ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
PAPORIS ν. NATIONAL BANK (1986) 1 CLR 578
Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1995) 1 ΑΑΔ 361
L.S.A. Packers & Forwarders Ltd ν. Θεοδοσίας Φράγκου και Άλλων (1999) 1 ΑΑΔ 392
GEORGHIOU ν. REPUBLIC (1984) 2 CLR 65
PARPAS ν. REPUBLIC (1988) 2 CLR 5
Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 149
Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 203
Δημοκρατία ν. Κυπριανίδη κ.ά. (1994) 2 ΑΑΔ 37
Δημοκρατία ν. Mιχαλάκη Eυσταθίου Πανή (Αρ. 1) (1999) 2 ΑΑΔ 124
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 14/1960 - Ο περί Δικαστηρίων Νόμος του 1960
Ν. 86/1986 - Ο περί Αποδείξεως (Τροποποιητικός) Νόμος του 1986
ΚΕΦ.155 - Criminal Procedure Law
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(1999) 2 ΑΑΔ 363
25 Iουνίου, 1999
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ,
ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
v.
ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΠΑΝΗ (AΡ. 2),
Kατηγορουμένου.
(Yπόμνημα Aρ. 338)
Απόδειξη — Δεκτότητα μαρτυρίας — Μαρτυρία συζύγων — Κατά πόσο ο κανόνας αποκλεισμού μαρτυρίας που θέτει το Άρθρο 14(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, σύμφωνα με τον οποίο ο/ή σύζυγος δεν είναι ικανοί μάρτυρες σε δίκη κατά του/της συζύγου, περιορίζεται στην κατάθεση του ή της συζύγου ως μάρτυρα κατηγορίας στη δίκη ή εκτείνεται και σε μαρτυρία που λήφθηκε εκτός δίκης — Αρνητική η απάντηση κατά πλειοψηφία.
Λέξεις και Φράσεις — "Ποινική διαδικασία", στο Άρθρο 2 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 και στο Άρθρο 2 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
Κατόπιν αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα, το Κακουργιοδικείο επιφύλαξε για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο, σύμφωνα με το Άρθρο 148 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, τρία ερωτήματα θεωρηθέντα ως νομικά και εγειρόμενα κατά τη διάρκεια δίκης στην οποία ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε κατηγορία ανθρωποκτονίας κατά παράβαση του Άρθρου 5 του Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε. Το τρίτο ερώτημα αποσύρθηκε κατά τη συζήτηση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Τα δύο απομείναντα ερωτήματα ήταν τα εξής:
1. Το γεγονός ότι σύμφωνα με το Άρθρο 14 του Κεφ. 9 του Περί Αποδείξεως Νόμου η σύζυγος κατηγορουμένου δεν είναι ικανός μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη του συζύγου της, εμποδίζει και την εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής παρουσίαση στη δίκη του συζύγου της, αίματος που λήφθηκε από αυτή με τη συγκατάθεση της;
2. Το γεγονός ότι σύμφωνα με το Άρθρο 14 του Περί Αποδείξεως Νόμου η σύζυγος κατηγορουμένου δεν είναι ικανός μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη του συζύγου της, εμποδίζει και την εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής παρουσίαση στη δίκη του συζύγου της αποδεικτικού στοιχείου που λήφθηκε από αυτή νόμιμα ή με τη συγκατάθεση της;
Το ζήτημα προέκυψε όταν η Κατηγορούσα Αρχή ζήτησε από αστυνομικό μάρτυρα, τον οποίο η ίδια κάλεσε, να παρουσιάσει δύο φιαλίδια αίματος της συζύγου του κατηγορουμένου. Το αίμα της είχε ληφθεί κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης όταν τελούσε και εκείνη υπό κράτηση ως ύποπτη για τη διάπραξη του αδικήματος, είχε ζητηθεί η συγκατάθεση της και την έδωσε γραπτώς.
Η υπεράσπιση ήγειρε ένσταση θέτοντας μεταξύ άλλων το ζήτημα ότι η δοθείσα συγκατάθεση και η επακολουθήσασα λήψη του αίματος με βάση αυτή τη συγκατάθεση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον του κατηγορουμένου για τον ειδικό λόγο ότι η γραπτή κατάθεση με την οποία αυτή έδωσε τη συγκατάθεση της είναι μαρτυρία συζύγου εναντίον του συζύγου της, πράγμα το οποίο απαγορεύεται από το Άρθρο 14 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής αντέτεινε ότι η απαγόρευση στο Άρθρο 14(1) του Νόμου "αφορά μόνο τη μαρτυρία συζύγου στην επί Δικαστηρίω διαδικασία και δεν αποκλείει τη δυνατότητα παρουσίασης αποδεικτικού υλικού που λήφθηκε νόμιμα από την ή τον σύζυγο κατηγορουμένου προσώπου".
Το Κακουργιοδικείο με πλειοψηφία κατέληξε πως η προσφερθείσα μαρτυρία δεν μπορούσε να γίνει δεκτή. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την έννοια της "ποινικής διαδικασίας", ο προσδιορισμός της οποίας θεωρήθηκε αναγκαίος, αφού η απαγόρευση στο Άρθρο 14(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, αφορά σε ποινική διαδικασία. Αντιδιέστειλε τον ορισμό της "ποινικής διαδικασίας" που περιλαμβάνεται στο Άρθρο 2 του Κεφ. 9 με εκείνο στο Άρθρο 2 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και κατέληξε ότι το Άρθρο 2 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, ερμηνεύοντας τη φράση "ποινική διαδικασία" δεν περιορίζεται στην επί Δικαστηρίω διαδικασία αλλά αναφέρει οποιαδήποτε διαδικασία προς το σκοπό τιμωρίας για ποινικό αδίκημα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε κατά πλειοψηφία ότι πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση και στα δύο ερωτήματα που τίθενται με το υπόμνημα.
Α. Υπό Νικολάου, Δ., συμφωνούντων και των Αρτέμη, Δ., Ηλιάδη, Δ. και Χατζηχαμπή, Δ.:
1. Είναι απόλυτα σαφές ότι η απαγόρευση που τίθεται με το εδάφιο 1 του Άρθρου 14 του περί Αποδείξεως Νόμου, ισχύει μόνο όπου μάρτυρας καταθέτει ενώπιον Δικαστηρίου όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής και όπως υπέδειξε η μειοψηφία του Κακουργιοδικείου.
2. Η "ποινική διαδικασία" όπως ορίζεται στο Άρθρο 2 του περί Αποδείξεως Νόμου, δεν έχει έννοια ευρύτερη από ότι στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, όπου, στο Άρθρο 2, ρητώς εξειδικεύεται να σημαίνει τη διαδικασία ενώπιον Δικαστηρίου. Η εξειδίκευση εκεί απέβλεπε να τη διαχωρίσει από τον ευρύτερο χώρο της δικονομίας στον οποίο εκτείνεται εκείνο το νομοθέτημα. Απεναντίας, στον περί Αποδείξεως Νόμο, που, από τη φύση του, αφορά μόνο ότι εγείρεται ενώπιον Δικαστηρίου, καθίστατο αυτονόητος αυτός ο περιορισμός και δεν χρειαζόταν να διατυπωθεί.
3. Η νομολογία επιβεβαιώνει ότι ανέκαθεν η έλλειψη ικανότητας μάρτυρα, εξ αιτίας συζυγικής σχέσης, είχε ως αποτέλεσμα μόνο τον αποκλεισμό κατάθεσης του μάρτυρα ενώπιον Δικαστηρίου και δεν εμπόδιζε τη μεταφορά στο Δικαστήριο, μέσω άλλου μάρτυρα, αποδεικτικού υλικού προερχομένου από το μη ικανό μάρτυρα.
Β. Υπό Πική, Π., συμφωνούντος και του Νικήτα, Δ.:
1. Η "ποινική διαδικασία" στο πλαίσιο της οποίας ο σύζυγος ή η σύζυγος είναι ικανή να ενεργήσει ή να λειτουργήσει ως μάρτυρας εναντίον του συζύγου της δεν περιορίζεται στη δυνατότητα κατάθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά περιλαμβάνει και το ανακριτικό στάδιο. Το Άρθρο 20 του Κεφ. 9 ρητά αναφέρεται στην ποινική διαδικασία ως περιλαμβάνουσα το προδικαστικό σχετικό με την κατηγορία, στάδιο. Ενόψει των προνοιών του Άρθρου 20 του Κεφ. 9, αντίλογος ως προς τη σημασία του όρου "ποινική διαδικασία" είναι δύσκολο να προταθεί. Όχι μόνο η προσαγωγή του αίματος, αλλά και η συγκατάθεση της συζύγου, όπως ορθά διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο, δεν μπορούσε να προσαχθεί ως μαρτυρία για την Κατηγορούσα Αρχή, ενόψει του Άρθρου 14 του Κεφ. 9. Άλλωστε η κατάθεση της και το αίμα, δόθηκαν όχι ως μαρτυρία κατά του συζύγου της, αλλά ως μαρτυρία σε σχέση με τη διερεύνηση διάπραξης του ίδιου εγκλήματος από την ίδια.
2. Η ανικανότητα του συζύγου ή της συζύγου να καταθέσει εναντίον του ετέρου μέρους του γάμου, καθιστά απαράδεκτη μαρτυρία η οποία πηγάζει ή εκπορεύεται από σύζυγο. Ο κανόνας αποκλεισμού έχει ως λόγο την ανικανότητα της/του μάρτυρα να παράσχει μαρτυρία εναντίον του κατηγορουμένου συζύγου εντός και εκτός του Δικαστηρίου.
Γ. Υπό Καλλή, Δ., συμφωνούντος και του Νικήτα, Δ.:
Ο κανόνας που διατυπώνεται στο άρθρο 14(1) του Κεφ. 9 είναι κανόνας αποκλεισμού μαρτυρίας. Είναι πολύ καλά εμπεδωμένος κανόνας. Έχει καθιερωθεί από το Κοινοδίκαιο και δεν έχει μεταβληθεί από τη νομολογία παρά τις κατά καιρούς επικρίσεις που έχει δεχθεί. Εφόσον είναι κανόνας αποκλεισμού μαρτυρίας αυτό που αποκλείει είναι αυτή τούτη τη μαρτυρία όταν πηγή της είναι μη ικανός μάρτυρας, δηλαδή πρόσωπο που δεν θα μπορούσε νόμιμα να κληθεί για να δώσει τη μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου. Μαρτυρία η οποία έχει σαν πηγή της μη ικανό μάρτυρα δεν μεταβάλλει τον χαρακτήρα της όταν προσφέρεται από τρίτο πρόσωπο. Η ανικανότητα που δημιουργεί η προέλευση της μαρτυρίας, όπως και στις περιπτώσεις της επιθανάτιας δήλωσης και του πρώτου παραπόνου, εξακολουθεί να παραμένει και μεταδίδεται και στο τρίτο πρόσωπο.
Η απάντηση στα δύο επιφυλαχθέντα ερωτήματα του υπομνήματος ήταν αρνητική κατά πλειοψηφία. Tο τρίτο νομικό ερώτημα αποσύρθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 361,
L.S.A. Packers & Forwarders Ltd v. Φράγκου κ.ά. (1999) 1 A.A.Δ. 392,
Rumping v. D.P.P. [1962] 3 All E.R. 256,
R. v. Bartlett Vol. 173 E.R. 173,
Δημοκρατία v. Πανή (Aρ. 1) (1999) 2 A.A.Δ. 124,
Parpa v. Republic (1988) 2 C.L.R. 5,
Georghiou v. Republic (1984) 2 C.L.R. 65,
Καυκαρής v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203,
Paporis v. National Bank (1986) 1 C.L.R. 578,
Έλληνας v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149,
R. v. Pike 3 C. & P. 598,
Δημοκρατία v. Κυπριανίδη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 37,
Hawkins v. U.S. 358 U.S.74,
Drummond, 1 Lea. C.C. 338,
R. v. Perkins, 9 C. & P. 395,
Rex v. Brazier Leach 199, 1 East, P.C. 443,
Reg. v. Guttridge 9 C. & P. 471,
R. v. Burke 47 Ir. L.T. 111.
Yπόμνημα.
Yπόμνημα από το Kακουργιοδικείο Λεμεσού με το οποίο παραπέμφθηκαν στο Aνώτατο Δικαστήριο τρία νομικά ερωτήματα, εγερθέντα κατά τη διάρκεια δίκης στην οποία ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε κατηγορία ανθρωποκτονίας.
Π. Κληρίδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Kατηγορούσα Aρχή.
Ε. Ευσταθίου με A. Eυσταθίου, για τον Kατηγορούμενο.
Cur. adv. vult.
ΠIKHΣ, Π.: Kρίνουμε, κατά πλειοψηφία ότι πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση και στα δύο ερωτήματα που τίθενται με το υπόμνημα.
Tο αιτιολογικό της απόφασης της πλειοψηφίας των Δικαστών, Aρτέμη, Nικολάου, Hλιάδη και XατζηXαμπή, περιέχεται στην απόφαση του Nικολάου, Δ..
Σε αντίθετο αποτέλεσμα καταλήγουν οι άλλοι τρεις Δικαστές (Πικής, Π., Nικήτας, Δ., Kαλλής, Δ.) Oι λόγοι για την απόφασή τους εκτίθενται στις ξεχωριστές αποφάσεις, Πική Π., και Kαλλή, Δ.. O Nικήτας, Δ., είναι σύμφωνος και με τις δύο αποφάσεις.
Aκολουθούν οι αποφάσεις, Nικολάου, Δ., Πική, Π. και Kαλλή, Δ..
Αυτή είναι η απόφαση των Δικαστών Αρτέμη, Νικολάου, Ηλιάδη και Χατζηχαμπή.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Κατόπιν αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα, το Κακουργιοδικείο επιφύλαξε για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο, όπως ορίζει το άρθρο 148 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, τρία ερωτήματα θεωρηθέντα ως νομικά και εγειρόμενα κατά τη διάρκεια δίκης στην οποία ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει κατηγορία ανθρωποκτονίας κατά παράβαση του άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε. Το ένα από τα ερωτήματα, το τρίτο, αποσύρθηκε κατά την ενώπιον μας συζήτηση. Τα δύο απομείναντα είναι τα εξής:
« Ε Ρ Ω Τ Η Μ Α Τ Α
1. Το γεγονός ότι σύμφωνα με το άρθρο 14 του Κεφ. 9 του Περί Αποδείξεως Νόμου η σύζυγος κατηγορουμένου δεν είναι ικανός μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη του συζύγου της, εμποδίζει και την εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής παρουσίαση στη δίκη του συζύγου της, αίματος που λήφθηκε από αυτή με τη συγκατάθεση της;
2. Το γεγονός ότι σύμφωνα με το άρθρο 14 του Περί Αποδείξεως Νόμου η σύζυγος κατηγορουμένου δεν είναι ικανός μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη του συζύγου της, εμποδίζει και την εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής παρουσίαση στη δίκη του συζύγου της αποδεικτικού στοιχείου που λήφθηκε από αυτή νόμιμα ή με τη συγκατάθεση της; »
Και τα δύο ερωτήματα αφορούν στο ίδιο ακριβώς ζήτημα. Απλώς στο πρώτο εξειδικεύεται ότι το στοιχείο στο οποίο αναφέρεται το δεύτερο είναι αίμα, ενώ και στα δύο η διευκρίνηση ότι η λήψη έγινε με τη "συγκατάθεση" της συζύγου ή "νόμιμα", προφανώς προορίζεται να υπογραμμίσει τη μη ύπαρξη σχετικού προβλήματος.
Το ζήτημα προέκυψε όταν η Κατηγορούσα Αρχή ζήτησε από αστυνομικό μάρτυρα, τον οποίο η ίδια κάλεσε, να παρουσιάσει δύο φιαλίδια αίματος της Ανθούλας Πανή, συζύγου του κατηγορουμένου. Το αίμα της είχε ληφθεί κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης όταν τελούσε και εκείνη υπό κράτηση ως ύποπτη για τη διάπραξη του αδικήματος. Είχε ζητηθεί η συγκατάθεση της και την έδωσε γραπτώς.
Σε προγενέστερο στάδιο προέκυψε ζήτημα και για την αναφερθείσα συγκατάθεση της συζύγου όταν η Κατηγορούσα Αρχή επιχείρησε μέσω του ίδιου αστυνομικού μάρτυρα να εισάξει σχετική μαρτυρία. Ο αστυνομικός κατέθεσε ότι ενόσω η Ανθούλα Πανή τελούσε υπό κράτηση, τη συνόδευσε στο Νοσοκομείο Λεμεσού όπου της λήφθηκε αίμα κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης της. Η υπεράσπιση ήγειρε ένσταση. Προέβαλε ότι η αναφορά του αστυνομικού σε δοθείσα συγκατάθεση προσέκρουε στον εξ ακοής κανόνα. Το αντίθετο υποστήριξε ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής ο οποίος εξ άλλου επεσήμανε ότι μαρτυρία για τη συγκατάθεση δεν μπορούσε να δοθεί από την ιδία την Ανθούλα Πανή αφού, ως σύζυγος του κατηγορουμένου, δεν ήταν ικανή μάρτυρας. Το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε την ένσταση της υπεράσπισης. Ανέφερε τα εξής:
"Δικαστήριο:-
Ο μάρτυρας, μέσα στα πλαίσια του τί αντελήφθη και τί έπραξε στις 9 Οκτωβρίου, αναφέρθηκε ότι συνόδευσε τη γυναίκα του κατηγορούμενου, η οποία, κατ' εκείνο το χρόνο τελούσε υπό κράτηση, στο Νοσοκομείο και αναφέρθηκε στο γεγονός το οποίο έλαβε χώραν στην παρουσία του. Το γεγονός της λήψης αίματος από το πρόσωπο αυτό.
Έχει υποβληθεί ένσταση στο να αναφερθεί ο μάρτυρας αν η λήψη του αίματος ήταν με τη συγκατάθεση του προσώπου αυτού, καθότι η αναφορά ουσιαστικά προσκρούει στον κανόνα της εξ ακοής μαρτυρίας.
Ο μάρτυρας μπορεί να αναφερθεί σε ότι ο ίδιος αντελήφθη να λαμβάνει χώραν στην παρουσία του χωρίς όμως αναφορά σε δηλώσεις είτε γραπτές είτε προφορικές προσώπου που δεν είναι κατηγορούμενος στη διαδικασία αυτή.
Στο βαθμό αυτό η ένσταση επιτυγχάνει."
Επιφυλάχθηκαν τότε για το Ανώτατο Δικαστήριο τα εξής τρία ερωτήματα αναφορικά με το ζήτημα:
«(1) Προσκρούει στον κανόνα του αποκλεισμού της εξ ακοής μαρτυρίας η αναφορά μάρτυρος ότι στην παρουσία του δόθηκε από πρόσωπο γραπτή ή προφορική συγκατάθεση για λήψη αίματος από το πρόσωπο αυτό πριν τη λήψη αίματος;
(2) Προσκρούει στον κανόνα του αποκλεισμού της εξ ακοής μαρτυρίας η αναφορά μάρτυρος ότι στην παρουσία του δόθηκε από πρόσωπο γραπτή ή προφορική συγκατάθεση για λήψη τεκμηρίου από το πρόσωπο αυτό πριν τη λήψη του τεκμηρίου;
(3) Αν η απάντηση στα ερωτήματα (1) και (2) είναι καταφατική, διαφοροποιείται η απάντηση αν το πρόσωπο το οποίο δίδει τη συγκατάθεση δεν είναι κατάλληλος και εξαναγκάσιμος μάρτυρας; »
Το τρίτο εν τέλει αποσύρθηκε. Στα δύο που απέμειναν, η πλειοψηφία, με απόφαση ημερ. 24 Μαρτίου 1999 στο Υπόμνημα Αρ. 331 που έδωσε ο Αρτέμης, Δ., παρέσχε αρνητική απάντηση. Έκρινε ότι:
"...... η δήλωση δεν εδίδετο για να αποδειχθεί η αλήθεια οποιουδήποτε γεγονότος που περιείχετο σ' αυτή αλλά για ν' αποδειχθεί το ότι έγινε τέτοια δήλωση. Σκοπός ήταν να αποδειχθεί η έκφραση συγκατάθεσης, που ήταν επίδικο θέμα που αφορούσε τη νομιμότητα της λήψης του αίματος, και κατ' ακολουθία και σχετικό με άλλα επίδικα στην υπόθεση θέματα."
Όταν λοιπόν έφτασε η στιγμή να κατατεθεί το αίμα, η υπεράσπιση του κατηγορουμένου ήγειρε και πάλι ένσταση. Έθεσε δύο ζητήματα. Πρώτο, ότι η Ανθούλα Πανή συγκατατέθηκε μετά που προειδοποιήθηκε ότι το αποτέλεσμα των αναλύσεων δυνατό να χρησιμοποιείτο εναντίον της ιδίας ενώ δεν της λέχθηκε ότι δυνατό να χρησιμοποιείτο και εναντίον οποιουδήποτε άλλου προσώπου και συγκεκριμένα του συζύγου της. "Συνεπώς", κατέληξε ο συνήγορος του κατηγορούμενου, "..... μόνο εναντίον της θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η μαρτυρία αυτή και όχι εναντίον οποιουδήποτε άλλου προσώπου, ανεξάρτητα αν το πρόσωπο αυτό είναι ο σύζυγος της ή όχι. Αυτή είναι η θέση μας." Το δεύτερο ζήτημα ο συνήγορος του κατηγορουμένου το διατύπωσε ως εξής: "Η δοθείσα συγκατάθεση και η επακολουθήσασα λήψη του αίματος με βάση αυτή τη συγκατάθεση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον του κατηγορούμενου για τον ειδικό λόγο ότι η γραπτή κατάθεση με την οποία αυτή έδωσε τη συγκατάθεση της είναι μαρτυρία συζύγου εναντίον του συζύγου της, πράγμα το οποίο απαγορεύεται από το Νόμο, από το άρθρο 14 του Κεφ. 9 του Περί Αποδείξεως Νόμου."
Ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής αντέτεινε ότι η απαγόρευση στο άρθρο 14(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, "αφορά μόνο τη μαρτυρία συζύγου στην επί Δικαστηρίω διαδικασία και δεν αποκλείει τη δυνατότητα παρουσίασης αποδεικτικού υλικού που λήφθηκε νόμιμα από την ή τον σύζυγο κατηγορουμένου προσώπου". Υπογράμμισε ότι εν προκειμένω το αίμα λήφθηκε νόμιμα με τη συγκατάθεση της συζύγου και ότι η δοθείσα προειδοποίηση, αναγκαία αφού η σύζυγος ήταν ύποπτη, δεν περιόριζε, για σκοπούς της υπόθεσης, την όποια χρήση της κατ΄ ακολουθίαν νομίμως ληφθείσης μαρτυρίας.
Το Κακουργιοδικείο με πλειοψηφία κατέληξε πως η προσφερθείσα μαρτυρία δεν μπορούσε να γίνει δεκτή. Δεν συμφώνησε με τον πρώτο λόγο που προέβαλε η υπεράσπιση αλλά αποδέχθηκε το δεύτερο. Παραθέτουμε τα σχετικά αποσπάσματα:
"Θα περιοριστούμε στο δεύτερο σκέλος της εισήγησης γιατί δεν βρίσκουμε να επηρεάζει την τελική κατάληξη στο είδος της προειδοποίησης που δόθηκε στην Ανθούλλα Πανή κατά τον χρόνο που ζητήθηκε η συγκατάθεση της. Δεν χρησιμοποιείται τώρα το αίμα εναντίον της για σκοπούς άλλους από αυτούς που λήφθηκε. Λήφθηκε για διερεύνηση της υπόθεσης που τώρα αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος. Όμως αυτό ούτε προσθέτει ούτε αφαιρεί στο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί εάν δηλαδή το αίμα και προφανώς σε μεταγενέστερο στάδιο τα αποτελέσματα των εξετάσεων από το αίμα της Ανθούλλας Πανή, συζύγου του κατηγορουμένου μπορεί να παρουσιασθεί και να γίνει δεκτή σαν μαρτυρία στο Δικαστήριο.
..............................................................................................................................................................................................................................
Έχομε την άποψη ότι ο όρος "ποινική διαδικασία" με την ερμηνεία που δίδεται στο άρθρο 2 του Κεφ. 9 και τον σκοπό του νομοθέτη σε σχέση με το άρθρο 14 δεν μπορεί παρά να καλύπτει και τη μορφή που εδώ λαμβάνει η μαρτυρία που επιχειρείται να παρουσιασθεί.
..............................................................................................................
..............................................................................................................
Ανεξάρτητα της πιο πάνω ερμηνείας το αίμα που λήφθηκε από την Ανθούλλα Πανή και η συγκατάθεση που έδωσε, όχι ως θέμα εξ ακοής μαρτυρίας αλλά ως μαρτυρία συζύγου εναντίον συζύγου, για τους σκοπούς της υπόθεσης δεν είναι τίποτε άλλο παρά μαρτυρία προερχόμενη από τη σύζυγο του κατηγορουμένου. Δόθηκε από την ίδια, πρόσωπο στερούμενο δικαιώματος να δώσει μαρτυρία. Το γεγονός ότι επιχειρείται να δοθεί στο Δικαστήριο όχι με προσωπική εμφάνιση της, δεν διαφοροποιεί την κατάσταση. Άλλωστε τέτοια δυνατότητα για το είδος αυτό της μαρτυρίας δεν παρέχεται.
Θα ήταν εκτός του σκοπού του Νομοθέτη, ο οποίος θεωρεί τους συζύγους ως μία οντότητα και δεν επιθυμεί αντιπαράθεση τους, να επιχειρούσε αυτό να το διαφυλάξει μόνο με τον αποκλεισμό της προσωπικής παρουσίας συζύγου σαν μάρτυρα εναντίον του άλλου εντός της αίθουσας του Δικαστηρίου. Σκοπός του ήταν να διαφυλάξει γενικά την συζυγική αρμονία αποκλείοντας τη μαρτυρία του ενός εναντίον του άλλου."
Το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την έννοια της "ποινικής διαδικασίας", ο προσδιορισμός της οποίας θεωρήθηκε αναγκαίος, αφού η απαγόρευση στο άρθρο 14(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, αφορά σε ποινική διαδικασία:
"14. - (1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), σε ποινική διαδικασία κατά οποιουδήποτε προσώπου, ο σύζυγος ή η σύζυγος, ανάλογα με την περίπτωση του προσώπου αυτού δεν είναι ικανός μάρτυρας κατηγορίας κατά του εν λόγω προσώπου ούτε εξαναγκάσιμος μάρτυρας κατά οποιουδήποτε άλλου προσώπου που κατηγορείται μαζί με αυτό ή μαζί με αυτή.
(2) ......................................................................................
(3) ......................................................................................."
Ορίζεται στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου ότι «"ποινική διαδικασία" και συναφείς εκφράσεις σημαίνει οποιαδήποτε διαδικασία κατά οποιουδήποτε προσώπου προς τιμωρία αυτού για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα κατά παράβαση οποιουδήποτε νόμου ή διοικητικής πράξης.». Το Κακουργιοδικείο αντιδιέστειλε αυτό τον ορισμό με εκείνο στο άρθρο 2 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, σύμφωνα με τον οποίο, «"ποινική διαδικασία" και συναφείς εκφράσεις σημαίνουν οποιαδήποτε διαδικασία που εγείρεται ενώπιον Δικαστηρίου εναντίον οποιουδήποτε προσώπου προς τιμωρία του για ποινικό αδίκημα που διαπράχτηκε κατά παράβαση οποιουδήποτε νομοθετήματος και περιλαμβάνει προανάκριση». Εξέφρασε λοιπόν την άποψη ότι:
"Το άρθρο 2 του Κεφ. 9 ερμηνεύοντας τη φράση "ποινική διαδικασία" δεν περιορίζεται στην επί Δικαστηρίω διαδικασία αλλά αναφέρει οποιαδήποτε διαδικασία προς τον σκοπό τιμωρίας για Ποινικό αδίκημα. Εάν ήθελε ο Νομοθέτης εδώ να περιοριστεί στην επί Δικαστηρίω διαδικασία θα ακολουθούσε την ερμηνεία που δίδεται με το άρθρο 2 του Κεφ. 155 στη φράση "ποινική διαδικασία". Εκεί αναφέρεται ότι "ποινική διαδικασία και συναφείς εκφράσεις σημαίνουν οποιαδήποτε διαδικασία που εγείρεται ενώπιον Δικαστηρίου. Ο όρος Ποινική διαδικασία στο άρθρο 14 του Κεφ. 9 είναι ευρύτερος."
Έτσι ήταν που έφτασαν τα παρόντα ερωτήματα ενώπιον μας.
Είναι, κατά τη γνώμη μας, απόλυτα σαφές ότι η απαγόρευση που τίθεται με το εδάφιο (1) του άρθρου 14 του περί Αποδείξεως Νόμου, ισχύει μόνο όπου μάρτυρας καταθέτει ενώπιον δικαστηρίου όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής και όπως άλλωστε υπέδειξε η μειοψηφία του Κακουργιοδικείου.
Η "ποινική διαδικασία", όπως ορίζεται στο άρθρο 2 του περί Αποδείξεως Νόμου, δεν έχει έννοια ευρύτερη από ό,τι στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο όπου, στο άρθρο 2, ρητώς εξειδικεύεται να σημαίνει τη διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου. Η εξειδίκευση εκεί απέβλεπε να τη διαχωρίσει από τον ευρύτερο χώρο της δικονομίας στον οποίο εκτείνεται εκείνο το νομοθέτημα. Απεναντίας, στον περί Αποδείξεως Νόμο, που από τη φύση του αφορά μόνο ό,τι εγείρεται ενώπιον Δικαστηρίου, καθίστατο αυτονόητος αυτός ο περιορισμός και δεν χρειαζόταν να διατυπωθεί. Το άρθρο 20 του περί Αποδείξεως Νόμου, το οποίο εισήχθη με το Ν. 86/86 και το οποίο αφορά την αποδοχή γραπτών δηλώσεων ως απόδειξη σε ποινική διαδικασία, δεν αποτελεί εξαίρεση παρότι το λεκτικό του ίσως θα μπορούσε, εξ αιτίας κάποιας χαλαρότητας, να δώσει αφορμή για συζήτηση. Ο ορισμός της "ποινικής διαδικασίας" στον περί Αποδείξεως Νόμο προοριζόταν απλώς να τη διακρίνει από την "πολιτική διαδικασία". Μια διάκριση που, στο ευρύτερο πεδίο εφαρμογής του δικαίου, συζητείται στη Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 361. Εξ άλλου η πρόσφατη απόφαση της πλειοψηφίας του Εφετείου στη L.S.A. Packers & Forwarders Ltd v. Θ. Φράγκου κ.ά. (1999) 1 A.A.Δ. 392, την οποία έδωσε ο Καλλής, Δ. και με την οποία, στην ερμηνεία των περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικών Κανονισμών του 1983 έγινε διάκριση μεταξύ "δίκης" και "διαδικασίας", απευθυνόταν σε διαφορετικής υφής πρόβλημα.
Δεν νομίζουμε ότι παρίσταται ανάγκη να επεκταθούμε με λεπτομέρεια στο ιστορικό του κανόνα τον οποίο ενσωματώνει το εδάφιο (1) του άρθρου 14 του περί Αποδείξεως Νόμου. Προέρχεται από το Κοινό Δίκαιο όπως διαμορφώθηκε με νομοθετήματα, απόληξη των οποίων ήταν το Criminal Evidence Act 1898. Στην Αγγλία τώρα άλλαξε: βλ. Police and Criminal Evidence Act 1984, s. 80. Δόθηκαν διάφοροι λόγοι για τον κανόνα. Ο παλαιότερος ήταν ότι οι σύζυγοι αποτελούσαν σάρκα μία: duae animae in carne una. Έπειτα όμως αποδόθηκε και σε λόγους που τότε αποτελούσαν κωλύματα στο δίκαιο της απόδειξης ευρύτερα, ήτοι, την ταυτότητα συμφέροντος αλλά και συναφώς την υπέρ αλλήλων προκατάληψη. Τέλος, εξηγήθηκε πιο συγκεκριμένα με αναφορά στην προστασία της συζυγικής σχέσης, στη διατήρηση της συζυγικής γαλήνης, αλλά και στην πολιτική του δικαίου να λαμβάνει υπόψη την κοινή γνώμη η οποία, όπως θεωρήθηκε, θα αντίκρυζε με φρίκη το ενδεχόμενο ενός συζύγου να καταθέτει στο Δικαστήριο εναντίον του άλλου: βλ. το σύγγραμμα "Evidence" του Rupert Cross, 3η έκδ. (1967) Κεφ. VIII, σελ. 138 και ειδικότερα τη συζήτηση στις σελ. 155-156 (βλ. επίσης, το διαχρονικό και εγνωσμένου κύρους σύγγραμμα "Wigmore on Evidence" (έκδ. 1979), Τόμος ΙΙ, Κεφ. 25 που επιγράφεται - και δεν είναι αυτό ασήμαντο - "Marital Relationship as a Testimonial Disqualification", στη σελ. 855).
Η νομολογία επιβεβαιώνει ότι ανέκαθεν η έλλειψη ικανότητας μάρτυρα, εξ αιτίας συζυγικής σχέσης, είχε ως αποτέλεσμα μόνο τον αποκλεισμό κατάθεσης του μάρτυρα ενώπιον δικαστηρίου και δεν εμπόδιζε τη μεταφορά στο δικαστήριο, μέσω άλλου μάρτυρα, αποδεικτικού υλικού προερχομένου από το μη ικανό μάρτυρα. Θεωρούμε, επ' αυτού, χρήσιμη την απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στη Rumping v. D.P.P. [1962] 3 All E.R. 256, η οποία αφορούσε το ζήτημα εμπιστευτικότητας στην επικοινωνία συζύγων. Το οποίο, ας σημειωθεί, στην Κύπρο ρυθμίζεται από το εδάφιο (3) του άρθρου 14 του περί Αποδείξεως Νόμου. Επιστολή την οποία ο κατηγορούμενος επιθυμούσε να στείλει στη σύζυγο του την έδωσε για το σκοπό αυτό σε τρίτο πρόσωπο να της την παραδώσει. Το τρίτο πρόσωπο την παρέδωσε στην αστυνομία όταν έμαθε ότι ο κατηγορούμενος συνελήφθη για αδίκημα ανθρωποκτονίας. Η επιστολή περιείχε ομολογία του κατηγορουμένου για τη διάπραξη του αδικήματος. Κρίθηκε πως επιτρεπόταν η κατάθεση της επιστολής παρόλον που αυτό δεν θα καθίστατο δυνατό μέσω της συζύγου του κατηγορουμένου αν εκείνη λάμβανε την επιστολή. Την περίπτωση αυτή δεν χρειάζεται να την κοιτάξουμε από τη σκοπιά των δικών μας συνταγματικών διατάξεων που προστατεύουν την επικοινωνία και την προσωπική ζωή. Ό,τι εδώ ενδιαφέρει είναι η ευρύτερη κατ' αρχήν δυνατότητα που το δίκαιο αναγνωρίζει για την παρουσίαση, μέσω τρίτου προσώπου, μαρτυρίας που προέρχεται από πρόσωπο μη ικανό ή μη εξαναγκάσιμο.
Με τις αποφάσεις τους εκεί οι Δικαστές έθεσαν το ευρύτερο πλαίσιο των σχετικών αρχών του Κοινού Δικαίου, με λεπτομερή αναδρομή και στο ιδιαίτερο ζήτημα με το οποίο τώρα ασχολούμαστε. Προκύπτει από πολλές αναφορές και υπογραμμίζεται ότι η έλλειψη ικανότητας μάρτυρα αφορά τη μη δυνατότητα κατάθεσης του ενώπιον δικαστηρίου χωρίς να αποκλείεται η απόδειξη με άλλο τρόπο. Ο δικαστής Hodson ανέφερε χαρακτηριστικά (στη σελ. 278), για το παράλληλο ζήτημα που εκεί εξετάστηκε, τα ακόλουθα, τα οποία ανέπτυξαν στις ίδιες γραμμές και άλλοι δικαστές:
"I attach great importance to the three criminal cases R. v. Smithies (57); R. v. Simons (58) and R. v. Bartlett (59) decided in the years 1832, 1834 and 1837 respectively. All these cases were decided on marital communications overheard and proved by the evidence of witnesses who overheard where the wife herself could not have been called to give evidence about them."
Πιο χρήσιμη για την περίπτωση μας είναι ίσως η R. v. Bartlett Vol. 173 E.R. 173, 362. Εκεί, ενώ ο κατηγορούμενος τελούσε υπό κράτηση, εισήλθε στο δωμάτιο η σύζυγος του η οποία του ανέφερε κάτι στην παρουσία και ακοή του. Συγκεκριμένα, του καταλόγισε ευθύνη για το φόνο της μητέρας της. Οπότε εκείνος αντέδρασε με ορισμένο τρόπο. Όταν η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε τρίτο πρόσωπο ως μάρτυρα αναφορικά με τα λεχθέντα, η υπεράσπιση ήγειρε ένσταση. Προέβαλε ότι εφόσον η σύζυγος δεν ήταν ικανή να καταθέσει στο δικαστήριο εναντίον του συζύγου της, δεν μπορούσε τέτοια μαρτυρία να εισαχθεί μέσω τρίτου. Η ένσταση απορρίφθηκε και η μαρτυρία έγινε δεκτή.
Η απάντηση μας λοιπόν στα δύο επιφυλαχθέντα ερωτήματα είναι αρνητική.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Καλούμεθα να απαντήσουμε τα ακόλουθα δύο επάλληλα ερωτήματα τα οποία έθεσε το Κακουργιοδικείο στη διάρκεια της δίκης του κατηγορουμένου για ανθρωποκτονία και παρέπεμψε, βάσει του άρθρου 148 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, στο Ανώτατο Δικαστήριο για γνωμάτευση:
«1. Το γεγονός ότι σύμφωνα με το άρθρο 14 του Κεφ. 9 του Περί Αποδείξεως Νόμου η σύζυγος κατηγορουμένου δεν είναι ικανός μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη του συζύγου της, εμποδίζει και την εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής παρουσίαση στη δίκη του συζύγου της, αίματος που λήφθηκε από αυτή με τη συγκατάθεση της;
2. Το γεγονός ότι σύμφωνα με το άρθρο 14 του Περί Αποδείξεως Νόμου η σύζυγος κατηγορουμένου δεν είναι ικανός μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη του συζύγου της, εμποδίζει και την εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής παρουσίαση στη δίκη του συζύγου της αποδεικτικού στοιχείου που λήφθηκε από αυτή νόμιμα ή με τη συγκατάθεση της;»
Τα ερωτήματα ηγέρθηκαν και η παραπομπή τους στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα, μετά την απόφαση του Κακουργιοδικείου ότι δεν ήταν παραδεκτή η προσαγωγή αίματος που λήφθηκε από τη σύζυγο του κατηγορουμένου, ως μαρτυρίας στη δίκη του. Η απόφαση του Κακουργιοδικείου επισυνάπτεται στο υπόμνημα και αποτελεί μέρος των γεγονότων που συνθέτουν και προσδιορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο απαντούνται τα ερωτήματα που θέτει (άρθρο 148.2 Κεφ. 155). Στα γεγονότα αυτά εμπίπτει και η έγγραφη συγκατάθεση στις αστυνομικές αρχές της συζύγου για την παροχή του αίματος, η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 56, μετά τη Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο Υπόμνημα 331, (απόφαση πλειοψηφίας)* ότι το περιεχόμενό της δεν προσκρούει στον κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας· εφόσον η παροχή της συγκατάθεσης αποτελεί πρωτογενή μαρτυρία και όχι μαρτυρία ενέχουσα αφ' εαυτής αποδεικτική αξία, (evidence of derivative value).
Όπως υποδεικνύεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου η απόφαση στο Υπόμνημα 331, δεν είχε ως λόγο το παραδεκτό της προσαγωγής μαρτυρίας προερχόμενης από τη σύζυγο. απευθυνόταν στη φύση του περιεχομένου της δήλωσης και το παραδεκτό της με αναφορά στον κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας. Άλλωστε το αίμα δόθηκε ενώ εδιερευνάτο η συμμετοχή της ίδιας της κ. Πανή στο έγκλημα. Όπως αναγράφεται στο κείμενο του Τεκμηρίου 56, το αίμα δόθηκε από τη σύζυγο μετά από ρητή προειδοποίηση των αστυνομικών αρχών ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία εναντίον της. Ποτέ δεν ζητήθηκε από την κ. Πανή να δώσει, και η ίδια ουδέποτε συμφώνησε να δώσει δείγμα αίματος για πιθανή χρήση ως μαρτυρίας κατά του συζύγου της. Οι προεκτάσεις αυτής της πτυχής του θέματος αποτέλεσαν το αντικείμενο του τρίτου ερωτήματος το οποίο τέθηκε και παραπέμφθηκε, μετά από αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα για γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο:
«3. Αν η απάντηση στα ερωτήματα (1) και (2) είναι καταφατική, διαφοροποιείται η απάντηση αν το πρόσωπο το οποίο δίδει τη συγκατάθεση δεν είναι κατάλληλος και εξαναγκάσιμος μάρτυρας;»
Το ερώτημα αποσύρθηκε κατά την ακρόαση της έφεσης. Το Δικαστήριο είπε: «Θα δεχθούμε το αίτημα για την απόσυρση του ερωτήματος 3, διαπιστώνοντας συγχρόνως ότι η στοιχειοθέτηση του υπόβαθρου γεγονότων είναι ατελής».
Η εγκατάλειψη του ερωτήματος δεν διαγράφει το γεγονός ότι η κ. Πανή έδωσε το αίμα προς χρήση ως πιθανής μαρτυρίας εναντίον της και όχι ως μαρτυρίας κατά του συζύγου της. Οι προεκτάσεις του γεγονότος αυτού σε συνάρτηση με τις αρχές που διατυπώνονται στην Parpa v. Republic (1988) 2 C.L.R. 5, έπαυσαν να αποτελούν το αντικείμενο ερωτήματος ενώπιόν μας. Γι' αυτό δεν θα εκφέρουμε γνώμη στο ζήτημα αυτό χωρίς τούτο να σημαίνει ότι το θέμα θεωρείται λελυμένο.
Το Κακουργιοδικείο έκρινε, κατά πλειοψηρία, (Παπαδοπούλου Π.Ε.Δ. και Λιάτσος, Ε.Δ.) την προσαγωγή του αίματος το οποίο έδωσε η σύζυγος του κατηγορουμένου προς ανάλυση, ως απαράδεκτη και αρνήθηκε την αποδοχή της ως μαρτυρίας. Το σκεπτικό της απόφασης του Κακουργιοδικείου μπορεί να συνοψισθεί ως εξής:
(α) Ο αποκλεισμός ο οποίος επιβάλλεται από το άρθρο 14(1) του Κεφ. 9, περιλαμβάνει τόσο την παροχή μαρτυρίας εντός όσο και εκτός του Δικαστηρίου. Σ' αυτό κατατείνει ο ορισμός του όρου «ποινική διαδικασία», που προσδιορίζει τις παραμέτρους της απαγόρευσης. Εξηγείται ότι η ερμηνεία του όρου «ποινική διαδικασία» στις ερμηνευτικές διατάξεις του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 και του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, είναι διάφορη. Στο Κεφ. 155 η σημασία του όρου περιορίζεται στη διαδικασία ενώπιον του Ποινικού Δικαστηρίου που αρχίζει με την καταχώρηση του κατηγορητηρίου, περιορισμός που δεν τίθεται στο Κεφ. 9. Εννοιολογικά ο όρος «διαδικασία» σε ποινικές υποθέσεις δεν περιορίζεται στη δίκη· περιλαμβάνει και την ανάκριση.
(β) Διάκριση μεταξύ της κατάθεσης της συζύγου ενώπιον του Δικαστηρίου και των ανακριτικών αρχών θα έπληττε το θεμέλιο της απαγόρευσης. Η ενότητα των συζύγων, που αποτέλεσε ιστορικά τη γενεσιουργό αιτία, του απαγορευτικού κανόνα στο κοινό δίκαιο, που θεσμοθετεί το άρθρο 14, θα διασπάτο, αν γινόταν παραδεκτή η διάκριση μεταξύ αφενός της παροχής από τη σύζυγο μαρτυρίας στις ανακριτικές αρχές και αφετέρου στο Δικαστήριο. Αποκλείεται και στις δύο περιπτώσεις ως μάρτυρας.
Αντίθετη ήταν η άποψη του μειοψηφήσαντα Δικαστή, (Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.). Αντλώντας καθοδήγηση από τις πρόνοιες του άρθρου 37 του Κεφ. 155 και από την απόφαση στη Γενικός Εισαγγελέας (Άρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 361, (απόφαση Ολομέλειας), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο όρος «ποινική διαδικασία», περιορίζεται στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου. Δυσκολευόμεθα να δούμε πώς μπορεί να αντληθεί έρεισμα για τη θέση του από τις δύο πηγές που επικαλείται.
Το άρθρο 37 συναρτάται προς τον ορισμό της «ποινικής διαδικασίας» ο οποίος παρέχεται στο άρθρο 2 του Κεφ. 155 που περιορίζει τη διαδικασία σ' εκείνη ενώπιον του Δικαστηρίου και ο οποίος, όπως υπογραμμίζει η πλειοψηφία, διαφέρει από τον ορισμό του ιδίου όρου στο Κεφ. 9. Η Γενικός Εισαγγελέας (ανωτέρω), πραγματεύεται την ερμηνεία των όρων «ποινική διαδικασία» και «πολιτική διαδικασία» όπως προσδιορίζονται στον περί Δικαστηρίων Νόμο του 1960 (Ν.14/60) για σκοπούς ταξινόμησης της διαδικασίας για την έκδοση φυγοδίκων σε ποινική ή πολιτική. Ο όρος «ποινική διαδικασία» στο Ν.14/60, ρητά περιορίζει το αντικείμενό της «σε οποιαδήποτε διαδικασία που εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου ....»
Ο κ. Κληρίδης υποστήριξε ως ορθή την απόφαση της μειοψηφίας και γενικότερα τη θέση ότι ο κανόνας αποκλεισμού που εισάγει το άρθρο 14(1), περιορίζεται στην κατάθεση των συζύγων εναντίον αλλήλων ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν εντόπισε όμως καμμιά απόφαση, όπως μας ανέφερε, που να παρέχει αυθεντική καθοδήγηση ως προς την έκταση της απαγόρευσης που θεσμοθετεί το άρθρο 14(1) του Κεφ. 9. Ο κ. Ευσταθίου υποστήριξε την απόφαση της πλειοψηφίας ως ορθή και επιχειρηματολόγησε ότι ο κανόνας αποκλεισμού που θέτει το άρθρο 14 αποκλείει, κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις, την εισαγωγή μαρτυρίας του ενός έγγαμου μέρους εναντίον του άλλου.
Κάποιο φως στη σημασία του όρου «διαδικασία» ρίπτει η πρόσφατη απόφαση L.S.A. Packers & Forwarders Ltd v. Θεοδοσίας Φράγκου κ.ά. Πολιτική Έφεση αρ. 10089 - 23.3.1999 (απόφαση πλειοψηφίας), στην οποία κρίθηκε ότι ο όρος δεν ταυτίζεται με την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, ότι είναι όρος ευρύτερος, εκτεινόμενος στα προδικαστικά μέτρα. Καθοδηγητική για την εμβέλεια της ποινικής διαδικασίας, είναι η απόφαση της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Georghiou, (Νομικό Ερώτημα, Άρθρο 148, Κεφ. 155 - απόφαση ολομέλειας - πλειοψηφίας), η οποία δεν έχει δημοσιευτεί αλλά μνημονεύεται στη Georghiou v. Republic (1984) 2 C.L.R. 65, 78. Ο όρος «δίωξη» ο οποίος απαντάται στο Άρθρο 83.2 του Συντάγματος το οποίο αποκλείει τη δίωξη βουλευτή χωρίς την προγενέστερη άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι περιλαμβάνει και την ανάκριση του βουλευτή από τις αστυνομικές αρχές. Κατά συνέπεια, η κατάθεση που λήφθηκε από το βουλευτή πριν την εξουσιοδότηση της «δίωξης» του θεωρήθηκε άκυρη και απαράδεκτη ως μαρτυρία.
Ο όρος «δίωξη», αποδίδεται στα αγγλικά με τον όρο «prosecution» που είναι ο όρος ο οποίος χρησιμοποιείται στο αγγλικό κείμενο του άρθρου 14(1), που καθιστά τον/τη σύζυγο μή ικανό μάρτυρα κατηγορίας. Σημαντική για τη διαπίστωση των όρων, «ποινική διαδικασία» και «κατηγορία», σε σχέση με την ποινική δίκη, είναι η απόφαση στην Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203. Ακολουθώντας τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το Δικαστήριο έκρινε, για τους σκοπούς καθορισμού του εύλογου του χρόνου μέσα στον οποίο πρέπει να περατώνεται η ποινική δίκη, (Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης), ότι η διαδικασία δεν περιορίζεται σ' εκείνη ενώπιον του Δικαστηρίου αλλά εκτείνεται και στην ανάκριση αφ' ότου στρέφεται εναντίον του κατηγορουμένου. (Βλ. επίσης Paporis v. National Bank (1986)1 C.L.R. 578, και Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149.) Δικαιολογημένα μπορεί να προταθεί ότι ανάλογη πρέπει να είναι και η ερμηνεία του όρου «κατηγορία» - «prosecution», στο πλαίσιο του άρθρου 14(1) του Κεφ. 9· ερμηνεία που καθιστά αδύνατη τη λήψη μαρτυρίας από τη σύζυγο κατά τη διερεύνηση εγκλήματος από τις αστυνομικές αρχές εναντίον του συζύγου της.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο ο κανόνας αποκλεισμού μαρτυρίας που θέτει το άρθρο 14(1), περιορίζεται στην κατάθεση της ή του συζύγου ως μάρτυρα κατηγορίας στη δίκη του άλλου μέρους του γάμου, ή εκτείνεται στη δυνατότητα παροχής μαρτυρίας από εκάτερο εναντίον του κατηγορουμένου συζύγου. Ο όρος «ικανός» ενέχει το στοιχείο της δυνατότητας. Ικανός, είναι εκείνος που έχει τη δυνατότητα να πράξει τι. Το «ικανός» είναι επιθετικός προσδιορισμός του ουσιαστικού «μάρτυρας», όρος που δεν περιορίζεται μόνο στην ιδιότητα προσώπου ως μάρτυρα ενώπιον του Δικαστηρίου. Μάρτυρας είναι εκείνος ο οποίος έχει τη δυνατότητα και τη γνώση να επιμαρτυρήσει γεγονότα. Η σημασία των λέξεων «competent» και «witness», στο Αγγλικό πρωτότυπο της νομοθεσίας, που αντιστοιχούν με το «ικανός» και «μάρτυρας», στα Ελληνικά, ενισχύουν την άποψη ότι η αδυναμία συζύγου να λειτουργήσει ως μάρτυρας είναι γενική.
Στο Concise Oxford Dictionary (9th ed. - Major New ed.) σελ. 271, η σημασία που αποδίδεται στον όρο «competent» στο νομικό πλαίσιο, είναι:
«Law (of a judge, court, or witness) legally qualified or qualifying)»
Ως προς το Δικαστήριο και το Δικαστή, ο όρος «competent», υποδηλώνει την αρμοδιότητά του να επιληφθεί θέματος· την ίδια έννοια ενέχει ο όρος σε σχέση με μάρτυρα· προσδιορίζει τη δυνατότητά του να λειτουργήσει ως μάρτυρας. Εξίσου καθοριστική για τη σημασία του όρου «competence» σε σχέση με μάρτυρα, είναι ο ορισμός που παρέχει το Oxford Dictionary of Law (Third Edition) σελ. 80:
«competence n. (of witnesses) The legal capacity of a person to be a witness.»
Ανάλογη είναι η σημασία του όρου «ικανός» στα Ελληνικά:
«ο έχων την δύναμιν (την ικανότητα) να πράξη τι.» (Λεξικόν της Νέας Ελληνικής Γλώσσης - Ιωάν. Σταματάκου, - σελ. 1465.)
Και η σημασία των λέξεων «witness» και «μάρτυρας» δεν περιορίζει την κατηγορία των ατόμων που περιλαμβάνει, σε πρόσωπα που καταθέτουν στο Δικαστήριο. (Βλ. Concise Oxford Dictionary (9th ed. - Major New ed.) σελ. 1610, Oxford Dictionary of Law (Third Edition) σελ. 429, και Λεξικόν της Νέας Ελληνικής Γλώσσης - Ιωάν. Σταματάκου, - σελ. 1878.)
Αναδρομή στο ιστορικό υπόβαθρο του κανόνα είναι διαφωτιστική για την εμβέλεια του απαγορευτικού κανόνα που ενσωματώνει το άρθρο 14(1) του Κεφ. 9. Ο κανόνας αναφύηκε στο κοινό δίκαιο και έχει ως λόγο την ταύτιση του συζυγικού ζεύγους σε μια ενότητα ύπαρξης και συμφερόντων. (Βλ. μεταξύ άλλων Phipson on Evidence, Twelfth Ed. para 1496.) Εξ ου και η νομική αδυναμία του ενός να λειτουργήσει ως μάρτυρας εναντίον του άλλου μέσα ή έξω από το Δικαστήριο. Ούτε ως μάρτυρας υπερασπίσεως ήταν παραδεκτός ο/ή σύζυγος στη δίκη του ετέρου μέρους. Υπήρχε το αδιαχώριστο μεταξύ των συζύγων που αποτέλεσε και τη βάση του κανόνα για τον αποκλεισμό οποιουδήποτε από αυτούς ως μάρτυρα εναντίον ή υπέρ του άλλου.
Είναι με το Criminal Evidence Act 1898 που έγινε δεκτός εκάτερος των συζύγων ως μάρτυρας υπεράσπισης, ως εξαίρεση του απαγορευτικού κανόνα. Όπως κάθε εξαίρεση του κανόνα το πεδίο εφαρμογής της περιορίζεται στα πλαίσια που διαγράφει ο νόμος. Το άρθρο 14 ενσωματώνει στο νόμο της Κύπρου τον κανόνα και την εξαίρεση που εισήγαγε ο νόμος του 1898.
Και άλλες κατηγορίες μαρτύρων, εκτός από τους συζύγους, δεν θεωρούνται ικανοί να προσφέρουν μαρτυρία λόγω της ιδιότητάς τους, όπως παιδιά νηπιακής ή πολύ νεαρής ηλικίας και νοητικά ασθενή άτομα. (Βλ. Phipson (ανωτέρω), παρα. 1499, 1500.) Η ίδια αδυναμία πλήττει και εκείνες τις κατηγορίες ατόμων να παράσχουν μαρτυρία εντός ή εκτός του Δικαστηρίου. Χαρακτηριστική είναι η υπόθεση R. v. Pike 3 C. & P. 598 η οποία υιοθετείται από τον Phipson on Evidence, Twelfth Ed. para 1496, ως ενδεικτική της αδυναμίας νεαρού παιδιού (παιδί 4 ετών), να παράσχει παραδεκτή μαρτυρία εκτός του Δικαστηρίου. Το περιεχόμενο επιθανάτιας δήλωσης του παιδιού δεν έγινε δεκτό ως μαρτυρία*.
Aν ο κανόνας αποκλεισμού της μαρτυρίας του/της συζύγου για την κατηγορούσα αρχή περιορίζεται στην επί δικαστηρίω κατάθεση, όπως υποστηρίζει ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, θα ήταν παραδεκτή και η προσαγωγή παραπόνου της συζύγου (για αδικήματα άλλα από εκείνα που προβλέπει το άρθρο 14(2)), βάσει του άρθρου 10 του Κεφ. 9. Και θα μπορούσε έτσι να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος σύζυγος αποκλειστικά βάσει της εκτός του Δικαστηρίου μαρτυρίας της συζύγου και αντιστρόφως. Η πιθανολόγηση αυτού του ενδεχόμενου φέρνει στο προσκήνιο όλες τις αδυναμίες του επιχειρήματος ότι η «ικανότης» του/της συζύγου σχετίζεται μόνο με τη δυνατότητα να καταθέσει ως μάρτυρας στο Δικαστήριο. Η διάκριση θα έπληττε το θεμέλιο του κανόνα που έγκειται στην αδυναμία του/της συζύγου να προσφέρει μαρτυρία εναντίον του άλλου μέρους εντός ή εκτός του Δικαστηρίου. Η ουσία του κανόνα είναι ότι ο ένας σύζυγος δεν μπορεί να είναι πηγή μαρτυρίας για την κατηγορία εναντίον του άλλου. Η αναγνώριση δυνατότητας αναπαραγωγής μαρτυρίας συζύγου που η/ο ίδιος δεν θα ήταν σε θέση να καταθέσει στο Δικαστήριο, θα έπληττε τον πυρήνα του κανόνα αποκλεισμού που θέτει το άρθρο 14(1). Θα καθιστούσε τον/τη σύζυγο ικανό μάρτυρα της κατηγορίας εφόσον παρέχεται έμμεσος τρόπος προσαγωγής της μαρτυρίας του ενώπιον του Δικαστηρίου.
Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγω είναι ότι πρέπει να δοθεί θετική απάντηση και στα δύο ερωτήματα.
Ανακεφαλαιώνω σε σύνοψη τους λόγους της απόφασής μου.
1. Η «ποινική διαδικασία» στο πλαίσιο της οποίας ο σύζυγος ή η σύζυγος είναι ικανή να ενεργήσει ή να λειτουργήσει ως μάρτυρας εναντίον του συζύγου της δεν περιορίζεται στη δυνατότητα κατάθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά περιλαμβάνει και το ανακριτικό στάδιο. Το άρθρο 20 του Κεφ. 9, ρητά αναφέρεται στην «ποινική διαδικασία» ως περιλαμβάνουσα το προδικαστικό σχετικό με την κατηγορία, στάδιο· ενόψει των προνοιών του άρθρου 20 του Κεφ. 9 αντίλογος ως προς τη σημασία του όρου «ποινική διαδικασία» είναι δύσκολο να προταθεί. Όχι μόνο η προσαγωγή του αίματος, αλλά και η συγκατάθεση της συζύγου, όπως ορθά διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο, δεν μπορούσε να προσαχθεί ως μαρτυρία για την κατηγορούσα αρχή, ενόψει του άρθρου 14. Άλλωστε η κατάθεσή της και το αίμα, δόθηκαν όχι ως μαρτυρία κατά του συζύγου της, αλλά ως μαρτυρία σε σχέση με τη διερεύνηση διάπραξης του ιδίου εγκλήματος από την ίδια.
2. Η ανικανότητα του συζύγου ή της συζύγου να καταθέσει εναντίον του ετέρου μέρους του γάμου, καθιστά απαράδεκτη μαρτυρία η οποία πηγάζει ή εκπορεύεται από σύζυγο. Ο κανόνας αποκλεισμού έχει ως λόγο την ανικανότητα της/του μάρτυρα να παράσχει μαρτυρία εναντίον του κατηγορουμένου συζύγου εντός και εκτός του Δικαστηρίου.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Τα πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται με τα επίδικα ερωτήματα έχουν τεθεί στην απόφαση του Πική, Π.. Δεν παρίσταται ανάγκη να τα επαναλάβω.
Θεωρώ σκόπιμο να προβώ στις πιο κάτω επισημάνσεις:
(α) Με την ένσταση της υπεράσπισης είχε εγερθεί και θέμα δεκτότητας του γεγονότος της συγκατάθεσης της συζύγου από τη σκοπιά του άρθρου 14(1) του Κεφ. 9.
(β) Στην απόφαση της πλειοψηφίας αναφέρεται: "... η συγκατάθεση όχι ως θέμα εξ ακοής μαρτυρίας αλλά ως μαρτυρία συζύγου εναντίον συζύγου για τους σκοπούς της υπόθεσης δεν είναι τίποτε άλλο παρά μαρτυρία προερχόμενη από τη σύζυγο του κατηγορουμένου. Δόθηκε από την ίδια, πρόσωπο στερούμενο δικαιώματος να δώσει μαρτυρία. Το γεγονός ότι επιχειρείται να δοθεί στο Δικαστήριο όχι με προσωπική εμφάνιση της, δεν διαφοροποιεί την κατάσταση. Άλλωστε τέτοια δυνατότητα για το είδος αυτό της μαρτυρίας δεν παρέχεται".
Αναπόφευκτη κατάληξη του σκεπτικού της παραγ. (β), πιο πάνω, είναι ότι το γεγονός της συγκατάθεσης δεν αποτελούσε αποδεκτή μαρτυρία. Εφόσον η σύζυγος δεν ήταν "ικανός μάρτυρας" και δεν μπορούσε η ίδια να δώσει μαρτυρία για το γεγονός της συγκατάθεσης της τέτοια μαρτυρία δεν μπορούσε, ενόψει του άρθρου 14(1) του Κεφ. 9, να δοθεί από τρίτο πρόσωπο.
Παρά την πιο πάνω κατάληξη, στο πρώτο επίδικο ερώτημα αναφέρεται ότι το αίμα λήφθηκε με τη συγκατάθεση της συζύγου και στο δεύτερο αναφέρεται ότι λήφθηκε νόμιμα ή με τη συγκατάθεση της (Η υπογράμμιση είναι του δικαστηρίου). Η περίληψη του υπογραμμισμένου κειμένου στα επίδικα ερωτήματα σημαίνει ότι ενώπιον του δικαστηρίου υπάρχει αποδεκτή μαρτυρία ότι το αίμα λήφθηκε νόμιμα ή με τη συγκατάθεση της συζύγου. Ωστόσο, σύμφωνα με την απόφαση της πλειοψηφίας του Κακουργιοδικείου, δεν υπάρχει τέτοια μαρτυρία. Όπως έχει ήδη υποδειχθεί σύμφωνα με την κρίση της πλειοψηφίας τέτοια μαρτυρία αντιστρατεύεται το άρ. 14(1) του Κεφ. 9. Επομένως το σχετικό πραγματικό υπόβαθρο, όπως αυτό τίθεται στα δύο επίδικα ερωτήματα - ότι το αίμα λήφθηκε νόμιμα ή με τη συγκατάθεση της συζύγου - δεν υφίσταται. Αναιρείται από την πιο πάνω κρίση της πλειοψηφίας του δικαστηρίου που σχετίζεται με τη δεκτότητα του γεγονότος της συγκατάθεσης.
Παρά τις πιο πάνω επισημάνσεις θα προχωρήσω στην εξέταση των επίδικων ερωτημάτων όπως αυτά έχουν διατυπωθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο γιατί αντικείμενο της διαδικασίας στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 148 του Κεφ. 155 μπορεί να είναι μόνο το ορισμένο ερώτημα που επιφυλάσσεται εφόσον είναι νομικό και εγείρεται στη δίκη (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυπριανίδη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 37, 50).
Ικανός μάρτυρας, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, είναι εκείνος που μπορεί να δώσει μαρτυρία. Η ικανότητα αφορά την ικανότητα να δώσει μαρτυρία σε δίκη ή σε άλλη δικαστική διαδικασία. Η απαγόρευση του άρθρου 14 του Κεφ. 9 αφορά μόνο τη μαρτυρία συζύγου στην επί δικαστηρίω διαδικασία και δεν αποκλείει τη δυνατότητα παρουσίασης αποδεικτικού υλικού που λήφθηκε νόμιμα από την ή τον σύζυγο κατηγορουμένου προσώπου.
Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορουμένου έχει προβάλει τις πιο κάτω θέσεις:
Το άρθρο 14(1) του Κεφ. 9 ενσωματώνει το κοινοδίκαιο. Δεν μπορεί να δοθεί οποιαδήποτε μαρτυρία της οποίας πηγή είναι η σύζυγος του κατηγορουμένου. Εάν η κατηγορούσα αρχή δεν μπορεί να θέσει ενώπιον του δικαστηρίου την επίδικη μαρτυρία με το να καλέσει τη σύζυγο δεν μπορεί να το κάμει με πλάγιο τρόπο.
Πράγματι ο κανόνας που διατυπώνεται στο πιο πάνω άρθρο 14(1) πηγάζει από το κοινοδίκαιο και αυτό επεξηγείται παραστατικά από διάφορες σχετικά πρόσφατες αποφάσεις (Cross on Evidence, 5th ed., σελ. 173).
Ο Cross (πιο πάνω) σελ. 182-183* επιχειρεί μια θεώρηση των λόγων που οδήγησαν στον πιο πάνω κανόνα του κοινοδικαίου. Αυτοί είναι:
(1) Η ενότητα μεταξύ των συζύγων.
(2) Το ενδιαφέρον της συζύγου ή του συζύγου για το αποτέλεσμα της διαδικασίας.
(3) Η πιθανότητα ότι ένας σύζυγος θα ήταν προκατειλημμένος ευνοϊκά υπέρ του άλλου συζύγου.
(4) Ο κίνδυνος ότι η συζυγική ειρήνη και η εμπιστευτική φύση της έγγαμης σχέσης θα παρενοχληθούν αδικαιολόγητα αν επιτραπεί στους συζύγους να δίνουν μαρτυρία ο ένας εναντίον του άλλου.
(5) Η ανάγκη να λαμβάνεται δεόντως υπόψη το δημόσιο αίσθημα.
Σε σχέση με τον παράγοντα (3) ο ευπαίδευτος συγγραφέας παρατηρεί ότι αυτό είναι ζήτημα που αφορά τη βαρύτητα παρά την ικανότητα της μαρτυρίας ("competence of the testimony"). Σε σχέση δε με τον τελευταίο παράγοντα υποδεικνύει ότι είναι πολύ σημαντικό πως οι κανόνες απόδειξης πρέπει να συνάδουν με το γενικό αίσθημα.
Στην Hawkins v. U.S. 358 U.S. 74 σελ. 125 υποδεικνύεται ότι ο βασικός λόγος για την ύπαρξη του σχετικού κανόνα ήταν η ανάγκη για την διατήρηση της οικογενειακής γαλήνης όχι μόνο για το καλό του συζύγου, της συζύγου και των παιδιών, αλλά και για το καλό του κοινού. Τέτοια ανάγκη δεν ήταν ποτέ παράλογη. Ενοχοποιητική μαρτυρία η οποία δίδεται σε ποινική διαδικασία θα έτεινε να καταστρέψει σχεδόν οποιοδήποτε γάμο. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι εξακολουθεί να υπάρχει μια ευρέως διαδομένη πίστη, η οποία βασίζεται πάνω στις σημερινές συνθήκες, πως ο Νόμος δεν πρέπει να εξαναγκάζει ή να ενθαρρύνει μαρτυρία η οποία δυνατόν να αποξενώσει τον σύζυγο και τη σύζυγο ή να προκαλέσει ανάφλεξη σε υφιστάμενες συζυγικές διαφορές. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις το δικαστήριο στην Hawkins δεν συμφώνησε με την εισήγηση για εγκατάλειψη ενός κανόνα αποκλεισμού ο οποίος βασίζεται πάνω στις έμμονες τάσεις αρκετών αιώνων.
Στο Jowitt's Dictionary of English Law, σελ. 403, ο όρος "Competent" ("ικανός") επεξηγείται ως εξής:
"Competency; Competent. A person is said to be competent to testify, or a competent witness, when he is allowed by law to give evidence on a trial or other judicial inquiry ...................................".
Σε ελληνική μετάφραση:
"Ικανότητα· Ικανός. Ένα πρόσωπο λέγεται ότι είναι ικανό να δώσει μαρτυρία, ή ικανός μάρτυρας, όταν του επιτρέπει ο Νόμος να δώσει μαρτυρία σε δίκη ή άλλη δικαστική έρευνα ..........................".
Ένα πρόσωπο είναι ικανό σαν μάρτυρας εφόσο νόμιμα μπορεί να κληθεί να δώσει μαρτυρία σε μια διαδικασία* (Βλ. Cross, πιο πάνω, σελ. 163 και John A. Andrew's and Michael Hirst CRIMINAL EVIDENCE, σελ. 173).
Στην προσπάθεια επίλυσης του υπό εξέταση ζητήματος έχω αντλήσει καθοδήγηση από μια άλλη αρχή του δικαίου της απόδειξης. Αυτή σχετίζεται με τις επιθανάτιες δηλώσεις. Μπορούν να τεθούν ενώπιον του δικαστηρίου. Αποτελούν εξαίρεση του κανόνα που αποκλείει την εξ ακοής μαρτυρία (Phipson on Evidence, 9η έκδοση, σελ. 331). Ωστόσο η προσαγωγή της επιθανάτιας δήλωσης δεν είναι αυτόματη. Σύμφωνα με τον Phipson (πιο πάνω), σελ. 332:
"The declarant must have been competent as a witness; thus imbecility or tender age will exclude the declaration (R. v. Drummond 1 Lea. C.C. 338· R. v. Pike 3 C. & P. 598· R. v. Perkins 9 C. & P. 395)".
Σε ελληνική μετάφραση:
"Ο δηλώσας έπρεπε να ήταν ικανός σαν μάρτυρας· έτσι η μωρία ή η τρυφερή ηλικία θα αποκλείσουν τη δήλωση (R. v. Drummond 1 Lea. C.C. 338· R. v. Pike 3 C. & P. 598· R. v. Perkins 9 C. & P. 395)".
Στο σύγγραμμα CRIMINAL EVIDENCE (πιο πάνω), σελ. 515 το θέμα τίθεται ως εξής:
"The statement must be one which the deceased could have repeated in Court had he lived. Thus, if the deceased would not have been a competent witness (R. v. Pike [1829] 3 C. & P. 598 - child of 4 years) or if his statement was itself based on inadmissible hearsay, then it cannot be admissible as a dying declaration."
Σε ελληνική μετάφραση:
"Η δήλωση πρέπει να είναι δήλωση την οποία ο αποθανών μπορούσε να επαναλάβει στο δικαστήριο εάν ζούσε έτσι, αν ο αποθανών δεν θα ήταν ικανός μάρτυρας (R. v. Pike [1829] 3 C. & P. 598 - παιδί 4 ετών) ή αν αυτή τούτη η δήλωση του βασιζόταν πάνω σε μη αποδεκτή εξ ακοής μαρτυρία, τότε δεν μπορεί να είναι αποδεκτή σαν επιθανάτια δήλωση."
Στην R. v. Pike (πιο πάνω) η επιθανάτια δήλωση κοριτσιού 4 ετών δεν έγινε δεκτή. Το δικαστήριο παρατήρησε ότι η αντίληψη της ήταν αδύνατο να ήταν επαρκής για το σκοπό*.
Παρά το ότι, στην περίπτωση της μεταθανάτιας δήλωσης, είναι δυνατή η μεταφορά της στο δικαστήριο από πρόσωπο άλλο από εκείνο το οποίο είχε κάμει τη δήλωση η ικανότητα του τελευταίου παραμένει σταθερός και απαρασάλευτος δείκτης που διέπει τη δεκτότητα της. Στην απουσία τέτοιας ικανότητας δεν είναι δυνατή η παρουσίαση της σχετικής μαρτυρίας έστω και αν αποτελεί εξαίρεση του κανόνα που αποκλείει την εξ ακοής μαρτυρία. Η ανικανότητα του προσώπου που έκαμε τη δήλωση δεν μεταβάλλεται σε ικανότητα απλώς και μόνο επειδή η δήλωση παρουσιάζεται στο δικαστήριο από άλλο πρόσωπο. Η ικανότητα του προσώπου από το οποίο προέρχεται η δήλωση και το οποίο αν ζούσε θα εκαλείτο να δώσει τη μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου εξακολουθεί να διαδραματίζει τον καίριο και αποφασιστικό ρόλο της. Δεν παραγνωρίζεται η ικανότητα του προσώπου εκείνου απλώς επειδή η επιθανάτια δήλωση αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία ως εξαίρεση του κανόνα που αποκλείει την εξ ακοής μαρτυρία, ή απλώς επειδή, σύμφωνα με την κατηγορούσα αρχή, η μαρτυρία έχει εξασφαλιστεί νόμιμα.
Καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί και από τη νομολογία η οποία σχετίζεται με μια άλλη κατηγορία μη ικανών μαρτύρων.
Σύμφωνα με τον Phipson, πιο πάνω, σελ. 471**, υπάρχει και ανικανότητα λόγω διανοητικής καθυστέρησης. Μάρτυρας ο οποίος εμποδίζεται από φρενοβλάβεια, μέθη, ανηλικιότητα και τα παρόμοια από του να αντιληφθεί τη φύση του όρκου και να δώσει λογική μαρτυρία δεν είναι ικανός μάρτυρας.
Έχει νομολογηθεί ότι μαρτυρία, π.χ. πρώτο παράπονο, η οποία έχει σαν πηγή πρόσωπα που ανήκουν στις πιο πάνω κατηγορίες, δεν μπορεί να δοθεί στο δικαστήριο από το δέκτη του παραπόνου οσάκις τα πρόσωπα - πηγή της μαρτυρίας - δεν δίνουν μαρτυρία λόγω ανικανότητας.
Στην Rex v. Brazier Leach 199; 1 East, P.C. 443, ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε κατηγορία επίθεσης με σκοπό τον βιασμό κοριτσιού κάτω των 7 ετών. Η ανήλικη λόγω της υποτιθέμενης ανικανότητας της δεν έδωσε μαρτυρία στη δίκη. Επειδή, όμως, μόλις είχε φθάσει στο σπίτι της κατά την ημέρα της διάπραξης της επίθεσης είχε προβεί σε δήλωση στη μητέρα της για τις λεπτομέρειες της ισχυριζόμενης επίθεσης είχε επιτραπεί στη μητέρα της να αποδείξει τη δήλωση. Κρίθηκε ότι εφόσον δεν είχε δοθεί ένορκη μαρτυρία για τη διάπραξη του εγκλήματος η μαρτυρία για τη δήλωση που έκαμε η ανήλικη στη μητέρα της δεν έπρεπε να είχε γίνει δεκτή (Βλ. επίσης Reg. v. Guttridge 9 C. & P. 471 και R. v. Burke 47 Ir. L.T. 111 στην οποία η ανήλικη δεν είχε κληθεί να δώσει μαρτυρία λόγω διανοητικής καθυστέρησης. Η μαρτυρία της μητέρας της στην οποία είχε κάμει παράπονο δεν έγινε δεκτή).
Η αρχή που προκύπτει από τις αυθεντίες που σχετίζονται με τη δεκτότητα επιθανάτιων δηλώσεων και πρώτου παραπόνου από πρόσωπα τα οποία δεν είναι ικανοί μάρτυρες είναι τούτη:
Εφόσον τα πρόσωπα εκείνα λόγω ανικανότητας δεν μπορούσαν να κληθούν να δώσουν τη σχετική μαρτυρία η μαρτυρία τους δεν μπορεί να δοθεί στο δικαστήριο από τρίτο πρόσωπο.
Είναι αυτονόητο ότι, εν όψει του άρθρου 14(1) του Κεφ. 9, η σύζυγος του κατηγορουμένου δεν θα μπορούσε να κληθεί από την Κατηγορούσα Αρχή και να δώσει οποιαδήποτε μαρτυρία που σχετίζεται με το αίμα της. Δεν θα μπορούσε - για να χρησιμοποιήσω τον όρο που χρησιμοποιείται στο CRIMINAL EVIDENCE (πιο πάνω) - να επαναλάβει τη μαρτυρία στο δικαστήριο. Ούτε - για τον ίδιο λόγο - θα μπορούσε να δώσει μαρτυρία για το γεγονός της συγκατάθεσης της για να της ληφθεί αίμα. Τονίζεται ότι αυτό το γεγονός αποτελεί το βάθρο στη βάση του οποίου είχε επιχειρηθεί η προσαγωγή της επίδικης μαρτυρίας.
Μπορεί λοιπόν η σχετική μαρτυρία να δοθεί από τρίτο πρόσωπο; Η απάντηση πρέπει να είναι αρνητική για τους πιο κάτω λόγους:
Ο κανόνας που διατυπώνεται στο άρθρο 14(1) του Κεφ. 9 είναι κανόνας αποκλεισμού μαρτυρίας (Βλ. Hawkins, πιο πάνω, σελ. 129). Είναι πολύ καλά εμπεδωμένος κανόνας. Έχει καθιερωθεί από το κοινοδίκαιο και δεν έχει μεταβληθεί από τη Νομολογία παρά τις κατά καιρούς επικρίσεις που έχει δεχθεί. Εφόσον είναι κανόνας αποκλεισμού μαρτυρίας αυτό που αποκλείει είναι αυτή τούτη τη μαρτυρία όταν πηγή της είναι μη ικανός μάρτυρας, δηλαδή πρόσωπο που δεν θα μπορούσε νόμιμα να κληθεί για να δώσει τη μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου. Μαρτυρία η οποία έχει σαν πηγή της μη ικανό μάρτυρα δεν μεταβάλλει τον χαρακτήρα της όταν προσφέρεται από τρίτο πρόσωπο. Η ανικανότητα που δημιουργεί η προέλευση της μαρτυρίας, όπως και στις περιπτώσεις της επιθανάτιας δήλωσης και του πρώτου παραπόνου, εξακολουθεί να παραμένει και μεταδίδεται και στο τρίτο πρόσωπο.
Όπως και στην περίπτωση της επιθανάτιας δήλωσης και του πρώτου παραπόνου η πηγή της μαρτυρίας εξακολουθεί να διαδραματίζει το ρόλο της. Η μαρτυρία πρέπει να είναι μαρτυρία την οποία ο μάρτυρας - πηγή της μαρτυρίας - θα μπορούσε ο ίδιος να δώσει - ενώπιον του δικαστηρίου. Όπως υποδεικνύεται πιο πάνω, στην παρούσα περίπτωση η σύζυγος του κατηγορουμένου, η οποία είναι ο μάρτυρας πηγή της μαρτυρίας δεν θα μπορούσε, εν όψει του άρθρου 14(1) του Κεφ. 9, να δώσει μαρτυρία που σχετίζεται με το αίμα της. Ακολουθεί πως η επίδικη μαρτυρία δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
Τονίζεται ότι στην Δημοκρατία ν. Πανή (Aρ. 1) (1999) 2 A.A.Δ. 124, το ζήτημα της δεκτότητας της συγκατάθεσης της συζύγου δεν είχε εξεταστεί και από τη σκοπιά του άρθρου 14(1) του Κεφ. 9. Επομένως αυτό το ζήτημα παραμένει ανοικτό. Άλλωστε είχε εξεταστεί και αποφασιστεί και από το πρωτόδικο δικαστήριο. Έχω ήδη εξετάσει και αυτό το ζήτημα. Προσθέτω ότι αυτό που συνδέει την επίδικη μαρτυρία - τα μπουκαλάκια με το αίμα - με τη σύζυγο του κατηγορουμένου είναι η συγκατάθεση της για τη λήψη αίματος. Στην απουσία της συγκατάθεσης η επίδικη μαρτυρία παραμένει μετέωρη γιατί αφαιρείται το βάθρο που επιτρέπει την προσαγωγή της. Δεν μπορεί πλέον η επίδικη μαρτυρία να συνδεθεί με τη σύζυγο του κατηγορουμένου. Τα δύο - η επίδικη μαρτυρία και η συγκατάθεση - είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Δεν μπορούν να διαχωρισθούν. Η συγκατάθεση αποτελεί το συνδετικό στοιχείο το οποίο καθιστά δυνατή την προσαγωγή της επίδικης μαρτυρίας. Αποτελείται από γραπτή δήλωση της συζύγου. Εφόσον η ίδια η σύζυγος του κατηγορουμένου, η οποία είναι το πρόσωπο που έκαμε τη δήλωση-συγκατάθεση δεν θα μπορούσε να δώσει μαρτυρία για το γεγονός της συγκατάθεσης-δήλωσης της, τέτοια μαρτυρία δεν μπορεί να δοθεί από τρίτο πρόσωπο. Στην απουσία τέτοιας μαρτυρίας το βάθρο το οποίο καθιστά δυνατή την προσαγωγή της επίδικης μαρτυρίας έχει καταρρεύσει και δεν υφίσταται. Η προσαγωγή της από τρίτο πρόσωπο δεν ήταν δυνατή και γι' αυτό τον πρόσθετο λόγο.
Ακολουθεί πως η κατάληξη της πλειοψηφίας του Κακουργιοδικείου για τη μη δεκτότητα της επίδικης μαρτυρίας ήταν ορθή.
H απάντηση στα δύο επιφυλαχθέντα ερωτήματα του υπομνήματος είναι αρνητική κατά πλειοψηφία. Tο τρίτο νομικό ερώτημα αποσύρεται.