ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 2 ΑΑΔ 259
21 Σεπτεμβρίου, 1998
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]
ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 6379 και 6381)
Ποινή — Βιασμός κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Εφεσείων νεαρής ηλικίας (20 περίπου χρόνων κατά τη διάπραξη του αδικήματος) βίασε μαζί με άλλο άτομο κατ' επανάληψη αλλοδαπή καλλιτέχνιδα — Ο ρόλος του ήταν περιορισμένος στη διάπραξη του αδικήματος — Λευκό ποινικό μητρώο — Ύπαρξη προβλημάτων υγείας — Πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη του αδικήματος — Επιβολή ποινής φυλάκισης πέντε χρόνων — Δεν κρίθηκε έκδηλα υπερβολική.
Απόδειξη — Ενισχυτική μαρτυρία — Πρώτο παράπονο — Είναι δεκτό, τηρουμένων των προϋποθέσεων που καθορίζονται, ως ενισχυτική μαρτυρία — Άρθρο 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9.
Απόδειξη — Σεξουαλικά αδικήματα — Αναστάτωση (distress) της παραπονούμενης — Συνεκτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας.
Απόδειξη — Αναγνώριση κατηγορουμένου — Αναγνωριστική παράταξη — Αστυνομική Διάταξη αρ. 8 — Θέτει τις προϋποθέσεις για την εγκυρότητά της — Η μη τήρηση όλων των προϋποθέσεων δεν κατέστησε άκυρη τη μαρτυρία που προέκυψε από την αναγνωριστική παράταξη, στην παρούσα υπόθεση, ενόψει και της επιπρόσθετης μαρτυρίας που ενέπλεκε τον εφεσείοντα.
Απόδειξη — Άλλοθι κατηγορουμένου — Η κατάρριψη ψευδούς άλλοθι δε συνιστά αφ' εαυτής ενισχυτική μαρτυρία.
Απόδειξη — Απόδειξη ενοχής — Εφεσείων υπέδειξε στην Αστυνομία το μέρος που θα έπρεπε να ερευνήσει για ανεύρεση των τεκμηρίων του εγκλήματος — Υποδηλώνει ενοχοποιητική γνώση εκ μέρους του, αναφορικά με το διαπραχθέν αδίκημα.
Απόδειξη — Αξιοπιστία μαρτύρων — Έφεση — Αρχές που διέπουν επέμβαση του Εφετείου.
Ποινή — Αποτρεπτική ποινή — Σεξουαλικά αδικήματα — Πρέπει να επιβάλλεται αποτρεπτική ποινή για καταστολή τους, ενόψει της ιδιαίτερης σοβαρότητάς τους ως εγκλημάτων τα οποία όχι μόνο στρέφονται κατά των ηθών αλλά κυρίως γιατί προσβάλλουν την προσωπικότητα του θύματος.
Κατά τις 5.00 π.μ. στις 2/4/94, η παραπονούμενη, εντελώς γυμνή και σε κατάσταση σοκ, κτύπησε την πόρτα του σπιτιού του Φ. Μιχαήλ στη Γερμασόγεια, ο οποίος ειδοποίησε την Αστυνομία. Η παραπονούμενη κλαίοντας είπε στους αστυνομικούς πως βιάστηκε από δύο αγνώστους. Το βράδυ της 8/4/94 η αστυνομία συνέλαβε τον Π. Πίτσιακκο και τέθηκε σε αναζήτηση του εφεσείοντα, ο οποίος τελικά την επομένη παρουσιάστηκε στην αστυνομία. Σε αναγνωριστική παράταξη που διεξήχθη την ίδια ημέρα η παραπονούμενη αναγνώρισε τον Πίτσιακκο (ο οποίος απεβίωσε στις 5/9/94) και τον εφεσείοντα ως τους βιαστές της. Ο εφεσείων κατηγορήθηκε για βιασμό, κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα.
Η εκδοχή της παραπονούμενης, η οποία καταγόταν από τις Φιλιππίνες και εργαζόταν ως καλλιτέχνιδα σε καμπαρέ, ήταν ότι στις 3.00 π.μ. της 2/4/94 της ζητήθηκε από ένα σερβιτόρο να ακολουθήσει το Χ. Χαραλάμπους Σβανά σε κοντινό καμπαρέ. Εκεί συνάντησε τον ιδιοκτήτη του καμπαρέ και τον Πίτσιακκο τον οποίο δέχθηκε να συνοδεύσει για φαγητό. Ο Πίτσιακκος την οδήγησε σ' ένα σταθμευμένο αυτοκίνητο στο οποίο στη θέση του οδηγού καθόταν ο εφεσείων. Το αυτοκίνητο προχώρησε έξω από τη Λεμεσό σε σημείο όπου δεν υπήρχαν σπίτια. Ο εφεσείων και ο Πίτσιακκος βγήκαν από το αυτοκίνητο, έβγαλαν τα ρούχα τους και αφαίρεσαν και τα ρούχα της παραπονούμενης η οποία έκλαιγε και τους παρακαλούσε να μην το κάμουν, αλλά ο Πίτσιακκος τη χαστούκισε και την απείλησε πως θα την γρονθοκοπούσε. Της έκαμαν έρωτα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, πρώτα ο Πίτσιακκος και μετά ο εφεσείων. Όταν τέλειωσαν, η παραπονούμενη κατάφερε να ξεφύγει και έτρεξε ακούοντάς τους να τη φωνάζουν, φθάνοντας τελικά στο σπίτι του Φ. Μιχαήλ. Τα ενδύματα καθώς και άλλα προσωπικά της αντικείμενα βρέθηκαν πεταγμένα σε διάφορα σημεία κατά μήκος του υπεραστικού δρόμου Λεμεσού - Λευκωσίας.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία της παραπονούμενης και οι δύο της έκαμαν έρωτα επανειλημμένα, χρησιμοποιώντας προφυλακτικά. Το χρονικό διάστημα από τη συνάντησή της μαζί τους μέχρι που κατάφερε να τους ξεφύγει ήταν περίπου 2½ ώρες.
Το Κακουργιοδικείο έκρινε τη μαρτυρία της παραπονούμενης αξιόπιστη, τονίζοντας ότι δεν θα δίσταζε να στηριχθεί σε αυτή ακόμα και αν δεν υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία. Θεώρησε, διακρίνοντας την κρινόμενη υπόθεση από την υπόθεση Παρμαξής v. Δημοκρατίας, τη δήλωση για βιασμό της από δύο άντρες στο σπίτι του Φ. Μιχαήλ ως πρώτο παράπονο, το οποίο, με βάση το Άρθρο 10 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9 και τη σχετική νομολογία, είναι δεκτό, τηρουμένων των προϋποθέσεων που καθορίζονται ως ενισχυτική μαρτυρία.
Το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε σε σχέση με την ιδιαίτερη προσοχή που χρειάζεται κατά την προσέγγιση του θέματος της αναγνώρισης. Προειδοποίησε τον εαυτό του για την πιθανότητα η παραπονούμενη, όσο πειστική και αν ήταν, να έκαμνε λάθος. Το Κακουργιοδικείο έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα και του επέβαλε ποινή πενταετούς φυλάκισης. Ο εφεσείων εφεσίβαλε την καταδίκη και την ποινή.
Ο συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι:
1. Το Κακουργιοδικείο έδωσε στην "αναστάτωση" (distress) της παραπονούμενης υπερβολική σημασία.
2. Δεν υπήρχε επιστημονική μαρτυρία που θα επιβεβαίωνε τη συνουσία ή την άσκηση βίας και το Κακουργιοδικείο δεν ασχολήθηκε με το θέμα.
3. Η μαρτυρία, ως προς την αναγνώριση του εφεσείοντα από την παραπονούμενη, δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή, όχι απαραίτητα γιατί αυτή ψευδόταν, αλλά λόγω του ότι το ενδεχόμενο καλόπιστου λάθους δεν μπορούσε να αποκλειστεί. Επίσης ότι η αναγνωριστική παράταξη ήταν άδικη και το αποτέλεσμά της ανασφαλές. Επιπλέον η παραπονούμενη περιέγραψε το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων ως μαύρο μικρό, ενώ το αυτοκίνητο, που κατά την κατηγορούσα αρχή χρησιμοποιήθηκε, δεν ήταν μαύρο.
4. Η παραπονούμενη δεν είχε τη δυνατότητα να δει το δράστη, λόγω του σκότους και του μικρού χρονικού διαστήματος που ήταν μαζί του.
Ο συνήγορος για την κατηγορούσα αρχή υποστήριξε ότι το γεγονός, ότι όλοι οι συμμετέχοντες στην αναγνωριστική παράταξη δεν ήταν κατά προσέγγιση της ίδιας ηλικίας, γενικής εξωτερικής εμφάνισης και κοινωνικής τάξης, όπως προβλέπει η Αστυνομική Διάταξη αρ.8, δεν καθιστά άκυρο το αποτέλεσμα και την αξία της. Εκτός αυτού, κατά τη διαδικασία ενώπιον του Κακουργιοδικείου, δεν αντεξετάστηκαν είτε ο αστυφύλακας που διενήργησε την αναγνωριστική παράταξη, είτε η παραπονούμενη σε σχέση με τέτοια θέματα. Πράγμα που τους αποστέρησε τη δυνατότητα να δώσουν τη δική τους εξήγηση σε σχέση με τη διαδικασία και την αναγνώριση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το παράπονο της παραπονούμενης στον Φ. Μιχαήλ, σε συνδυασμό με την κατάστασή της όταν πήγε στο σπίτι του, καθώς και τα άλλα σχετικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν το βράδυ εκείνο, έδειχναν τη συνέπεια της εκδοχής της παραπονούμενης. Το Κακουργιοδικείο δε στάθηκε στην αναστάτωση της παραπονούμενης απομονώνοντας την από τα υπόλοιπα. Η παραπονούμενη έκλαιγε και φαινόταν φοβισμένη αλλά ταυτόχρονα ήταν γυμνή, χαράματα και έσπασε το γυαλί της πόρτας με αποτέλεσμα να τραυματιστεί στην προσπάθειά της να εισέλθει στο σπίτι.
2. Δεν είναι ορθό ότι το Κακουργιοδικείο δεν ασχολήθηκε με το θέμα ως προς το κατά πόσο υπήρχε επιστημονική μαρτυρία που θα επιβεβαίωνε τη συνουσία ή την άσκηση βίας. Σημειώνει ρητά στην απόφασή του, τον ισχυρισμό της υπεράσπισης πως η ιατρική μαρτυρία δεν αναφερόταν σε συνουσία και δεν αποκάλυπτε άσκηση βίας.
3. Το Κακουργιοδικείο δεν είχε αμφιβολία αναφορικά με την καλή ποιότητα της αναγνωριστικής μαρτυρίας. Η αναγνώριση του εφεσείοντα, η οποία έγινε στο πλαίσιο γενικά δίκαιης αναγνωριστικής παράταξης, ήταν ασφαλής από μόνη της, αλλά, εν πάση περιπτώσει, ενισχυόταν από ισχυρή ανεξάρτητη μαρτυρία. Η μαρτυρία αυτή ήταν η μαρτυρία του αστυφύλακα Μ. Μιχαήλ, πως κατά τη διάρκεια των ερευνών, ενώ ήταν μαζί με τον εφεσείοντα σε ένα από τα αυτοκίνητα, ο τελευταίος του υπέδειξε που θα έπρεπε να ψάξουν για να βρουν τα διάφορα τεκμήρια της υπόθεσης. Με βάση την υπόδειξη του εφεσείοντα βρήκαν διάφορα μισοκαμένα ρούχα και παπούτσια. Η υπόδειξη αυτή υποδηλώνει γνώση ενοχοποιητική του εφεσείοντα.
4. Το άλλοθι που πρόβαλε ο εφεσείων (ότι βρισκόταν σπίτι του από το απόγευμα της 1/4/94 μέχρι το πρωί της 2/4/94), καλώντας ως μάρτυρα τη μητέρα του, δεν αποδείχθηκε αληθινό, ενόψει της μαρτυρίας δύο μαρτύρων κατηγορίας (της Φ. Πατίστα και του Π. Μαυρομουστάκη) ότι το συγκεκριμένο βράδυ που διαπράχθηκε το έγκλημα, είδαν τον εφεσείοντα μαζί με τον Πίτσιακκο να βρίσκονται στην Πλατεία Ηρώων. Δηλαδή όχι στο σπίτι του, αλλά παρέα με τον άνθρωπο, με τον οποίο όπως έλεγε, δεν έβγαινε έξω. Το ψέμα ήταν εσκεμμένο. Το κατασκεύασε ο εφεσείων εμπλέκοντας και τη μητέρα του, στοχεύοντας, όπως έκρινε το Κακουργιοδικείο, στην αλλοίωση της αλήθειας και στην αποφυγή καταδίκης.
Η θέση του δικηγόρου της κατηγορούσας αρχής ότι οι παράξενες συμπτώσεις στη μαρτυρία δύο μαρτύρων - του εφεσείοντα και της μητέρας του στην παρούσα υπόθεση - που εφόσον παραμένουν ανεξήγητες, μπορούν να είναι υποστηρικτική μαρτυρία, είναι ορθή.
5. Το Κακουργιοδικείο προσέγγισε τη μαρτυρία με πλήρη επίγνωση των αρχών ως προς το κάθε επί μέρους θέμα. Καθοδηγήθηκε ορθά (α) ως προς την αποδοχή, χωρίς ενδοιασμό, της μαρτυρίας της παραπονούμενης την οποία δέκτηκε ως αξιόπιστη και (β) σε σχέση με την ενισχυτική μαρτυρία ως προς το βιασμό. Με την ίδια προσοχή προσέγγισε το ζήτημα της αναγνώρισης. Αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία στο σύνολό της και έκρινε αξιόπιστους, εκτός από την παραπονούμενη, τον αστυφύλακα Μ. Μιχαήλ και τη Φ. Πατίστα.
6. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η διαμόρφωση κρίσης ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων είναι έργο που ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο δικαιολογείται να παρέμβει μόνο όταν τα ευρήματα αντιστρατεύονται την κοινή λογική. Δεν έχουν εντοπισθεί σφάλματα που δικαιολογούν την παρέμβαση του Εφετείου στην παρούσα υπόθεση. Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.
7. Αναφορικά με την έφεση για μείωση της ποινής, το Κακουργιοδικείο έστρεψε την προσοχή του προς κάθε πτυχή και συνυπολόγησε όλα τα δεδομένα. Τα δεδομένα αυτά ήταν: ο περιορισμένος ρόλος που διεδραμάτισε ο εφεσείων στη διάπραξη του αδικήματος, η στάση της παραπονούμενης που ίσως προκάλεσε την καλόπιστη εντύπωση πως ήταν διατεθειμένη να έλθει σε συνουσία μαζί τους, το νεαρό της ηλικίας του εφεσείοντα, το λευκό ποινικό του μητρώο, το γεγονός ότι έχει αρραβωνιαστεί, την κακή κατάσταση της υγείας του και το μεγάλο χρονικό διάστημα από τη διάπραξη του αδικήματος ως τη δίκη.
Δε διαπιστώνεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου σφάλμα αρχής ούτε η επιβληθείσα ποινή, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να θεωρηθεί ως έκδηλα υπερβολική. Η έφεση κατά της ποινής απορρίπτεται.
Οι Εφέσεις απορρίπτονται.
Aναφερόμενες Υποθέσεις:
Sutton v. The King, 14 C.L.R. 160,
Republic v. Votsis, 19 C.L.R. 306,
Hadjilouca v. Republic (1961) C.L.R. 57,
Παρμαξής v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 224,
Redpath, 46 Cr. App. R. 319,
R. v. Knight [1966] 1 All E.R. 647,
Wilson, 58 Cr. App. R. 304,
R. v. Graynor [1988] Crim. L.R. 242,
R. v. Conway [1990] Crim. L.R. 402,
Michaelides v. Republic (1987) 2 C.L.R. 269,
Hunjan, 68 Cr. App. R. R. 99,
R. v. Long, 57 Cr. App. R. 871,
Πουτζιουρής και Άλλος v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309,
R. v. Quinn [1995] 1 Cr. App. R. 480,
R. v. Grannell [1990] Cr. App. R. 149,
R. v. John [1975] Crim. L.R. 456,
R. v. Turnbull, 63 Cr. App. R. 132,
Χατζηγεωργίου v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 174,
Al-Hamad και Άλλος v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 117,
Ψωμάς v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 312,
R. v. Bentley [1991] Crim. L.R. 620,
R. v. Weeder, 71 Cr. App. R. 228,
R. v. Lucas, 73 Cr. App. R. 159,
R. v. Rahman, 82 Cr. App. R. 217,
R. v. Thorne and Others, 66 Cr. App. R. 6,
R. v. Keane, 65 Cr. App. R. 247,
R. v. Penman, 82 Cr. App. R. 44,
Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107,
Rossides v. Republic (1983) 2 C.L.R. 391,
Παφίτης και Άλλος v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102,
Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172.
Εφέσεις εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Εφέσεις εναντίον της καταδίκης και της ποινής από τον Iωάννη Γεωργίου Σοφοκλέους, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 4 Aυγούστου, 1997, από το Kακουργιοδικείο Λεμεσού (Aριθμός Ποινικής Yπόθεσης 14822/95) στην κατηγορία του βιασμού, κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154 και καταδικάστηκε από Xατζηχαμπή, Π.E.Δ., Nαθαναήλ, A.E.Δ. και Γεωργίου, E.Δ., σε ποινή πενταετούς φυλάκισης.
Μ. Κυπριανού με Μ. Χάσικο, Μεν. Κυπριανού και Χ. Ιακώβου, για τον Εφεσείοντα.
Π. Κληρίδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Κοντά στις 5.00 π.μ. τις 2.4.9, ο Φ. Μιχαήλ αφυπνίστηκε από δυνατό θόρυβο γυαλιού που έσπαζε και στην πόρτα του σπιτιού του, στη Γερμασόγεια, είδε εντελώς γυμνή μια γυναίκα. Το χέρι της αιμορραγούσε, όπως φάνηκε από το κτύπημα στην πόρτα του σπιτιού, ήταν φοβισμένη, έκλαιγε και του έδειχνε προς μια περιοχή. Κάτι του έλεγε αλλά στα αγγλικά και δεν ήταν σε θέση να καταλάβει. Ήταν η παραπονούμενη Virginia Ocampo από τις Φιλιππίνες, καλλιτέχνις τότε στο καμπαρέ Playboy στη Λεμεσό. Την κάλυψε με σεντόνι, τηλεφώνησε στην αστυνομία και δυο άντρες της έφθασαν μετά από λίγο. Η παραπονούμενη, κλαίοντας ακόμα και σοκαρισμένη, τους είπε στα αγγλικά πως βιάστηκε από δυο άγνωστους.
Αναλήφθηκαν έρευνες, λήφθηκαν καταθέσεις από την παραπονούμενη και άλλους και το βράδυ της 8.4.94 συνελήφθη ο Πάμπος Πίτσιακκος. Στη συνέχεια, το ίδιο βράδυ, η αστυνομία τέθηκε σε αναζήτηση του εφεσείοντα και του αυτοκινήτου με αριθμό εγγραφής JD 559. To αυτοκίνητο βρέθηκε στην κατοχή του αδελφού του εφεσείοντα και παρελήφθη. Δεν είχε ανευρεθεί ο εφεσείων αλλά την επομένη παρουσιάστηκε στην αστυνομία, συνοδευόμενος από τον πατέρα και το δικηγόρο του. Συνελήφθη, την ίδια μέρα διεξάχθηκε αναγνωριστική παράταξη και η παραπονούμενη αναγνώρισε τον Πίτσιακκο και τον εφεσείοντα ως τους βιαστές της. Ο Πίτσιακκος απεβίωσε στις 5 Σεπτεμβρίου, 1994, και γι' αυτό προσάχθηκε μόνο κατά του εφεσείοντα κατηγορία για βιασμό, κατά παράβαση των άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου, είχε έλθει σε παράνομη συνουσία με την παραπονούμενη με τη συγκατάθεσή της, η οποία παρασχέθηκε κάτω από το κράτος ασκηθείσας βίας ή το φόβο σωματικής βίας. Το Κακουργιοδικείο βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα και του επέβαλε ποινή πενταετούς φυλάκισης. Ο εφεσείων εφεσίβαλε την καταδίκη και την ποινή.
Η έφεση κατά της καταδίκης
Ήταν η θέση του εφεσείοντα πως από το απόγευμα της 1.4.94 μέχρι το πρωί της 2.4.94, βρισκόταν στο σπίτι του. Δεν είχε συναντήσει ποτέ την παραπονούμενη, τον Πίτσιακκο μόλις που τον γνώριζε, δεν ήταν μαζί του και η παραπονούμενη έλεγε ψέματα ή έσφαλλε. Εν πάση περιπτώσει, η μαρτυρία της ήταν γενικά αναξιόπιστη. Είχε αδυναμίες και δεν ενισχυόταν από άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία. Αυτά αποτέλεσαν, όπως θα δούμε με λεπτομέρεια μετά, και τον κύριο άξονα των επιχειρημάτων του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα ενώπιόν μας. Με την προσθήκη και της εισήγησης πως και πάνω στη βάση της μαρτυρίας της παραπονούμενης δε στοιχειοθετούνταν όλα τα συστατικά του αδικήματος.
Θα δούμε λοιπόν πρώτα τη μαρτυρία της παραπονούμενης. Στις 3.00 π.μ. της 2.4.94, όταν είχε πλέον τελειώσει η εργασία της, της ζητήθηκε από ένα σερβιτόρο να ακολουθήσει το Χ. Χαραλάμπους Σβανά στο κοντινό καμπαρέ Casba. Tης εξηγήθηκε πως υπήρχε κάποιο πρόβλημα με τα κορίτσια εκεί και πως κάποιος κύριος την προσκαλούσε για φαγητό. Συγκατένευσε, ακολούθησε το Χαραλάμπους και συνάντησε τον ιδιοκτήτη, όπως είχε αντιληφθεί, του Casba και ένα κύριο με γυαλιά τον οποίο μετά αναγνώρισε ως τον Πίτσιακκο. Αυτά επιβεβαιώθηκαν και από το Χαραλάμπους, ο οποίος επίσης αναγνώρισε τον Πίτσιακκο. Της λέχθηκε πως ο Πίτσιακκος ήταν καλός και δέχθηκε να τον συνοδεύσει για φαγητό. Ο Πίτσιακκος την οδήγησε σε παρακείμενο χώρο στάθμευσης, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις της πως δεν θα έπρεπε να απομακρυνθούν από το χώρο της Πλατείας Ηρώων. Σε ένα σταθμευμένο αυτοκίνητο στη θέση του οδηγού καθόταν ένας φίλος του Πίτσιακκου, όπως της είπε. Επρόκειτο για τον εφεσείοντα. Κάθισαν στο πίσω κάθισμα και το αυτοκίνητο προχώρησε έξω από τη Λεμεσό. Ρώτησε πού πήγαιναν και ο Πίτσιακκος της είπε πως θα έτρωγαν στο σπίτι του πατέρα του. Όμως την οδήγησε "στα βουνά", σε σημείο όπου δεν υπήρχαν σπίτια. Σταμάτησαν, τους ρώτησε γιατί, και ο Πίτσιακκος της είπε πως δεν υπήρχε δρόμος για να προχωρήσουν. Οι δυο τότε βγήκαν από το αυτοκίνητο και άρχισαν να βγάζουν τα ρούχα τους. Ζήτησε εξήγηση, δεν της απάντησαν και άρχισαν να αφαιρούν και τα δικά της ρούχα. Έκλαιγε και τους παρακαλούσε να μην το κάμουν και να την οδηγήσουν πίσω, αλλά ο Πίτσιακκος τη χαστούκισε και την απείλησε πως θα την γρονθοκοπούσε. Στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου της έκαμαν έρωτα πρώτα ο Πίτσιακκος, ενώ ο εφεσείων τη χαστούκιζε δυνατά στους γλουτούς. Ακολούθησε, κάνοντάς της έρωτα, ο εφεσείων. Είχαν χρησιμοποιήσει και οι δυο προφυλακτικά. Όταν τέλειωσαν, και δε θυμόταν πόσες φορές της έκαμαν έρωτα ο καθένας, ο εφεσείων της κρατούσε τα πόδια ανοικτά ενώ ο Πίτσιακκος επιχείρησε να τοποθετήσει τσιγάρο στο αιδοίο της. Προφασίστηκε πως ήθελε να ουρήσει και την άφησαν. Βρήκε τότε την ευκαιρία να απομακρυνθεί. Γυμνή όπως ήταν έτρεξε ακούοντάς τους να της φωνάζουν. Έφθασε στο σπίτι του Φρ. Μιχαήλ και άρχισε να κτυπά την πόρτα με αποτέλεσμα το σπάσιμο του γυαλιού της και τον τραυματισμό του χεριού της. Τη συνέχεια την έχουμε ήδη παραθέσει. Αναφέρθηκαν στα διαδραματισθέντα στο σπίτι, ο Φρ. Μιχαήλ και οι αστυφύλακες Κ. Μαθηκολώνης και Ν. Νικολάου που έφθασαν εκεί. Προσθέτουμε και τη μαρτυρία της παραπονουμένης πως τους είπε ότι τη βίασαν δυο άντρες.
Το Κακουργιοδικείο δεν είχε κανένα απολύτως ενδοιασμό κατά την αποδοχή της μαρτυρίας της παραπονούμενης ως πλήρως αξιόπιστης και ενώπιόν μας αναπτύχθηκαν λόγοι για το αντίθετο. Η παραπονούμενη υπολόγισε πως όλα όσα περιέγραψε διάρκεσαν περίπου 2 1/2 ώρες και, κατά την εισήγηση της υπεράσπισης, αυτό δεν μπορούσε να ήταν ορθό. Σε τέτοια περίπτωση, αν υπολογίσουμε και το χρόνο για την κάλυψη της διαδρομής μέχρι το σημείο, θα έπρεπε να βρίσκεται στο σπίτι του Φρ. Μιχαήλ περίπου στις 6.00 π.μ. ενώ έφθασε εκεί λίγο πριν τις 5.00 π.μ. Προέκυπτε από τη μαρτυρία του Χ. Χαραλάμπους πως έγινε "αγοραπωλησία" και, κατ' αντίφαση προς αυτά, η παραπονούμενη αρνήθηκε πως είχε πληρωθεί για να ακολουθήσει τον Πίτσιακκο. Υπάρχουν ερωτηματικά αναφορικά με το χρονικό συσχετισμό του περιστατικού του τσιγάρου με τη χρήση ενός ξύλου που η παραπονούμενη είχε πεί ότι είδε μέσα στο αυτοκίνητο. Η ίδια δε η παραπονούμενη, στη γραπτή της κατάθεση, είχε χαρακτηρίσει το περιστατικό του τσιγάρου ως αστείο. Αφού βρισκόταν ανάσκελα στο πισινό κάθισμα του αυτοκινήτου, δεν ήταν δυνατό να τη χαστουκίσει ο δεύτερος άντρας στους γλουτούς. Σε σχέση με παράλληλο ισχυρισμό της, πως σε κάποιο στάδιο ο δεύτερος από τους άντρες στεκόταν και κοιτούσε, υποστηρίχθηκε πως ετίθετο και θέμα αν θα μπορούσε να έβλεπε τί έκαμνε μέσα στο σκοτάδι.
Το Κακουργιοδικείο χαρακτήρισε ως ακροβατικούς υπολογισμούς τα περί τις 2 1/2 ώρες. Δεν ήταν λογικό να αναμένεται ακριβής προσδιορισμός του χρόνου και δεν ήταν η μαρτυρία του Χ. Χαραλάμπους πως πληρώθηκε οποιοδήποτε ποσό στην παραπονούμενη. Της είχε υποβληθεί στην αντεξέταση, ότι ο Πίτσιακκος πλήρωσε το ποσό των £45 και η άρνησή της ήταν κατηγορηματική. Σημειώνουμε περαιτέρω, πως δεν ήταν η μαρτυρία της παραπονούμενης ότι χρησιμοποιήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο το ξύλο που είδε μέσα στο αυτοκίνητο. Φοβήθηκε πως ίσως το χρησιμοποιούσαν, ενόψει της προσπάθειάς τους με το τσιγάρο η οποία, όποια και να ήταν η αντίληψή της για τους πραγματικούς σκοπούς των δραστών, τοποθετείται χρονικά μετά το τέλος της συνουσίας. Επίσης σημειώνουμε, πως η αναφορά της παραπονούμενης στον εφεσείοντα που στεκόταν και κοίταζε, όπως δείχνει το σύνολο της μαρτυρίας και όχι κατ' απομόνωση ορισμένες φράσεις, δεν καλύπτει τη στάση και τις ενέργειές του καθόλη τη διάρκεια. Ως προς το πώς ξεχώρισε, αφού ήταν σκοτάδι, ότι ο κατηγορούμενος έστω σε κάποιο στάδιο κοίταζε, σημειώνουμε πως η παραπονούμενη δε ρωτήθηκε κατά την αντεξέταση για να της δοθεί η ευκαιρία να εξηγήσει. Πράγμα που ισχύει και σε σχέση με τα κτυπήματα στους γλουτούς της.
Το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε, με εκτεταμένη αναφορά στη νομολογία, περί τον κανόνα πρακτικής ως προς το ζήτημα της ενισχυτικής μαρτυρίας σε υποθέσεις που αφορούν σε σεξουαλικά αδικήματα. Δε θα επεκταθούμε σ' αυτά. Δεν είναι υπόθεση της υπεράσπισης πως η καθοδήγηση ήταν εσφαλμένη. Δεν υποβλήθηκε κανένας ισχυρισμός πως όσα εντόπισε το Κακουργιοδικείο ως ενισχυτική μαρτυρία δεν ήταν τέτοια. Απασχόλησε μόνο μια λεπτομέρια την οποία και θα δούμε βέβαια.
Το Κακουργιοδικείο δεν θα δίσταζε, όπως τόνισε, να στηριχτεί στη μαρτυρία της παραπονούμενης, ακόμα και αν δεν υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία. Ήταν με τη σαφή άποψη, μετά την ανάλυση της μαρτυρίας της και όσων προβλήθηκαν ως αδυναμίες της, πως είπε την αλήθεια και πως μπορούσε να στηρικτεί σ' αυτή. Έκρινε όμως, πως υπήρχε και ενισχυτική μαρτυρία. Προσδιόρισε ως τέτοια τα διαμειφθέντα στο σπίτι του Φρ. Μιχαήλ. Πρέπει να διευκρινιστεί εδώ, πως εδώ αναφερόμαστε μόνο στα όσα συσχετίστηκαν προς τον ισχυρισμό για βιασμό. Η μαρτυρία αναφορικά με την αναγνώριση του εφεσείοντα θα μας απασχολήσει ειδικά.
Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, η δήλωση της παραπονούμενης πως τη βίασαν δυο άντρες συνιστούν πρώτο παράπονο το οποίο, με βάση το άρθρο 10 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9 και τη σχετική νομολογία (βλ. Sutton v. The King 14 C.L.R. 160, Republic v. Votsis 19 C.L.R. 306, HjiLouca v. Republic (1961) C.L.R. 57) είναι δεκτό, τηρουμένων των προϋποθέσεων που καθορίζονται, ως ενισχυτική μαρτυρία. Διέκρινε συναφώς το Κακουργιοδικείο την περίπτωση από εκείνη της υπόθεσης Παρμαξής v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 6266 ημερομηνίας 7.7.97, αφού οι παρατηρήσεις σ' αυτή αναφέρονταν στην ιδιαίτερη περίπτωση ανώμοτης μαρτυρίας παιδιών, για την οποία ισχύει η ειδική νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 9 του Κεφ. 9. Διάκριση που τονίζεται και στην ίδια την πιο πάνω υπόθεση. Η δήλωση που έγινε, χρονικά άμεση και προς τα πρόσωπα στα οποία ήταν λογικό να γίνει, συνιστούσε πρώτο παράπονο και συνεπώς ενισχυτική μαρτυρία. Το σημειώσαμε ήδη, αλλά το επαναλαμβάνουμε και τώρα πως δεν έχει αμφισβητηθεί η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ως προς αυτή την πτυχή.
Δεν ήταν όμως μόνο αυτά. Ήταν και η ίδια η κατάσταση της παραπονούμενης όταν έφθασε στο σπίτι του Φρ. Μιχαήλ. Ήταν χαράματα, από τα κτυπήματά της έσπασε το γυαλί της πόρτας, ήταν εντελώς γυμνή, έκλαιγε, ήταν φοβισμένη και έδειχνε προς μια περιοχή. Αυτά, όπως έκρινε το Κακουργιοδικείο, έδειχναν τη συνέπεια της εκδοχής της παραπονούμενης. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα αναφέρθηκε στο "αναστατωμένο" της εμφάνισης της παραπονούμενης. Παρέπεμψε σε αριθμό αγγλικών υποθέσεων (βλ. Alan Redpath 46 Cr. App. R. 319, R. v. Knight [1966] 1 All E.R. 647, και Tom Wilson 58 Cr. App. R. 304), σύμφωνα με τις οποίες, εκτός κάτω από ειδικές περιστάσεις, η αναστάτωση (distress) που δείχνει η παραπονούμενη για σεξουαλικό αδίκημα μικρό μόνο βάρος μπορεί να έχει. Ενώ το Κακουργιοδικείο, σύμφωνα με την εισήγηση, έδωσε σ' αυτό το στοιχείο υπερβολική σημασία.
Δε θέτουν οι πιο πάνω υποθέσεις κάποιο κανόνα δικαίου. Έχουν πίσω τους όσα διδάσκει η ανθρώπινη πείρα ιδίως αναφορικά με τον κίνδυνο θεατρινισμού. Η δε αξία αυτού του στοιχείου, εκτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας. Το Κακουργιοδικείο δε στάθηκε καν στην "αναστάτωση" της παραπονούμενης κατά απομόνωση προς τα υπόλοιπα. Η παραπονούμενη έκλαιγε και φαινόταν φοβισμένη αλλά ταυτοχρόνα ήταν γυμνή, χαράματα, και έσπασε το γυαλί της πόρτας με αποτέλεσμα τον τραυματισμό της. Ας σημειωθεί εδώ, πως ενδύματα και προσωπικά αντικείμενα που η παραπονούμενη αναγνώρισε ως τα δικά της βρέθηκαν πεταγμένα σε διάφορα σημεία κατά μήκος του υπεραστικού δρόμου Λεμεσού-Λευκωσίας.
Αναφορικά τώρα με την άποψη σε σχέση με τη στοιχειοθέτηση των συστατικών του αδικήματος. Δεν έστρεψε, έχει υποστηριχθεί, το Κακουργιοδικείο την προσοχή του προς αυτή την κατεύθυνση. Παρασύρθηκε από το γεγονός ότι η έμφαση αφορούσε στην αναγνώριση του εφεσείοντα και δεν είδε πως, σε κάθε περίπτωση, βάρυνε την κατηγορούσα αρχή η απόδειξη και αυτής της ουσιώδους πτυχής. Επικαλέστηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα τα πιο πάνω, σε σχέση με την αποτυχία απόδειξης της συνουσίας αλλά και της κάτω από το κράτος βίας συγκατάθεσης της παραπονούμενης. Δεν υπήρχε επιστημονική μαρτυρία που θα επιβεβαίωνε τη συνουσία ή την άσκηση βίας. Η παραπονούμενη δεν έφερε σημάδια από άσκηση βίας ούτε και βρέθηκε στον κόλπο της σπέρμα ή οτιδήποτε άλλο, ενώ σε κάποιο στάδιο είπε ότι έσπασε το προφυλακτικό. Υπήρχε μόνο η μαρτυρία της παραπονούμενης η οποία όμως, σε ένα σημείο κατέθεσε πως έκλαιγε γιατί την κυνηγούσαν. Ενώ θα έπρεπε να αναφερθεί σε βιασμό. Και παρέπεμψε ο κ. Κυπριανού σε μεγάλο αριθμό υποθέσεων για να δείξει πως σε όλες ο βιασμός αποδείκτηκε με επιστημονική μαρτυρία.
Δε θα εξυπηρετούσε η αναφορά στις υποθέσεις εκείνες. Δεν προσδιορίζουν, ούτε ήταν αυτή η εισήγηση, οποιαδήποτε αρχή. Απλώς, στο πλαίσιο των περιστατικών της κάθε μιας, διαδραμάτισε ρόλο η επιστημονική μαρτυρία σε σχέση με αποδεικτικά στοιχεία που εντοπίστηκαν. Και εδώ, όσα υποστηρίχθηκαν σε σχέση με τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, σε τελική ανάλυση αναφέρονται στο αξιόπιστο της μαρτυρίας της παραπονούμενης, που σαφώς μίλησε για βία, απειλή βίας και συνουσία κατά συνέπεια.
Δεν είναι ορθό πως το Κακουργιοδικείο δεν ασχολήθηκε με το θέμα. Σημειώνει ρητά τον ισχυρισμό της υπεράσπισης, πως η ιατρική μαρτυρία δεν αναφερόταν σε συνουσία και δεν αποκάλυπτε άσκηση βίας. Για να υποδείξει πως ούτε η συνουσία, ούτε η άσκηση βίας, εδώ το χαστούκισμα, εξυπακούουν αναγκαστικά κατάλοιπα. Σχολίασε επίσης το Κακουργιοδικείο εισήγηση της υπεράσπισης, πως ενώ η παραπονούμενη αναφέρθηκε στη χρήση προφυλακτικών, η ιατρική εξέτασή της αποκάλυψε σπερμικό υγρό. Αυτή η εισήγηση, όπως επισήμανε, αναφερόταν λανθασμένα στη μαρτυρία, γιατί είχε γίνει λόγος όχι για σπερμικό αλλά για κολπικό υγρό που λήφθηκε για εξέταση. Ενώπιόν μας, όπως είδαμε, προωθήθηκε αντίστροφα το θέμα. Θα έπρεπε να βρεθεί σπερμικό υγρό αφού, σύμφωνα με τη μαρτυρία, έσπασε το προφυλακτικό. Ούτε κατά τη μαρτυρία της παραπονούμενης, ούτε στη γραπτή της κατάθεση, που παρουσιάστηκε μεταφρασμένη στα αγγλικά, έγινε τέτοια αναφορά. Κλήθηκε μεταφράστρια για να αποδώσει το χειρόγραφο άλλης, που κατέγραψε στη γλώσσα της παραπονούμενης την κατάθεσή της. Δήλωσε τη δυσκολία της να ανταποκριθεί και, πάντως, το σημείο ως προς το σπάσιμο του προφυλακτικού, όπως μπόρεσε να το αποδώσει, δε δείχνει εκσπερμάτωση κατά τη συνουσία χωρίς προφυλακτικό. Ούτε διερευνήθηκε κατά τη δίκη τέτοιο θέμα ή οι δυνατότητες και οι επιπτώσεις. Σημειώνουμε, πως δεν είχε κληθεί μαρτυρία σε σχέση με τις ιατρικές εξετάσεις. Συγκατένευσε σ' αυτό η υπεράσπιση και έγινε κοινή δήλωση συγκεκριμένων παραδεκτών γεγονότων.
Τα υπόλοιπα σημεία του εφεσείοντα αναφέρονται στη μαρτυρία, ως προς την αναγνώρισή του, από την παραπονούμενη. Υπήρχαν, κατά την εισήγησή του, σοβαροί λόγοι για τους οποίους θα έπρεπε να θεωρηθεί πως δεν ήταν ασφαλές να στηριχθεί το Κακουργιοδικείο στη μαρτυρία της παραπονούμενης, όχι απαραίτητα γιατί ψευδόταν. Το ενδεχόμενο καλόπιστου λάθους δεν μπορούσε να αποκλειστεί. Η εισήγηση συνοψίζεται ως εξής: H παραπονούμενη δε γνώριζε τον εφεσείοντα προηγουμένως και κατά τη μαρτυρία της είδε το βιαστή της για πρώτη φορά στις 2.4.94. Είναι Φιλιππινέζα, είχε έλθει στην Κύπρο πολύ πρόσφατα και θα πρέπει να ήταν περιορισμένη η δυνατότητά της να ξεχωρίζει μεταξύ προσώπων άλλης φυλής. Είδε το βιαστή της ενώ πρέπει να ήταν κουρασμένη από τη δουλειά της και κάτω από συνθήκες πίεσης και αναστάτωσης. Όσα δε περιέγραψε, έγιναν ενόσω ήταν σκοτάδι. Στη γραπτή της κατάθεση περιέγραψε το πρόσωπο που αναγνώρισε ως τον εφεσείοντα, ως παχύ, με σγουρά καστανόμαυρα μαλλιά μέχρι τους ώμους (up to the shoulders) και τα μαλλιά του εφεσείοντα, όπως έδειχναν οι φωτογραφίες κατά την αναγνωριστική παράταξη, δεν έφθαναν μέχρι τους ώμους. Παρήλθαν μερικές μέρες μέχρι την αναγνωριστική παράταξη και η μνήμη της μπορούσε να είχε εξασθενήσει. Η ίδια η αναγνωριστική παράταξη ήταν άδικη και το αποτέλεσμά της ανασφαλές. Τοποθετήθηκαν και οι δυο ύποπτοι στην ίδια αναγνωριστική παράταξη, ενώ δεν έμοιαζαν μεταξύ τους και, πάντως, σε τέτοια περίπτωση, θα έπρεπε οι συμμετέχοντες να μην ήταν άλλοι δέκα, αλλά περισσότεροι. Μερικοί από τους συμμετέχοντες φορούσαν γυαλιά όπως ο Πίτσιακκος και περιορίζονταν οι επιλογές ως προς το δεύτερο από τους δράστες. Ο εφεσείων ήταν ο πλέον εύσωμος και ήταν ο μόνος που φορούσε κοστούμι με γραβάτα. Όλα τα μέλη της αναγνωριστικής παράταξης, πλήν του Πίτσιακκου και του εφεσείοντα, είχαν τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Επιπλέον, η παραπονούμενη περιέγραψε το αυτοκίνητο, που υποτίθεται ότι οδηγούσε ο εφεσείων, ως μαύρο μικρό, ενώ το αυτοκίνητο που κατά την κατηγορούσα αρχή χρησιμοποιήθηκε δεν ήταν μαύρο.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα επικαλέστηκε σειρά αποφάσεων και συγγραμμάτων σε σχέση με τις διάφορες πτυχές της εισήγησής του αλλά και γενικά αναφορικά με τον τρόπο διεξαγωγής και τα εχέγγυα που πρέπει να διασφαλίζονται κατά τις αναγνωριστικές παρατάξεις. Επίσης, αναφέρθηκε σε κώδικες πρακτικής που εκδόθηκαν για εφαρμογή στην Αγγλία. Αναγνώρισε πως η υπόδειξη για μη συμμετοχή δυο υπόπτων στην ίδια παράταξη, εκτός αν μοιάζουν, αναφερόταν στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης είναι ένας από τους δυο και όχι όταν φέρονται να είναι δυο.
Δεν έχει εκδηλωθεί αντιγνωμία ως προς τις αρχές που διέπουν το θέμα και θα περιοριστούμε σε αναφορά των υποθέσεων και των συγγραμμάτων που επικαλέστηκε ο κ. Κυπριανού. Είναι τα ακόλουθα, με τη δική του σειρά: R. v. Graynor [1988] Crim. L.R. 242, R.v. Conway [1990] Crim.L.R. 402, Michaelides v. Republic (1987) 2 C.L.R. 269, Cross on Evidence, 7η έκδοση σελ. 719 κ.επ. Ηeydon on Evidence, Έκδοση 1991, σελ. 73 κ.επ., Mohinder Singh Hunjan 68 Cr. App. R. R. 99, The Proof of Guilt του Glanville Williams, 3η έκδοση, σελ. 106, κ.επ., Robert William Long 57 Cr. App. R. 871, Archbold, Criminal Pleading Evidence and Practice, 41η έκδ. §14 - 1 και 14 - 4, Βlackstone's Criminal Practice, 1992, σελ. 2086 κ.επ., Πουτζιουρής και άλλος v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την κατηγορούσα αρχή δεν αντέτεινε πως δεν φαίνεται να είχαν προσεχθεί ορισμένες λεπτομέρειες κατά την αναγνωριστική παράταξη. Υπάρχει και στην Κύπρο η Αστυνομική Διάταξη αρ. 8 ως προς την αναγνώριση προσώπων και περιουσίας και σε σχέση με την αναγνωριστική παράταξη υποδεικνύεται σ' αυτή πως θα πρέπει να είναι όλοι οι συμμετέχοντες της ίδιας κατά προσέγγιση ηλικίας, γενικής εξωτερικής εμφάνισης και κοινωνικής τάξης. Αν είναι δυνατό, να φέρουν ενδύματα που πιστεύεται ότι έφερε ο δράστης κατά το χρόνο του αδικήματος. Υποστήριξε όμως, πως αυτό δεν μπορεί να είναι μοιραίο. Όπως εισηγήθηκε, ακόμα και στην Αγγλία όπου το θέμα πλέον διέπεται από κώδικα πρακτικής στο πλαίσιο της ειδικής νομοθετικής ρύθμισης της Police and Criminal Evidence Act του 1984, το ζήτημα, ως θέμα βαθμού, επαφίεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου αν θα επιτρέψει τη μαρτυρία. Αναφέρεται συναφώς στον Archbold (ανωτέρω) έκδοση 1997 § 14 - 84 στον οποίο παρέπεμψε, πως το κύριο είναι αν οι παραβάσεις του κώδικα απέληξαν σε αδικία. Κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα ιδιαίτερά της περιστατικά, με γνώμονα την απάντηση σε δυο πρoκαταρκτικά ερωτήματα. Αν η παράβαση προκαλεί το κακό που ο κώδικας στοχεύει να αποτρέψει ή αν η παράβαση προκλήθηκε από κραυγαλέα παραγνώριση του κώδικα ή ήταν ικανή να προκαλέσει σημαντική υποψία ότι η διαδικασία δεν ήταν δίκαιη. Και αναφέρθηκε και ο κ. Κληρίδης στις υποθέσεις R. v. Quinn [1995] 1 Cr. App. R. 480 και R. v. Grannell [1990] Cr. App. R. 149 στις οποίες παραπέμπει ο Αrchbold, όπως και στις υποθέσεις R. v. John [1975] Crim. L.R. 456 και R. v. Long 57 Crim. App.R. 871, ως ενδεικτικές της δυνατότητας αποδοχής του αποτελέσματος αναγνωριστικής παράταξης και της αξίας του, παρά τη διαπίστωση ελαττωμάτων.
Κατά την εισήγησή του, η αναγνωριστική παράταξη ήταν δίκαιη. Δεν συμμετέσχε στη διαδικασία ο εξεταστής της υπόθεσης και τη διεξήγαγε αστυφύλακας άσχετος προς τις ανακρίσεις. Λήφθηκε μέριμνα για απομόνωση της παραπονούμενης από κάθε άλλο και τη θέση τους στην αναγνωριστική παράταξη την επέλεξαν οι ίδιοι οι ύποπτοι. Οι ύποπτοι δε διαμαρτυρήθηκαν για οτιδήποτε σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας και κατά τη δική του άποψη οι συμμετέχοντες γενικά έμοιαζαν μεταξύ τους. Ο αστυφύλακας ενήργησε καλοπροαίρετα και δεν υπήρχε καμιά πρόθεση καθοδήγησης. Όσα προβάλλονται τώρα έχουν ως έρεισμα τις φωτογραφίες που λήφθηκαν και που δεν θα λαμβάνονταν αν υπήρχε κακή πρόθεση. Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Κακουργιοδικείου δεν αντεξετάστηκαν είτε ο αστυφύλακας είτε η παραπονουμένη σε σχέση με τέτοια θέματα. Πράγμα που τους στέρησε τη δυνατότητα να δώσουν τη δική τους εξήγηση, σε σχέση με τη διαδικασία και την αναγνώριση. Αντίθετα, τους υποβλήθηκε θέση που ανατρέπει την άποψη πως όσα υποδείχθηκαν ήταν ή πιθανόν να ήταν συντελεστικά της αναγνώρισης του εφεσείοντα. Υπεβλήθη ευθέως και στον αστυφύλακα και στην παραπονούμενη πως, αφού αναγνώρισε τον Πίτσιακκο, στη συνέχεια υπέδειξε άλλο και όχι τον εφεσείοντα ως το δεύτερο από τους δράστες. Και ότι απεσύρθη, της έγινε υπόδειξη και κατέληξε στον εφεσείοντα. Οι μάρτυρες απέρριψαν κατηγορηματικά αυτή την εισήγηση και στο τέλος ο εφεσείων, κατά την ένορκη δήλωσή του, δεν πρόβαλε τέτοιο ισχυρισμό. Ούτε αναφέρθηκε στην αναγνωριστική παράταξη.
Ο κ. Κληρίδης απέρριψε και τις εισηγήσεις σε σχέση με τη δυνατότητα της παραπονούμενης να δεί το δράστη. Με ιδιαίτερη αναφορά στη βασική υπόθεση R. v. Turnbull, 63 Cr. App. R. 132, σε σχέση με παράγοντες που διαδραματίζουν ρόλο. Πρώτη φορά έβλεπε η παραπονουμένη τους δράστες αλλά είχε κάθε λόγο να εντυπωθούν στη μνήμη της τα πρόσωπα των βιαστών της. Είπε σε κάποιο στάδιο η παραπονούμενη πως ήταν σκοτάδι αλλά ήταν μαζί τους για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Αναφέρθηκε σε 2 1/2 ώρες περίπου και στο μεταξύ είχαν ταξιδέψει από σημείο της Πλατείας Ηρώων προς την ερημική περιοχή. Είχαν κατεβεί από το αυτοκίνητο, στη συνέχεια, σύμφωνα με τη μαρτυρία της, ο βιασμός έγινε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και τότε βρίσκονταν πρόσωπο με πρόσωπο. Δεν ήταν μεγάλο το χρονικό διάστημα που παρήλθε ως τις 9.4.94 που έγινε η αναγνωριστική παράταξη και η περιγραφή του εφεσείοντα, στη γραπτή κατάθεση της παραπονούμενης, δεν ήταν ασυμβίβαστη με τα χαρακτηριστικά του εφεσείοντα. Είναι θέμα για συζήτηση τί εννοεί κάποιος με τη φράση "μέχρι τους ώμους" και πάντως το μήκος των μαλλιών, όταν είναι κοντά κατά την αναγνωριστική παράταξη, δεν είναι κατάσταση στατική και αμετάβλητη. Είναι κατάλληλο σημείο για να παρεμβάλουμε την υπόθεση Χ"Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. σελ. 174, στην οποία δεν αναφέρθηκαν οι δυο πλευρές. Ετέθη εκεί θέμα, ως προς το αν τα μαλλιά του εφεσείοντα ήταν σγουρά ή κατσαρά και ακόμα το γεγονός ότι η ουσιώδης μάρτυρας δεν πρόσεξε αν είχε μουστάκι, ενώ είχε πυκνό, μεγάλο και εμφανές μουστάκι. Επιπρόσθετα, η μάρτυρας είχε την ευχέρεια να δει το δράστη της ληστείας μόνο για λίγα δευτερόλεπτα. Υπήρχε εξήγηση γιατί δεν είδε η μάρτυρας το μουστάκι και ως προς τα μαλλιά, όπως λέχθηκε, "η ακρίβεια μιας τέτοιας περιγραφής ποικίλλει, ανάλογα με την ικανότητα ακριβολογίας στη γλώσσα που μιλά κάποιος." Η αναγνώριση κρίθηκε ασφαλής και πάντως, υπήρχε και επιπρόσθετη μαρτυρία που ενέπλεκε τον εφεσείοντα.
Επανερχόμαστε στην εισήγηση του κ. Κληρίδη. Ήταν βέβαια η θέση της υπεράσπισης πως ο εφεσείων ήταν εντελώς αμέτοχος αλλά ουδέποτε τέθηκε, κατά την αντεξέταση της παραπονούμενης, θέμα αναφορικά με τη δυνατότητά της να αναγνωρίσει τους δράστες επειδή, όπως είπε, ήταν σκοτάδι ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Η αναγνώριση έγινε στο πλαίσιο γενικά δίκαιης αναγνωριστικής παράταξης, ήταν ασφαλής από μόνη της αλλά, εν πάση περιπτώσει, ενισχυόταν από ισχυρή ανεξάρτητη μαρτυρία, ως εξής:
Αμέσως μετά την αναγνωριστική παράταξη, άντρες της αστυνομίας, έχοντας μαζί τους τον Πίτσιακκο και τον εφεσείοντα, τέθηκαν σε αναζήτηση της σκηνής. Σε σημείο που υπέδειξε ο Πίτσιακκος, βορείως της Γερμασόγειας, βρήκαν δυο χρησιμοποιημένα προφυλακτικά και αναχώρησαν προς εντοπισμό και άλλων τεκμηρίων. Ήταν η μαρτυρία του αστυφύλακα Μ. Μιχαήλ, πως σε κάποιο σημείο των ερευνών, ενώ ήταν μέσα σε ένα από τα αυτοκίνητα μαζί με τον εφεσείοντα, ο εφεσείων του είπε: "Εν λάθος που τσιακάρετε δαμέ". Του επέστησε τότε την προσοχή και ο εφεσείων συνέχισε: "Εν στο άλλο στρίψιμο πιο κάτω που πρέπει να πάτε". Ειδοποίησε τους υπόλοιπους, κατευθύνθηκαν προς το σημείο που τους υπέδειξε ο εφεσείων και εκεί βρήκαν διάφορα μισοκαμένα ρούχα και παπούτσια. Ο εφεσείων, αν και τους υπέδειξε πού θα έπρεπε να ψάξουν, αρνήθηκε να κατεβεί από το αυτοκίνητο και να υποδείξει και τα ίδια τα αντικείμενα. Τέθηκε στο μάρτυρα, κατά την αντεξέτασή του, πως έλεγε ψέματα. Δεν του υπέδειξε ο εφεσείων, κατεύθυνση ή οποιοδήποτε σημείο. Ο μάρτυρας επέμενε και σε σχετική ερώτηση αναφέρθηκε σε σημείωση που κράτησε. Ο εφεσείων, κατά την ένορκη μαρτυρία του, δεν αναφέρθηκε στο γεγονός. Μόνο κατά την αντεξέταση όταν απέρριψε την εισήγηση πως πράγματι προέβη στην υπόδειξη που αναφέρθηκε.
Διερωτάται ο κ. Κυπριανού πώς ο εφεσείων, που δε συνεργαζόταν και δεν είχε υπογράψει το έντυπο της αναγνωριστικής παράταξης, έκαμε ενοχοποιητική δήλωση. Και προχώρησε με δυο εισηγήσεις. Η πρώτη είναι πως η δήλωση του εφεσείοντα δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε, αφού δεν κατατέθηκαν ως τεκμήρια τα ανευρεθέντα ώστε να αναγνωριστούν και να συσχετισθούν προς την παραπονούμενη. Η δεύτερη είναι πως η δήλωση του εφεσείοντα δεν είναι αφ΄εαυτής ενοχοποιητική. Η υπόδειξη που έκαμε μπορούσε να έχει και εξήγηση άλλη από την ύπαρξη γνώσης περί τα διαδραματισθέντα. Παρέπεμψε, ως προς αυτά, στις υποθέσεις Saleh Ali Al-Hamad and Another v. The Republic (1989) 2 C.L.R. 117 και Kυριάκος Σάββα Ψωμάς v. Δημοκρατίας (1993) 2 A.A.Δ. 312, αλλά δεν μπορούμε να δούμε το συσχετισμό.
Στις 10.4.94 ο εφεσείων προέβη σε γραπτή κατάθεση. Ο ισχυρισμός του ήταν πως, από το απόγευμα της 1.4.94 ως το πρωί της 2.4.94, με μια πεντάλεπτη διακοπή γύρω στις 9.30 μ.μ. όταν βγήκε για να αγοράσει σουβλάκια, ήταν στο σπίτι του, μαζί με τη μητέρα του. Τον Πίτσιακκο δεν τον γνώριζε καλά. Το συνάντησε δυο τρεις φορές και κατά τη τελευταία φορά, όταν τον επισκέφθηκε στο σπίτι του, ο πατέρας του τον έβγαλε έξω λόγω της μοτοσυκλέττας που είχε. Από εκείνη την ημέρα δεν είχε επικοινωνία και δεν είχε βγεί έξω μαζί του οποτεδήποτε. Αυτή την ιστορία την επανέλαβε και στο Κακουργιοδικείο. Ως προς δε το άλλοθι που πρόβαλε, κάλεσε ως μάρτυρα και τη μητέρα του.
Κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας και η Φ. Πατίστα. Εργαζόταν στο Mexico Pub στη Λεμεσό και γνώριζε τόσο τον εφεσείοντα όσο και τον Πίτσιακκο. Επισκέπτονταν τακτικά, παρέα όπως ανέφερε, τη μπυραρία. Το βράδυ της 1.4.94, γύρω στις 9.00 μ.μ., ήταν πάλιν εκεί. Ήπιαν μερικά ποτά και σε κάποιο στάδιο, επειδή ήταν κρυωμένη, μετά από παράκλησή της ο εφεσείων την μετέφερε με το αυτοκίνητό του για να αγοράσει φάρμακα. Όπως πρόσθεσε κατά την αντεξέτασή της, είχε φιλικές σχέσεις μαζί του. Παρέμεινε στη μπυραρία μέχρι την 1.00 π.μ. της 2.4.94. Αναγνώρισε από φωτογραφίες, ως το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, το αυτοκίνητο που παραλήφθηκε από την κατοχή του αδελφού του. Ήταν καφέ, μάρκας Gallant. Ήταν κτυπημένο μπροστά όπως και το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων. Η θέση της υπεράσπισης ήταν πως έλεγε ψέματα. Δεν γνώριζε, όπως της υποβλήθηκε, καθόλου τον εφεσείοντα. Η ίδια επέμεινε και πρόταξε πως δεν είχε κανένα λόγο να ενοχοποιήσει τον εφεσείοντα. Στην ένορκη μαρτυρία του ο εφεσείων κατέθεσε πως ούτε τη μάρτυρα γνώριζε ούτε στη μπυραρία της σύχναζε. Πολύ λιγότερο παρέα με τον Πίτσιακκο.
Ενώπιόν μας το θέμα συζητήθηκε από άλλη οπτική γωνιά. Άλλος μάρτυρας κατηγορίας, ο Π. Μαυρομουστάκης, κατέθεσε πως δυο πρόσωπα έφυγαν από το καμπαρέ Enter Club στην Πλατεία Ηρώων, επίσης στις 1.00 π.μ. Εφόσον αναφερόταν στον εφεσείοντα και στο Πίτσιακκο, αυτοί δεν μπορούσαν να βρίσκονταν την ίδια ώρα και στην μπυραρία της Πατίστα και στο καμπαρέ εκείνο. Επίσης το Κακουργιοδικείο τοποθετεί την έξοδο των δυο από το καμπαρέ Εnter Club στις 2.00 π.μ.. Το λάθος ήταν σημαντικό, γιατί τους εμφανίζει να βρίσκονται στην Πλατεία Ηρώων πιο κοντά χρονικά στην παραλαβή της παραπονούμενης από το καμπαρέ Caspar. Όμως, και αν προσεγγιζόταν η αναφορά στην ώρα ως διεκδικούσα ακρίβεια, το Κακουργιοδικείο αναφερόταν, κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του, στην ώρα που ο εφεσείων και ο Πίτσιακκος αναχώρησαν από την μπυραρία της Πατίστα. Πρέπει να σημειώσουμε εδώ, πως ο Μαυρομουστάκης, ο οποίος δεν αντεξετάστηκε, αναφέρθηκε σε δυο άγνωστα πρόσωπα τα οποία, όπως είπε, του ζήτησαν γυναίκα. Αλλά αν επικαλείται η υπεράσπιση τη μαρτυρία του ως αντικρούουσα τη μαρτυρία της Πατίστα και ως αποκαλύπτουσα λάθος, θα πρέπει ταυτόχρονα να θεωρηθεί ότι δέχεται πως ο εφεσείων και ο Πίτσιακκος ήταν μαζί στη 1.00 π.μ. της 2.4.94, έστω στο καμπαρέ Εnter Club στην Πλατεία Ηρώων. Δηλαδή, όχι στο σπίτι του, αλλά παρέα με τον άνθρωπο με τον οποίο, όπως έλεγε, δεν έβγαινε έξω.
Η παραπονούμενη αναφέρθηκε σε μαύρο μικρό αυτοκίνητο και το αυτοκίνητο που αναγνώρισε η Πατίστα δεν ήταν μαύρο. Ο κ. Κληρίδης επισήμανε πως η παραπονούμενη είχε την ευκαιρία να δει το εξωτερικό μέρος του αυτοκινήτου, μόνο κατά τη στιγμή της εισόδου της σ' αυτό, για να εισηγηθεί πως προφανώς έκαμε λάθος, αλλά να δούμε το συγκεκριμένο επιχείρημα της υπεράσπισης αναφορικά με το συσχετισμό των δυο μαρτυριών. Κατά την εισήγηση της υπεράσπισης, η Πατίστα διαφωνεί με την παραπονούμενη και πιθανώς έκαμε λάθος και αναφερόταν σε άλλη ημερομηνία. Αναγνώρισε όμως στη συνέχεια ο κ. Κυπριανού, πως δεν ήταν νοητό να θεωρείται λανθασμένη η αναγνώριση του εφεσείοντα από την παραπονούμενη, επειδή εκείνο το βράδυ, στις 2.4.94, ο εφεσείων οδηγούσε, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Πατίστα, αυτοκίνητο άλλο από εκείνο που περιέγραψε και την ίδια στιγμή να εμφανίζει την Πατίστα να είδε τους δυο σε άλλη ημερομηνία. Η τελική του θέση ήταν πως έκαμε λάθος η παραπονούμενη και όχι η Πατίστα.
Το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε σε σχέση με την ιδιαίτερη προσοχή που χρειάζεται κατά την προσέγγιση του θέματος της αναγνώρισης, με αναφορά σε εκτεταμένα αποσπάσματα από την R. v. Turnbull (ανωτέρω), την οποία, σημειώνουμε, υιοθέτησε το Ανώτατο Δικαστήριο σε σειρά υποθέσεων. Αναφέρεται σ' αυτές, όπως και στην προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το σύγγραμμα H Απόδειξη του Γ. Κακογιάννη σελ. 754 κ.επ. στο οποίο παρέπεμψε ο κ. Κληρίδης. Επίσης με αναφορά στις υποθέσεις R. v. Bentley [1991] Crim. L.R. 620 και R. v. Weeder 71 Cr. App. R. 228. Προειδοποίησαν, όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, εαυτούς για την πιθανότητα η παραπονούμενη, όσο πειστική και αν ήταν, να έκαμνε λάθος. Δεν είχε αμφιβολία το Κακουργιοδικείο αναφορικά με την καλή ποιότητα της αναγνωριστικής μαρτυρίας. Ήταν νύκτα, αλλά εδώ δεν είχαμε μια στιγμιαία ματιά ή παρατήρηση υπό δυσμενείς συνθήκες. Η παραπονούμενη είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει τον εφεσείοντα για σχετικά μακρό χρονικό διάστημα, από πολύ κοντά και χωρίς να παρεμποδίζεται. Και όπως σημείωσε, "θα δυσκολευόμαστε υπό τις συνθήκες να αμφιβάλλουμε τη βεβαιότητα της αναγνώρισης από την Οcampo του ίδιου του βιαστή της ο οποίος ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με αυτή και ο οποίος ενεπλάκη με αυτή με βάση όλα τα γεγονότα τα οποία ανέφερε η Οcampo". Ούτε αδυνάτιζε η αναγνώριση, επειδή παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι τη δίκη, αφού μάλιστα η παραπονούμενη αναγνώρισε χωρίς δυσκολία ή αμφιβολία τον εφεσείοντα λίγες μέρες μετά. Και απέρριψε, όπως σημειώσαμε, την εκδοχή, που ούτως ή άλλως έμεινε τελικά και ανυποστήρικτη, πως η παραπονούμενη υπέδειξε αρχικά άλλο. Σε σχέση δε με το γεγονός ότι η παραπονούμενη δεν είχε αναγνωρίσει το αυτοκίνητο που παραλήφθηκε από την αστυνομία, που ήταν τότε το σημείο της υπεράσπισης, ως προς εκείνο το θέμα, παρατήρησε πως, υπό τις συνθήκες, δε θα αναμενόταν από την παραπονούμενη να δώσει τέτοια ή οποιαδήποτε προσοχή στο ίδιο το αυτοκίνητο.
Υπήρχαν όμως και άλλα στοιχεία ενισχυτικά. Ήταν η δήλωση του εφεσείοντα προς την αστυνομία πως προχωρούσε σε λανθασμένη κατεύθυνση και η υπόδειξη της σωστής πορείας κατά τις έρευνες για εντοπισμό τεκμηρίων. Επιπλέον, ήταν η μαρτυρία της Πατίστα. Τοποθετούσε τον εφεσείοντα μαζί με τον Πίτσιακκο κοντά χρονικά σε σχέση με το αδίκημα και υπήρχε η αξιόπιστη μαρτυρία του Χ. Χαραλάμπους πως ο Πίτσιακκος πήρε στις 3.00 π.μ. περίπου την παραπονούμενη από το Caspa.
Δεν είχε καμιά αμφιβολία το Κακουργιοδικείο πως η Πατίστα είπε την αλήθεια. Τη χαρακτήρισε ως εξαίρετη μάρτυρα στην οποία μπορούσε να στηρικτεί με ασφάλεια. Και η αποδοχή της μαρτυρίας της είχε και άλλη διάσταση. Κατέρριπτε το άλλοθι που είχε προβάλει ο εφεσείων τον οποίο, όπως και τη μητέρα του, έκρινε ως αναξιόπιστους. Και έστρεψε την προσοχή του προς τη σημασία της προβολής ψευδούς άλλοθι. Η κατάρριψη του άλλοθι δε συνιστά αφ' εαυτής ενισχυτική μαρτυρία. Μπορεί όμως να είναι τέτοια όπως γενικά τα ψεύδη που προβάλλονται πάνω σε ουσιαστικό θέμα, κάτω από προϋποθέσεις. Και συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις εδώ. Το ψέμα ήταν εσκεμμένο. Το κατασκεύασε ο εφεσείων εμπλέκοντας και τη μητέρα του. Αναφερόταν σε θεμελιακό θέμα και κίνητρο για την προβολή του δεν μπορεί παρά να ήταν η αντίληψη ενοχής και ο φόβος της αλήθειας. Αποσκοπούσε το ψέμα, όπως έκρινε το Κακουργιοδικείο, στην αλλοίωση της αλήθειας και στην αποφυγή καταδίκης. Καταδείκνυε δε το ψέμα η ανεξάρτητη μαρτυρία της Πατίστα. Αναφέρθηκε το Κακουργιοδικείο στις υποθέσεις R. v. Lucas (R) 73 Cr. App. R. 159, R. v. Rahman 82 Cr. App. R. 217, R. v. Thorne and Others 66 Cr. App. R. 6, R. v. Keane 65 Cr. App. R. 247 και R. v. Penman 82 Cr. App. R. 44. (βλ. επίσης Georghios Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107, Georghios Yianni Rossides v. Republic (1983) 2 C.L.R. 391, Παφίτης και άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102 και Wills on Circumstantial Evidence 7η έκδοση σελ. 105 που επικαλέστηκε η υπεράσπιση. Επίσης τις υποθέσεις Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172 και την Απόδειξη (ανωτέρω) σελ. 299 κ.επ).
Έχουμε αναφερθεί στις θέσεις του εφεσείοντα ως προς τις διάφορες πτυχές της υπόθεσης και συναφώς ως προς τις αντίστοιχες κρίσεις του Κακουργιοδικείου. Αυτές συμπληρώνονται με τις εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου σε σχέση με το άλλοθι που προβλήθηκε. Δεν υποστηρίχθηκε πως ήταν λανθασμένη η καθοδήγηση του πρωτόδικου δικαστήριου, αναφορικά με τις προϋποθέσεις ανάδειξης του ψέματος σε ενισχυτική μαρτυρία. Υποστηρίχθηκε, πως κακώς το Κακουργιοδικείο απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα και της μητέρας του και θεωρεί ως σφάλμα του την αναφορά του σε επουσιώδεις λεπτομέρειες από τη μαρτυρία τους.
Είναι γεγονός, ότι περιείχε η μαρτυρία των δυο αξιοπερίεργες λεπτομέρειες. Όπως η θύμιση και των δυο των ίδιων ακριβώς χρονικών στιγμών όταν, κατά τη διάρκεια της νύκτας, η μητέρα του εφεσείοντα του ζήτησε νερό ή φάρμακα. Ή ακόμα το γεγονός ότι η μητέρα του εφεσείοντα βεβαίωσε, και ήταν απόλυτη σ' αυτή τη θέση της, πως πήγε στον αστυνομικό σταθμό για να δώσει κατάθεση και να πείσει για την αθωότητα του εφεσείοντα ακριβώς το πρωί της 2.4.94, ενώ δεν ετίθετο τότε θέμα υπονοιών πως ο εφεσείων εμπλεκόταν. Όμως ήταν με αναφορά στη μαρτυρία της Πατίστα που απορρίφθηκε ως ψέμα η εκδοχή του εφεσείοντα και της μητέρας του.
Ο κ. Κληρίδης υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση και ως προς αυτή την πτυχή και τόνισε ιδιαίτερα την αναφορά στην υπόθεση Τurnbull, σε παράξενες συμπτώσεις που εφόσον παραμένουν ανεξήγητες μπορούν να είναι υποστηρικτική μαρτυρία.
Έχουμε εξετάσει το σύνολο των δεδομένων όπως και τις εισηγήσεις που υποβλήθηκαν. Και ήδη έχουμε παρεμβάλει κατά την παράθεσή τους βασικές παρατηρήσεις με αναφορά στο σύνολο της μαρτυρίας που προσάχθηκε αλλά και στο πλαίσιο των διαφόρων εκδοχών που προβλήθηκαν.
Το Κακουργιοδικείο προσέγγισε τη μαρτυρία με πλήρη επίγνωση των αρχών ως προς το κάθε επί μέρους θέμα. Αναφέρθηκε στη μαρτυρία της παραπονούμενης και έστρεψε την προσοχή του προς τις ιδιαιτερότητες της περίπτωσης ως αναφερόμενης σε σεξουαλικό αδίκημα. Καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τις δυνατότητες και χωρίς ενδοιασμό δέκτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της παραπονούμενης. Ορθή επίσης ήταν η καθοδήγησή του σε σχέση με την ενισχυτική μαρτυρία ως προς το βιασμό. Με την ίδια προσοχή προσέγγισε το ζήτημα της αναγνώρισης. Είχε επίγνωση των εγγενών κινδύνων που ελλοχεύουν σε τέτοια θέματα. Και διαχώρισε όσα αφορούσαν στην αξιοπιστία ή στην πειστικότητα από όσα εμπίπτουν στη σφαίρα του ενδεχόμενου καλόπιστου λάθους. Αξιολόγησε τη μαρτυρία στο σύνολό της και έκρινε αξιόπιστους, εκτός από την παραπονούμενη, τον αστυφύλακα Μ. Μιχαήλ και τη Φ. Πατίστα. Ξεχωρίζουμε αυτούς τους μάρτυρες ενόψει της ιδιαίτερης σημασίας που προσδόθηκε στη μαρτυρία τους. Ούτε ως προς αυτή τη σημασία έσφαλε το Κακουργιοδικείο. Η υπόδειξη του εφεσείοντα αναφορικά με το πού θα έπρεπε να ερευνήσει η αστυνομία, υποδηλώνει γνώση ενοχοποιητική. Η αναφορά σε πιθανή άλλη εξήγηση δεν έχει έρεισμα στη μαρτυρία που προσάχθηκε. Η δε μαρτυρία της Πατίστα κατέρριψε το άλλοθι που προβλήθηκε και αποκάλυψε την προσπάθεια του εφεσείοντα να αποσυνδεθεί από τον Πίτσιακκο τον οποίο είχε αναγνωρίσει στην παρουσία του η παραπονούμενη και τον οποίο είδε να υποδεικνύει τόπους και τεκμήρια στην αστυνομία. Επιπλέον, συνιστούσε θετική μαρτυρία που συνέδεε τον εφεσείοντα με τον Πίτσιακκο, το ίδιο βράδυ πριν ο Πίτσιακκος, κατά την αξιόπιστη μαρτυρία που προσάχθηκε, παρέλαβε την παραπονούμενη από το Casba.
Δεν είναι έργο του Ανωτάτου Δικαστηρίου η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η διαμόρφωση κρίσης ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Αυτό το έργο ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο δικαστήριο. Μπορεί το Ανώτατο Δικαστήριο να παρέμβει αλλά κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Αυτά έχουν εξηγηθεί κατ' επανάληψη και δε νομίζουμε ότι χρειάζεται να επεκταθούμε. Σημειώνουμε όμως πως, όπως αναφέρθηκε στη Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), με αναφορά και σε προηγούμενη νομολογία, "το εφετείο δικαιολογείται να ανατρέψει ευρήματα αξιοπιστίας, μόνο, όταν τα ευρήματα είναι αντιφατικά προς την κοινή λογική". Δεν έχουν εντοπιστεί σφάλματα που θα δικαιολογούσαν παρέμβασή μας. Ούτε όσα προβλήθηκαν ενώπιόν μας, σε σχέση με την αναγνωριστική παράταξη και τα άλλα που σημειώσαμε, είναι ικανά να δημιουργήσουν έστω σκιά αμφιβολίας αναφορικά με το ασφαλές της διαπίστωσης ως προς την ενοχή του εφεσείοντα. Κάτω από το σύνολο των δεδομένων δεν υπάρχει κανένα περιθώριο παρέμβασης. Χωρίς αμφιβολία, όπως έκρινε το Κακουργιοδικείο, στοιχειοθετήθηκε ο βιασμός και αποδείχθηκε πως ο εφεσείων είναι ένοχος. Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.
Η έφεση κατά της ποινής.
Ο κ. Μεν. Κυπριανού που αγόρευσε σε σχέση με την ποινή, ορθά δεν επιχείρησε τη θεμελίωση της εισήγησής του για παρέμβαση με αναφορά στη σοβαρότητα του αδικήματος. Κατά την εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου, που αναπτύχθηκε στη βάση των διαπιστώσεων του Κακουργιοδικείου, δικαιολογείται μείωση της ποινής ενόψει του περιορισμένου ρόλου του εφεσείοντα σε σύγκριση με τον πρωτεύοντα ρόλο που διαδραμάτισε ο Πίτσιακκος. Επίσης, ενόψει της στάσης της παραπονούμενης που ίσως προκάλεσε την καλόπιστη εντύπωση πως ήταν διατεθειμένη να έλθει σε συνουσία μαζί τους. Επικαλέστηκε ακόμα το νεαρό της ηλικίας του εφεσείοντα (είναι τώρα 24 ετών), το λευκό του μητρώο, το γεγονός ότι έχει αρραβωνιαστεί και την κακή κατάσταση της υγείας του. Παρουσίασε συναφώς ιατρικά πιστοποιητικά σύμφωνα με τα οποία από τη διαπίστωση αιματουρίας και μόλυνσης προκύπτει σοβαρής μορφής νεφροπάθεια, που χρειάζεται επειγόντως διερεύνηση και θεραπεία. Αναφέρθηκε, τελικά, στο μεγάλο χρονικό διάστημα από τη διάπραξη του αδικήματος ως τη δίκη.
Ο κ. Κληρίδης παρέπεμψε στις αρχές κάτω από τις οποίες είναι δυνατή η παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τόνισε την ιδιαίτερη σοβαρότητα του αδικήματος ως εγκλήματος όχι απλώς στρεφόμενου κατά των ηθών αλλά κυρίως προσβάλλοντος την προσωπικότητα του θύματος.
Το Κακουργιοδικείο έστρεψε την προσοχή του προς κάθε πτυχή και συνυπολόγισε όλα τα δεδομένα. Προς όσα είχε προβάλει η υπεράσπιση, που περιλαμβάνουν και όσα προωθήθηκαν ενώπιόν μας, αλλά και στον παράγοντα του χρόνου, που είχε παρέλθει από τη διάπραξη του αδικήματος ως τη δίκη, που δεν είχε προβληθεί από την υπεράσπιση. Δεν είχε θιγεί αυτή η πτυχή σε κανένα στάδιο της διαδικασίας αλλά το Κακουργιοδικείο, παρά την ανυπαρξία στοιχείων ως προς τους λόγους της ποινικής δίωξης το 1997, την έλαβε υπόψη ως παράγοντα που δικαιολογούσε μετριασμό της ποινής.
Για το αδίκημα του βιασμού προβλέπεται ποινή ισόβιας φυλάκισης και το Κακουργιοδικείο επιμέτρησε την ποινή, έχοντας ταυτόχρονα υπόψη τη σοβαρότητά του, τις συνθήκες διάπραξής του και την ανάγκη να έχει η ποινή αποτρεπτικό χαρακτήρα.
Δε διαπιστώνεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου σφάλμα αρχής, ούτε η ποινή της πενταετούς φυλάκισης, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να θεωρηθεί ως έκδηλα υπερβολική. Δεν παρέχεται συνεπώς περιθώριο για παρέμβαση προς μείωση της ποινής. Είναι αυτονόητο, αλλά το σημειώνουμε, πως αναμένεται πως θα προσφερθεί στον εφεσείοντα κάθε ιατρική περίθαλψη. Η έφεση κατά της ποινής απορρίπτεται.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.