ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 2 ΑΑΔ 632
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική έφεση αρ.6670
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, Δ/στωνΚώστας Λεβέντης, από τη Λεμεσό
εφεσείων
- ν -
Αστυνομίας
εφεσίβλητης
........................
10 Δεκεμβρίου, 1999
Για τον εφεσείοντα: κ.Γ.Φαίδωνος
Για την εφεσίβλητη: κα.Στ.Τσιβιτανίδου - Κίζη - δικηγόρος της Δημοκρατίας
.......................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ
.: O εφεσείων καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις 19.2.99 για αμελή οδήγηση, κατά παράβαση των άρθρων 8 και 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου, Ν.86/72, και του Ν.166/87 που αυξάνει τις χρηματικές ποινές που προβλέπονται σε οποιοδήποτε νόμο.Ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας ήταν ο οδηγός του αυτοκινήτου BBG082, ο οποίος ανέφερε πως, καθώς οδηγούσε στις 5.2.96 το όχημα του την οδό Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στη Λεμεσό, και ευθύς ως είχε περάσει στην οδό Μιχ.Μιχαηλίδη, παρόδου της Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, πρόσεξε μπροστά του τον εφεσείοντα, από απόσταση περίπου 10 μέτρων, να κατεβαίνει με το μοτοποδήλατο του από το πεζοδρόμιο και να μπαίνει στη δική του πορεία. Η μικρή απόσταση που τους χώριζε δεν του επέτρεψε να αντιδράσει με οποιοδήποτε τρόπο και έτσι κτύπησε το μοτοποδήλατο του εφεσείοντα με την αριστερή πλευρά του αυτοκινήτου του, προκαλώντας σ΄αυτό μικρό γδάρσιμο. Ειδοποιήθηκε η αστυνομία και ο ερευνητής της υπόθεσης ετοίμασε επί τόπου σχεδιαγράφημα. Ο εφεσείων, καθώς ήταν δικαίωμα του, δεν κατέθεσε ενόρκως στο Δικαστήριο. Με δήλωση του από το εδώλιο υιοθέτησε την κατάθεση του στην αστυνομία, στην οποία αρνήθηκε πως κατέβηκε στο δρόμο από το πεζοδρόμιο, ισχυρίστηκε δε πως πήγαινε κανονικά στο ασφαλτικό οδόστρωμα, όταν το αυτοκίνητο του παραπονούμενου κτύπησε από πίσω το μοτοποδήλατο του. Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αξιολόγησε το αποδεικτικό υλικό που είχε ενώπιον του, έκρινε πως η μαρτυρία του παραπονούμενου ήταν αληθής και καταδίκασε τον εφεσείοντα. Του επέβαλε πρόστιμο £50 και τον διέταξε να πληρώσει και £110, έξοδα των μαρτύρων κατηγορίας.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα ανάλωσε ενώπιον μας πολύ χρόνο για να μας πείσει πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε, γι΄αυτό και η καταδίκη πρέπει να ακυρωθεί και ο εφεσείων να κηρυχθεί αθώος της κατηγορίας. Ο συνήγορος έκανε εκτεταμένη αναφορά στη μαρτυρία που προσήχθη, ιδιαίτερα των μετρήσεων στο σχεδιαγράφημα, αναπτύσσοντας γι΄αυτό τις δικές του θεωρίες, που, κατά την άποψη του, οδηγούν στην αθώωση του εφεσείοντα.
Υποδείξαμε κατά τη διάρκεια της ακρόασης πως το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του μια εκδοχή, αυτή του παραπονούμενου, την οποία και αποδέκτηκε. Οι αποστάσεις που σημειώνονται στο σχεδιαγράφημα δεν προσθέτουν ή αφαιρούν κάτι από το απλό γεγονός πως ο εφεσείων κατέβηκε με το μοτοποδήλατο του απροσδόκητα από το πεζοδρόμιο στον κύριο δρόμο, όπου οδηγούσε ο παραπονούμενος. Αυτή ήταν η πράξη αμέλειας για την οποία και καταδικάστηκε. Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να αξιολογήσει τη δια ζώσης μαρτυρία του παραπονούμενου και να την αποδεκτεί. Δεν προβλήθηκε κανένας λόγος να επέμβουμε στην εκτίμηση αυτή του πρωτόδικου δικαστηρίου.
΄Ενας άλλος λόγος που ο δικηγόρος του εφεσείοντα επικαλέστηκε, για να επιτύχει απαλλαγή του, είναι το μεγάλο χρονικό διάστημα που πέρασε από την πρώτη εμφάνιση του στο Δικαστήριο, στις 19.11.96, μέχρι της ημερομηνίας που εκδόθηκε η απόφαση (19.2.99). Διατείνεται, ειδικώτερα, πως το άρθρο 30.2. του Συντάγματος διασφαλίζει τη χρηστή δίκη μέσα σε εύλογο χρόνο. Η υπόθεση, λέει ο συνήγορος, ήταν απλή και δεν δικαιολογείτο η ταλαιπωρία του εφεσείοντα για 3 χρόνια, γεγονός που, από μόνο του, έπρεπε να οδηγήσει στην απαλλαγή του.
Διερευνήσαμε ειδικά το πιο πάνω ζήτημα, αναβάλλοντας την ακρόαση της έφεσης, για να προσκομιστεί το σχετικό πρακτικό του Δικαστηρίου. Απ΄αυτό φαίνεται πράγματι πως η υπόθεση αναβλήθηκε 7 συνολικά φορές από δύο άλλους δικαστές, προτού αρχίσει η ακρόαση ενώπιον του δικάσαντος, με αιτιολογία το φόρτο εργασίας. Ο εφεσείων δήλωνε έτοιμος για την έναρξη της δίκης.
Κατανοούμε το παράπονο αυτό του εφεσείοντα, το οποίο και κρίνουμε δικαιολογημένο. Το Εφετείο είχε την ευκαιρία να επισημάνει πολλές φορές το καθήκον του Δικαστηρίου να προχωρεί απρόσκοπτα στην εκδίκαση των υποθέσεων, όπως επιτάσσουν οι πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου του Συντάγματος. Με τον αναγκαίο προγραμματισμό, ανεξάρτητα από φόρτο εργασίας, που δεχόμαστε ότι έχουν τα Δικαστήρια, η υπόθεση θα έπρεπε να προχωρήσει στην ακρόαση. Πρέπει όμως να απαντήσουμε και στο σχόλιο του δικηγόρου του εφεσείοντα, ότι δηλαδή η υπόθεση ήταν απλή. Και εμείς έτσι την είδαμε. ΄Ομως η αντεξέταση, στην οποία υπέβαλε τους μάρτυρες κατηγορίας, καταλαμβάνει πολλές σελίδες των πρακτικών, η δε αγόρευση του ενώπιον μας διήρκεσε πάνω από δυο ώρες, σε μια προσπάθεια να μας πείσει για την αθωότητα του εφεσείοντα.
Δεν θα συμφωνήσουμε πως η αργοπορία στην εκδίκαση ποινικής υπόθεσης οδηγεί αναπόφευκτα στην απαλλαγή του κατηγορούμενου. Το ζήτημα της πιθανής παραβίασης συνταγματικού δικαιώματος κατηγορουμένου, ή διάδικου κατά τη δίκη, και οι πιθανές επιπτώσεις και θεραπείες που προσφέρονται, αποτέλεσαν αντικείμενο της νομολογίας μας, (δες: Αστυνομία ν. Φάντη και άλλων (1994) 2 Α.Α.Δ. 160 και Alan Ford και άλλων, (αρ.2) Α.Α.Δ. (1995) 2 σελ.232, και Παναγιώτη Χαραλάμπους Ρούσου ν. Αστυνομία, ποινική έφεση 6442, ημερ. 22.12.9
8.
Εδώ δεν επηρεάστηκε κανένα δικαίωμα του εφεσείοντος και, προφανώς, η καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης ελήφθη υπόψη στο ύψος του προστίμου που επιβλήθηκε, κάτι που σχολιάζουμε παρακάτω.
Το τελευταίο ζήτημα που εγείρεται στην έφεση είναι η διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου να πληρώσει ο εφεσείων τα έξοδα των μαρτύρων κατηγορίας, που ανέρχονταν σε £110. Ο δικηγόρος του ανέφερε πως για τις αναβολές, που μνημονεύσαμε πιο πάνω, δεν ευθυνόταν ο ίδιος, και ως εκ τούτου η σχετική διαταγή του Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη. Η δικηγόρος της Δημοκρατίας, πολύ ορθά, συμφώνησε με την πιο πάνω εισήγηση. Κρίνουμε πως αυτό το παράπονο του εφεσείοντα είναι δικαιολογημένο. Η διαταγή, που αφορά στην πληρωμή των εξόδων, ακυρώνεται.
Η έφεση στρέφεται και εναντίον του ύψους του προστίμου, £50 που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο. ΄Εχουμε την άποψη πως η εισήγηση αυτή του δικηγόρου του εφεσείοντα είναι ολωσδιόλου αβάσιμη. Νομίζουμε δε πως, υπό τις περιστάσεις, το πρόστιμο που επιβλήθηκε είναι τόσο επιεικές ώστε να ευτελίζεται σχεδόν το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο, (φυλάκιση ενός έτους, £1500 πρόστιμο, ή και οι δυο ποινές μαζί) και που είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή.
΄Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω η έφεση αναφορικά με την καταδίκη και ποινή απορρίπτεται. Η διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου για να
πληρώσει ο εφεσείων £110 έξοδα των μαρτύρων κατηγορίας, στα οποία υποβλήθηκε η αστυνομία, ακυρώνεται.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΜΑΑ