ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 2 ΑΑΔ 363

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Υπόμνημα αρ. 338.

Σύνθεση Δικαστηρίου: ΠΙΚΗΣ, Π., NΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΔΔ.

Δημοκρατίας,

- ν -

Μιχαλάκη Ευσταθίου Πανή, από το Κοιλάνι.

Κατηγορούμενου.

 

Ημερομηνία: 25 Ιουνίου 1999.

Για τη Δημοκρατία: Π. Κληρίδης, Εισαγγελέας της Δημ. εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

Για τον κατηγορούμενο: Ε. Ευσταθίου με Α. Ευσταθίου (κα).

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Καλούμεθα να απαντήσουμε τα ακόλουθα δύο επάλληλα ερωτήματα τα οποία έθεσε το Κακουργιοδικείο στη διάρκεια της δίκης του κατηγορουμένου για ανθρωποκτονία και παρέπεμψε, βάσει του άρθρου 148 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, στο Ανώτατο Δικαστήριο για γνωμάτευση:

«1. Το γεγονός ότι σύμφωνα με το άρθρο 14 του Κεφ. 9 του Περί Αποδείξεως Νόμου η σύζυγος κατηγορουμένου δεν είναι ικανός μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη του συζύγου της, εμποδίζει και την εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής παρουσίαση στη δίκη του συζύγου της, αίματος που λήφθηκε από αυτή με τη συγκατάθεση της;

2. Το γεγονός ότι σύμφωνα με το άρθρο 14 του Περί Αποδείξεως Νόμου η σύζυγος κατηγορουμένου δεν είναι ικανός μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη του συζύγου της, εμποδίζει και την εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής παρουσίαση στη δίκη του συζύγου της αποδεικτικού στοιχείου που λήφθηκε από αυτή νόμιμα ή με τη συγκατάθεση της;»

Τα ερωτήματα ηγέρθηκαν και η παραπομπή τους στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα, μετά την απόφαση του Κακουργιοδικείου ότι δεν ήταν παραδεκτή η προσαγωγή αίματος που λήφθηκε από τη σύζυγο του κατηγορουμένου, ως μαρτυρίας στη δίκη του. Η απόφαση του Κακουργιοδικείου επισυνάπτεται στο υπόμνημα και αποτελεί μέρος των γεγονότων που συνθέτουν και προσδιορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο απαντούνται τα ερωτήματα που θέτει (άρθρο 148.2 Κεφ. 155). Στα γεγονότα αυτά εμπίπτει και η έγγραφη συγκατάθεση στις αστυνομικές αρχές της συζύγου για την παροχή του αίματος, η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 56, μετά τη Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο Υπόμνημα 331, (απόφαση πλειοψηφίας) ότι το περιεχόμενό της δεν προσκρούει στον κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας. εφόσον η παροχή της συγκατάθεσης αποτελεί πρωτογενή μαρτυρία και όχι μαρτυρία ενέχουσα αφ΄ εαυτής αποδεικτική αξία, (evidence of derivative value).

Όπως υποδεικνύεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου η απόφαση στο Υπόμνημα 331, δεν είχε ως λόγο το παραδεκτό της προσαγωγής μαρτυρίας προερχόμενης από τη σύζυγο. απευθυνόταν στη φύση του περιεχομένου της δήλωσης και το παραδεκτό της με αναφορά στον κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας. Άλλωστε το αίμα δόθηκε ενώ εδιερευνάτο η συμμετοχή της ίδιας της κ. Πανή στο έγκλημα. Όπως αναγράφεται στο κείμενο του Τεκμηρίου 56, το αίμα δόθηκε από τη σύζυγο μετά από ρητή προειδοποίηση των αστυνομικών αρχών ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία εναντίον της. Ποτέ δεν ζητήθηκε από την κ. Πανή να δώσει, και η ίδια ουδέποτε συμφώνησε να δώσει δείγμα αίματος για πιθανή χρήση ως μαρτυρίας κατά του συζύγου της. Οι προεκτάσεις αυτής της πτυχής του θέματος αποτέλεσαν το αντικείμενο του τρίτου ερωτήματος το οποίο τέθηκε και παραπέμφθηκε, μετά από αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα για γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο:

«3. Αν η απάντηση στα ερωτήματα (1) και (2) είναι καταφατική, διαφοροποιείται η απάντηση αν το πρόσωπο το οποίο δίδει τη συγκατάθεση δεν είναι κατάλληλος και εξαναγκάσιμος μάρτυρας;»

Το ερώτημα αποσύρθηκε κατά την ακρόαση της έφεσης. Το Δικαστήριο είπε: «Θα δεχθούμε το αίτημα για την απόσυρση του ερωτήματος 3, διαπιστώνοντας συγχρόνως ότι η στοιχειοθέτηση του υπόβαθρου γεγονότων είναι ατελής».

Η εγκατάλειψη του ερωτήματος δεν διαγράφει το γεγονός ότι η κ.Πανή έδωσε το αίμα προς χρήση ως πιθανής μαρτυρίας εναντίον της και όχι ως μαρτυρίας κατά του συζύγου της. Οι προεκτάσεις του γεγονότος αυτού σε συνάρτηση με τις αρχές που διατυπώνονται στην Parpa v. Republic (1988)2 C.L.R. 5, έπαυσαν να αποτελούν το αντικείμενο ερωτήματος ενώπιόν μας. Γι΄ αυτό δεν θα εκφέρουμε γνώμη στο ζήτημα αυτό χωρίς τούτο να σημαίνει ότι το θέμα θεωρείται λελυμένο.

Το Κακουργιοδικείο έκρινε, κατά πλειοψηρία, (Παπαδοπούλου Π.Ε.Δ. και Λιάτσος, Ε.Δ.) την προσαγωγή του αίματος το οποίο έδωσε η σύζυγος του κατηγορουμένου προς ανάλυση, ως απαράδεκτη και αρνήθηκε την αποδοχή της ως μαρτυρίας. Το σκεπτικό της απόφασης του Κακουργιοδικείου μπορεί να συνοψισθεί ως εξής.

(α) Ο αποκλεισμός ο οποίος επιβάλλεται από το άρθρο 14(1) του Κεφ. 9, περιλαμβάνει τόσο την παροχή μαρτυρίας εντός όσο και εκτός του Δικαστηρίου. Σ΄ αυτό κατατείνει ο ορισμός του όρου «ποινική διαδικασία», που προσδιορίζει τις παραμέτρους της απαγόρευσης. Εξηγείται ότι η ερμηνεία του όρου «ποινική διαδικασία» στις ερμηνευτικές διατάξεις του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 και του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, είναι διάφορη. Στο Κεφ. 155 η σημασία του όρου περιορίζεται στη διαδικασία ενώπιον του Ποινικού Δικαστηρίου που αρχίζει με την καταχώρηση του κατηγορητηρίου, περιορισμός που δεν τίθεται στο Κεφ. 9. Εννοιολογικά ο όρος «διαδικασία» σε ποινικές υποθέσεις δεν περιορίζεται στη δίκη. περιλαμβάνει και την ανάκριση.

(β) Διάκριση μεταξύ της κατάθεσης της συζύγου ενώπιον του Δικαστηρίου και των ανακριτικών αρχών θα έπληττε το θεμέλιο της απαγόρευσης. Η ενότητα των συζύγων, που αποτέλεσε ιστορικά τη γενεσιουργό αιτία, του απαγορευτικού κανόνα στο κοινό δίκαιο, που θεσμοθετεί το άρθρο 14, θα διασπάτο, αν γινόταν παραδεκτή η διάκριση μεταξύ αφενός της παροχής από τη σύζυγο μαρτυρίας στις ανακριτικές αρχές και αφετέρου στο Δικαστήριο. Αποκλείεται και στις δύο περιπτώσεις ως μάρτυρας.

Αντίθετη ήταν η άποψη του μειοψηφήσαντα Δικαστή, (Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.). Αντλώντας καθοδήγηση από τις πρόνοιες του άρθρου 37 του Κεφ. 155 και από την απόφαση στη Γενικός Εισαγγελέας (Άρ. 3) (1995)1 Α.Α.Δ. 361, (απόφαση Ολομέλειας), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο όρος «ποινική διαδικασία», περιορίζεται στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου. Δυσκολευόμεθα να δούμε πώς μπορεί να αντληθεί έρεισμα για τη θέση του από τις δύο πηγές που επικαλείται.

Το άρθρο 37 συναρτάται προς τον ορισμό της «ποινικής διαδικασίας» ο οποίος παρέχεται στο άρθρο 2 του Κεφ. 155 που περιορίζει τη διαδικασία σ΄ εκείνη ενώπιον του Δικαστηρίου και ο οποίος, όπως υπογραμμίζει η πλειοψηφία, διαφέρει από τον ορισμό του ιδίου όρου στο Κεφ. 9. Η Γενικός Εισαγγελέας (ανωτέρω), πραγματεύεται την ερμηνεία των όρων «ποινική διαδικασία» και «πολιτική διαδικασία» όπως προσδιορίζονται στον περί Δικαστηρίων Νόμο του 1960 (Ν.14/60) για σκοπούς ταξινόμησης της διαδικασίας για την έκδοση φυγοδίκων σε ποινική ή πολιτική. Ο όρος «ποινική διαδικασία» στο Ν.14/60, ρητά περιορίζει το αντικείμενό της «σε οποιαδήποτε διαδικασία που εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου ....»

Ο κ. Κληρίδης υποστήριξε ως ορθή την απόφαση της μειοψηφίας και γενικότερα τη θέση ότι ο κανόνας αποκλεισμού που εισάγει το άρθρο 14(1), περιορίζεται στην κατάθεση των συζύγων εναντίον αλλήλων ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν εντόπισε όμως καμμιά απόφαση, όπως μας ανέφερε, που να παρέχει αυθεντική καθοδήγηση ως προς την έκταση της απαγόρευσης που θεσμοθετεί το άρθρο 14(1) του Κεφ. 9. Ο κ.Ευσταθίου υποστήριξε την απόφαση της πλειοψηφίας ως ορθή και επιχειρηματολόγησε ότι ο κανόνας αποκλεισμού που θέτει το άρθρο 14 αποκλείει, κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις, την εισαγωγή μαρτυρίας του ενός έγγαμου μέρους εναντίον του άλλου.

Κάποιο φως στη σημασία του όρου «διαδικασία» ρίπτει η πρόσφατη απόφαση L.S.A. Packers & Forwarders Ltd., v. Θεοδοσίας Φράγκου κ.ά. Πολιτική Έφεση αρ. 10089 - 23.3.1999 (απόφαση πλειοψηφίας), στην οποία κρίθηκε ότι ο όρος δεν ταυτίζεται με την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, ότι είναι όρος ευρύτερος, εκτεινόμενος στα προδικαστικά μέτρα. Καθοδηγητική για την εμβέλεια της ποινικής διαδικασίας, είναι η απόφαση της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Georghiou, (Νομικό Ερώτημα, Άρθρο 148, Κεφ. 155 - απόφαση ολομέλειας - πλειοψηφίας), η οποία δεν έχει δημοσιευτεί αλλά μνημονεύεται στη Georghiou v. Republic (1984)2 C.L.R. 65, 78. Ο όρος «δίωξη» ο οποίος απαντάται στο Άρθρο 83.2 του Συντάγματος το οποίο αποκλείει τη δίωξη βουλευτή χωρίς την προγενέστερη άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι περιλαμβάνει και την ανάκριση του βουλευτή από τις αστυνομικές αρχές. Κατά συνέπεια, η κατάθεση που λήφθηκε από το βουλευτή πριν την εξουσιοδότηση της «δίωξης» του θεωρήθηκε άκυρη και απαράδεκτη ως μαρτυρία.

Ο όρος «δίωξη», αποδίδεται στα αγγλικά με τον όρο «prosecution» που είναι ο όρος ο οποίος χρησιμοποιείται στο αγγλικό κείμενο του άρθρου 14(1), που καθιστά τον/τη σύζυγο μή ικανό μάρτυρα κατηγορίας. Σημαντική για τη διαπίστωση των όρων, «ποινική διαδικασία» και «κατηγορία», σε σχέση με την ποινική δίκη, είναι η απόφαση στην Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990)2 Α.Α.Δ. 203. Ακολουθώντας τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το Δικαστήριο έκρινε, για τους σκοπούς καθορισμού του εύλογου του χρόνου μέσα στον οποίο πρέπει να περατώνεται η ποινική δίκη, (Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης), ότι η διαδικασία δεν περιορίζεται σ΄ εκείνη ενώπιον του Δικαστηρίου αλλά εκτείνεται και στην ανάκριση αφ΄ ότου στρέφεται εναντίον του κατηγορουμένου. (Βλ. επίσης Paporis v. National Bank (1986)1 C.L.R. 578, και Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989)2 Α.Α.Δ. 149.) Δικαιολογημένα μπορεί να προταθεί ότι ανάλογη πρέπει να είναι και η ερμηνεία του όρου «κατηγορία» - «prosecution», στο πλαίσιο του άρθρου 14(1) του Κεφ. 9. ερμηνεία που καθιστά αδύνατη τη λήψη μαρτυρίας από τη σύζυγο κατά τη διερεύνηση εγκλήματος από τις αστυνομικές αρχές εναντίον του συζύγου της.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο ο κανόνας αποκλεισμού μαρτυρίας που θέτει το άρθρο 14(1), περιορίζεται στην κατάθεση της ή του συζύγου ως μάρτυρα κατηγορίας στη δίκη του άλλου μέρους του γάμου, ή εκτείνεται στη δυνατότητα παροχής μαρτυρίας από εκάτερο εναντίον του κατηγορουμένου συζύγου. Ο όρος «ικανός» ενέχει το στοιχείο της δυνατότητας. Ικανός, είναι εκείνος που έχει τη δυνατότητα να πράξει τι. Το «ικανός» είναι επιθετικός προσδιορισμός του ουσιαστικού «μάρτυρας», όρος που δεν περιορίζεται μόνο στην ιδιότητα προσώπου ως μάρτυρα ενώπιον του Δικαστηρίου. Μάρτυρας είναι εκείνος ο οποίος έχει τη δυνατότητα και τη γνώση να επιμαρτυρήσει γεγονότα. Η σημασία των λέξεων «competent» και «witness», στο Αγγλικό πρωτότυπο της νομοθεσίας, που αντιστοιχούν με το «ικανός» και «μάρτυρας», στα Ελληνικά, ενισχύουν την άποψη ότι η αδυναμία συζύγου να λειτουργήσει ως μάρτυρας είναι γενική.

Στο Concise Oxford Dictionary (9th ed. - Major New ed.) σελ. 271, η σημασία που αποδίδεται στον όρο «competent» στο νομικό πλαίσιο, είναι:

«Law (of a judge, court, or witness) legally qualified or qualifying)»

Ως προς το Δικαστήριο και το Δικαστή, ο όρος «competent», υποδηλώνει την αρμοδιότητά του να επιληφθεί θέματος. την ίδια έννοια ενέχει ο όρος σε σχέση με μάρτυρα. προσδιορίζει τη δυνατότητά του να λειτουργήσει ως μάρτυρας. Εξίσου καθοριστική για τη σημασία του όρου «competence» σε σχέση με μάρτυρα, είναι ο ορισμός που παρέχει το Oxford Dictionary of Law (Third Edition) σελ. 80:

«competence n. (of witnesses) The legal capacity of a person to be a witness.»

Ανάλογη είναι η σημασία του όρου «ικανός» στα Ελληνικά:

«ο έχων την δύναμιν (την ικανότητα) να πράξη τι.» (Λεξικόν της Νέας Ελληνικής Γλώσσης - Ιωάν. Σταματάκου, - σελ. 1465.)

Και η σημασία των λέξεων «witness» και «μάρτυρας» δεν περιορίζει την κατηγορία των ατόμων που περιλαμβάνει, σε πρόσωπα που καταθέτουν στο Δικαστήριο. (Βλ. Concise Oxford Dictionary (9th ed. - Major New ed.) σελ. 1610, Oxford Dictionary of Law (Third Edition) σελ. 429, και Λεξικόν της Νέας Ελληνικής Γλώσσης - Ιωάν. Σταματάκου, - σελ. 1878.)

Αναδρομή στο ιστορικό υπόβαθρο του κανόνα είναι διαφωτιστική για την εμβέλεια του απαγορευτικού κανόνα που ενσωματώνει το άρθρο 14(1) του Κεφ. 9. Ο κανόνας αναφύηκε στο κοινό δίκαιο και έχει ως λόγο την ταύτιση του συζυγικού ζεύγους σε μια ενότητα ύπαρξης και συμφερόντων. (Βλ. μεταξύ άλλων Phipson on Evidence, Twelfth Ed. para 1496.) Εξ ου και η νομική αδυναμία του ενός να λειτουργήσει ως μάρτυρας εναντίον του άλλου μέσα ή έξω από το Δικαστήριο. Ούτε ως μάρτυρας υπερασπίσεως ήταν παραδεκτός ο/ή σύζυγος στη δίκη του ετέρου μέρους. Υπήρχε το αδιαχώριστο μεταξύ των συζύγων που αποτέλεσε και τη βάση του κανόνα για τον αποκλεισμό οποιουδήποτε από αυτούς ως μάρτυρα εναντίον ή υπέρ του άλλου.

Είναι με το Criminal Evidence Act 1898 που έγινε δεκτός εκάτερος των συζύγων ως μάρτυρας υπεράσπισης, ως εξαίρεση του απαγορευτικού κανόνα. Όπως κάθε εξαίρεση του κανόνα το πεδίο εφαρμογής της περιορίζεται στα πλαίσια που διαγράφει ο νόμος. Το άρθρο 14 ενσωματώνει στο νόμο της Κύπρου τον κανόνα και την εξαίρεση που εισήγαγε ο νόμος του 1898.

Και άλλες κατηγορίες μαρτύρων, εκτός από τους συζύγους, δεν θεωρούνται ικανοί να προσφέρουν μαρτυρία λόγω της ιδιότητάς τους, όπως παιδιά νηπιακής ή πολύ νεαρής ηλικίας και νοητικά ασθενή άτομα. (Βλ. Phipson (ανωτέρω), παρα. 1499, 1500.) Η ίδια αδυναμία πλήττει και εκείνες τις κατηγορίες ατόμων να παράσχουν μαρτυρία εντός ή εκτός του Δικαστηρίου. Χαρακτηριστική είναι η υπόθεση R. v. Pike 3 C. & P. 598 η οποία υιοθετείται από τον Phipson on Evidence, Twelfth Ed. para 1496, ως ενδεικτική της αδυναμίας νεαρού παιδιού (παιδί 4 ετών), να παράσχει παραδεκτή μαρτυρία εκτός του Δικαστηρίου. Το περιεχόμενο επιθανάτιας δήλωσης του παιδιού δεν έγινε δεκτό ως μαρτυρία.

Aν ο κανόνας αποκλεισμού της μαρτυρίας του/της συζύγου για την κατηγορούσα αρχή περιορίζεται στην επί δικαστηρίω κατάθεση, όπως υποστηρίζει ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, θα ήταν παραδεκτή και η προσαγωγή παραπόνου της συζύγου (για αδικήματα άλλα από εκείνα που προβλέπει το άρθρο 14(2)), βάσει του άρθρου 10 του Κεφ. 9. Και θα μπορούσε έτσι να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος σύζυγος αποκλειστικά βάσει της εκτός του Δικαστηρίου μαρτυρίας της συζύγου και αντιστρόφως. Η πιθανολόγηση αυτού του ενδεχόμενου φέρνει στο προσκήνιο όλες τις αδυναμίες του επιχειρήματος ότι η «ικανότης» του/της συζύγου σχετίζεται μόνο με τη δυνατότητα να καταθέσει ως μάρτυρας στο Δικαστήριο. Η διάκριση θα έπληττε το θεμέλιο του κανόνα που έγκειται στην αδυναμία του/της συζύγου να προσφέρει μαρτυρία εναντίον του άλλου μέρους εντός ή εκτός του Δικαστηρίου. Η ουσία του κανόνα είναι ότι ο ένας σύζυγος δεν μπορεί να είναι πηγή μαρτυρίας για την κατηγορία εναντίον του άλλου. Η αναγνώριση δυνατότητας αναπαραγωγής μαρτυρίας συζύγου που η/ο ίδιος δεν θα ήταν σε θέση να καταθέσει στο Δικαστήριο, θα έπληττε τον πυρήνα του κανόνα αποκλεισμού που θέτει το άρθρο 14(1). Θα καθιστούσε τον/τη σύζυγο ικανό μάρτυρα της κατηγορίας εφόσον παρέχεται έμμεσος τρόπος προσαγωγής της μαρτυρίας του ενώπιον του Δικαστηρίου.

Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγω είναι ότι πρέπει να δοθεί θετική απάντηση και στα δύο ερωτήματα.

Ανακεφαλαιώνω σε σύνοψη τους λόγους της απόφασής μου.

1. Η «ποινική διαδικασία» στο πλαίσιο της οποίας ο σύζυγος ή η σύζυγος είναι ικανή να ενεργήσει ή να λειτουργήσει ως μάρτυρας εναντίον του συζύγου της δεν περιορίζεται στη δυνατότητα κατάθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά περιλαμβάνει και το ανακριτικό στάδιο. Το άρθρο 20 του Κεφ. 9, ρητά αναφέρεται στην «ποινική διαδικασία» ως περιλαμβάνουσα το προδικαστικό σχετικό με την κατηγορία, στάδιο. ενόψει των προνοιών του άρθρου 20 του Κεφ. 9 αντίλογος ως προς τη σημασία του όρου «ποινική διαδικασία» είναι δύσκολο να προταθεί. Όχι μόνο η προσαγωγή του αίματος, αλλά και η συγκατάθεση της συζύγου, όπως ορθά διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο, δεν μπορούσε να προσαχθεί ως μαρτυρία για την κατηγορούσα αρχή, ενόψει του άρθρου 14. Άλλωστε η κατάθεσή της και το αίμα, δόθηκαν όχι ως μαρτυρία κατά του συζύγου της, αλλά ως μαρτυρία σε σχέση με τη διερεύνηση διάπραξης του ιδίου εγκλήματος από την ίδια.

2. Η ανικανότητα του συζύγου ή της συζύγου να καταθέσει εναντίον του ετέρου μέρους του γάμου, καθιστά απαράδεκτη μαρτυρία η οποία πηγάζει ή εκπορεύεται από σύζυγο. Ο κανόνας αποκλεισμού έχει ως λόγο την ανικανότητα της/του μάρτυρα να παράσχει μαρτυρία εναντίον του κατηγορουμένου συζύγου εντός και εκτός του Δικαστηρίου.

 

 

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Υπόμνημα αρ. 338.

Σύνθεση Δικαστηρίου: ΠΙΚΗΣ, Π., NΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΔΔ.

Δημοκρατίας,

- ν -

Μιχαλάκη Ευσταθίου Πανή, από το Κοιλάνι.

Κατηγορούμενου.

- - -

Ημερομηνία: 25 Ιουνίου 1999.

Για τη Δημοκρατία: Π. Κληρίδης, Εισαγγελέας της Δημ. εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

Για τον κατηγορούμενο: Ε. Ευσταθίου με Α. Ευσταθίου (κα).

- - -

 

ΠΙΚΗΣ, Π.: Κρίνουμε, κατά πλειοψηφία ότι πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση και στα δύο ερωτήματα που τίθενται με το υπόμνημα.

Το αιτιολογικό της απόφασης της πλειοψηφίας των Δικαστών, Αρτέμη, Νικολάου, Ηλιάδη και ΧατζηΧαμπή, περιέχεται στην απόφαση του Νικολάου, Δ.

Σε αντίθετο αποτέλεσμα καταλήγουν οι άλλοι τρεις Δικαστές (Πικής, Π., Νικήτας, Δ., Καλλής, Δ.). Οι λόγοι για την απόφασή τους εκτίθενται στις ξεχωριστές αποφάσεις, Πική, Π., και Καλλή, Δ. Ο Νικήτας, Δ., είναι σύμφωνος και με τις δύο αποφάσεις.

Ακολουθούν οι αποφάσεις, Νικολάου, Δ., Πική, Π., και Καλλή, Δ.

 

 

 

Γ. Μ. Πικής,

Π.

 

/ΑυΦ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο