ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 2 ΑΑΔ 465

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6713

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΔΔ.

Μεταξύ:

Θάσου Θωμά

Εφεσεί οντα

- και -

Αστυνομίας

Εφεσίβ λητης

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 25.9.2000

Για τον εφεσείοντα: κ. Α. Λαδάς.

Για την εφεσίβλητη: κ. Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α.

- - - - - -

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπιζε κατηγορία ότι, στις 27.1.1997, στη Λευκωσία, στο σφαιριστήριό του με την επωνυμία «LUCKY SPOT», είχε υπό την κατοχή ή τον έλεγχό του δύο μηχανές τυχερού παιγνιδιού κατά παράβαση των άρθρων 2, 4(1)(α), 2(γ) του περί Μηχανών Παιγνίου και Μηχανών Ψυχαγωγίας Νόμου 32(Ι)/96 (ο Νόμος). Μετά από ακροαματική διαδικασία, και αφού έκρινε ότι η απαγόρευση κατοχής ή ελέγχου, και μόνο, μηχανής τυχερού παιγνιδιού συνιστά πρόνοια αντιβαίνουσα το Άρθρο 23(1) του Συντάγματος, ο πρωτόδικος δικαστής αθώωσε τον εφεσείοντα. Στη συνέχεια, και αφού έκρινε ότι συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 85(4) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ο πρωτόδικος δικαστής προχώρησε στην τροποποίηση του κατηγορητηρίου με την προσθήκη δεύτερης κατηγορίας ότι, κατά την ίδια πιο πάνω ημερομηνία, και στον ίδιο τόπο, ο εφεσείων έθεσε σε λειτουργία δύο μηχανές τυχερού παιγνίου κατά παράβαση των άρθρων 2, 4(1)(α), 2(α) του ίδιου Νόμου. Ακολούθως βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο στη δεύτερη κατηγορία.

Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του πρωτόδικου δικαστή, που θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε αυτούσιο, έχει ως εξής:

«Είναι παραδεκτό και αδιαμφισβήτητο πως στέρηση (deprivation) του δικαιώματος περιουσίας μπορεί να επιτευχθεί μόνο στη βάση της παραγρ. 4 του άρθρου 23 του Συντάγματος. (Βλ. Holy See of Kitium v. Municipal Council Limassol 1 R.S.C.C. 15) Στέρηση εξυπακούει το στοιχείο του εξαναγκασμού και η λέξη υπονοεί πως η περιουσία αποξενώνεται από τον ιδιοκτήτη της ενάντια στη θέληση του. (Βλ. Nikos Kirzis v. The Republic (1965) 3 C.L.R. 46, σελ. 57). Στη βάση της παραγρ. 3 του άρθρου 23 του Συντάγματος τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται με την παράγρ. 1 μπορούν να υποβληθούν σε δεσμεύσεις ή περιορισμούς νοουμένου ότι κατ΄ ουσία οι δεσμεύσεις ή περιορισμοί δεν συνιστούν στέρηση του δικαιώματος. (Βλ. Thymopoulos v. The Municipal Committee of Nicosia (1967) 3 C.L.R. 588 σελ. 602. Σαν παράδειγμα βλ. Louis Araouzos v. Republic (1968) 3 C.L.R. σελ. 301).

Ακόμη και στην περίπτωση ναρκωτικών ουσιών ή πυροβόλων όπλων η απαγόρευση κατοχής δεν είναι απόλυτη. Τούτο δεν είναι παράδοξο γιατί τόσο οι ναρκωτικές ουσίες όσο και τα πυροβόλα όπλα έχουν και νόμιμη χρήση και όπως η απαγόρευση στη χρήση τους δεν είναι απόλυτη ούτε και η κατοχή τους θα μπορούσε να ήταν.

Είμαι της άποψης πως η απαγόρευση κατοχής ή ελέγχου και μόνον μηχανής τυχερού παιγνιδιού συνιστά αντισυνταγματική πρόνοια αντιβαίνουσα το άρθρο 23 παράγρ. 1 του Συντάγματος. Στην Θωμά (πιο πάνω) η συνταγματικότητα του άρθρου 4 του Νόμου επιβεβαιώθηκε στο μέτρο που απαγόρευε την χρήση τους. Η απλή κατοχή χωρίς χρήση δεν παραβλάπτει τα δημόσια ήθη.

Ο κατηγορούμενος θα πρέπει να αθωωθεί και απαλλαγεί στην κατηγορία που αντιμετωπίζει.

Από την άλλη, γεγονός παραμένει πως οι δύο μηχανές τυχερού παιγνιδιού ήταν σε λειτουργία μέσα στο υποστατικό του. Ο κατηγορούμενος τις εγκατέστησε εκεί και τις έθεσε σε λειτουργία, όπως συμπερασματικά αλλά πέραν από κάθε λογική αμφιβολία έπραξε, για χρήση από το κοινό. Προκύπτει να έχει διαπραχθεί το αδίκημα που προβλέπεται στο άρθρο 4(1)(α) του Νόμου.

Θα εξετάσω λοιπόν κατά πόσο θα ήταν ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις να προβώ στην τροποποίηση του κατηγορητηρίου.

Για να τύχει εφαρμογής το άρθρο 85(4) του ΚΕΦ. 155 πρέπει να συνυπάρχουν οι πιο κάτω προϋποθέσεις όπως ετέθησαν με σαφήνεια στην υπόθεση Κυριάκου ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 458 σελ. 467:

«(α) Με την προσαχθείσα μαρτυρία πρέπει να αποδεικνύεται η διάπραξη από τον κατηγορούμενο ποινικού αδικήματος που δεν περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο.

(β) Είναι αδύνατη η καταδίκη του κατηγορουμένου για το εν λόγω αδίκημα χωρίς την τροποποίηση του κατηγορητηρίου.

(γ) Με την καταδίκη του για το εν λόγω αδίκημα ο κατηγορούμενος δε υπόκειται σε ποινή μεγαλύτερη εκείνης που θα μπορούσε να του είχε επιβληθεί αν καταδικαζόταν βάσει του αρχικού κατηγορητηρίου.

(δ) Η μεταβολή του κατηγορητηρίου δε θα επηρέαζε δυσμενώς τον κατηγορούμενο στην υπεράσπιση του.»

Η πρώτη προϋπόθεση υπάρχει γιατί πρόκειται για διαφορετικό αδίκημα και συνεπώς ούτε και η καταδίκη δύναται να επιτευχθεί χωρίς τροποποίηση αφού το αδίκημα δεν περιλαμβάνεται στο υφιστάμενο. Η προβλεπόμενη ποινή παραμένει η ίδια. Ο κατηγορούμενος δεν έχει επηρεαστεί στην υπεράσπιση του γιατί ουδόλως αμφισβήτησε την ύπαρξη και λειτουργία των μηχανών. Η υπεράσπιση του έγκειτο αλλού.

Προχωρώ λοιπόν στην τροποποίηση του κατηγορητηρίου με την πρόσθεση 2ης κατηγορίας ως ακολούθως:

ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

Λειτουργία μηχανών τυχερού παιγνίου κατά παράβαση των άρθρων 2, 4(1)(α),(2)(α) του Περί Μηχανών Παιγνίου και Μηχανών Ψυχαγωγίας Νόμου 32(1)/96.

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Ο κατηγορούμενος την 27.1.1997 στην Λευκωσία της Επαρχίας Λευκωσίας στο σφαιριστήριο με την επωνυμία "LUCKY SPOT" έθεσε σε λειτουργία δύο μηχανές τυχερού παιγνίου.

Ο κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάττεται στην 1η κατηγορία και βρίσκω τούτον ένοχο στην 2η κατηγορία ως έχει προστεθεί.»

Προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ως λόγος έφεσης ότι λανθασμένα ο πρωτόδικος δικαστής έκρινε ότι η τροποποίηση του κατηγορητηρίου, με την προσθήκη της δεύτερης κατηγορίας, δεν θα επηρέαζε δυσμενώς τον εφεσείοντα στην υπεράσπισή του. Σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντα η πρώτη και μόνη κατηγορία που αντιμετώπιζε ο εφεσείων ήταν εκείνη της κατοχής ή ελέγχου μηχανής τυχερού παιγνιδιού, γεγονός που ήταν παραδεκτό από την υπεράσπιση, με αποτέλεσμα η αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας, όπως και η εξέταση του εφεσείοντα, να επικεντρωθούν στα σημεία που είχαν σχέση με την ακολουθούμενη γραμμή υπεράσπισης στη συγκεκριμένη αυτή κατηγορία, χωρίς να δίδεται ιδιαίτερη σημασία στη μαρτυρία που αναφερόταν στις οποιεσδήποτε άλλες διαπιστώσεις των αστυνομικών κατά την επίσκεψή τους στο υποστατικό του εφεσείοντα. Συγκεκριμένα, η υπεράσπιση επικεντρώθηκε σε τρία σημεία, ήτοι (α) κατά πόσο οι συγκεκριμένες μηχανές ενέπιπταν στην έννοια του όρου «μηχανή τυχερού παιγνιδιού» στο άρθρο 4(2) του Νόμου, (β) κατά πόσο υπήρχε κώλυμα για την κατηγορούσα αρχή να ισχυρίζεται ότι οι μηχανές ήσαν μηχανές τυχερού παιγνιδιού καθ΄ η στιγμή, με την έγκριση της εγγραφής τους ως μηχανών παιγνιδιού από την διοίκηση, είχε αναγνωρισθεί σ΄ αυτές το καθεστώς της μηχανής παιγνιδιού, και (γ) κατά πόσο η απόλυτη απαγόρευση κατοχής ή ελέγχου, και μόνο, μηχανής τυχερού παιγνιδιού προσέκρουε στο Άρθρο 23(1) του Συντάγματος.

Κρίνουμε ότι ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης ευσταθεί. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η άμεση μαρτυρία των αστυνομικών ως προς το κατά πόσο οι μηχανές λειτουργούσαν ήταν ασαφής και συγκεχυμένη, με αποτέλεσμα ο πρωτόδικος δικαστής να καταλήξει «συμπερασματικά αλλά πέραν από κάθε λογική αμφιβολία» ότι ο εφεσείων «τις εγκατέστησε εκεί και τις έθεσε σε λειτουργία», για χρήση από το κοινό, το γεγονός ότι ο εφεσείων «δεν αμφισβήτησε την ύπαρξη και λειτουργία των μηχανών» (κατ΄ ακρίβεια δεν αμφισβήτησε την περιστατική μαρτυρία στη βάση της οποίας ο πρωτόδικος δικαστής κατέληξε «συμπερασματικά αλλά και πέραν από κάθε λογική αμφιβολία» ότι ο εφεσείων εγκατέστησε εκεί και έθεσε τις μηχανές σε λειτουργία), δεν ήταν αρκετό για να οδηγήσει, άνευ ετέρου, στην τροποποίηση του κατηγορητηρίου και στην καταδίκη του εφεσείοντα στη δεύτερη κατηγορία. Ούτε, βέβαια, ήταν αρκετό το γεγονός ότι, όπως αναφέρει ο πρωτόδικος δικαστής, «η υπεράσπισή του έγκειτο αλλού». Εφόσον η πρώτη και μόνη κατηγορία που αντιμετώπιζε ήταν εκείνη της κατοχής ή ελέγχου μηχανών τυχερού παιγνιδιού, ο εφεσείων δεν είχε υποχρέωση, ούτε και κανένα λόγο, να αμφισβητεί ή αντικρούει την οποιαδήποτε, έστω άμεση, μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής αναφορικά με την εκ μέρους του λειτουργία των μηχανών, πολύ ολιγότερο την οποιαδήποτε περιστατική μαρτυρία από την οποία θα μπορούσε, έστω εύλογα, να συναχθεί τέτοιο συμπέρασμα. Ο εφεσείων είχε κάθε δικαίωμα, και ορθά έπραξε, να περιορίσει την υπεράσπισή του στα σημεία που, κατά την κρίση του δικηγόρου του, αντέκρουαν τη μόνη κατηγορία που αντιμετώπιζε. Ακριβώς δε για το λόγο ότι «η υπεράσπισή του έγκειτο αλλού», αφού στόχευε την πρώτη και μόνη κατηγορία, χωρίς να καλύπτει, ταυτόχρονα, και τα περιστατικά που στοιχειοθετούσαν τη δεύτερη κατηγορία, ο πρωτόδικος δικαστής δεν μπορούσε να τροποποιήσει το κατηγορητήριο, με την προσθήκη της δεύτερης κατηγορίας και, ακολούθως, να βρει ένοχο τον εφεσείοντα, χωρίς ο τελευταίος να επηρεαστεί δυσμενώς στην υπεράσπισή του, εφόσον, σε τέτοια περίπτωση, θα καταδικαζόταν χωρίς να του έχει δοθεί η ευκαιρία να στρέψει την προσοχή του, να εγκείψει, με άλλα λόγια, και κατευθύνει την υπεράσπισή του, στη δεύτερη αυτή κατηγορία.

Ενόψει της κατάληξής μας ότι ο πιο πάνω λόγος έφεσης ευσταθεί, δεν θεωρούμε σκόπιμο να επεκταθούμε στους υπόλοιπους λόγους έφεσης που προβάλλονται.

Η έφεση επιτρέπεται. Η καταδίκη του εφεσείοντα, όπως και η ποινή που του επιβλήθηκε, παραμερίζονται.

Ο εφεσείων αθωώνεται.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα ζήτησε να επιδικάσουμε έξοδα υπέρ του πελάτη του. Κάτι τέτοιο δεν μας επιτρέπεται. Σύμφωνα με τα άρθρα 167, 168 και 169 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155, όπως ερμηνεύθηκαν από τη νομολογία, ούτε τα πρωτόδικα δικαστήρια ούτε το Εφετείο έχει εξουσία να επιδικάζει έξοδα σε αθωωθέντα κατηγορούμενο, πληρωτέα από το Δημόσιο Ταμείο. (Βλέπε Pishorn v. Police (1973) 9 J.S.C., p. 1132).

Δ.

Δ.

Δ.

 

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο