ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(1998) 2 ΑΑΔ 327

23 Οκτωβρίου, 1998

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6580)

 

Ποινή — Επίθεση που προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη — Κοινή επίθεση (2 κατηγορίες) — Απειλή βιαιοπραγίας — Εφεσείων ηλικίας 19 χρόνων με λευκό ποινικό μητρώο — Συμφιλίωση μεταξύ εφεσείοντα και παραπονουμένου — Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 3 μηνών στην α΄ κατηγορία, 1 μηνός στη β΄κατηγορία, 1 μηνός στη γ΄ κατηγορία και 2 μηνών στην δ΄ κατηγορία — Δεν κρίθηκαν υπερβολικές από το Εφετείο.

Ποινή — Συνιστά καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου — Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όταν η ποινή είναι εσφαλμένη (wrong in principle) ή έκδηλα υπερβολική (manifestly excessive).

Ποινή — Εξατομίκευση — Αποτρεπτική ποινή — Η εξατομίκευση δεν πρέπει να εξουδετερώνει την αποτρεπτικότητα της ποινής σε περιπτώσεις αδικημάτων χρήσης βίας εναντίον ατόμων σε δημόσιο χώρο ή να αποδυναμώνει τη μέριμνα για την προστασία του κοινωνικού συνόλου.

Ποινή — Μετριαστικοί παράγοντες — Συμφιλίωση θύτη και θύματος σε υπόθεση επίθεσης που προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη — Η σημασία που της αποδίδεται είναι πολύ μικρή.

Ποινή — Μετριαστικοί παράγοντες — Πρόκληση — Συνιστά σοβαρό παράγοντα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη — Ποίος ο ενδεδειγμένος τρόπος υποβολής του.

Οι κατηγορούμενοι 2 και 3, στην πρωτόδικη διαδικασία, ήταν φίλοι του εφεσείοντα και γνώριζαν ότι αυτός διατηρούσε σχέσεις με την α΄ παραπονούμενη.  Στις 6.1.97 οι κατηγορούμενοι 2 και 3 μπήκαν σε καφεστιατόριο στην Έγκωμη όπου καθόταν η α΄ παραπονούμενη με τον παραπονούμενο. Έφυγαν και επέστρεψαν λίγο αργότερα μαζί με τον εφεσείοντα και την β΄ παραπονούμενη. Ο εφεσείων, αφού άρπαξε την α΄ παραπονούμενη από τα μαλλιά, άρχισε να φωνάζει αναζητώντας το συνοδό της, το οποίον τελικά υπέδειξαν οι κατηγορούμενοι 2 και 3. Ο εφεσείων τότε επιτέθηκε εναντίον του συνοδού της παραπονουμένης και άρχισε να τον κτυπά, ενώ τον κρατούσε ο 2ος κατηγορούμενος. Ο παραπονούμενος έπεσε στο έδαφος όπου δεχόταν ταυτόχρονα τα κτυπήματα και των τριών. Ο ξυλοδαρμός σταμάτησε όταν επενέβησαν τρίτα πρόσωπα. Ο εφεσείων πλησίασε τότε την α΄ παραπονούμενη και την απείλησε να εγκαταλείψει το κέντρο, γιατί διαφορετικά θα την έστελλε στο Νοσοκομείο. Ο εφεσείων ακολούθως επιτέθηκε και κτύπησε την β΄ παραπονούμενη, ενώ η τελευταία προσπαθούσε να βοηθήσει την α΄ παραπονούμενη. Ο παραπονούμενος τραυματίστηκε σε διάφορα μέρη του σώματός του.

Ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή στις πιο κάτω κατηγορίες και του επιβλήθηκαν οι ποινές φυλάκισης που αναγράφονται δίπλα στην κάθε κατηγορία:

1.  Επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του Άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 -Φυλάκιση 3 μηνών.

2.  Κοινής επίθεσης, κατά παράβαση του Άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα - Φυλάκιση 1 μηνός.

3.  Κοινής επίθεσης, κατά παράβαση του Άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα - Φυλάκιση 1 μηνός.

4.  Απειλής βιαιοπραγίας, κατά παράβαση του Άρθρου 91(γ) του Ποινικού Κώδικα - Φυλάκιση 2 μηνών.

Οι ποινές θα συνέτρεχαν.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε τις επιβληθείσες ποινές ως έκδηλα υπερβολικές, ενόψει του νεαρού της ηλικίας του, του λευκού ποινικού του μητρώου, του ελαφρού της φύσης των τραυμάτων του παραπονουμένου και της συμφιλίωσής του με τον παραπονούμενο.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Η επιλογή του είδους και του ύψους της ποινής αποτελεί καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε απόφαση πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός αν η ποινή είναι εσφαλμένη (wrong in principle) ή έκδηλα υπερβολική (manifestly excessive).

2. Στην παρούσα περίπτωση, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ήταν αποτέλεσμα σφάλματος. Η επιβολή ποινής φυλάκισης ήταν η πρέπουσα, ενόψει της βίαιης συμπεριφοράς του εφεσείοντα, παρά την ύπαρξη των ελαφρυντικών που υπήρχαν. Και τούτο, γιατί η εξατομίκευση δεν μπορεί να εξουδετερώσει ή αποδυναμώσει τη μέριμνα για την προστασία του κοινωνικού συνόλου.

3. Η χρήση τέτοιας έκτασης βίας, σε δημόσιο χώρο, στην παρουσία τρίτων, εκτός από το σωματικό τραυματισμό, επέφερε και βάναυσο τραυματισμό της προσωπικότητας του θύματος. Η επίλυση προσωπικών διαφορών με τη χρήση βίας δεν μπορεί να γίνει ανεκτή. Επιεικής μεταχείριση του εφεσείοντα θα έστελλε λανθασμένα μηνύματα.

4. Η συμφιλίωση του δράστη με το θύμα, η οποία λήφθηκε υπόψη στην επιβολή του είδους της ποινής, μπορεί να δικαιολογήσει επέμβαση στο ύψος αλλά όχι στο είδος της ποινής.

5. Ο αόριστος ισχυρισμός του εφεσείοντα, ότι υπήρξε πρόκληση από πλευράς των παραπονουμένων και ότι ο λόγος που ο συνήγορός του δεν αναφέρθηκε σε λεπτομέρειες της πρόκλησης ήταν η συμφιλίωσή τους, δεν μπορεί να τεθεί προς εξέταση, αφού δεν αναφέρετο στα πρακτικά. Το θέμα της πρόκλησης, ως ελαφρυντικού παράγοντα, θα πρέπει να υποβάλλεται με συγκεκριμένη μορφή, έτσι που να δίνεται η ευχέρεια στην Κατηγορούσα Αρχή, είτε να αποδεχθεί τους ισχυρισμούς που προβάλλονται, είτε να ζητήσει να παρουσιάσει προφορική μαρτυρία για να τους αντικρούσει.

Η έφεση απορρίπτεται.

Aναφερόμενες Υποθέσεις:

Αντάρτης v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138,

Παυλίδης και Άλλος v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 220,

Γενικός Εισαγγελέας v. Παύλου (1997) 2 Α.Α.Δ. 170,

Κάττος v. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 195,

Dofty [1949] 1 All E.R. 932,

Kyrmizis v. Republic (1965) 2 C.L.R. 55,

Pantazis v. Police (1967) 2 C.L.R. 277.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση εναντίον της ποινής από Aιμίλιο Iωάννου, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 23 Σεπτεμβρίου, 1998, από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (Ποινική Yπόθεση Αρ. 34951/97) στις κατηγορίες: 1) Eπίθεσης που προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη 2) και 3) κοινής επίθεσης 4) απειλής βιαιοπραγίας, κατά παράβαση των Άρθρων 243, 242 και 91(γ) του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154 και καταδικάστηκε από X"Γιάννη, Ε.Δ., σε ποινή φυλάκισης 3 μηνών στην α΄ κατηγορία, ποινή φυλάκισης 1 μηνός στην β΄ κατηγορία, ποινή φυλάκισης 1 μηνός στην γ΄ κατηγορία και σε ποινή φυλάκισης 2 μηνών στην δ΄ κατηγορία.

Ε. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

Ο Εφεσείων είναι παρών.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:  Γύρω στις 6.30 μ.μ. της 6/1/97, ενώ η α΄ παραπονούμενη καθόταν μαζί με τον παραπονούμενο στο καφεστιατόριο "Browns" στην Έγκωμη, μπήκαν μέσα στο καφεστιατόριο δύο πρόσωπα (που στην πρωτόδικη διαδικασία ήταν οι κατηγορούμενοι 2 και 3). Οι πιο πάνω γνώριζαν την α΄ παραπονούμενη, αφού η τελευταία διατηρούσε σχέσεις με τον εφεσείοντα, που ήταν φίλος τους. Αφού οι κατηγορούμενοι 2 και 3 είχαν μια σύντομη συνομιλία με τον παραπονούμενο και την α΄ παραπονούμενη, έφυγαν και επέστρεψαν λίγο αργότερα μαζί με τον εφεσείοντα και τη β΄ παραπονούμενη. Ο εφεσείων κατευθύνθηκε προς την α΄ παραπονούμενη και αφού την άρπαξε από τα μαλλιά, άρχισε να φωνάζει αναζητώντας το συνοδό της, τον οποίο τελικά υπέδειξαν οι κατηγορούμενοι 2 και 3.  Ο εφεσείων τότε επιτέθηκε εναντίον του συνοδού της παραπονουμένης και άρχισε να τον κτυπά, ενώ τον κρατούσε αγκαλιασμένο ο 2ος κατηγορούμενος. Ο παραπονούμενος έπεσε στο έδαφος όπου δεχόταν ταυτόχρονα τα κτυπήματα και των τριών. Ο ξυλοδαρμός του παραπονουμένου σταμάτησε, ως αποτέλεσμα της επέμβασης τρίτων προσώπων, που κατόρθωσαν να συγκρατήσουν τον εφεσείοντα και τους κατηγορουμένους 2 και 3. Ο εφεσείων πλησίασε τότε την α΄ παραπονούμενη και την απείλησε να εγκαταλείψει το κέντρο, γιατί διαφορετικά θα την έστελλε στο Νοσοκομείο. Ο εφεσείων ακολούθως επιτέθηκε και κτύπησε τη β΄ παραπονούμενη, ενώ η τελευταία προσπαθούσε να βοηθήσει την α΄ παραπονούμενη. Ο παραπονούμενος διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί

(1) Εκδορά δεξιού αγκώνος,

(2) Εκδορά δεξιάς μετωπιαίας χώρας με υποδόριο οίδημα,

(3) Εκτεταμένο οίδημα δεξιάς παρειάς,

(4) Υποδόριο οίδημα αριστεράς οπισθοωτιαίας χώρας,

(5) Εκδορά αριστερού πτερυγίου του αυτιού  και

(6) Εκδορά αριστερού γόνατος.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή σε κατηγορίες

(1)   Επίθεσης που προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154,

(2)   Κοινής επίθεσης, κατά παράβαση του άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα,

(3)   Κοινής επίθεσης, κατά παράβαση του άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα, και

(4)   Απειλής βιαιοπραγίας, κατά παράβαση του άρθρου 91(γ) του Ποινικού Κώδικα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη τα διάφορα ελαφρυντικά στοιχεία που προβλήθηκαν εκ μέρους του εφεσείοντος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αρμόζουσα ποινή ήταν εκείνη της φυλάκισης, αφού η συμπεριφορά του εφεσείοντος χαρακτηριζόταν από μια βιαιότητα και αγριότητα που καμιά πολιτισμένη κοινωνία δεν μπορεί να ανεχθεί. Έτσι ο εφεσείων καταδικάστηκε σε

(1)   Ποινή φυλάκισης 3 μηνών στην α΄ κατηγορία,

(2)   Ποινή φυλάκισης 1 μηνός στη β΄ κατηγορία,

(3)   Ποινή φυλάκισης 1 μηνός στη γ΄ κατηγορία  και

(4)   Ποινή φυλάκισης 2 μηνών στη δ΄ κατηγορία.

Οι ποινές θα συνέτρεχαν. (Οι κατηγορούμενοι 2 και 3 παραδέχθηκαν ενοχή σε κατηγορίες που βασίστηκαν πάνω στα ίδια γεγονότα και τους επιβλήθηκαν σχετικές ποινές).

Με την έφεση που έχει καταχωρηθεί, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης είναι εξώφθαλμα και/ή προφανώς υψηλές, έχοντας υπόψη τα ειδικά περιστατικά της υπόθεσης. Προς τούτο, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος εισηγήθηκε στο Δικαστήριο, ότι έχοντας υπόψη το νεαρό της ηλικίας του εφεσείοντος, που είναι 19 χρόνων, την έλλειψη προηγούμενων καταδικών, το ελαφρό της φύσης των τραυμάτων που είχε υποστεί ο παραπονούμενος και το γεγονός ότι ο παραπονούμενος έχει συμφιλιωθεί με τον εφεσείοντα, η ποινή που είχε επιβληθεί ήταν έκδηλα υπερβολική. Αντίθετα, είναι η θέση της εφεσίβλητης ότι τα γεγονότα, όπως είχαν διαδραματιστεί, δικαιολογούσαν την άμεση ποινή φυλάκισης και ότι οι ποινές που είχαν επιβληθεί δεν είναι έκδηλα υπερβολικές, σε βαθμό που να δικαιολογούν την επέμβαση του Ποινικού Εφετείου.

Η επιλογή του είδους και του ύψους της ποινής αποτελεί καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Έχει νομολογιακά καθιερωθεί, ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε απόφαση πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκτός αν η ποινή είναι εσφαλμένη (wrong in principle) ή έκδηλα υπερβολική (manifestly excessive). (Ίδε Αντάρτης v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 6240 της 19/5/97).

Στην παρούσα περίπτωση, δεν έχουμε πεισθεί ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν αποτέλεσμα σφάλματος.  Δεν παραγνωρίζουμε τα ελαφρυντικά στοιχεία που μπορεί να ληφθούν υπόψη στην περίπτωση του εφεσείοντος, ιδιαίτερα το νεαρό της ηλικίας του, όπως επίσης και την έλλειψη προηγούμενων καταδικών. Όμως, η βίαιη συμπεριφορά του εφεσείοντος, που οδήγησε στο ξυλοδαρμό και τον τραυματισμό του θύματος μέσα στα πλαίσια του χώρου όπου εκδηλώθηκε, δεν μας αφήνει καμιά αμφιβολία ότι η επιλογή της ποινής της φυλάκισης ήταν η ορθή κάτω από τις περιστάσεις. Και τούτο, γιατί η εξατομίκευση δεν μπορεί να εξουδετερώσει ή αποδυναμώσει τη μέριμνα για την προστασία του κοινωνικού συνόλου.  (Ίδε Παυλίδης και Άλλοι v. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις 6166 και 6162 της 15/7/96).

Η χρήση τέτοιας έκτασης βίας και μάλιστα σε δημόσιο χώρο, στην παρουσία και άλλων προσώπων αποτελεί απαράδεκτη κοινωνική συμπεριφορά. Δεν επιφέρει μόνο σωματικό τραυματισμό αλλά και βάναυσο τραυματισμό της προσωπικότητας του θύματος.  Επιεικής μεταχείριση του εφεσείοντος θα έστελλε λανθασμένα μηνύματα. Η επίλυση προσωπικών διαφορών με τη χρήση βίας δεν μπορεί να γίνει ανεκτή.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι παραπονούμενοι έχουν συμφιλιωθεί με τον εφεσείοντα. Η εισήγηση αυτή δεν μπορεί να ευσταθήσει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ρητά στη σχετική απόφαση, ότι στην επιβολή του είδους της ποινής έλαβε υπόψη και το πιο πάνω στοιχείο.  Η συμφιλίωση του δράστη με το θύμα μπορεί να δικαιολογήσει επέμβαση στο ύψος αλλά όχι στο είδος της ποινής. (Ίδε Γενικός Εισαγγελέας v. Παύλου, Ποινικές Εφέσεις 6303 και 6304 της 13/6/97). Όμως θα πρέπει να αναφερθεί, ότι η σημασία που αποδίδεται στη συμφιλίωση είναι πολύ μικρή. (Ίδε Κάττος v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 6310 της 25/6/97).

Έχει επίσης υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στο στοιχείο της πρόκλησης.  Από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας φαίνεται ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν προέβηκε σε καμιά αναφορά στα γεγονότα που παρουσίασε, ότι ο εφεσείων και οι άλλοι δύο συγκατηγορούμενοί του είχαν προκληθεί από τους παραπονουμένους.  Ο συνήγορος της υπεράσπισης υπέβαλε κατά τη διάρκεια της αγόρευσής του, προς μετριασμό της ποινής, ότι ο εφεσείων και οι συγκατηγορούμενοί του, "πήγαν σ' αυτό το μαγαζί και τη βρήκαν με άλλον και όχι μόνο τη βρήκαν με άλλον, αλλά η παρέα των άλλων τους είπαν ονόματα, εκείνοι χειρονόμησαν και γενικά τους προκάλεσαν".

Η έννοια της πρόκλησης εξετάστηκε στην Aγγλική υπόθεση Dofty [1949] 1 All E.R. 932 όπου ο Δικαστής Devlin ανέφερε ότι:

"Η πρόκληση είναι μια πράξη ή μια σειρά πράξεων που κάμνει το θύμα προς τον κατηγορούμενο που μπορεί ή μπορούν να προκαλέσουν σε ένα λογικό άνθρωπο, και στην πραγματικότητα προκαλούν, μια ξαφνική προσωρινή απώλεια αυτοελέγχου που κάμνει τον κατηγορούμενο έρμαιο πάθους έτσι που να τον καθιστά στιγμιαία όχι αφέντη του μυαλού του (master of his mind)."

Στην Κύπρο, το στοιχείο της πρόκλησης εξετάστηκε στις αποφάσεις Kyrmizis v. The Republic (1965) 2 C.L.R. 55, Pantazis v. The Police (1967) 2 C.L.R. 277), όπου τονίστηκε ότι είναι ένας σοβαρός παράγων που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή της ποινής.

Στην παρούσα περίπτωση, είχε γίνει ένας αόριστος ισχυρισμός εκ μέρους του εφεσείοντος ότι υπήρξε πρόκληση εκ μέρους των παραπονουμένων. Δεν υπήρξε οποιαδήποτε συγκεκριμένη αναφορά σε πράξεις ή λόγια που θα μπορούσαν να αποτελέσουν το στοιχείο της πρόκλησης, σε βαθμό που θα επέβαλλε στο πρωτόδικο Δικαστήριο την υποχρέωση να ζητήσει διευκρινίσεις.  Εχει αναφερθεί, εκ μέρους του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντος, ότι η μη αναφορά σε λεπτομέρειες που μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν την πρόκληση εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, οφειλόταν στη συμφιλίωση που είχε επέλθει μεταξύ του εφεσείοντος και των παραπονουμένων. Η εισήγηση αυτή δεν μπορεί να επηρεάσει την πρωτόδικη απόφαση, αφού δεν μπορούμε να εξετάσουμε θέματα τα οποία δεν καθορίζονται από τα πρακτικά. Το θέμα της πρόκλησης, ως ελαφρυντικού παράγοντα, θα πρέπει να υποβάλλεται με συγκεκριμένη μορφή, έτσι που να δίνεται η ευχέρεια στην Κατηγορούσα Αρχή, είτε να αποδεχθεί τους ισχυρισμούς που προβάλλονται, είτε να ζητήσει να παρουσιάσει προφορική μαρτυρία για να τους αντικρούσει.

Αναφορικά με την έκταση της ποινής, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ποινή της φυλάκισης των 3 μηνών δεν είναι υπερβολική. Η κατηγορία της επίθεσης που προκαλεί πραγματική σωματική βλάβη τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι 3 χρόνια. Η επιβολή ποινής φυλάκισης 3 μηνών από το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση τα ελαφρυντικά που έχουν τεθεί ενώπιόν του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υπερβολική.

Η έφεση απορρίπτεται.

H έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο