ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(1998) 2 ΑΑΔ 288

8 Oκτωβρίου, 1998

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

    ΑΛΛΩΣ ΡΟΠΑΣ,

2. NIKOΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

3. ARA HARUTYUNIAN,

Eφεσείοντες,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Eφεσίβλητης.

(Ποινικές Eφέσεις Aρ. 6592, 6593 και 6594)

 

Διάταγμα προσωποκράτησης — Εφέσεις — Αρχές με βάση τις οποίες επεμβαίνει το Εφετείο αναφορικά με την έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης.

Διάταγμα προσωποκράτησης — Ποία η ακολουθητέα διαδικασία για έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης.

Διάταγμα προσωποκράτησης — Ανανέωση διατάγματος — Η Κατηγορούσα Αρχή πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι χρησιμοποίησε με επάρκεια το χρονικό διάστημα που παρήλθε για διερεύ νηση του εγκλήματος και ότι η παράταση του διατάγματος είναι εύλογα αναγκαία για τη διερεύνηση — Άρθρο 11.2(γ) του Συντάγματος και Άρθρο 24 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Λέξεις και Φράσεις — "It shall be made to appear" στο Άρθρο 24 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 — Η ορθή απόδοση της πιο πάνω αγγλικής φράσης στα ελληνικά είναι "ήθελε φανεί" και όχι "αποδεικνύεται".

Οι παρούσες εφέσεις στρέφονται κατά των διαταγμάτων προσωποκράτησης των εφεσειόντων για έξι ημέρες. Τα διατάγματα αυτά λήγουν αύριο και οι ύποπτοι θα κατηγορηθούν για το έγκλημα του φόνου εκ προμελέτης, για το οποίο θεωρούνταν μέχρι της στιγμής ως ύποπτοι.

Ο δικηγόρος των εφεσειόντων ζήτησε από το Δικαστήριο να προχωρήσει στην έκδοση της απόφασής του, παρά τη δήλωση του Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, γιατί, κατά τη γνώμη του, εγείρεται σ' αυτή ένα ουσιαστικό ζήτημα αναφορικά με τη διαδικασία που ακολούθησε ο δικαστής κατά την εξέταση της επίδικης αιτήσεως, το οποίο επάγει την ακυρότητά της.  Ειδικώτερα, ο συνήγορος υπέβαλε πως είναι απαράδεκτο από το νόμο, σε ακροαματική διαδικασία, μάρτυρας, στην προκείμενη περίπτωση ο Ανώτερος Υπαστυνόμος Α. Καρυόλαιμος, ο οποίος υπέβαλε την αίτηση προφυλάκισης, να θέτει ενώπιον του Δικαστηρίου εγγράφως τη μαρτυρία του, να σημειώνεται ως τεκμήριο, και μετά να την υιοθετεί διαβάζοντάς την.

Ο συνήγορος των υπόπτων εισηγήθηκε, πως, ανεξάρτητα από την πιο πάνω ουσιαστική παρανομία στη διαδικασία, δε δικαιολογείτο η έκδοση του διατάγματος προσωποκράτησης, γιατί το Δικαστήριο δεν είχε ενώπιόν του τα αναγκαία στοιχεία, όπως αυτά έχουν καθοριστεί από τη νομολογία μας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η θέση του συνηγόρου, αναφορικά με τον τρόπο ενόρκου καταθέσεως μάρτυρα ενώπιον Δικαστηρίου, είναι ορθή, όχι όμως και η εισήγησή του πως στην προκείμενη περίπτωση οδηγείται η διαδικασία σε ακυρότητα.

     Δυνάμει του Άρθρου 24 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, η διαδικασία αρχίζει με την αίτηση του αστυνομικού οργάνου, που έχει βαθμό Υπαστυνόμου και άνω, με την οποία υποβάλλεται και η έκθεση γεγονότων που υποστηρίζει το αίτημά του.  Είναι αυτή η έκθεση που ετοιμάστηκε από τον Υπαστυνόμο Καρυόλαιμο, η οποία θα μπορούσε να επισυναφθεί στο έντυπο της αίτησης προφυλάκισης και να δοθεί στο Δικαστήριο.

     Δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στο γεγονός ότι το Δικαστήριο παρέλαβε αυτή την έκθεση ως τεκμήριο. Ο Υπαστυνόμος, επειδή δεν είχε τίποτε άλλο να προσθέσει στα όσα αναφέρονταν στην έκθεσή του, την υιοθέτησε διαβάζοντάς την στο Δικαστήριο. Στο σημείο αυτό η διαδικασία δεν ήταν η πρέπουσα, αλλά οι ύποπτοι δε στερήθηκαν κανένα από τα δικαιώματά τους, που τους διασφαλίζει ο Νόμος και το Άρθρο 11.2 (γ) του Συντάγματος.

2.  Η εισήγηση, που προβλήθηκε εκ μέρους του εφεσείοντα, πως δε δικαιολογείτο η έκδοση του διατάγματος προσωποκράτησης γιατί το Δικαστήριο δεν είχε ενώπιόν του τα αναγκαία στοιχεία, δεν είναι ορθή. Η Αστυνομία ερευνούσε φόνο εκ προμελέτης, που διαπράχθηκε με όπλο το οποίο ακόμη δεν είχε ανευρεθεί. Χρησιμοποίησε με επάρκεια το χρονικό διάστημα των δύο προηγούμενων διαταγμάτων προσωποκράτησης και προχώρησε στις έρευνές της μέχρι του σημείου που οι ύποπτοι θα κατηγορηθούν αύριο.

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

Per Curiam:  Η διεξαγωγή της διαδικασίας χωρίς στενογράφο, επειδή ήταν Σάββατο, συνιστά απαράδεκτη ολιγωρία των οποιωνδήποτε υπευθύνων να επιλύσουν αυτό το ζήτημα. Οποιοδήποτε πρακτικό πρόβλημα υποχωρεί μπροστά στη λειτουργία των Δικαστηρίων. Η ύπαρξη δυσχερειών στη λειτουργία της δικαστικής εξουσίας, οδηγεί όχι μόνο στην πλημμελή λειτουργία της πολιτείας μας, αλλά και στην αδυναμία της να εκπληρώσει υποχρεώσεις που έχει βάσει του Συντάγματος και των διεθνών συμβάσεων που υπέγραψε.

Aναφερόμενες Υποθέσεις:

Stamataris and Another v. Police (1983) 2 C.L.R. 107,

Χούρη v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 56,

Συμιλλίδης v. Αστυνομίας (Aρ. 1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 160,

Συμιλλίδης v. Αστυνομίας (Αρ. 2) (1997) 2 Α.Α.Δ. 165,

Δημητριάδης v. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 312.

Εφέσεις εναντίον Διατάγματος Προσωποκράτησης.

Εφέσεις από τους Iερόθεο Xριστοδούλου άλλως Pόπα, Nίκο Nικολάου και Ara Harutyunian κατά του διατάγματος προσωποκράτησης το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (Μιχαηλίδου, Α.Ε.Δ.) στις 3.10.98.

Λ. Κληρίδης, Ηρ. Δημοσθένους και Ν. Κληρίδης, για τους Εφεσείοντες.

Π. Κληρίδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Χρ. Χρυσάνθη, Ασκούμενο Δικηγόρο, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Στις 3.10.98, Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού διέταξε την προφυλάκιση των εφεσειόντων για έξι ημέρες. Ήταν η τρίτη αίτηση της Αστυνομίας και η περίοδος της προφυλακίσεως λήγει αύριο. Επισημαίνουμε πως ο Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, που εμφανίστηκε στην παρούσα διαδικασία, πληροφόρησε το Δικαστήριο πως αύριο, στη λήξη δηλαδή του παρόντος διατάγματος προσωποκράτησης, οι ύποπτοι θα κατηγορηθούν για το έγκλημα του φόνου εκ προμελέτης, για το οποίο θεωρούνταν μέχρι της στιγμής ως ύποπτοι.

Ο δικηγόρος των εφεσειόντων, που παρουσίασε ενώπιόν μας τις εισηγήσεις του με πολλή σαφήνεια, ζήτησε από το Δικαστήριο να προχωρήσει στην έκδοση της απόφασής του, παρά τη δήλωση του Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, γιατί, κατά τη γνώμη του, εγείρεται σ' αυτή ένα ουσιαστικό ζήτημα αναφορικά με τη διαδικασία που ακολούθησε ο δικαστής κατά την εξέταση της επίδικης αιτήσεως, το οποίο επάγει την ακυρότητά της. Το ζήτημα αυτό έχει ως εξής:

Ο Ανώτερος Υπαστυνόμος Ανδρέας Καρυόλαιμος, που υπέβαλε στο Δικαστήριο την αίτηση προφυλάκισης στο έντυπο αρ.5, όπως καθορίζεται στους Κανονισμούς Ποινικής Δικονομίας, (σχετικό άρθρο 24 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155) είχε έτοιμη χειρόγραφη την έκθεσή του, την οποία και παρέδωσε στο Δικαστήριο κατά την έναρξη της διαδικασίας, η οποία και σημειώθηκε ως τεκμήριο 1. Υποστηρίζοντας όμως το αίτημά του ενόρκως ο Υπαστυνόμος Καρυόλαιμος, διάβασε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτολεξεί το περιεχόμενο της έκθεσής του. Στη συνέχεια αντεξετάστηκε επί μακρόν από το συνήγορο, που εμφανιζόταν για τους υπόπτους. Δεν προβλήθηκε ισχυρισμός ότι υπήρξε οποιαδήποτε διάσταση μεταξύ του τεκμηρίου 1 και της ενόρκου καταθέσεως του Καρυόλαιμου, κάτι εξάλλου που πρέπει να ήλεγξε το Δικαστήριο, εφόσον είχε ενώπιόν του την έκθεση αυτή όταν ο Καρυόλαιμος την υιοθέτησε, διαβάζοντάς την στη μαρτυρία του.

Ο συνήγορος των υπόπτων εισηγήθηκε πως η διαδικασία που ακολούθησε το Δικαστήριο είναι ανεπίτρεπτη και οδηγεί στην ακύρωσή της εφόσον, όπως ισχυρίζεται, στην πραγματικότητα το Δικαστήριο δεν είχε ενώπιόν του μαρτυρία που να υποστηρίζει το αίτημα προσωποκράτησης των υπόπτων. Ειδικώτερα, ο συνήγορος υπέβαλε πως είναι απαράδεκτο από το νόμο, σε ακροαματική διαδικασία, μάρτυρας να θέτει ενώπιον του Δικαστηρίου εγγράφως τη μαρτυρία του, να σημειώνεται ως τεκμήριο, και μετά να την υιοθετεί διαβάζοντάς την.

Έχουμε τη γνώμη πως η αρχή που θέτει ο συνήγορος, αναφορικά με τον τρόπο ενόρκου καταθέσεως μάρτυρα ενώπιον Δικαστηρίου, είναι ορθή. Δε συμφωνούμε όμως με την εισήγησή του πως στην προκείμενη περίπτωση οδηγείται η διαδικασία σε ακυρότητα για τους εξής λόγους:

Το άρθρο 24 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου έχει ως εξής:

«Where it shall be made to appear to a Judge that the investigation into the commission of an offence for which a person has been arrested has not been completed, it shall be lawful for the Judge, whether or not he has jurisdiction to deal with the offence for which the investigation is made, upon application made by a police officer, not below the rank of an inspector, to remand, from time to time, such arrested person in the custody of the police for such time not exceeding eight days at any one time as the Court shall think fit, the day following the remand being counted as the first day».

Στην ελληνική μετάφραση και ενοποίηση του πιο πάνω Νόμου, από την αρμόδια υπηρεσία διαβάζουμε:

«Όταν αποδεικνύεται σε δικαστή ότι δε συμπληρώθηκε η διεξαγωγή των ανακρίσεων για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος για το οποίο κάποιο πρόσωπο συλλήφθηκε, κατόπι αίτησης αστυνομικού που έχει βαθμό υπαστυνόμου ή ανώτερου, είναι νόμιμο για το δικαστή, είτε αυτός έχει ή όχι αρμοδιότητα να επιληφθεί του ποινικού αδικήματος για το οποίο διεξάγονται οι ανακρίσεις, να παραπέμπει, από καιρό σε καιρό, το συλληφθέντα σε αστυνομική κράτηση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις οκτώ ημέρες σε κάθε περίπτωση ως το Δικαστήριο ήθελε κρίνει σκόπιμο, υπολογίζοντας ως πρώτη ημέρα αυτής, την αμέσως επόμενη ημέρα της παραπομπής.»

Έχουμε τη γνώμη πως το αγγλικό κείμενο δε μεταφράζεται ορθά, και αναφερόμαστε ειδικά στη φράση «it shall be made to appear» που μεταφράζεται «αποδεικνύεται». Η ορθή απόδοση της πιο πάνω αγγλικής φράσης, είναι, νομίζουμε, «ήθελε φανεί».

Η διαδικασία συνεπώς αρχίζει με την αίτηση του αστυνομικού οργάνου, που έχει βαθμό Υπαστυνόμου και άνω, με την οποία υποβάλλεται και η έκθεση γεγονότων που υποστηρίζει το αίτημά του.  Είναι αυτή η έκθεση που ετοιμάστηκε από τον Υπαστυνόμο Καρυόλαιμο, η οποία θα μπορούσε να επισυναφθεί στο έντυπο της αίτησης προφυλάκισης, και να δοθεί βεβαίως στο Δικαστήριο.

Δε βρίσκουμε, επομένως, οτιδήποτε το μεμπτό στο γεγονός ότι το Δικαστήριο παρέλαβε αυτή την έκθεση ως τεκμήριο. Ο υπαστυνόμος, στη συνέχεια, προφανώς επειδή δεν είχε τίποτε να προσθέσει στα όσα αναφέρονταν στην έκθεσή του, την υιοθέτησε διαβάζοντάς την στο Δικαστήριο.  Δεχόμαστε πως σ' αυτό το σημείο η διαδικασία δεν ήταν η πρέπουσα, αλλά οι ύποπτοι δε στερήθηκαν κανένα από τα δικαιώματά τους που τους διασφαλίζει ο Νόμος και το άρθρο 11(2)(γ) του Συντάγματος.

Ο συνήγορος των υπόπτων εισηγήθηκε, πως, ανεξάρτητα από την πιο πάνω ουσιαστική παρανομία στη διαδικασία, δε δικαιολογείτο η έκδοση του διατάγματος προσωποκράτησης γιατί το Δικαστήριο δεν είχε ενώπιόν του τα αναγκαία στοιχεία, όπως αυτά έχουν καθοριστεί από τη νομολογία μας.

Stamataris v. Police (1983) 2 C.L.R. p.107·

Χούρη ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. σελ.56·

Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας, Ποιν. έφεση 6331, ημερ. 6.6.97·

Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας, Ποιν. έφεση 6336, ημερ.31.7.97·

Δημητριάδης ν. Αστυνομίας, Ποιν. έφεση 6361, ημερ.31.7.97.

Δε συμφωνούμε με τη θέση αυτή. Η Αστυνομία ερευνούσε φόνο εκ προμελέτης, που διαπράχθηκε με όπλο το οποίο ακόμη δεν έχει ανευρεθεί. Χρησιμοποίησε με επάρκεια το χρονικό διάστημα των δύο προηγούμενων διαταγμάτων προσωποκράτησης και προχώρησε στις έρευνές της μέχρι του σημείου που τώρα να πληροφορούμαστε πως αύριο οι ύποπτοι θα κατηγορηθούν. Τούτο σημαίνει πως και στο διάστημα που παρήλθε από την έκδοση του επίδικου διατάγματος προσωποκράτησης, οι έρευνες της Αστυνομίας ήσαν εντατικές και συμπληρώθηκαν με τα στοιχεία που ο Υπαστυνόμος Καρυόλαιμος ανέφερε στη μαρτυρία του για την έκδοση του υπό συζήτηση διατάγματος.

Ενόψει των ανωτέρω, οι εφέσεις επομένως απορρίπτονται.

Τελειώνοντας, δεν πρέπει να αφήσουμε ασχολίαστο το γεγονός πως η διαδικασία ενώπιον του δικαστή διεξήχθη χωρίς να έχει στενογράφο, επειδή ήταν Σάββατο, ημέρα αργίας. Θεωρούμε απαράδεκτη τη μέχρι τώρα ολιγωρία των οποιωνδήποτε υπευθύνων να επιλύσουν αυτό το ζήτημα. Μπροστά στη λειτουργία των Δικαστηρίων υποχωρεί οποιοδήποτε πρακτικό πρόβλημα. Αν η μια από τις συντεταγμένες εξουσίες της πολιτείας δυσχεραίνεται στη λειτουργία της, τούτο οδηγεί όχι μόνο στην πλημμελή λειτουργία της πολιτείας μας, αλλά και στην αδυναμία της να εκπληρώσει υποχρεώσεις που έχει βάσει του δικού μας Συντάγματος, και των διεθνών συμβάσεων που έχει υπογράψει.

Ο συνήγορος των υπόπτων, πολύ ορθά, αναγνώρισε τη δυσκολία του δικαστή που επελήφθη της υπόθεσης και επικροτούμε τις σχετικές παρατηρήσεις του.

Oι εφέσεις απορρίπτονται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο