ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 2 ΑΑΔ 510

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6889

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΗΛΙΑΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ/στών

 

Δημήτρης Π. Σάκκος, εκ Λεμεσού,

Εφεσείων

- ν -

Δ η μ ο κ ρ α τ ί α ς,

Εφεσίβλητης

------------------------

29 Σεπτεμβρίου, 2000

Για τον Εφεσείοντα: Ε. Ευσταθίου με Χρ. Χατζηλοΐζου.

Για την Εφεσίβλητη: Μ. Ιωάννου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

------------------------

Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Το Κακουργιοδικείο έκρινε το Δημήτρη Π. Σάκκο ένοχο του αδικήματος της κατοχής εκρηκτικών υλών, δηλαδή μιας στρατιωτικής χειροβομβίδας, χωρίς την άδεια του Επιθεωρητή Εκρηκτικών Υλών, και τον καταδίκασε σε φυλάκιση πέντε ετών.

Ο καταδικασθείς εφεσίβαλε την καταδίκη του ως ανυπόστατη και την ποινή του ως υπερβολική. Προσβάλλει την καταδίκη του, στην οποία επικέντρωσε και την επιχειρηματολογία του υπέρ της έφεσης, για 16 συνολικά λόγους. Περιληπτικά οι λόγοι, για τους οποίους προσβάλλεται η καταδίκη, είναι οι ακόλουθοι:-

1. Το ανυπόστατο του ευρήματος ότι η χειροβομβίδα, η οποία ανευρέθηκε στην Αγλαντζιά, κάτω από κυπαρίσσι, στις 4 Σεπτεμβρίου, 1999, και κατατέθηκε ως Τεκμήριο 2, ήταν/ή περιήλθε στην κατοχή του εφεσείοντος στο Τραχώνι Λεμεσού, σε οποιοδήποτε πρότερο χρόνο. Το εύρημα του Κακουργιοδικείου αμφισβητείται ως ακροσφαλές και αντιφατικό.

2. Η πλημμελής θεώρηση της μαρτυρίας του κύριου μάρτυρα κατηγορίας, Αναστάσιου Χριστοδούλου (Μ.Κ.3), απολήγουσα σε εσφαλμένο εύρημα ως προς την αξιοπιστία του.

3. Η αποδοχή ως μαρτυρίας προφορικής δήλωσης του εφε-σείοντος σ' έναν των ανακριτών, απαράδεκτης κατά τα θέσμια των Δικαστικών Κανόνων (Judges' Rules).

Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, υποστηρίχτηκε ότι η δήλωση (ομολογία) του εφεσείοντος ήταν παραδεκτή, τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου αδιάσειστα και τα συμπεράσματά του άτρωτα. Κληθήκαμε να απορρίψουμε την έφεση.

Οι θέσεις και η επιχειρηματολογία των διαδίκων θα εξεταστούν υπό το πρίσμα του ιστορικού της δίωξης, της πορείας της δίκης, των ενδιάμεσων αποφάσεων του Δικαστηρίου και του σκεπτικού, στο οποίο θεμελιώνεται η καταδίκη.

Ο κατηγορούμενος διώχτηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου για τη διάπραξη οκτώ αδικημάτων, κατά παράβαση του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, ΚΕΦ. 54, και άλλων δύο αδικημάτων, κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, (Ν. 29/77). Συγκεκριμένα, κατηγορήθηκε ότι είχε στην κατοχή του τρεις, τρεις, μία και μία χειροβομβίδες, το αντικείμενο των κατηγοριών 1, 3, 5 και 7, αντίστοιχα, και ότι μετέφερε τις ίδιες χειροβομβίδες, το αντικείμενο των κατηγοριών 2, 4, 6 και 8. Οι κατηγορίες 9 και 10 θεμελιώνονται, διαδοχικά, στον ισχυρισμό ότι ο εφεσείων είχε στην κατοχή του 10 γρ. ρητίνης καννάβεως, χασίς στην καθομιλουμένη, τα οποία προμήθευσε στον Αναστάσιο Χριστοδούλου.

Μετά το πέρας της κατάθεσης των μαρτύρων κατηγορίας και το κλείσιμο της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, ο εφεσείων πληροφόρησε το δικάζον Δικαστήριο ότι θα υποβάλει εισήγηση ότι δε θεμελιώθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του. Στο σημείο εκείνο, η δικηγόρος της Δημοκρατίας, ενεργώντας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, προέβη στην αναστολή της δίωξης του εφεσείοντος στις κατηγορίες 1, 2, 3, 4, 7 και 8. Λόγοι για την αναστολή της δίωξης και την ανακοπή της δίκης δε δόθηκαν.

Ενώπιόν μας η δικηγόρος της Δημοκρατίας, που εκπροσώπησε το Γενικό Εισαγγελέα, έδωσε κάποιες εξηγήσεις, αναφορικά με τη διακοπή, στο προχωρημένο εκείνο στάδιο της δίκης, της διαδικασίας σχετικά με τις προαναφερθείσες κατηγορίες, τις οποίες χαρακτηρίζει ασάφεια. ΄Ενας από τους λόγους, που δόθηκαν, εστιάζεται στην απουσία ενός των μαρτύρων κατηγορίας στην Αυστραλία. Πότε αυτό έγινε γνωστό και πότε κατέστη προβλεπτό ότι ο μάρτυρας δε θα ήταν διαθέσιμος να μαρτυρήσει, δεν ήταν σε θέση να μας πληροφορήσει. ΄Αλλος λόγος, στον οποίο αναφέρθηκε, ήταν ότι ένας των μαρτύρων κατηγορίας, ο Μ.Κ.5, απέβη εχθρικός. Τρίτος λόγος, στον οποίο έκαμε μνεία, ήταν η ευκολία του Δικαστηρίου, υπονοώντας ότι, με τη διακοπή της δίωξης, θα απαλλάττετο και το Δικαστήριο του καθήκοντος να εξετάσει την εισήγηση ότι δε στοιχειοθετήθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση στις έξι κατηγορίες, πράγμα που θα αποτελούσε σπατάλη χρόνου.

Η άσκηση της συνταγματικής εξουσίας του Γενικού Εισαγγελέα να αναστέλλει ή διακόπτει ποινική διαδικασία δεν ελέγχεται δικαστικά, όπως έχει, κατ' επανάληψη, αποφασιστεί, δηλαδή η άσκηση του δικαιώματος δεν υπόκειται σε δικαστικό αναθεωρητικό έλεγχο. Παραμένει, όμως, έργο του δικαστηρίου η διασφάλιση δίκαιης δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο, που τάσσει το ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος, και, γενικά, ο έλεγχος της διαδικασίας, προς διαφύλαξη των σκοπών, που αυτή αποβλέπει να εξυπηρετήσει, αλληλένδετους με την άρτια απονομή της δικαιοσύνης.

Η διακοπή μέρους της ποινικής δίωξης, μετά το πέρας της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, έχει ορατές δυσμενείς συνέπειες για τη διασφάλιση δίκαιης δίκης και ενέχει προβλεπτούς κινδύνους για τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, περιλαμβανομένου και του δικαιώματος που του εξασφαλίζει το ΄Αρθρο 12.2 του Συντάγματος*. Οι συνέπειες εκτείνονται και στο πλαίσιο της δίκης, στις κατηγορίες που εναπομένουν. ΄Ενα από τα βασικά κριτήρια για την αποδοχή μαρτυρίας είναι η σχετικότητά της προς τις κατηγορίες, για τις οποίες δικάζεται ο κατηγορούμενος. Γίνεται, επομένως, δεκτή και μαρτυρία, που δε θα ήταν αποδεκτή στις κατηγορίες που παραμένουν, με ορατούς κινδύνους για τη δίκαιη δίκη του κατηγορουμένου και την εύρυθμη απονομή της δικαιοσύνης.

Το Σύνταγμα καθιστά τη διασφάλιση δίκαιης δίκης ευθύνη του δικαστηρίου - (΄Αρθρο 30.2 - βλ., επίσης ΄Αρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών).

Η ίδια αρχή αναγνωρίζεται και στο κοινοδίκαιο - (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση του Λόρδου Devlin στην Connelly v. DPP (1964) AC, 1254, 1347. Δε θα επεκταθούμε στο θέμα αυτό, ούτε θα αναφερθούμε στις εξουσίες του δικαστηρίου να κρίνει, ενδεχομένως, την επαναφορά των κατηγοριών, για τις οποίες η δίωξη διακόπτεται μετά το πέρας της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, ως κατάχρηση των διαδικασιών του δικαστηρίου, εφόσον, ως μας έχει γνωστοποιηθεί από τη δικηγόρο της Δημοκρατίας, τέτοια πρόθεση δεν υπάρχει.

Το Κακουργιοδικείο επελήφθη της εισήγησης του δικηγόρου της Υπεράσπισης - ότι δεν είχε στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση για τις υπόλοιπες τέσσερις κατηγορίες. Αποφάσισε ότι εδικαιολογείτο η κλήση του κατηγορουμένου σε απολογία στις κατηγορίες 5 και 6 - κατοχή και μεταφορά χειροβομβίδας, της χειροβομβίδας που ανευρέθηκε στην Αγλαντζιά - όχι, όμως, η κλήση του στις κατηγορίες 9 και 10. Αθωώθηκε και απαλλάχτηκε των κατηγοριών, των αναφερομένων στην κατοχή 10 γρ. χασίς και στην προμήθεια τη ίδιας ουσίας στον κύριο μάρτυρα της Κατηγορίας, τον Αναστάσιο Χριστοδούλου.

Η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής για τις εναπομείνασες δύο κατηγορίες ήταν ότι περιήλθε στην κατοχή του εφεσείοντος μια χειροβομβίδα, την οποία του παρέδωσε ο Αναστάσιος Χριστοδούλου έναντι του ανταλλάγματος 10 γρ. χασίς, και ότι ο εφεσείων μετέφερε την ίδια χειροβομβίδα στην Αγλαντζιά, όπου και εντοπίστηκε, παραλήφθηκε και εξετάστηκε από τις Αστυνομικές Αρχές και τους εμπειρογνώμονές τους σε θέματα εκρηκτικών υλών (κατατέθηκε ως Τεκμήριο 2). Το ίδιο βεβαιώνει και το Κακουργιοδικείο. Θέση της Κατηγορούσας Αρχής ήταν και παρέμεινε μέχρι το τέλος της δίκης ότι η χειροβομβίδα, που αποτελεί το αντικείμενο των κατηγοριών 5 και 6, είναι το Τεκμήριο 2.

Το Κακουργιοδικείο αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσείοντα της κατηγορίας για τη μεταφορά της χειροβομβίδας από την κατοικία του στο Τραχώνι της επαρχίας Λεμεσού στην Αγλαντζιά - (έκτη κατηγορία).

΄Αμεση μαρτυρία για τη μεταφορά της χειροβομβίδας απουσίαζε ολότελα. Η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής θεμελιώθηκε αποκλειστικά στο συσχετισμό της ανευρεθείσας στην Αγλαντζιά χειροβομβίδας με εκείνη που ο Αναστάσιος Χριστοδούλου κατέθεσε ότι παρέδωσε, σε προγενέστερη ημερομηνία, στον εφεσείοντα, στην κατοικία του στο Τραχώνι. Ο συσχετισμός των δύο χειροβομβίδων βασίστηκε αποκλειστικά στη δήλωση του εφεσείοντος στον ανακριτή, ο οποίος, απαντώντας σε ερώτηση του τελευταίου: «ίνταλλως έμπλεξε σε τούτες ούλλες τις χειροβομβίδες», είπε: «εμένα ο Τάσος 1 χειροβομβίδα μου έδωσε τζιαί ήβρετε την στην Χώρα».

Το Κακουργιοδικείο αναφέρει στην απόφασή του:-

«Βέβαια με τη δήλωση του (νοείται του εφεσείοντος) όπως την έχουμε δεχθεί προς τους Μ.Κ.11 και Μ.Κ.13 μπορεί ένας εύλογα να συμπεράνει ότι θα την πήρε στη Λευκωσία ο ίδιος.»

Παρά την ταύτιση της «Χώρας» με την «Αγλαντζιά», αυθαίρετης, κατά τον εφεσείοντα, το Κακουργιοδικείο αθώωσε τον εφεσείοντα της κατηγορίας για μεταφορά της χειροβομβίδας, κρίνοντας ότι η μαρτυρία δεν ήταν συμπερασματική. Πιθανολογεί, όμως, στην απόφασή του το Κακουργιοδικείο, χωρίς να υπάρχει ίχνος μαρτυρίας που να εγείρει τέτοιο ενδεχόμενο, ότι είναι δυνατό η χειροβομβίδα να μεταφέρθηκε από τρίτο πρόσωπο. Πρόκειται για υπόθεση χωρίς υπόβαθρο, ανεπίτρεπτη στην ποινική δίκη - Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363.

Η αθώωση του εφεσείοντος στην κατηγορία για τη μεταφορά της χειροβομβίδας, (κατηγορία 6), εύλογα θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως επαγόμενη και την κατάρριψη του συσχετισμού της χειροβομβίδας που ανευρέθηκε στην Αγλαντζιά με τη χειροβομβίδα που παρέδωσε, κατά τον ισχυρισμό του, ο Αναστάσιος Χριστοδούλου στον εφεσείοντα. κατατείνουσας στην απόρριψη της κατηγορίας 5 για την κατοχή της χειροβομβίδας, Τεκμήριο 2. Αντίθετη ήταν η θέση του Κακουργιοδικείου, που θεώρησε τη δήλωση του εφεσείοντος ως συσχετίζουσα το Τεκμήριο 2 με τη χειροβομβίδα που παρέδωσε ο Χριστοδούλου, ως κατέθεσε, στον εφεσείοντα.

Στην προσαγωγή της δήλωσής του ως μαρτυρίας, ο εφεσείων ήγειρε δύο ενστάσεις στο Κακουργιοδικείο. Πρώτο, ότι η δήλωση λήφθηκε κατά παράβαση των Δικαστικών Κανόνων και, δεύτερο, ότι ο εφεσείων δεν έκαμε τη δήλωση που του αποδίδεται.

Το Κακουργιοδικείο αποφάσισε ότι, εφόσον η ένσταση αφορούσε το υπαρκτό της μαρτυρίας, θα γινόταν δεκτή η δήλωση, υπό την αίρεση πάντα της διαπίστωσης ότι αυτή έγινε ως πραγματικό γεγονός. Εφόσον η ύπαρξη του γεγονότος διαπιστωνόταν, θα ακολουθούσε στο τέλος της δίκης, (όπως αφήνεται να νοηθεί στην ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου), η κρίση του παραδεκτού της, με σημείο αναφοράς την παράλειψη των Αστυνομικών Αρχών να δώσουν τη νενομισμένη προειδοποίηση (caution) στον εφεσείοντα, πριν την υποβολή της σχετικής ερώτησης, στην οποία η δήλωση αποτέλεσε απάντηση.

Ο κ. Ευσταθίου υπέβαλε ότι εδικαιολογείτο η διεξαγωγή δίκης εντός δίκης, διότι, με την άρνηση της δήλωσης, αμφισβητείτο, έστω με έμμεσο τρόπο, η θεληματικότητά της.

Αντίθετα, η κ. Παπαϊωάννου εισηγήθηκε ότι η διαδικασία, η οποία ακολουθήθηκε, ήταν σωστή και σύμφωνη με την απόφαση στη Δημοκρατία ν. Kirnouyan κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 126 - (απόφαση Ολομέλειας, η οποία δόθηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ.).

Η ουσία της απόφασης της Kirnouyan, (ανωτέρω), στο επίμαχο ζήτημα, περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα:- (σελ. 140)

«Η άρνηση του ισχυρισμού πως ο κατηγορούμενος προέβη σε ενοχοποιητική δήλωση, δεν αφήνει αντικείμενο που θα μπορούσε να εξεταστεί στο πλαίσιο δίκης εντός δίκης. Η δίκη εντός δίκης, εν προκειμένω, διεξάγεται σε σχέση με ενοχοποιητική δήλωση υπαρκτή. Διαζευκτικές τοποθετήσεις δεν χωρούν.»

Η αρχή, η οποία υιοθετείται, αντανακλά την ευρύτερη αρχή που διέπει τα θέσμια της δίκης - ότι η διαπίστωση αμφισβητούμενων γεγονότων, που άπτονται του επίδικου θέματος, γίνεται υπό το φως του συνόλου της μαρτυρίας και, κατά κανόνα, στο τέλος της δίκης. Δεν επιλύει, όμως, η αρχή αυτή και την άλλη ένσταση, που πρόβαλε η Υπεράσπιση στην προσαγωγή της δήλωσης, σχετιζόμενης με το παραδεκτό της ως μαρτυρίας, ορώμενης κάτω από την αλληλουχία γεγονότων που έγινε κατά την Κατηγορούσα Αρχή. Σε τέτοια περίπτωση, στην οποία εμπίπτει και η παρούσα, το δικαστήριο, αφού διευκρινίσει από το μάρτυρα, ο οποίος καταθέτει, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες, κατ' ισχυρισμό, έγινε η δήλωση, αποφασίζει κατά πόσο η μαρτυρία είναι παραδεκτή, λαμβανομένων υπόψη των Δικαστικών Κανόνων που διέπουν τη λήψη καταθέσεων υπόπτων, κρατουμένων και υποδίκων. Εφόσον δε κριθεί ότι, κάτω από τις συνθήκες που εκθέτει ο μάρτυρας, η μαρτυρία είναι απαράδεκτη, αποκλείεται η προσαγωγή της στη δίκη. Ο αποκλεισμός μαρτυρίας, η οποία διαφαίνεται ως απαράδεκτη, αποτελεί αξίωμα της δίκης στο δικό μας σύστημα απονομής της δικαιοσύνης και απόρροια των αρχών της δίκαιης δίκης, ως διαγράφονται στο ΄Αρθρο 30.2 και 3 και στο ΄Αρθρο 12.5 του Συντάγματος, που συναρτούν το αντικείμενο της υπεράσπισης με την παραδεκτή, κατά το δίκαιο, μαρτυρία.

Ουσιαστικά, το Κακουργιοδικείο επιφύλαξε την εξέταση του παραδεκτού της κατάθεσης της δήλωσης του εφεσείοντος στο τέλος της δίκης. Στην τελική του απόφαση, το Κακουργιοδικείο εξέτασε το παραδεκτό της δήλωσης, υπό το πρίσμα του ευρήματος ότι έγινε η δήλωση. ΄Εκρινε ότι ο ανακριτής, υποβάλλοντας την ερώτησή του: «πώς έμπλεξε στην ιστορία των χειροβομβίδων», χωρίς τη δέουσα προειδοποίηση (caution), απέστη του καθήκοντος του, όπως αυτό διαγράφεται στους Δικαστικούς Κανόνες. Κρίνοντας, όμως, αφενός, ότι οι Δικαστικοί Κανόνες δεν εξισούνται με αρχή δικαίου και, αφετέρου, ότι παρέκκλιση από αυτούς αφήνει το πεδίο ανοικτό για την αποδοχή της δήλωσης, ως θέμα διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, αποφάσισε να αποδεχτεί την κατάθεση. Στην απόφαση, επισημαίνεται ότι παραβίαση των Δικαστικών Κανόνων δεν επάγεται και τον αυτόματο αποκλεισμό ομολογίας, η οποία γίνεται. Το θέμα ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, το οποίο, αφού σταθμίσει όλους τους σχετικούς παράγοντες, μπορεί να αποδεχτεί την ομολογία ως μαρτυρία.

Στις αρχές αυτές αναφέρεται το πρωτόδικο Δικαστήριο, πλην δεν κάμνει καμιά αναφορά στους παράγοντες, που μπορεί να επενεργήσουν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Η ουσία της απόφασης του Κακουργιοδικείου, αναφορικά με την παραδοχή της προφορικής κατάθεσης του εφεσείοντος, περικλείεται στο ακόλουθο απόσπασμα:-

«Εφόσον λοιπόν το μόνο παράπονο είναι ότι απουσιάζει η σχετική προειδοποίηση, έχουμε καταλήξει ότι η παράλειψη αυτή δεν είναι μοιραία και έτσι δεχόμαστε την εν λόγω δήλωση του κατηγορουμένου ως μέρος της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής.»

Το Κακουργιοδικείο δεν έστρεψε την προσοχή του, ούτε ασχολήθηκε με το στάδιο στο οποίο ευρίσκοντο οι ανακρίσεις, ή με το γεγονός ότι ο εφεσείων τελούσε υπό κράτηση και ότι την προηγουμένη αρνήθηκε, μετά που του επιστήθηκε η προσοχή στις συνέπειες, να προβεί σε οποιαδήποτε κατάθεση στην Αστυνομία. Επίσης, δε φαίνεται να απέδωσε σημασία στο γεγονός ότι ο εφεσείων, ευθύς μετά την προφορική δήλωση, αρνήθηκε, αφού του επιστήθηκε η προσοχή στην πιθανή χρήση της, να δηλώσει και γραπτώς τα όσα είπε. Η απάντησή του ήταν: «δεν δίνω κατάθεση». Αν το Δικαστήριο έστρεφε την προσοχή του στα γεγονότα, που έχουμε διαγράψει, θα διαπίστωνε ότι:-

(α) Οι Αστυνομικές Αρχές είχαν από τις 30 Αυγούστου, 1999, στα χέρια τους την κατάθεση του Μ.Κ.3, στη μαρτυρία του οποίου, κατά κύριο λόγο, θεμελιώθηκε η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής.

(β) Οι χειροβομβίδες, που παρέδωσε ο Αναστάσιος Χριστοδούλου, καθώς και η χειροβομβίδα, που ανευρέθηκε στην Αγλαντζιά, περιήλθαν στην κατοχή της Αστυνομίας την 1η και 4η Σεπτεμβρίου, αντίστοιχα, και έτυχαν επιστημονικής εξέτασης πριν τη σύλληψη του εφεσείοντος στις 22 Σεπτεμβρίου, 1999.

(γ) Ο εφεσείων αρνήθηκε την προτεραία, ενώ τελούσε υπό κράτηση, να προβεί σε οποιαδήποτε κατάθεση. και

(δ) Η ερώτηση υποβλήθηκε και η δήλωση έγινε, ενώ ο εφεσείων μεταφερόταν με αστυνομικό όχημα από τον τόπο κράτησής του στο Επαρχιακό Δικαστήριο, προς εξέταση αιτήματος των Αστυνομικών Αρχών για την έκδοση εντάλματος προσωποκράτησής του.

Στην Azinas and Another v. Police (1981) 2 C.L.R. 9, καθώς και στη Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73, στις οποίες γίνεται αναφορά στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, εξηγούνται οι αρχές που διέπουν το παραδεκτό κατάθεσης υπόπτου, κρατουμένου, ή υποδίκου, η οποία λαμβάνεται κατά παρέκκλιση ή αντίθετα προς τους Δικαστικούς Κανόνες. Ως εξηγείται στην Azinas, (ανωτέρω), οι Δικαστικοί Κανόνες άπτονται του εθελούσιου της κατάθεσης.

Στη Fournides v. Republic, (ανωτέρω), διασαφηνίζεται η ευρεία διακριτική ευχέρεια του δικάζοντος δικαστηρίου να αποκλείσει κατάθεση, η οποία λαμβάνεται κάτω από ύποπτες συνθήκες - (βλ. Costas Andreou Kokkinos v. The Police (1967) 2 C.L.R. 217). Το ακόλουθο απόσπασμα από τη Fournides χαρακτηρίζει την προσέγγιση της νομολογίας στο παραδεκτό καταθέσεων, που λαμβάνονται κατά παρέκκλιση των Δικαστικών Κανόνων:- (σελ. 86)

"The essence of these decisions is that a Court charged to decide the admissibility of a statement must take a broad view of the facts surrounding and accompanying its making and must not hesitate to reject the statement if its provenance is fraught with suspicion. They reflect our commitment to the protection of human rights and the sustenance of the rule of law."

Εκ μέρους του εφεσείοντος, έγινε εισήγηση ότι η προκείμενη υπόθεση αποτελεί παράδειγμα παγίδευσης ή παραπλάνησής του, αναλογιζόμενοι ότι η δήλωση του αποσπάστηκε από τον ανακριτή, που γνώριζε το στάδιο στο οποίο είχαν φτάσει οι ανακρίσεις, καθώς, επίσης, ότι η συνομιλία, που ο ανακριτής είχε με τον κρατούμενο, έγινε στο πλαίσιο της γνωριμίας τους.

Σημαντική για το θέμα που εξετάζουμε είναι η απόφαση στη The Republic v. Phivos Petrou Pierides (1971) 2 C.L.R. 181, στην οποία αποφασίστηκε ότι, εφόσον τα στοιχεία εις χείρας της Αστυνομίας δικαιολογούν, εξ αντικειμένου, την πρόσαψη κατηγορίας εναντίον του κατηγορουμένου, τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Δικαστικού Κανόνα ΙΙΙ(β), ο οποίος επιτρέπει την υποβολή ερωτήσεων στον κατηγορούμενο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μόνο όπου αυτές είναι αναγκαίες για την πρόληψη ή την ελαχιστοποίηση βλάβης, ή ζημίας, ή απώλειας σε τρίτο πρόσωπο, ή στο κοινό, ή προς το σκοπό διευκρίνισης ασάφειας σε προηγούμενη δήλωση του κατηγορουμένου.

Στην προκείμενη περίπτωση, η Αστυνομία είχε στη διάθεσή της όλα τα στοιχεία, στα οποία βασίστηκε η δίωξη του κατηγορουμένου, και, επομένως, η θέση της, όπως και εκείνη του εφεσείοντος, παραλληλίζεται προς εκείνη των αντίστοιχων μερών στην The Republic v. Phivos Petrou Pierides, (ανωτέρω).

Κρίνουμε ότι η ερώτηση, η οποία υποβλήθηκε στον εφεσείοντα, ήταν ανεπίτρεπτη, με ή χωρίς προειδοποίηση.

Καταλυτική για το παραδεκτό της προφορικής κατάθεσης του εφεσείοντος ήταν και η άρνησή του να προβεί στην ίδια κατάθεση, αφού έτυχε προειδοποίησης. Κατέστη γνωστό, επομένως, ότι, αν οι Αστυνομικές Αρχές τηρούσαν τα καθήκοντά τους, δε θα δινόταν καμιά κατάθεση.

Κάτω από αυτά τα δεδομένα, διαπιστώνουμε ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, όχι μόνο δεν ασκήθηκε με αναφορά στα κρίσιμα γεγονότα που περιέβαλλαν την παροχή της κατάθεσης, αλλά και ότι, υπό το βάρος τους, η εξουσία του Δικαστηρίου θα μπορούσε να ασκηθεί μόνο με έναν τρόπο, με τον αποκλεισμό της δήλωσης. Η διαπίστωση αυτή αποσυνδέει το Τεκμήριο 2 από τη χειροβομβίδα, την οποία ο Αναστάσιος Χριστοδούλου κατέθεσε ότι παρέδωσε στον εφεσείοντα.

Θεωρούμε, όμως, ορθό να προσθέσουμε ότι, και δεκτή να γινόταν η κατάθεση, δε διακρίνουμε πώς βάσιμα θα μπορούσε να συσχετισθεί η δήλωση του εφεσείοντος με το Τεκμήριο 2, το οποίο ανευρέθη στην Αγλαντζιά. Η ερώτηση αναφερόταν σε χειροβομβίδες και όχι σε χειροβομβίδα, οι οποίες είναι άγνωστο πού εντοπίστηκαν.

Το Κακουργιοδικείο διαπιστώνει ότι το Τεκμήριο 2 ήταν η χειροβομβίδα που είχε στην κατοχή του ο εφεσείων. Σ' αυτό το εύρημα θεμελιώνεται η καταδίκη του εφεσείοντος. Παράλληλα, διαπραγματεύεται και την υποθετική περίπτωση που το εύρημα αυτό δε θα ευσταθούσε και διατυπώνει την άποψη ότι, και σ' εκείνη την περίπτωση, θα ήταν έτοιμο να καταδικάσει τον εφεσείοντα για το αδίκημα της κατοχής χειροβομβίδας, έστω αγνώστου ταυτότητος και περιεχομένου, με βάση τη μαρτυρία του Αναστάσιου Χριστοδούλου, ο οποίος κατέθεσε ότι παρέδωσε στον εφεσείοντα μια χειροβομβίδα όμοια με το Τεκμήριο 2 και με άλλες πέντε χειροβομβίδες που του επιδείχθηκαν, αλλά πιο σκούρου χρώματος.

Με την αποταύτιση του Τεκμηρίου 2 με την, κατ' ισχυρισμό, χειροβομβίδα στην κατοχή του εφεσείοντος, κατέρρευσε παντελώς το βάθρο της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής στην κατηγορία 5. Είναι το Τεκμήριο 2, που ο εφεσείων κατηγορήθηκε ότι είχε στην κατοχή του, και γι' αυτό δικάστηκε. Ευκαιρία να απαντήσει, ή να υπερασπιστεί σε οποιαδήποτε άλλη κατηγορία δεν είχε. Την κατηγορία αυτή - (ότι είχε στην κατοχή του το Τεκμήριο 2) - η Κατηγορούσα Αρχή επιχείρησε να θεμελιώσει με την προσαγωγή της μαρτυρίας των πραγματογνωμόνων, οι οποίοι διαπίστωσαν ότι το Τεκμήριο 2 περιείχε εκρηκτικές ύλες. Για το αγνώστου ταυτότητος και περιεχομένου αντικείμενο, στο οποίο ο μάρτυρας Χριστοδούλου αναφέρθηκε ως χειροβομβίδα, δεν υπάρχει μαρτυρία, η οποία να αποδεικνύει ότι περιείχε εκρηκτική ύλη. Ούτε έγινε οποιαδήποτε προσπάθεια παρουσιάσης του Αναστάσιου Χριστοδούλου ως ειδικού σε θέματα εκρηκτικών υλών.

Η διαζευκτική θέση του Κακουργιοδικείου - ότι θα ήταν παραδεκτή η καταδίκη του εφεσείοντος για την κατοχή εκρηκτικής ύλης άλλης από το Τεκμήριο 2 - είναι ανυπόστατη.

Και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναφορικά με την αξιοπιστία του Αναστάσιου Χριστοδούλου, τέθηκαν υπό σοβαρή αμφισβήτηση από τον εφεσείοντα.

Το Κακουργιοδικείο διαπιστώνει, κατ' αρχήν, ότι πρόκειται για συνένοχο ή συνεργό, ο οποίος μετείχε, κατά τη δική του ομολογία, στην αγορά χειροβομβίδων, που κλάπηκαν από την Εθνική Φρουρά, τις οποίες διέθεσε έναντι αμοιβής. Προειδοποίησε το Κακουργιοδικείο τον εαυτό του για τους κινδύνους, που ενέχει η αποδοχή της μαρτυρίας συνεργού ή συνενόχου, στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας.

Το Κακουργιοδικείο διατύπωσε τη θέση ότι ήταν διατεθειμένο να δεχτεί τη μαρτυρία του Αναστάσιου Χριστοδούλου και χωρίς ενίσχυση. Παράλληλα, έκρινε ότι η δήλωση του εφεσείοντος, η οποία, ως έχουμε αποφασίσει, δεν έπρεπε να είχε γίνει δεκτή, συνιστούσε μαρτυρία ενισχυτική της μαρτυρίας του Χριστοδούλου. Αποδέχτηκε τη μαρτυρία του Χριστοδούλου, παρά τις διϊστάμενες εκδοχές που πρόβαλε σε καταθέσεις του, ως προς το πώς περιήλθαν οι χειροβομβίδες στην κατοχή του, πού και έναντι ποίου ανταλλάγματος. Σημειωτέον, στην πρώτη του κατάθεση στην Αστυνομία, περιεκτική καθώς φαίνεται ότι ήταν, δεν ενοχοποιούσε τον εφεσείοντα. Οι αντιφάσεις του μάρτυρα αντιμετωπίζονται από το Κακουργιοδικείο ως μη ουσιώδεις. Τι συνιστά ουσιώδη αντίφαση, κατά το Κακουργιοδικείο, διαφαίνεται από το παρακάτω απόσπασμα της απόφασής του:-

«... με την έννοια τη μια φορά να λέγει ότι δεν του έδωσε καθόλου χειροβομβίδες και την άλλη ότι του έδωσε, ...».

Δυσκολευόμεθα να παρακολουθήσουμε τη συλλογιστική του Κακουργιοδικείου επί του θέματος. Μεταδίδεται η εντύπωση ότι ουσιώδεις μπορεί να χαρακτηριστούν μόνο αντιθέσεις ή αντιφάσεις, όπου η προβολή της μιας θέσης αποκλείει την άλλη.

Τα κριτήρια για την αποτίμηση αντιφάσεων σχετίζονται άμεσα με τους διαφαινόμενους λόγους, που οδηγούν στην προβολή διϊστάμενων θέσεων, και με την ετοιμότητα του μάρτυρα να καταφύγει σε ψεύδη ή ανακρίβειες, προς εξυπηρέτηση ίδιου συμφέροντος. Το τελικό κριτήριο είναι η προσήλωση του μάρτυρα στην αλήθεια. Δεν μπορούμε εμείς να προβούμε σε ευρήματα για την αξιοπιστία του μάρτυρα Χριστοδούλου, τον οποίο δεν είχαμε την ευκαιρία να δούμε. ΄Ο,τι διαπιστώνουμε, είναι ότι η προσέγγιση του Δικαστηρίου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του είναι επισφαλής, όλως ιδιαίτερα, ενόψει των διαφορετικών εκδοχών που πρόβαλε αναφορικά με την απόκτηση των χειροβομβίδων.

Αυτό, όμως, δεν είναι το μόνο σφάλμα, το οποίο εντοπίζουμε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του μάρτυρα Χριστοδούλου. Ο εφεσείων αθωώθηκε και απαλλάχτηκε των κατηγοριών ότι είχε στην κατοχή του χασίς και ότι το διέθεσε στον Αναστάσιο Χριστοδούλου. Παρά ταύτα, ο Αναστάσιος Χριστοδούλου έγινε πιστευτός - ότι αντάλλαξε τη χειροβομβίδα με 10 γρ. χασίς, τα οποία ο εφεσείων είχε στην κατοχή του και τα οποία έδωσε στο μάρτυρα. Η αντίφαση, μεταξύ της ετυμηγορίας του Δικαστηρίου στις κατηγορίες 9 και 10 και των ευρημάτων του, σε σχέση με το ίδιο θέμα, είναι άμεση. Προκύπτει ευθέως από την ετυμηγορία του Δικαστηρίου στις κατηγορίες 9 και 10 ότι ο εφεσείων δεν είχε στην κατοχή του χασίς, ούτε διέθεσε χασίς στον Αναστάσιο Χριστοδούλου. Πώς μπορεί να ευσταθήσει εύρημα στην ίδια δίκη, ότι ο εφεσείων και είχε στην κατοχή του χασίς και το προμήθευσε στο μάρτυρα. Η ετυμηγορία του δικαστηρίου είναι καθοριστική, όχι μόνο για το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται ο υπόδικος, αλλά και για την ύπαρξη ή μη των γεγονότων, στα οποία στηρίζεται η κατηγορία.

Στην υπόθεση αυτή προκύπτει: στην ίδια διαδικασία, το Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι, όντως, ο εφεσείων είχε στην κατοχή του χασίς, το οποίο διέθεσε σε πιστευτό μάρτυρα, ενώ, παράλληλα, τον αθώωσε από τις αξιόποινες αυτές πράξεις. Αυτό συνιστά άλλη ατέλεια στην προσέγγιση του Δικαστηρίου στη θεώρηση της αξιοπιστίας του μάρτυρα Αναστάσιου Χριστοδούλου.

Υπό το φως των όσων έχουμε παραθέσει, η καθοδήγηση του Κακουργιοδικείου στη θεώρηση της αξιοπιστίας του μάρτυρα Χριστοδούλου υπήρξε εσφαλμένη, γεγονός που καθιστά την κρίση για την αξιοπιστία του ανασφαλή.

Για τους λόγους που έχουμε εκθέσει, το βάθρο της καταδίκης του εφεσείοντος καταρρέει και μαζί και η καταδίκη του.

Η καταδίκη του στην κατηγορία 5 παραμερίζεται.

Η έφεση επιτρέπεται. Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάττεται.

 

 

 

Π.

 

 

Δ.

 

 

Δ.

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο