ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 2 ΑΑΔ 363

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΑΡ. 338

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ,

ΗΛΙΑΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.Δ.

Δημοκρατία,

- ν. -

Μιχαλάκη Ευσταθίου Πανή, από το Κοιλάνι,

---------------------------

25 Ιουνίου 1999

Για τη Δημοκρατία: Π. Κληρίδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας.

Για τον κατηγορούμενο: Ε. Ευσταθίου.

---------------------------

Αυτή είναι η απόφαση των Δικαστών Αρτέμη, Νικολάου, Ηλιάδη και Χατζηχαμπή.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Κατόπιν αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα, το Κακουργιοδικείο επιφύλαξε για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο, όπως ορίζει το άρθρο 148 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, τρία ερωτήματα θεωρηθέντα ως νομικά και εγειρόμενα κατά τη διάρκεια δίκης στην οποία ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει κατηγορία ανθρωποκτονίας κατά παράβαση του άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε. Το ένα από τα ερωτήματα, το τρίτο, αποσύρθηκε κατά την ενώπιον μας συζήτηση. Τα δύο απομείναντα είναι τα εξής:

« Ε Ρ Ω Τ Η Μ Α Τ Α

1. Το γεγονός ότι σύμφωνα με το άρθρο 14 του Κεφ. 9 του Περί Αποδείξεως Νόμου η σύζυγος κατηγορουμένου δεν είναι ικανός μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη του συζύγου της, εμποδίζει και την εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής παρουσίαση στη δίκη του συζύγου της, αίματος που λήφθηκε από αυτή με τη συγκατάθεση της;

2. Το γεγονός ότι σύμφωνα με το άρθρο 14 του Περί Αποδείξεως Νόμου η σύζυγος κατηγορουμένου δεν είναι ικανός μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη του συζύγου της, εμποδίζει και την εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής παρουσίαση στη δίκη του συζύγου της αποδεικτικού στοιχείου που λήφθηκε από αυτή νόμιμα ή με τη συγκατάθεση της; »

 

Και τα δύο ερωτήματα αφορούν στο ίδιο ακριβώς ζήτημα. Απλώς στο πρώτο εξειδικεύεται ότι το στοιχείο στο οποίο αναφέρεται το δεύτερο είναι αίμα, ενώ και στα δύο η διευκρίνηση ότι η λήψη έγινε με τη "συγκατάθεση" της συζύγου ή "νόμιμα", προφανώς προορίζεται να υπογραμμίσει τη μη ύπαρξη σχετικού προβλήματος.

Το ζήτημα προέκυψε όταν η Κατηγορούσα Αρχή ζήτησε από αστυνομικό μάρτυρα, τον οποίο η ίδια κάλεσε, να παρουσιάσει δύο φιαλίδια αίματος της Ανθούλας Πανή, συζύγου του κατηγορουμένου. Το αίμα της είχε ληφθεί κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης όταν τελούσε και εκείνη υπό κράτηση ως ύποπτη για τη διάπραξη του αδικήματος. Είχε ζητηθεί η συγκατάθεση της και την έδωσε γραπτώς.

Σε προγενέστερο στάδιο προέκυψε ζήτημα και για την αναφερθείσα συγκατάθεση της συζύγου όταν η Κατηγορούσα Αρχή επιχείρησε μέσω του ίδιου αστυνομικού μάρτυρα να εισάξει σχετική μαρτυρία. Ο αστυνομικός κατέθεσε ότι ενόσω η Ανθούλα Πανή τελούσε υπό κράτηση, τη συνόδευσε στο Νοσοκομείο Λεμεσού όπου της λήφθηκε αίμα κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης της. Η υπεράσπιση ήγειρε ένσταση. Προέβαλε ότι η αναφορά του αστυνομικού σε δοθείσα συγκατάθεση προσέκρουε στον εξ ακοής κανόνα. Το αντίθετο υποστήριξε ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής ο οποίος εξ άλλου επεσήμανε ότι μαρτυρία για τη συγκατάθεση δεν μπορούσε να δοθεί από την ιδία την Ανθούλα Πανή αφού, ως σύζυγος του κατηγορουμένου, δεν ήταν ικανή μάρτυρας. Το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε την ένσταση της υπεράσπισης. Ανέφερε τα εξής:

"Δικαστήριο:-

Ο μάρτυρας, μέσα στα πλαίσια του τί αντελήφθη και τί έπραξε στις 9 Οκτωβρίου, αναφέρθηκε ότι συνόδευσε τη γυναίκα του κατηγορούμενου, η οποία, κατ΄ εκείνο το χρόνο τελούσε υπό κράτηση, στο Νοσοκομείο και αναφέρθηκε στο γεγονός το οποίο έλαβε χώραν στην παρουσία του. Το γεγονός της λήψης αίματος από το πρόσωπο αυτό.

Έχει υποβληθεί ένσταση στο να αναφερθεί ο μάρτυρας αν η λήψη του αίματος ήταν με τη συγκατάθεση του προσώπου αυτού, καθότι η αναφορά ουσιαστικά προσκρούει στον κανόνα της εξ ακοής μαρτυρίας.

Ο μάρτυρας μπορεί να αναφερθεί σε ότι ο ίδιος αντελήφθη να λαμβάνει χώραν στην παρουσία του χωρίς όμως αναφορά σε δηλώσεις είτε γραπτές είτε προφορικές προσώπου που δεν είναι κατηγορούμενος στη διαδικασία αυτή.

Στο βαθμό αυτό η ένσταση επιτυγχάνει."

 

Επιφυλάχθηκαν τότε για το Ανώτατο Δικαστήριο τα εξής τρία ερωτήματα αναφορικά με το ζήτημα:

«(1) Προσκρούει στον κανόνα του αποκλεισμού της εξ ακοής μαρτυρίας η αναφορά μάρτυρος ότι στην παρουσία του δόθηκε από πρόσωπο γραπτή ή προφορική συγκατάθεση για λήψη αίματος από το πρόσωπο αυτό πριν τη λήψη αίματος;

(2) Προσκρούει στον κανόνα του αποκλεισμού της εξ ακοής μαρτυρίας η αναφορά μάρτυρος ότι στην παρουσία του δόθηκε από πρόσωπο γραπτή ή προφορική συγκατάθεση για λήψη τεκμηρίου από το πρόσωπο αυτό πριν τη λήψη του τεκμηρίου;

(3) Αν η απάντηση στα ερωτήματα (1) και (2) είναι καταφατική, διαφοροποιείται η απάντηση αν το πρόσωπο το οποίο δίδει τη συγκατάθεση δεν είναι κατάλληλος και εξαναγκάσιμος μάρτυρας; »

 

Το τρίτο εν τέλει αποσύρθηκε. Στα δύο που απέμειναν, η πλειοψηφία, με απόφαση ημερ. 24 Μαρτίου 1999 στο Υπόμνημα Αρ. 331 που έδωσε ο Αρτέμης, Δ., παρέσχε αρνητική απάντηση. Έκρινε ότι:

"...... η δήλωση δεν εδίδετο για να αποδειχθεί η αλήθεια οποιουδήποτε γεγονότος που περιείχετο σ΄ αυτή αλλά για ν΄ αποδειχθεί το ότι έγινε τέτοια δήλωση. Σκοπός ήταν να αποδειχθεί η έκφραση συγκατάθεσης, που ήταν επίδικο θέμα που αφορούσε τη νομιμότητα της λήψης του αίματος, και κατ΄ ακολουθία και σχετικό με άλλα επίδικα στην υπόθεση θέματα."

 

Όταν λοιπόν έφτασε η στιγμή να κατατεθεί το αίμα, η υπεράσπιση του κατηγορουμένου ήγειρε και πάλι ένσταση. Έθεσε δύο ζητήματα. Πρώτο, ότι η Ανθούλα Πανή συγκατατέθηκε μετά που προειδοποιήθηκε ότι το αποτέλεσμα των αναλύσεων δυνατό να χρησιμοποιείτο εναντίον της ιδίας ενώ δεν της λέχθηκε ότι δυνατό να χρησιμοποιείτο και εναντίον οποιουδήποτε άλλου προσώπου και συγκεκριμένα του συζύγου της. "Συνεπώς", κατέληξε ο συνήγορος του κατηγορούμενου, "..... μόνο εναντίον της θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η μαρτυρία αυτή και όχι εναντίον οποιουδήποτε άλλου προσώπου, ανεξάρτητα αν το πρόσωπο αυτό είναι ο σύζυγος της ή όχι. Αυτή είναι η θέση μας." Το δεύτερο ζήτημα ο συνήγορος του κατηγορουμένου το διατύπωσε ως εξής: "Η δοθείσα συγκατάθεση και η επακολουθήσασα λήψη του αίματος με βάση αυτή τη συγκατάθεση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον του κατηγορούμενου για τον ειδικό λόγο ότι η γραπτή κατάθεση με την οποία αυτή έδωσε τη συγκατάθεση της είναι μαρτυρία συζύγου εναντίον του συζύγου της, πράγμα το οποίο απαγορεύεται από το Νόμο, από το άρθρο 14 του Κεφ. 9 του Περί Αποδείξεως Νόμου."

 

Ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής αντέτεινε ότι η απαγόρευση στο άρθρο 14(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, "αφορά μόνο τη μαρτυρία συζύγου στην επί Δικαστηρίω διαδικασία και δεν αποκλείει τη δυνατότητα παρουσίασης αποδεικτικού υλικού που λήφθηκε νόμιμα από την ή τον σύζυγο κατηγορουμένου προσώπου". Υπογράμμισε ότι εν προκειμένω το αίμα λήφθηκε νόμιμα με τη συγκατάθεση της συζύγου και ότι η δοθείσα προειδοποίηση, αναγκαία αφού η σύζυγος ήταν ύποπτη, δεν περιόριζε, για σκοπούς της υπόθεσης, την όποια χρήση της κατ΄ ακολουθίαν νομίμως ληφθείσης μαρτυρίας.

Το Κακουργιοδικείο με πλειοψηφία κατέληξε πως η προσφερθείσα μαρτυρία δεν μπορούσε να γίνει δεκτή. Δεν συμφώνησε με τον πρώτο λόγο που προέβαλε η υπεράσπιση αλλά αποδέχθηκε το δεύτερο. Παραθέτουμε τα σχετικά αποσπάσματα:

"Θα περιοριστούμε στο δεύτερο σκέλος της εισήγησης γιατί δεν βρίσκουμε να επηρεάζει την τελική κατάληξη στο είδος της προειδοποίησης που δόθηκε στην Ανθούλλα Πανή κατά τον χρόνο που ζητήθηκε η συγκατάθεση της. Δεν χρησιμοποιείται τώρα το αίμα εναντίον της για σκοπούς άλλους από αυτούς που λήφθηκε. Λήφθηκε για διερεύνηση της υπόθεσης που τώρα αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος. Όμως αυτό ούτε προσθέτει ούτε αφαιρεί στο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί εάν δηλαδή το αίμα και προφανώς σε μεταγενέστερο στάδιο τα αποτελέσματα των εξετάσεων από το αίμα της Ανθούλλας Πανή, συζύγου του κατηγορουμένου μπορεί να παρουσιασθεί και να γίνει δεκτή σαν μαρτυρία στο Δικαστήριο.

.................................. .................................................. .................................................. ................................................

Έχομε την άποψη ότι ο όρος "ποινική διαδικασία" με την ερμηνεία που δίδεται στο άρθρο 2 του Κεφ. 9 και τον σκοπό του νομοθέτη σε σχέση με το άρθρο 14 δεν μπορεί παρά να καλύπτει και τη μορφή που εδώ λαμβάνει η μαρτυρία που επιχειρείται να παρουσιασθεί.

.................................. .................................................. .......

.................................. .................................................. .......

Ανεξάρτητα της πιο πάνω ερμηνείας το αίμα που λήφθηκε από την Ανθούλλα Πανή και η συγκατάθεση που έδωσε, όχι ως θέμα εξ ακοής μαρτυρίας αλλά ως μαρτυρία συζύγου εναντίον συζύγου, για τους σκοπούς της υπόθεσης δεν είναι τίποτε άλλο παρά μαρτυρία προερχόμενη από τη σύζυγο του κατηγορουμένου. Δόθηκε από την ίδια, πρόσωπο στερούμενο δικαιώματος να δώσει μαρτυρία. Το γεγονός ότι επιχειρείται να δοθεί στο Δικαστήριο όχι με προσωπική εμφάνιση της, δεν διαφοροποιεί την κατάσταση. ’λλωστε τέτοια δυνατότητα για το είδος αυτό της μαρτυρίας δεν παρέχεται.

Θα ήταν εκτός του σκοπού του Νομοθέτη, ο οποίος θεωρεί τους συζύγους ως μία οντότητα και δεν επιθυμεί αντιπαράθεση τους, να επιχειρούσε αυτό να το διαφυλάξει μόνο με τον αποκλεισμό της προσωπικής παρουσίας συζύγου σαν μάρτυρα εναντίον του άλλου εντός της αίθουσας του Δικαστηρίου. Σκοπός του ήταν να διαφυλάξει γενικά την συζυγική αρμονία αποκλείοντας τη μαρτυρία του ενός εναντίον του άλλου."

 

Το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την έννοια της "ποινικής διαδικασίας", ο προσδιορισμός της οποίας θεωρήθηκε αναγκαίος, αφού η απαγόρευση στο άρθρο 14(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, αφορά σε ποινική διαδικασία:

"14. - (1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), σε ποινική διαδικασία κατά οποιουδήποτε προσώπου, ο σύζυγος ή η σύζυγος, ανάλογα με την περίπτωση του προσώπου αυτού δεν είναι ικανός μάρτυρας κατηγορίας κατά του εν λόγω προσώπου ούτε εξαναγκάσιμος μάρτυρας κατά οποιουδήποτε άλλου προσώπου που κατηγορείται μαζί με αυτό ή μαζί με αυτή.

(2) .................................................. ....................

(3) .................................................. ...................."

 

Ορίζεται στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου ότι «"ποινική διαδικασία" και συναφείς εκφράσεις σημαίνει οποιαδήποτε διαδικασία κατά οποιουδήποτε προσώπου προς τιμωρία αυτού για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα κατά παράβαση οποιουδήποτε νόμου ή διοικητικής πράξης.». Το Κακουργιοδικείο αντιδιέστειλε αυτό τον ορισμό με εκείνο στο άρθρο 2 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, σύμφωνα με τον οποίο, «"ποινική διαδικασία" και συναφείς εκφράσεις σημαίνουν οποιαδήποτε διαδικασία που εγείρεται ενώπιον Δικαστηρίου εναντίον οποιουδήποτε προσώπου προς τιμωρία του για ποινικό αδίκημα που διαπράχτηκε κατά παράβαση οποιουδήποτε νομοθετήματος και περιλαμβάνει προανάκριση». Εξέφρασε λοιπόν την άποψη ότι:

"Το άρθρο 2 του Κεφ. 9 ερμηνεύοντας τη φράση "ποινική διαδικασία" δεν περιορίζεται στην επί Δικαστηρίω διαδικασία αλλά αναφέρει οποιαδήποτε διαδικασία προς τον σκοπό τιμωρίας για Ποινικό αδίκημα. Εάν ήθελε ο Νομοθέτης εδώ να περιοριστεί στην επί Δικαστηρίω διαδικασία θα ακολουθούσε την ερμηνεία που δίδεται με το άρθρο 2 του Κεφ. 155 στη φράση "ποινική διαδικασία". Εκεί αναφέρεται ότι "ποινική διαδικασία και συναφείς εκφράσεις σημαίνουν οποιαδήποτε διαδικασία που εγείρεται ενώπιον Δικαστηρίου. Ο όρος Ποινική διαδικασία στο άρθρο 14 του Κεφ. 9 είναι ευρύτερος."

 

Έτσι ήταν που έφτασαν τα παρόντα ερωτήματα ενώπιον μας.

Είναι, κατά τη γνώμη μας, απόλυτα σαφές ότι η απαγόρευση που τίθεται με το εδάφιο (1) του άρθρου 14 του περί Αποδείξεως Νόμου, ισχύει μόνο όπου μάρτυρας καταθέτει ενώπιον δικαστηρίου όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής και όπως άλλωστε υπέδειξε η μειοψηφία του Κακουργιοδικείου.

Η "ποινική διαδικασία", όπως ορίζεται στο άρθρο 2 του περί Αποδείξεως Νόμου, δεν έχει έννοια ευρύτερη από ό,τι στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο όπου, στο άρθρο 2, ρητώς εξειδικεύεται να σημαίνει τη διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου. Η εξειδίκευση εκεί απέβλεπε να τη διαχωρίσει από τον ευρύτερο χώρο της δικονομίας στον οποίο εκτείνεται εκείνο το νομοθέτημα. Απεναντίας, στον περί Αποδείξεως Νόμο, που από τη φύση του αφορά μόνο ό,τι εγείρεται ενώπιον Δικαστηρίου, καθίστατο αυτονόητος αυτός ο περιορισμός και δεν χρειαζόταν να διατυπωθεί. Το άρθρο 20 του περί Αποδείξεως Νόμου, το οποίο εισήχθη με το Ν. 86/86 και το οποίο αφορά την αποδοχή γραπτών δηλώσεων ως απόδειξη σε ποινική διαδικασία, δεν αποτελεί εξαίρεση παρότι το λεκτικό του ίσως θα μπορούσε, εξ αιτίας κάποιας χαλαρότητας, να δώσει αφορμή για συζήτηση. Ο ορισμός της "ποινικής διαδικασίας" στον περί Αποδείξεως Νόμο προοριζόταν απλώς να τη διακρίνει από την "πολιτική διαδικασία". Μια διάκριση που, στο ευρύτερο πεδίο εφαρμογής του δικαίου, συζητείται στη Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 361. Εξ άλλου η πρόσφατη απόφαση της πλειοψηφίας του Εφετείου στη L.S.A. Packers & Forwarders Ltd v. Θ. Φράγκου κ.α., Πολ. Έφ. 10089 ημερ. 23 Μαρτίου 1999, την οποία έδωσε ο Καλλής, Δ. και με την οποία, στην ερμηνεία των περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικών Κανονισμών του 1983 έγινε διάκριση μεταξύ "δίκης" και "διαδικασίας", απευθυνόταν σε διαφορετικής υφής πρόβλημα.

Δεν νομίζουμε ότι παρίσταται ανάγκη να επεκταθούμε με λεπτομέρεια στο ιστορικό του κανόνα τον οποίο ενσωματώνει το εδάφιο (1) του άρθρου 14 του περί Αποδείξεως Νόμου. Προέρχεται από το Κοινό Δίκαιο όπως διαμορφώθηκε με νομοθετήματα, απόληξη των οποίων ήταν το Criminal Evidence Act 1898. Στην Αγγλία τώρα άλλαξε: βλ. Police and Criminal Evidence Act 1984, s. 80. Δόθηκαν διάφοροι λόγοι για τον κανόνα. Ο παλαιότερος ήταν ότι οι σύζυγοι αποτελούσαν σάρκα μία: duae animae in carne una. Έπειτα όμως αποδόθηκε και σε λόγους που τότε αποτελούσαν κωλύματα στο δίκαιο της απόδειξης ευρύτερα, ήτοι, την ταυτότητα συμφέροντος αλλά και συναφώς την υπέρ αλλήλων προκατάληψη. Τέλος, εξηγήθηκε πιο συγκεκριμένα με αναφορά στην προστασία της συζυγικής σχέσης, στη διατήρηση της συζυγικής γαλήνης, αλλά και στην πολιτική του δικαίου να λαμβάνει υπόψη την κοινή γνώμη η οποία, όπως θεωρήθηκε, θα αντίκρυζε με φρίκη το ενδεχόμενο ενός συζύγου να καταθέτει στο Δικαστήριο εναντίον του άλλου: βλ. το σύγγραμμα "Evidence" του Rupert Cross, 3η έκδ. (1967) Κεφ. VIII, σελ. 138 και ειδικότερα τη συζήτηση στις σελ. 155-156Ÿ βλ. επίσης, το διαχρονικό και εγνωσμένου κύρους σύγγραμμα "Wigmore on Evidence" (έκδ. 1979), Τόμος ΙΙ, Κεφ. 25 που επιγράφεται - και δεν είναι αυτό ασήμαντο - "Marital Relationship as a Testimonial Disqualification", στη σελ. 855.

Η νομολογία επιβεβαιώνει ότι ανέκαθεν η έλλειψη ικανότητας μάρτυρα, εξ αιτίας συζυγικής σχέσης, είχε ως αποτέλεσμα μόνο τον αποκλεισμό κατάθεσης του μάρτυρα ενώπιον δικαστηρίου και δεν εμπόδιζε τη μεταφορά στο δικαστήριο, μέσω άλλου μάρτυρα, αποδεικτικού υλικού προερχομένου από το μη ικανό μάρτυρα. Θεωρούμε, επ΄ αυτού, χρήσιμη την απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στη Rumping v. D.P.P. (1962) 3 All E.R. 256, η οποία αφορούσε το ζήτημα εμπιστευτικότητας στην επικοινωνία συζύγων. Το οποίο, ας σημειωθεί, στην Κύπρο ρυθμίζεται από το εδάφιο (3) του άρθρου 14 του περί Αποδείξεως Νόμου. Επιστολή την οποία ο κατηγορούμενος επιθυμούσε να στείλει στη σύζυγο του την έδωσε για το σκοπό αυτό σε τρίτο πρόσωπο να της την παραδώσει. Το τρίτο πρόσωπο την παρέδωσε στην αστυνομία όταν έμαθε ότι ο κατηγορούμενος συνελήφθη για αδίκημα ανθρωποκτονίας. Η επιστολή περιείχε ομολογία του κατηγορουμένου για τη διάπραξη του αδικήματος. Κρίθηκε πως επιτρεπόταν η κατάθεση της επιστολής παρόλον που αυτό δεν θα καθίστατο δυνατό μέσω της συζύγου του κατηγορουμένου αν εκείνη λάμβανε την επιστολή. Την περίπτωση αυτή δεν χρειάζεται να την κοιτάξουμε από τη σκοπιά των δικών μας συνταγματικών διατάξεων που προστατεύουν την επικοινωνία και την προσωπική ζωή. Ό,τι εδώ ενδιαφέρει είναι η ευρύτερη κατ΄ αρχήν δυνατότητα που το δίκαιο αναγνωρίζει για την παρουσίαση, μέσω τρίτου προσώπου, μαρτυρίας που προέρχεται από πρόσωπο μη ικανό ή μη εξαναγκάσιμο.

Με τις αποφάσεις τους εκεί οι Δικαστές έθεσαν το ευρύτερο πλαίσιο των σχετικών αρχών του Κοινού Δικαίου, με λεπτομερή αναδρομή και στο ιδιαίτερο ζήτημα με το οποίο τώρα ασχολούμαστε. Προκύπτει από πολλές αναφορές και υπογραμμίζεται ότι η έλλειψη ικανότητας μάρτυρα αφορά τη μη δυνατότητα κατάθεσης του ενώπιον δικαστηρίου χωρίς να αποκλείεται η απόδειξη με άλλο τρόπο. Ο δικαστής Hodson ανέφερε χαρακτηριστικά (στη σελ. 278), για το παράλληλο ζήτημα που εκεί εξετάστηκε, τα ακόλουθα, τα οποία ανέπτυξαν στις ίδιες γραμμές και άλλοι δικαστές:

"I attach great importance to the three criminal cases R. v. Smithies (57); R. v. Simons (58) and R. v. Bartlett (59) decided in the years 1832, 1834 and 1837 respectively. All these cases were decided on marital communications overheard and proved by the evidence of witnesses who overheard where the wife herself could not have been called to give evidence about them."

 

Πιο χρήσιμη για την περίπτωση μας είναι ίσως η R. v. Bartlett Vol. 173 E.R. 173, 362. Εκεί, ενώ ο κατηγορούμενος τελούσε υπό κράτηση, εισήλθε στο δωμάτιο η σύζυγος του η οποία του ανέφερε κάτι στην παρουσία και ακοή του. Συγκεκριμένα, του καταλόγισε ευθύνη για το φόνο της μητέρας της. Οπότε εκείνος αντέδρασε με ορισμένο τρόπο. Όταν η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε τρίτο πρόσωπο ως μάρτυρα αναφορικά με τα λεχθέντα, η υπεράσπιση ήγειρε ένσταση. Προέβαλε ότι εφόσον η σύζυγος δεν ήταν ικανή να καταθέσει στο δικαστήριο εναντίον του συζύγου της, δεν μπορούσε τέτοια μαρτυρία να εισαχθεί μέσω τρίτου. Η ένσταση απορρίφθηκε και η μαρτυρία έγινε δεκτή.

Η απάντηση μας λοιπόν στα δύο επιφυλαχθέντα ερωτήματα είναι αρνητική.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο