ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 2 ΑΑΔ 371
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΗΛΙΑΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6789
ΜΕΤΑΞΥ:
Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,
Εφεσείοντος
ν.
Αιμίλιου Λοΐζου,
Εφεσιβλήτου
--------------------------------- P>
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6798
ΜΕΤΑΞΥ:
Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,
Εφεσείοντος
ν.
Λοΐζου Κωνσταντίνου,
Εφεσιβλήτου
--------------------------------- P>
4 Ιουλίου 2000
Για τον Εφεσείοντα: κα Ε. Ζαχαριάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας
εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
Για τους Εφεσιβλήτους: κ. Μιχ. Σταματάρης.
----------------------------------- --
ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση της μειοψηφίας θα δοθεί
από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.
-------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ
.:
(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση
Μεταξύ της 24 και 25/7/98 διερρήχθη η αποθήκη μιας εταιρείας στη βιομηχανική περιοχή Δαλίου και κλάπηκαν μεταξύ άλλων 32 συσκευές κλιματισμού Daewoo και Samsung. Αστυνομικές έρευνες οδήγησαν μετά από μερικές μέρες στην ανάκριση του 1ου εφεσιβλήτου (1ου κατηγορουμένου) ο οποίος ανακρινόμενος απαντούσε ότι ό,τι είχε να πει θα το έλεγε στο Δικαστήριο. Μαρτυρία που εξασφαλίστηκε από άλλα πρόσωπα απεκάλυψε ότι ο 1ος εφεσίβλητος μαζί με το 2ο κατηγορούμενο είχαν στην κατοχή τους συσκευές κλιματισμού Daewoo και σε γνώση τους ότι ήταν κλοπιμαίες, τις πώλησαν σε τρίτο πρόσωπο έναντι του ποσού των £300. Την ίδια περίπου χρονική περίοδο τα ίδια πρόσωπα που είχαν στην κατοχή τους άλλες τέσσερις συσκευές κλιματισμού, τις πώλησαν με τη βοήθεια του 4ου κατηγορουμένου σε άλλο πρόσωπο για £800 με την πρόφαση ότι ήταν τιμή ευκαιρίας, γνωρίζοντας ότι ήταν κλοπιμαίες.
Ο 1ος εφεσίβλητος καταδικάστηκε σε πρόστιμο £700 και £900 αντίστοιχα σε δύο κατηγορίες απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις (κατά παράβαση των άρθρων 297 και 298 του Κεφ. 154), ενώ για άλλες δύο κατηγορίες κατακράτησης κλοπιμαίας περιουσίας (κατά παράβαση του άρθρου 306 του Κεφ. 154) δεν του επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή, αφού σύμφωνα με το δικαιολογητικό του Κακουργιοδικείου το αδίκημα κατακράτησης κλοπιμαίας περιουσίας δεν είναι σοβαρότερο από εκείνο της εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις και τα γεγονότα και στα δύο αδικήματα ήταν τα ίδια.
Ο 3ος εφεσίβλητος (3ος κατηγορούμενος) είχε διαθέσει το φορτηγό του αυτοκίνητο στα πρόσωπα που διέπραξαν την κλοπή των συσκευών. Προς τούτο πήρε ως δώρο 3 συσκευές κλιματισμού τις οποίες πώλησε αργότερα σε ένα τρίτο πρόσωπο στην Πάφο. Ο πιο πάνω καταδικάστηκε σε πρόστιμο £1.300 στην κατηγορία της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις ενώ δεν του επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή στο αδίκημα της κατακράτησης κλοπιμαίας περιουσίας με το πιο πάνω δικαιολογητικό.
Ο 4ος κατηγορούμενος παρέλαβε αρχικά 2 συσκευές κλιματισμού από αυτές που είχαν κλαπεί και τις διέθεσε σε ένα γείτονα του και αργότερα άλλες πέντε τις οποίες πώλησε σε ένα άλλο πρόσωπο. Από τα γεγονότα όπως έχουν παρουσιασθεί φαίνεται ότι οι κλαπείσες συσκευές βρίσκονταν στην κατοχή των άλλων συγκατηγορουμένων, οι οποίοι τις παρέδωσαν στον 4ο κατηγορούμενο που με τη σειρά του τις διοχέτευσε αμέσως σε χαμηλές τιμές σε τρίτα πρόσωπα. Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι ο 4ος κατηγορούμενος χρησιμοποιήθηκε για τη διοχέτευση 7 συσκευών από την κλαπείσα περιουσία. Ο 4ος κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε πρόστιμο £400 στην κατηγορία κατακράτησης κλοπιμαίας περιουσίας και σε πρόστιμο £600 στην κατηγορία της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις.
Εναντίον του 5ου κατηγορουμένου προσάφθηκαν δύο κατηγορίες για συνέργια μετά τη διάπραξη αδικήματος και εναντίον του 6ου κατηγορουμένου προσάφθηκαν δύο κατηγορίες για συνέργια μετά τη διάπραξη αδικήματος. Η συνέργια βασιζόταν στην παροχή βοήθειας στα πρόσωπα που διέπραξαν το αδίκημα της διάρρηξης να διαφύγουν. Για τους κατηγορουμένους 5 και 6 καταχωρήθηκε αναστολή δίωξης για να κληθούν να καταθέσουν ως μάρτυρες κατηγορίας εναντίον των υπολοίπων. Πράγμα το οποίο και έγινε.
(β) Η έφεση
Στην έφεση που καταχωρήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα υποβλήθηκε ότι τα αδικήματα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και κατακράτησης κλοπιμαίας περιουσίας είναι αρκετά σοβαρά, σε βαθμό που θα έπρεπε να επισύρουν ποινές φυλάκισης και όχι μόνο προστίμων, ιδιαίτερα δε στην περίπτωση του 1ου εφεσίβλητου που βαρύνεται με τέσσερις προηγούμενες καταδίκες για κυβεία, επίθεση και κατοχή εκρηκτικών υλών. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι το Κακουργιοδικείο υποτίμησε τη σοβαρότητα των αδικημάτων και έπρεπε να είχε επιβάλει και ποινές για το αδίκημα της κατακράτησης κλοπιμαίας περιουσίας. Η ανατροπή των ποινών του Κακουργιοδικείου είναι και ο σκοπός της παρούσας έφεσης.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων υπέβαλε μεταξύ άλλων ότι η ποινή που επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο είναι άνιση αφού υπάρχει μια διαφοροποίηση στη μεταχείριση όλων των προσώπων που είχαν αναμιχθεί στη διάπραξη των αδικημάτων. Ειδικότερα υποβλήθηκε ότι στην περίπτωση του 4ου κατηγορουμένου δεν ασκήθηκε έφεση όπως είχε γίνει στην περίπτωση του 1ου και 3ου εφεσιβλήτου. Η θέση του Γενικού Εισαγγελέα στην πιο πάνω εισήγηση είναι ότι ο μικρότερος χρόνος που είχε στην κατοχή του τα κλοπιμαία αντικείμενα ο 4ος κατηγορούμενος, δικαιολογούσε την επιβολή της πιο ελαφράς ποινής που του επιβλήθηκε σε σχέση με τους άλλους και συνακόλουθα η άσκηση έφεσης δεν θα ήταν δικαιολογημένη.
Εκ μέρους των εφεσιβλήτων υποβλήθηκε επίσης ότι υπήρξε διαφορετική και άνιση μεταχείριση τους σε σχέση με τους κατηγορουμένους 5 και 6, η διαδικασία εναντίον των οποίων διακόπηκε ως αποτέλεσμα καταχώρισης αναστολής δίωξης εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα. Είναι ορθό ότι κατά την καταχώριση της αναστολής δίωξης δεν προβλήθηκαν οι λόγοι της λήψης της απόφασης για τη διακοπή της, όμως η ευπαίδευτη συνήγορος εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι η αναστολή δίωξης καταχωρήθηκε για να δοθεί η ευχέρεια στην Κατηγορούσα Αρχή να καλέσει τους πιο πάνω ως μάρτυρες κατηγορίας. Οπως πραγματικά και έγινε με τη διαφορά ότι η μαρτυρία του 5ου κατηγορουμένου δεν κρίθηκε ως επαρκής για τη στοιχειοθέτηση των σχετικών κατηγοριών.
(γ) Η αρχή της ισότητας και η άνιση μεταχείριση των
εφεσιβλήτωνΤο άρθρο 113.2 του Συντάγματος παρέχει το δικαίωμα στο Γενικό Εισαγγελέα μεταξύ άλλων να διακόπτει κατά την κρίση του προς το δημόσιο συμφέρον οποιαδήποτε διαδικασία για οποιοδήποτε αδίκημα. Οι προεκτάσεις του άρθρου 113.2 του Συντάγματος εξετάστηκαν στην υπόθεση Police v. Athienitis (1983) 2 C.L.R. 196, όπου τονίστηκε ότι η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα για τη διακοπή μιας ποινικής διαδικασίας δεν μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά.
Το άρθρο 28.1 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε πολίτη να τυγχάνει ίσης προστασίας και μεταχείρισης ενώ το άρθρο 28.2 απαγορεύει κάθε μορφή διάκρισης. Η νομολογία πάνω στο θέμα της ίσης μεταχείρισης παραβατών είναι συγκρουόμενη.
Το θέμα εξετάστηκε αρχικά στην υπόθεση Georghiou and others v. The Republic (1986) 2 C.L.R. 109, όπου η παράλειψη των Αστυνομικών Αρχών να μη συμπεριλάβουν στον κατάλογο των κατηγορουμένων σε ποινική υπόθεση διάρρηξης, κλοπής και μεταφοράς πυροβόλου όπλου και κάποιο Αριστοδήμου (Γιουρούκκη) που ήταν ο εγκέφαλος της διάπραξης των αδικημάτων γιατί είχε βοηθήσει την Αστυνομία στην εξιχνίαση των αδικημάτων, η πλειοψηφία (Δικαστές Λοΐζου και Δημητριάδης) απεφάσισε ότι δεν εδικαιολογείτο μείωση των ποινών των 6 χρόνων φυλάκισης που επιβλήθηκαν ενώ η μειοψηφία (Δικαστής Πικής) απεφάσισε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη την παράλειψη λήψης μέτρων εναντίον του Αριστοδήμου ως ελαφρυντικό παράγοντα, χωρίς όμως να κρίνει σκόπιμο να επέμβει στην ποινή.
Λίγο αργότερα κρίθηκε ότι η αθώωση ενός συγκατηγορουμένου (που δεν παραδέχεται ενοχή) δεν μπορεί να εξισωθεί με τη μη δίωξη συνεργού, έτσι που να δικαιολογεί διαφορετική μεταχείριση ενός άλλου συγκατηγορουμένου (που βρίσκεται ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής). Στην υπόθεση Παναγή ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 115, ο εφεσείων, με την προτροπή του εργοδότη του που ήταν συγκατηγορούμενος, πλαστογράφησε και κυκλοφόρησε δέκα ιατρικά πιστοποιητικά αναφορικά με την κατάσταση της υγείας καλλιτέχνιδων για την αποφυγή ιατρικού ελέγχου από τις αρμόδιες αρχές. Ο εφεσείων παραδέχθηκε τις σχετικές κατηγορίες και αφού του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 4½ χρόνων, ακολούθως κλήθηκε σαν μάρτυρας κατηγορίας εναντίον του συγκατηγορουμένου του. Ο τελευταίος αθωώθηκε. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε κατ' έφεση ότι οι ποινές φυλάκισης των 4½ χρόνων ήταν έκδηλα υπερβολικές σε σχέση με την αθώωση του συγκατηγορουμένου του. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν είχε γίνει καμιά διάκριση από τις Εισαγγελικές Αρχές στη μεταχείριση παραβατών. Στη σχετική απόφαση τονίστηκε ότι η καταχώριση μιας ποινικής υπόθεσης εναντίον του δράστη μιας εγκληματικής ενέργειας και του συνεργού του υποδηλεί ότι και οι δύο τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης. Στο σημείο αυτό τελειώνει και η εξομοίωση της θέσης τους. Η καταδίκη του ενός (κατόπιν παραδοχής του) και η αθώωση του άλλου (κατόπιν ακρόασης) διαφοροποιεί τη θέση τους και δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση που έτυχαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ομως στην πιο πάνω περίπτωση το Ανώτατο Δικαστήριο αρνήθηκε να διαφοροποιήσει την ποινή, αφού άνκαι μπορούσε να θεωρηθεί ως αυστηρή εντούτοις με κανένα μέτρο δεν μπορούσε να κριθεί ως υπερβολική.
Τα επακόλουθα της καταχώρισης αναστολής δίωξης προς όφελος ενός συγκατηγορουμένου (από ένα αριθμό άλλων συγκατηγορουμένων) κρίθηκε ότι συνιστά έμμεσο δικαστικό έλεγχο των δικαιωμάτων του Γενικού Εισαγγελέα. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Οδυσσέως (1991) 2 Α.Α.Δ. 309 όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο, για να σημειώσει τη δυσαρέσκεια του μετά την καταχώριση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα αναστολής δίωξης μόνο για ένα από τους πέντε κατηγορουμένους σε υπόθεση κυβείας, επέβαλε ποινή προστίμου £1 σε κάθε ένα από τους άλλους κατηγορουμένους, τονίστηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο "με αυτό τον τρόπο προέβη έμμεσα σε δικαστικό έλεγχο της απόφασης του Γενικού Εισαγγελέα, πράγμα που κατά το Σύνταγμα και το Νόμο δεν είχε δικαίωμα να πράξει". (Βλέπε επίσης Police v. Athienitis (1983) 1 C.L.R. 194). Με βάση τον πιο πάνω συλλογισμό το Ανώτατο Δικαστήριο προέβηκε στην αύξηση του προστίμου από £1 σε £20.
Η απόσυρση κατηγοριών που εκκρεμούν εναντίον ενός συγκατηγορουμένου κρίθηκε ότι μπορεί να ληφθεί υπόψη ως μετριαστικός παράγων για τους άλλους συγκατηγορουμένους, χωρίς να δικαιολογείται όμως η πλήρης απαλλαγή τους. Στην υπόθεση Κάττου και άλλος ν. Αστυνομίας ([1991] 2 A.A.Δ. 498) όπου τονίστηκε ότι επειδή η άσκηση των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα, σύμφωνα με το άρθρο 113.2 του Συντάγματος δεν ελέγχεται δικαστικά, τούτο δεν απαλλάττει τις δικαστικές αρχές από την υποχρέωση της αποτελεσματικής εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως αυτά κατοχυρώνονται στο Μέρος ΙΙ του Συντάγματος. Η μη δίωξη ή η αναστολή της δίωξης ενός εκ των συνεργών επενεργεί ως ελαφρυντικός παράγων στην επιβολή της ποινής, έτσι που με την απάμβλυνση της ανισοσκέλειας στη μεταχείριση των παραβατών, να μετριάζεται το αίσθημα αδικίας που πιθανό να δημιουργείται. Στη πάνω υπόθεση το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ήταν ορθή η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να λάβει υπόψη ως ελαφρυντικό παράγοντα, την καταχώριση αναστολής δίωξης εναντίον ενός από τους πρωτεργάτες και σχεδιαστές του εγκλήματος της διάρρηξης και κλοπής, μετά την παραδοχή εκ μέρους των τριών άλλων συγκατηγορουμένων των κατηγοριών που αντιμετώπιζαν.
Στην υπόθεση Κάττου (πιο πάνω) εξετάστηκε και η απόφαση Οδυσσέως. Το Ανώτατο Δικαστήριο παρατήρησε ότι στην υπόθεση Οδυσσέως δεν επισημαίνεται σφάλμα αλλά αντίθετα διαπιστώνεται η ορθή προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο θέμα της ίσης μεταχείρισης των παραβατών.
Στην παρούσα περίπτωση έχει υποβληθεί εκ μέρους των εφεσιβλήτων 1 και 3 ότι η καταχώριση έφεσης κατ' επιλογή εναντίον των ποινών που τους έχουν επιβληθεί, χωρίς την καταχώριση έφεσης εναντίον του κατηγορουμένου 4 και την καταχώριση αναστολής δίωξης εναντίον των κατηγορουμένων 5 και 6, ο Γενικός Εισαγγελέας έχει ενεργήσει με τρόπο που ισοδυναμεί με άνιση μεταχείριση.
Χωρίς να παραγνωρίζω ότι η άνιση μεταχείριση παραβατών παραβιάζει την αρχή της ισότητας, στην παρούσα περίπτωση δεν συμφωνώ ότι ο Γενικός Εισαγγελέας έχει ενεργήσει με τρόπο που καταστρατηγεί την πιο πάνω αρχή. Η εξάσκηση του δικαιώματος εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της αναστολής δίωξης όπως έχει τονιστεί δεν ελέγχεται δικαστικά και τα Δικαστήρια δεν μπορούν να ζητήσουν από το Γενικό Εισαγγελέα να αιτιολογήσει μια τέτοια ενέργεια. Στην παρούσα περίπτωση, κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας της έφεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος που εμφανίζεται εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, χωρίς να έχει οποιαδήποτε υποχρέωση, παρουσίασε τους λόγους που οδήγησαν στην αναστολή της δίωξης για τους κατηγορουμένους 5 και 6 (που είναι η χρησιμοποίηση τους ως μαρτύρων κατηγορίας) και για τη μη καταχώριση έφεσης εναντίον του 4ου κατηγορουμένου (που βασίζεται στο μικρότερο χρόνο κατακράτησης της κλοπιμαίας περιουσίας σε σχέση με τους εφεσιβλήτους 1 και 3, ένα στοιχείο που δεν δικαιολογούσε την καταχώριση έφεσης). Τα κριτήρια που έχουν δοθεί για τη μη καταχώριση έφεσης εναντίον της ποινής του 4ου κατηγορουμένου και την αναστολή δίωξης εναντίον του 5ου και 6ου κατηγορουμένου δεν υποδεικνύουν ανισότητα στη μεταχείριση των παραβατών. Αντίθετα οι λόγοι που προβλήθηκαν για τις πιο πάνω ενέργειες του Γενικού Εισαγγελέα προσφέρουν εξηγήσεις που κατά την άποψη μου εξουδετερώνουν τον ισχυρισμό για καταστρατήγηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης που κατοχυρώνει το άρθρο 28 του Συντάγματος. Αξίζει να τονισθεί ότι η καταχώριση αναστολής δίωξης στις υποθέσεις Κάττου και Οδυσσέως έγινε χωρίς την παράθεση οποιασδήποτε αιτιολογίας και οι απαλλαγέντες δεν κλήθηκαν να καταθέσουν ως μάρτυρες κατηγορίας.
Τα αδικήματα στα οποία και οι δύο εφεσίβλητοι έχουν βρεθεί ένοχοι είναι αρκετά σοβαρά. Η σοβαρότητα αυτή αντικατοπτρίζεται στις ποινές φυλάκισης που επισύρονται. Για το αδίκημα της εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις προνοείται ποινή φυλάκισης μέχρι 3 χρόνια, ενώ για το αδίκημα της κατακράτησης κλοπιμαίας περιουσίας προνοείται ποινή φυλάκισης μέχρι 5 χρόνια. Η πιο πάνω διαφοροποίηση της ποινής φυλάκισης υποστηρίζει την εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου του Γενικού Εισαγγελέα ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι τα γεγονότα των κατηγοριών της απόσπασης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις και κατακράτησης κλοπιμαίας περιουσίας συνδέονται σε βαθμό που η επιβολή μιας ποινής μόνο και στα δύο αδικήματα να θεωρείται ως ικανοποιητική. Τα δύο αδικήματα είναι ξεχωριστά και δικαιολογούσαν την επιπρόσθετη επιβολή ποινών στις κατηγορίες της κατακράτησης κλοπιμαίας περιουσίας.
Με βάση τα πιο πάνω και έχοντας υπόψη τα προσωπικά περιστατικά ενός εκάστου των εφεσιβλήτων θα προέβαινα σε διαφοροποίηση των ποινών που έχουν επιβληθεί. Ομως μια τέτοια ενέργεια θα ήταν χωρίς σημασία έχοντας υπόψη την απόφαση της πλειοψηφίας.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ