α.Δ. 117 και Hλίας Λάζος Λτδ ν. Πετεβιάν (1994) 2 Α.Α.Δ. 61)."

Η επιμέτρηση της ποινής αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Οι λόγοι για τους οποίους το Εφετείο μπορεί να επέμβει στην ποινή είναι οι ακόλουθοι:

(α) Εσφαλμένη καθοδήγηση του δικαστηρίου, αναφορικά με τα γεγονότα,

ή το νόμο, ή/και τα δύο.

(β) Πρόσδοση σημασίας σε εξωγενείς παράγοντες στον καθορισμό της

ποινής. και

(γ) ΄Οπου είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής. Το στοιχείο της υπερβολής ή της ανεπάρκειας πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα.

(Βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Πισκόπου ν. Δημοκρατίας, Ποινική ΄Εφεση 6660/23.6.99 και Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 515).

Θεώρηση της ποινής υπό το φως των πιο πάνω αρχών και των γεγονότων της υπόθεσης αποκαλύπτει ότι δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης μας. Η επιβληθείσα ποινή κάθε άλλο παρά υπερβολική μπορεί να κριθεί. ΄Ηταν μάλλον επιεικής.

Τέλος αναφορικά με το θέμα της αναστολής της ποινής κρίνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τις σχετικές αρχές τις οποίες και εφάρμοσε με τον ορθό τρόπο στην περίπτωση του εφεσείοντα. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

Δ.

Δ.

Δ.

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο