ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 2 ΑΑΔ 395
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΑΡ. 6651 + 6652
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.Δ.
1. Κωστάκης Ηλία
2. Ευγένιος Παναγιώτου
Εφεσείοντες
- ν. -
Αστυνομίας
Εφεσίβλητης
___________
15 Ιουλίου, 1999
Για τους Εφεσείοντες : κ. Λ. Γεωργίου.
Για την Εφεσίβλητη : κα Γ. Κυριακίδου, Δικηγόρος της
Δημοκρατίας Α΄, για Γεν. Εισαγγελέα της
Δημοκρατίας.
___________
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.
: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλειο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
__________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι κρίθηκαν ένοχοι από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στην κατηγορία της κυβείας κατά παράβαση των άρθρων 4, 12(1), 14 και 15 του περί Κυβείας Νόμου, Κεφ.151, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 166/87.
Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως έγιναν αποδεκτά από το Δικαστήριο, οι εφεσίβλητοι βρέθηκαν από μέλη της Αστυνομίας σε υποστατικό στο οποίο διάφορα πρόσωπα έπαιζαν ζάρι. Το πρωτόδικο δικαστήριο στήριξε την απόφασή του στο τεκμήριο του άρθρου 12(2) του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο "πρόσωπο που βρίσκεται, ή που δραπετεύει από οίκο κυβείας κατά την πραγματοποίηση εισόδου σε αυτό βάσει των διατάξεων του Νόμου αυτού, θα υποτίθεται, μέχρι να αποδειχτεί το αντίθετο, ότι επιδίδεται ή έχει επιδοθεί σε κυβεία μέσα σε αυτό".
Ο πρώτος λόγος έφεσης βασίζεται στο ότι στο κατηγορητήριο δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά του άρθρου 12(2), παράλειψη που σύμφωνα με τους εφεσείοντες καθιστά το κατηγορητήριο ελαττωματικό.
Δεν συμφωνούμε με τη θέση αυτή. Η διαπίστωση ελαττώματος στο κατηγορητήριο δεν ακυρώνει απαραίτητα τη δίκη. Μπορεί να οδηγήσει ή να μην οδηγήσει σ΄ αυτό το αποτέλεσμα, ανάλογα με τα περιστατικά. Εφ΄ όσον το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει πως το ελάττωμα δεν επηρέασε τον εφεσείοντα στην υπεράσπισή του ή γενικότερα πως δεν προκάλεσε αδικία, οφείλει να επικυρώσει την καταδίκη (βλέπε
Kyriakou v. The Welfare Officer (1961) CLR 227, Panteli v. District Labour Office Famagusta (1985) 2 C.L.R. 205, Karasamanis v. Police (1986) 2 C.L.R. 229 και Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ.14).Στην υπόθεση Ανδρέας Σ. Κοιλιάρης Λτδ ν. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας, Ποιν. Εφ. 6053, ημερ. 14.7.1998 επαναλήφθηκε η θέση ότι σε περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσης με τις πρόνοιες του άρθρου 39(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, αναφορικά με τη σύνταξη του κατηγορητηρίου, μόνο ουσιώδεις παρατυπίες που επιφέρουν βλάβη στον κατηγορούμενο και μπορεί να οδηγήσουν σε παραπλάνησή του, επηρεάζουν την εγκυρότητα του κατηγορητηρίου (βλέπε επίσης
Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337, Ξυδιά κ.α. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174, 225).Στην παρούσα υπόθεση η μη αναφορά του άρθρου 12(2) δεν επηρέασε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τους εφεσείοντες. Το αδίκημα και οι προϋποθέσεις διάπραξής του αναφέρονται στο άρθρο 12 το οποίο έχει περιληφθεί στο κατηγορητήριο, ενώ το επίμαχο εδάφιο 2 αναφέρεται απλώς στο τεκμήριο που δημιουργείται από την παρουσία ή δραπέτευση προσώπων από οίκο κυβείας. Δεν μπορεί να τίθεται, κάτω από τις περιστάσεις θέμα ότι η υπεράσπιση των εφεσειόντων επηρεάστηκε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο.
Οι εφεσείοντες προβάλλουν επίσης τον ισχυρισμό ότι δεν αποδείχθηκε η συμμετοχή τους στο παιγνίδι. Περαιτέρω είναι της θέσης ότι ενώ σύμφωνα με το τεκμήριο του άρθρου 12(2) ο ισχυρισμός ότι δεν έπαιζαν θα πρέπει να αποδειχθεί μόνο σε επίπεδο πιθανολόγησης, το Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Με άλλα λόγια οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι για να καταρρίψουν το τεκμήριο του άρθρου 12(2) αρκούσε να παράσχουν μόνο ικανοποιητική δικαιολογία για την παρουσία τους στο χώρο που διεξαγόταν η κυβεία.
Τις θέσεις τους αυτές οι εφεσείοντες στηρίζουν στη μαρτυρία του Μ.Κ.3, που ήταν επίσης ένας από τους κατηγορούμενους και ο οποίος παραδέκτηκε τη συμμετοχή του στο παιγνίδι. Πράγματι, ο Μ.Κ.3 αναφερόμενος στους εφεσείοντες, κατέθεσε ότι δεν τους είδε να παίζουν.
Και ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί. Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ορθή, γιατί η αστυνομία πέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης αμφιβολίας το γεγονός της παρουσίας και των δύο εφεσειόντων σε χώρο όπου πρόσωπα επιδίδοντο σε κυβεία. Αυτό μόνο είχε καθήκον να πράξει.
"
Οίκος κυβείας" σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου, είναι κάθε τόπος που διατηρείται ή χρησιμοποιείται για κυβεία και τόπος θεωρείται ότι χρησιμοποιείται για κυβεία αν αυτός χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό έστω και σε μια μόνο περίπτωση. Η κατηγορούσα αρχή απέδειξε το γεγονός ότι οι εφεσείοντες ήταν παρόντες σε τόπο κυβείας οπότε τίθεται σε λειτουργία το τεκμήριο του άρθρου 12(2). Κατά συνέπεια το βάρος απόδειξης μετατέθηκε στους ώμους των εφεσιβλήτων που είχαν την υποχρέωση να αποδείξουν, στη βάση των πιθανοτήτων, ότι παρά την παρουσία τους εκεί, δεν επιδίδοντο ή δεν είχαν επιδοθεί σε κυβεία.Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η απόδειξη του γεγονότος ότι οι κατηγορούμενοι δεν επιδίδονταν σε κυβεία δεν είναι απαραίτητο να προκύψει από μαρτυρία που θα προσκομίσουν οι ίδιοι. Μπορεί το Δικαστήριο να χρησιμοποιήσει για το σκοπό αυτό και μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής.
Η μαρτυρία του Μ.Κ.3 δεν κρίθηκε, και σωστά, από το πρωτόδικο δικαστήριο αρκετή για να θεωρηθεί ότι οι εφεσείοντες δεν επιδίδονταν σε κυβεία. Ο μάρτυρας αυτός δεν κατέθεσε θετικά ότι οι εφεσείοντες δεν επιδίδοντο σε κυβεία. Απλά είπε ότι ο ίδιος δεν είδε τα δύο αυτά πρόσωπα να παίζουν.
Η μαρτυρία αυτή δεν αποτέλεσε βάση για να δεχτεί το πρωτόδικο δικαστήριο την εκδοχή των εφεσειόντων. Το Δικαστήριο έδωσε διάφορους λόγους γιατί δεν δέχτηκε την εκδοχή των εφεσειόντων. Δεν νομίζουμε ότι η αναφορά στους λόγους αυτούς δικαιολογεί το επιχείρημα ότι το Δικαστήριο αντιλήφθηκε λανθασμένα το επίπεδο του βάρους απόδειξης που εναποτίθεται στους ώμους των εφεσειόντων.
Εκείνο που προκύπτει από την απόφαση του Δικαστηρίου είναι ότι από το γεγονός και μόνο ότι ο Μ.Κ.3 δεν είδε τους εφεσείοντες να παίζουν, δεν συνιστά θετική μαρτυρία ότι δεν έπαιζαν.
Εν όψει όλων των πιο πάνω βρίσκουμε ότι η παρούσα έφεση θα πρέπει να απορριφθεί και διά ταύτα απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΜΔ