ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 2 ΑΑΔ 384
13 Νοεμβρίου, 1998
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΜΗΛΙΔΩΝΗ,
Εφεσείουσα,
v.
ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Εφεσιβλήτου.
(Πoινική Έφεση Aρ. 6232)
Οδοί και Οικοδομές — Κατοχή και χρήση οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης από την αρμόδια αρχή, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 10 και 20 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96 και Ν. 24/78 — Διάταγμα κατεδάφισης — Διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου — Εφαρμοστέες αρχές — Επανακατασκευή νέας στέγης υποστέγου και κουζίνας με υλικό άλλο από το αρχικό — Ήταν αναγκαία η εξασφάλιση πιστοποιητικού έγκρισης από την αρμόδια αρχή.
Επαρχιακό Δικαστήριο — Κατά τόπο αρμοδιότητα — Ο περί Δικαστηρίων (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμος του 1974 (Ν. 43/74), Άρθρο 3 — Εφαρμοστέες αρχές.
Λέξεις και Φράσεις — "Αντικατάσταση" στο Άρθρο 2 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96 — Ερμηνεύεται με τη στενή έννοια, ενόψει του βασικού σκοπού του Νόμου Κεφ. 96, για εξασφάλιση ασφαλούς, από κατασκευαστικής άποψης, χρήσης των οικοδομών.
Η εφεσείουσα είναι ιδιοκτήτρια εγγεγραμμένης οικίας επί τεμαχίου στο χωριό Αγία Μαρίνα Ξυλιάτου, αποτελούμενης από δύο δωμάτια και αποχωρητήριο. Γύρω στο 1990, προέβη στην κατασκευή νέας συνεχόμενης στέγης από σκυρόδεμα του υφιστάμενου υποστέγου και της κουζίνας που βρίσκονται εντός του πιο πάνω τεμαχίου, σε αντικατάσταση της παλαιάς στέγης που ήταν κατασκευασμένη από δοκάρια και λαμαρίνες. Για τη στήριξη της καινούργιας στέγης κατασκευάστηκε οριζόντια δοκός από σκυρόδεμα και πέντε άλλες κολώνες που κατασκευάστηκαν από το ίδιο υλικό. Αφότου κατασκευάστηκε η στέγη του υποστέγου και της κουζίνας, μέρος της οποίας εφάπτεται της υφιστάμενης οικίας, τα εν λόγω υποστατικά βρίσκονται υπό την κατοχή και χρήση της εφεσείουσας.
Η υπεράσπιση ήγειρε θέμα έλλειψης κατά τόπου αρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για την εκδίκαση της υπόθεσης, η οποία απερρίφθη, αφού η εφεσείουσα, με κοινή δήλωση παραδεκτών γεγονότων, παραδέχθηκε ότι είναι ιδιοκτήτρια του τεμαχίου εντός του οποίου είναι κτισμένη η υπό συζήτηση οικοδομή και ότι τούτο βρίσκεται στο χωριό Αγία Μαρίνα Ξυλιάτου της Επαρχίας Λευκωσίας.
Υποστηρίχθηκε από την υπεράσπιση, πρωτόδικα και κατ' έφεση, πως οι εργασίες κατασκευής της στέγης αφορούσαν επισκευές υφιστάμενων παλαιών οικοδομών για τις οποίες, σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Νόμου δε χρειάζεται άδεια οικοδομής.
Η υπεράσπιση πρόβαλε επίσης τη θέση ότι η κατασκευή της καινούργιας στέγης εμπίπτει στις εξαιρέσεις του Άρθρου 2 του νόμου και συνεπώς δεν απαιτείται η εξασφάλιση πιστοποιητικού έγκρισης.
Η πιο πάνω θέση της υπεράσπισης απερρίφθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε ότι η λέξη "αντικατάσταση" η οποία πρέπει να ερμηνευθεί στη στενή της έννοια, ενόψει του βασικού σκοπού του Νόμου Κεφ. 96, σημαίνει αντικατάσταση με το ίδιο υλικό.
Με την έφεση προσβάλλεται τόσο η καταδίκη όσο και η ποινή της κατεδάφισης του υποστατικού, που η εφεσείουσα κρίθηκε ότι κατέχει και χρησιμοποιεί παράνομα.
Η καταδίκη προσβάλλεται για δύο λόγους:
(α) Δεν αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων που αφορούν τις κατηγορίες.
(β) Τα ευρήματα του Δικαστηρίου δε στηρίχθηκαν επί ορθής και/ή αποδεκτής μαρτυρίας.
Η ποινή της κατεδάφισης προσβάλλεται για το λόγο ότι το διάταγμα είναι γενικό, αόριστο και καταστροφικό για τα παλαιά κτίσματα των οποίων αδιάκριτα διατάχθηκε η κατεδάφιση.
Ηγέρθη επίσης ξανά και θέμα κατά τόπο αρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την εισήγηση ως προς την έλλειψη της κατά τόπο αρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας είναι ορθή, και η έγερση του θέματος αυτού ξανά κατ' έφεση είναι άσκοπη.
2. Η έκδοση διαταγμάτων κατεδάφισης με βάση το Άρθρο 20(3) του Κεφ. 96, είναι θέμα το οποίο ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο ενασκώντας την εξουσία του, μεταξύ άλλων, λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη το συγκεκριμένο σκοπό του νόμου, ο οποίος σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να καθίσταται μάταιος.
3. Η ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο άρθρο 2 του νόμου είναι ορθή. Η λέξη "αντικατάσταση" ερμηνεύεται με τη στενή της έννοια ενόψει του βασικού σκοπού του νόμου, που είναι η εξασφάλιση της ασφαλούς, από απόψεως κατασκευής, χρήσης των οικοδομών από τον άνθρωπο. Η αντικατάσταση, στην προκείμενη περίπτωση, των μαδεριών και των λαμαρίνων με στέγη από οπλισμένο σκυρόδεμα, απαιτούσε τη λήψη προηγουμένως της συγκατάθεσης και έμμεσα της διαβεβαίωσης της αρμόδιας αρχής, ότι με την αντικατάσταση αυτή η οικοδομή θα είναι ασφαλής για κατοχή ή και χρήση.
4. Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά εξέδωσε το διάταγμα κατεδάφισης του υποστέγου και της κουζίνας που η εφεσείουσα είχε στην κατοχή της και χρησιμοποιούσε χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης της αρμόδιας αρχής.
Η έφεση απορρίπτεται.
Aναφερόμενες Υποθέσεις:
Improvement Board of Kaimakli v. Sevastides (1967) 2 C.L.R. 117,
Municipality of Nicosia v. Antoniou & Others (1978) 2 C.L.R. 451.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.
Έφεση εναντίον της καταδίκης και της ποινής από Παρασκευού Σπύρου Mηλιδώνη, η οποία βρέθηκε ένοχη στις 26 Σεπτεμβρίου, 1996, από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (Ποινική Yπόθεση Αρ. 54813/95) στις κατηγορίες α) κατοχής οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης από την αρμόδια αρχή και β) χρήσης οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης από την αρμόδια αρχή, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 10 και 20 του περί Pύθμισεως Oδών και Oικοδομών Nόμου, Kεφ. 96 και N. 24/78 και καταδικάστηκε από Γιασεμή, E.Δ., σε πρόστιμο £60 και διατάχθηκε να κατεδαφίσει τα παράνομα υποστατικά εντός 2 μηνών, εκτός αν εξασφάλιζε την έκδοση πιστοποιητικού έγκρισης από την αρμόδια αρχή.
Λ. Γεωργιάδου, για την Εφεσείουσα.
Α. Μαππουρίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα, κατόπιν ακροάσεως, κρίθηκε ένοχη στις πιο κάτω κατηγορίες:
"(α) Κατοχή οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης από την αρμόδια αρχή, κατά παράβαση των άρθρων 2, 10 και 20 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ. 96 και Νόμου 24/78.
(β) Χρήση Οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης από την αρμόδια αρχή, κατά παράβαση των άρθρων 2, 10 και 20 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ. 96 και Ν. 24/78."
Με την έφεση προσβάλλεται τόσο η καταδίκη όσο και η ποινή της κατεδάφισης του υποστατικού, που η εφεσείουσα κρίθηκε ότι κατέχει και χρησιμοποιεί παράνομα.
Η καταδίκη προσβάλλεται βασικά για δύο λόγους:
(α) Δεν έχουν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων που αντίστοιχα αφορούν οι δυο κατηγορίες.
(β) Ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου στηρίχθηκαν "σε μη ορθή μαρτυρία και/ή ελλειπή και/ή εν πάση περιπτώσει επί μαρτυρίας μη αποδεκτής.
Η ποινή της κατεδάφισης προσβάλλεται για το λόγο ότι το διάταγμα είναι γενικό, αόριστο και καταστροφικό για τα παλαιά κτίσματα των οποίων αδιάκριτα διατάχθηκε η κατεδάφιση.
Κατά τη διαδικασία πρωτόδικα, ηγέρθη θέμα έλλειψης κατά τόπο αρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για την εκδίκαση της υπόθεσης. Ορθά επισημαίνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση πως, με την κοινή δήλωση παραδεκτών γεγονότων που έγινε πριν από την έναρξη της ακρόασης, η εφεσείουσα παραδέχθηκε ότι είναι η ιδιοκτήτρια του τεμαχίου εντός του οποίου είναι κτισμένη η υπό συζήτηση οικοδομή και ότι τούτο βρίσκεται στο χωριό Αγία Μαρίνα Ξυλιάτου, της Επαρχίας Λευκωσίας, δηλαδή εντός της κατά τόπο αρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Το θέμα εντελώς άσκοπα ηγέρθη ξανά ενώπιόν μας. Τα πράγματα είναι όπως έχουν διαπιστωθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Προσθέτουμε, πως με το άρθρο 3 του Νόμου 43/74 "...... έκαστον Επαρχιακόν Δικαστήριον κέκτηται δικαιοδοσίαν να εκδικάζη, συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 24, οιονδήποτε αδίκημα διαπραχθέν εν οιαδήποτε επαρχία της Κύπρου."
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε ως αξιόπιστη, τόσο τη μαρτυρία του Κοινοτάρχη της Αγίας Μαρίνας Ξυλιάτου και του Βοηθού Επαρχιακού Επόπτη, όσο και τη μαρτυρία της εφεσείουσας και του πολιτικού μηχανικού που κλήθηκε από την εφεσείουσα και κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης. Διαπιστώθηκε από το δικαστήριο σύμπτωση μαρτυρίας επί των γεγονότων τα οποία στοιχειοθετούν τις κατηγορίες.
Τα γεγονότα αυτά, όπως συνοψίζονται στην πρωτόδικη απόφαση, είναι ότι επί των τεμαχίων 68/1 του Φ/Σχ. 29/51 της εφεσείουσας, στο χωριό Αγία Μαρίνα Ξυλιάτου, υπάρχει εγκεκριμένη οικία αποτελούμενη από δυο δωμάτια και αποχωρητήριο. Η εφεσείουσα, σε κάποιο χρόνο γύρω στο 1990, προέβη στην κατασκευή νέας συνεχόμενης στέγης από σκυρόδεμα του υφιστάμενου υποστέγου και της κουζίνας που βρίσκονται εντός του προαναφερόμενου τεμαχίου, σε αντικατάσταση της παλαιάς στέγης που ήταν κατασκευασμένη από δοκάρια και λαμαρίνες. Για τη στήριξη της καινούργιας στέγης, κατασκευάστηκε οριζόντια δοκός από σκυρόδεμα και πέντε άλλες κολώνες που κατασκευάστηκαν από το ίδιο υλικό. Αφότου κατασκευάστηκε η στέγη του υποστέγου και της κουζίνας, μέρος της οποίας εφάπτεται της υφιστάμενης οικίας, τα εν λόγω υποστατικά βρίσκονται υπό την κατοχή και χρήση της εφεσείουσας.
Υποστηρίχθηκε από την υπεράσπιση, πρωτόδικα και κατ' έφεση, πως οι εργασίες κατασκευής της στέγης αφορούσαν επισκευές υφιστάμενων παλαιών οικοδομών για τις οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου, Κεφ. 96, δε χρειάζεται άδεια οικοδομής.
Ακροθιγώς αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση πως η αίτηση, που υπέβαλε η εφεσείουσα για εξασφάλιση άδειας οικοδομής, απορρίφθηκε από την αρμόδια αρχή και ορθά διαπιστώνεται, πως η εισαγόμενη, με βάση το άρθρο 2, εξαίρεση στην υπό του νόμου επιβαλλόμενη υποχρέωση εξασφάλισης άδειας για "μετατροπή", "προσθήκη" ή "επισκευή", αναφέρεται μεταξύ άλλων στην "αντικατάσταση των κεραμιδιών, πηλού ή άλλης ύλης με σκοπό να καταστήσουν υδατοστεγή οποιαδήποτε στέγη".
Τα πιο πάνω θα είχαν παρούσα σημασία, αν η κατηγορία που αντιμετώπιζε η εφεσείουσα αφορούσε πράξη ή παράλειψη, για την οποία απαιτείται από το άρθρο 3 του Νόμου η εξασφάλιση άδειας από την αρμόδια αρχή. Όμως, στην προκείμενη περίπτωση και οι δυο κατηγορίες βασίζονται στο άρθρο 10 του νόμου, το οποίο προβλέπει:
"10.-(1) Κανένα πρόσωπο δεν κατέχει ή χρησιμοποιεί, ή ενεργεί όπως οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο κατέχει ή χρησιμοποιεί, ή επιτρέπει ή ανέχεται οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να κατέχει ή να χρησιμοποιεί οποιαδήποτε οικοδομή, εκτός αν και μέχρις ότου εκδοθεί πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή σε σχέση με αυτή, ανεξάρτητα αν χορηγήθηκε άδεια για τέτοια οικοδομή δυνάμει του άρθρου 3.
(2) Ο κάτοχος άδειας, όχι αργότερο από είκοσι και μιας ημερών από τη συμπλήρωση της εργασίας ή θέματος σε σχέση με την οποία η άδεια χορηγήθηκε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3, γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή την τέτοια συμπλήρωση και η αρχή αυτή, αν ικανοποιείται ότι η εργασία ή το θέμα συμπληρώθηκε κανονικά σύμφωνα με την άδεια, παρέχει στον κάτοχο πιστοποιητικό έγκρισης της εργασίας ή του άλλου θέματος σε σχέση με την οποία χορηγήθηκε η άδεια:
Νοείται ότι η αρμόδια αρχή δύναται, όταν με αυτό τον τρόπο κρίνει σκόπιμο και ικανοποιείται ότι τηρούνται όλες οι απαιτήσεις του Νόμου αυτού και των εκάστοτε Κανονισμών που είναι σε ισχύ, παρέχει στον κάτοχο της άδειας πιστοποιητικό έγκρισης για τμήμα μόνο της εργασίας ή του θέματος."
Στη θέση της υπεράσπισης ότι η κατασκευή της καινούργιας στέγης εμπίπτει στις εξαιρέσεις του άρθρου 2 του νόμου και συνεπώς δεν απαιτείται η εξασφάλιση πιστοποιητικού έγκρισης, υπάρχει η ορθή απάντηση, την οποία ο πρωτόδικος δικαστής, κατόπιν ερμηνείας της σχετικής διάταξης, διατυπώνει στην απόφαση ως εξής:
"Έχοντας κατά νου ένα βασικό σκοπό του Νόμου Κεφ. 96, που είναι η εξασφάλιση της ασφαλούς, από κατασκευαστικής άποψης, χρήσης των οικοδομών από τον άνθρωπο, δεν μπορεί παρά η λέξη "αντικατάσταση" να ερμηνευθεί με τη στενή έννοια. Ήτοι, αντικατάσταση με το ίδιο υλικό· για παράδειγμα, των κεράμων που έχουν σπάσει ή φθαρεί με άλλους νέους κέραμους, ώστε να καθίσταται η στέγη υδατοστεγής. Δεν μπορεί ασφαλώς να σημαίνει την αντικατάσταση των κεράμων ή στην προκείμενη περίπτωση, των μαδεριών και των λαμαρίνων με στέγη από οπλισμένο σκυρόδεμα, χωρίς τη λήψη προηγουμένως της συγκατάθεσης και έμμεσα της διαβεβαίωσης της αρμόδιας αρχής ότι με την αντικατάσταση αυτή η οικοδομή θα είναι ασφαλής για κατοχή ή και χρήση. Επομένως, με την πιο πάνω ερμηνεία καταρρίπτεται η σχετική εισήγηση της υπεράσπισης."
Η έκδοση διαταγμάτων κατεδάφισης με βάση το άρθρο 20(3) του νόμου (Κεφ. 96) είναι θέμα το οποίο ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο, ενασκώντας την εξουσία του, μεταξύ άλλων, λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη την ανάγκη αποτελεσματικής εφαρμογής και εμπέδωσης του νόμου.
Στις πλείστες των περιπτώσεων παρομοίας φύσεως, η αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου και η αποκατάσταση της νομιμότητας επιτυγχάνεται μέσω της έκδοσης διατάγματος κατεδάφισης. Το Δικαστήριο, ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, πάντοτε πρέπει να έχει κατά νου το συγκεκριμένο σκοπό του νόμου, ο οποίος σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να καθίσταται μάταιος. Βλ. Improvement Board of Kaimakli v. Pelopidas Sevastides (1967) 2 C.L.R. 117 και Municipality οf Nicosia v. Antoniou and Others (1978) 2 C.L.R. 451.
Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά εξέδωσε το διάταγμα κατεδάφισης του υποστέγου και της κουζίνας, που η εφεσείουσα είχε στην κατοχή της και χρησιμοποιούσε χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή. Ήταν αναπόφευκτο το διάταγμα κατεδάφισης να καλύψει τα δυο υποστατικά στην ολότητά τους και να μην περιοριστεί μόνο στην ενιαία στέγη εφόσον, καθώς έχει αποδειχθεί, για τη στήριξη της στέγης κατασκευάστηκαν μια οριζόντια δοκός από σκυρόδεμα και άλλες πέντε κολώνες από το ίδιο υλικό.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
H έφεση απορρίπτεται.