ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 2 ΑΑΔ 495

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6643

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΝΙΚΗΤΑ, ΚΑΛΛΗ, Δ/στών

 

Παντελής Ιωάννου,

Εφεσείων

- ν -

Α σ τ υ ν ο μ ί α ς,

Εφεσίβλητης

------------------------

30 Δεκεμβρίου, 1998

Για τον Εφεσείοντα: Α. Ανδρέου.

Για την Εφεσίβλητη: Στ. Τσιβιτανίδου - Κίζη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

------------------------

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Με μόνο έρεισμα πληροφορία ότι ο εφεσείων και τρίτο πρόσωπο ήταν συνεργοί στο σχεδιασμό και την εισαγωγή ναρκωτικών, τα οποία ο τρίτος μετέφερε στις αποσκευές του (τσάντα) στο αεροπλάνο στο οποίο συνταξίδευαν από την Αθήνα στην Κύπρο, ζητήθηκε από την Αστυνομία και εγκρίθηκε από το Δικαστήριο η οκταήμερη κράτησή του, για τη διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων. Το μόνο στοιχείο, το οποίο έτεινε να συνδέσει τον εφεσείοντα με το τρίτο πρόσωπο, είναι μαρτυρία ότι, κατά την άφιξή τους στο αεροδρόμιο Λάρνακας, θεάθηκαν ή, ακριβέστερα, φάνηκαν να συνομιλούν. Η πληροφορία, που έφερε τον εφεσείοντα να συνδέεται και να συνωμοτεί με τον τρίτο να προβούν στην εισαγωγή ναρκωτικών, λήφθηκε πριν τη διάπραξη του εγκλήματος.

Εκκρεμούσης της έφεσης, πριν την παρέλευση του οκταημέρου, τερματίστηκε η κράτηση του εφεσείοντα. Η απόλυσή του δεν αναιρεί την έφεση, ούτε την αποστερεί του αντικειμένου της. Η εγκυρότητα του διατάγματος αποτελεί το επίδικο θέμα της έφεσης.

Συνεχίζουμε την ανάλυση των γεγονότων, στα οποία βασίστηκε το αίτημα της Αστυνομίας. Το τρίτο πρόσωπο, σύμφωνα με τα κατατεθέντα στο Δικαστήριο, παραδέχθηκε στις Αστυνομικές Αρχές την κατοχή και μεταφορά των ναρκωτικών από την Ελλάδα στην Κύπρο. Η πληροφορία που λήφθηκε από τις Αστυνομικές Αρχές, σύμφωνα με τον αστυνομικό ο οποίος κατέθεσε προς υποστήριξη του αιτήματος, ήταν ότι «τα ναρκωτικά θα τα αγόραζε ο πρώτος ύποπτος και θα τα έφερνε στην Κύπρο ο δεύτερος ύποπτος». Ο δεύτερος ύποπτος είναι ο εφεσείων. Η ορθότητα της πληροφορίας αναιρείται από το γεγονός ότι ο εφεσείων δε μετέφερε ναρκωτικά κατά την επιστροφή του στην Κύπρο.

Στην κατάθεσή του ενώπιον του Δικαστηρίου ο λοχίας, ο οποίος υποστήριξε το αίτημα, ανέφερε ότι η πληροφορία η οποία εμπλέκει τον εφεσείοντα, δεν υποστηρίζεται από οποιαδήποτε γεγονότα, ούτε ενισχύεται από οποιαδήποτε κατάθεση στις Αστυνομικές Αρχές. ΄Εγινε πιστευτή από το μάρτυρα και σ' αυτή στηρίχθηκε, κατά κύριο λόγο, το αίτημα.

΄Ερευνα στο σπίτι του εφεσείοντα δεν αποκάλυψε ο,τιδήποτε το ενοχοποιητικό. Το μόνο που θεωρήθηκε από τις Αστυνομικές Αρχές σχετικό, ήταν η κατοχή τσάντας όμοιας με εκείνη την οποία χρησιμοποίησε το τρίτο πρόσωπο για τη μεταφορά των ναρκωτικών. Πρόκειται για ουδέτερο γεγονός, το οποίο, όμως, συνεκτιμούμενο με άλλα, αφ' εαυτών μη ενοχοποιητικά γεγονότα - όπως το ότι ο εφεσείων και το τρίτο πρόσωπο συνέπεσε να ευρίσκονται στην Αθήνα, να συνταξιδεύουν στο ίδιο αεροπλάνο και το ότι φάνηκε να συνομιλούν - γεννούν, κατά την Αστυνομία, υπόνοιες ανάμειξης του εφεσείοντα στο έγκλημα. Η θέση αυτή είχε απήχηση στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ενόψει της Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 6331, 6/6/97, στην οποία αποφασίστηκε ότι άλυσις γεγονότων, μη ενοχοποιητικών αφ' εαυτών, μπορεί αθροιστικά αποτιμούμενα να δημιουργήσουν δικαιολογημένες υπόνοιες για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα.

Ο κ. Ανδρέου υπέβαλε ότι απουσιάζει ολωσδιόλου μαρτυρία, η οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει εύλογες υπόνοιες ή, έστω, υπόνοιες για την ανάμειξη του εφεσείοντα στο έγκλημα.

Η προσωποκράτηση αποτελεί περιορισμό της ελευθερίας. Πρέπει να δικαιολογείται ως απαραίτητο μέσο για τη διεξαγωγή της αστυνομικής έρευνας. Το καλόπιστο των αστυνομικών υπονοιών, όπως υποδείξαμε στη Stamataris and Another v. Police (1983) 2 C.L.R. 107, είναι το πρώτο που πρέπει να καταδεικνύεται. Η κράτηση του κατονομαζομένου ως υπόπτου για αλλότριους σκοπούς θα αποτελούσε κηλίδα για την ελευθερία του ανθρώπου. Η πίστη των Αστυνομικών Αρχών, ως προς την ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα, πρέπει να είναι καλοπροαίρετη. Στην προκείμενη περίπτωση, οι Αστυνομικές Αρχές έδωσαν, όπως κατατέθηκε, πίστη στην πληροφορία που πήραν. Η παρατήρηση, που θέλουμε να κάμουμε, είναι ότι δεν πρέπει να δίδεται αβασάνιστα πίστη σε πληροφορίες, μη θεμελιωμένες σε ενοχοποιητικά γεγονότα. Εν πάση περιπτώσει, η καλόπιστη υπόνοια και μόνο δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κράτηση. Η υπόνοια πρέπει να είναι εύλογη. Προσλαμβάνει αυτό το χαρακτήρα, όπως επισημάναμε στη Stamataris and Another v. Police, (ανωτέρω):- (σελ. 113)

"... if evidence, in the hands of the Police, reasonably connects the suspect with the commission of the crime under investigation".

(Ελεύθερη μετάφραση:

«... εάν μαρτυρία στα χέρια της Αστυνομίας εύλογα συνδέει τον ύποπτο με τη διάπραξη του εγκλήματος υπό διερεύνηση.»)

΄Οπως εξηγήσαμε στη Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας, (ανωτέρω), δεν αξιολογείται στο στάδιο της προσωποκράτησης η αποδεικτική αξία των στοιχείων στη διάθεση της Αστυνομίας ή η δραστικότητά τους. ΄Ο,τι εξετάζεται, είναι το εύλογο, υπό το φως αυτών των στοιχείων, της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα.

Δε δημοσιοποιούνται οι καταθέσεις στα χέρια της Αστυνομίας, όπως υπέδειξε το Εφετείο στη Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 6336, 13/6/97, γεγονός που «είναι δυνατό να υπερφαλαγγίσει ή να εξουδετερώσει για ευνόητους λόγους το σκοπό της αστυνομικής ανάκρισης». Πρέπει, όμως, τα στοιχεία να υπάρχουν και σ' αυτά να θεμελιώνεται το αίτημα της Αστυνομίας.

Στοιχεία, τα οποία δεν μπορεί, αφ' εαυτών, να διεγείρουν υπόνοιες, μπορεί, όπως επισημάναμε στην υπόθεση Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας, Ποινική ΄Εφεση 6331, 6/6/97, να προσλάβουν διαφορετική υφή, αθροιστικά θεωρούμενα. Αυτό, μπορεί να επέλθει, εφόσον υπάρχει συνεκτικός κρίκος, ο οποίος τείνει να τα συνδέσει. Εφόσον τέτοια στοιχεία ανάγονται σε κοινό ενοχοποιητικό παρονομαστή, μπορεί να προσμετρήσουν ως επιβαρυντικά.

Στην προκείμενη περίπτωση, απουσίαζε το κοινό στοιχείο, που θα μπορούσε να συνδέσει τα γεγονότα και σωρευτικά να τα καταστήσει πηγή υπονοιών. Η πληροφορία για ανάμειξη του εφεσείοντα στο έγκλημα, απογυμνωμένη από κάθε ίχνος μαρτυρίας, δεν μπορούσε να αποτελέσει το βάθρο για την κράτησή του. Στο βαθμό δε που μπορούσε να ελεγχθεί, διαψεύστηκε από το γεγονός ότι ο εφεσείων δε μετέφερε ναρκωτικά. Το θεμέλιο για την κράτηση του εφεσείοντα, που έγκειται στην ύπαρξη εύλογων υπονοιών, απουσίαζε και εσφαλμένα διατάχθηκε η κράτησή του.

Η έφεση επιτρέπεται. Το διάταγμα ακυρώνεται.

 

 

 

 

Π.

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο