ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 2 ΑΑΔ 391
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6407
ΕΝΩΠΙΟΝ:
ΝΙΚΗΤΑ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΑΜΒΗ, ΔΔ.
Γεώργιος Σάββα
Εφεσείων
- εναντίον -
Αστυνομίας
Εφεσίβλητης
----------------------
Ημερομηνία:
13 Νοεμβρίου, 1998Για τον εφεσείοντα: Α. Ανδρέου
Για την εφεσίβλητη: Α. Μαππουρίδης, δικηγόρος της Δημοκρατίας
-------------------
Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει
ο δικαστής Σ. Νικήτας
-----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΟΛΩΝ ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ: Το οδικό ατύχημα - αντικείμενο κατηγορίας για αμελή οδήγηση και τώρα της κρινόμενης έφεσης - συνέβηκε στις 4/8/96 στο Καλό Χωριό Λάρνακας γύρω στις 11.00 το πρωΐ. Ένα μικρό παιδί, μόλις 5 χρονών, κτυπήθηκε από αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων. Το συμβάν διερεύνησε ο αστυνομικός Σ. Πλυσής, στον οποίο ο εφεσείων υπέδειξε το μέρος του δρόμου όπου έγινε η σύγκρουση. Είναι σημειωμένο με Χ στο σχεδιαγράφημα που έκαμε και κατέθεσε στο δικαστήριο. Απέχει 2 μέτρα από την αριστερή άκρη του δρόμου σε σχέση με την πορεία του αυτοκινήτου. Σε μικρή απόσταση πιο μπροστά βρέθηκε κηλίδα αίματος που, κατά τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, βεβαιώνει την ορθότητα της υπόδειξης.
Κατά τον κρίσιμο χρόνο το παιδί προσπαθούσε να διασταυρώσει τρέχοντας το δρόμο, πλάτους 7,6 μέτρα, από αριστερά προς τα δεξιά αναφορικά με την κατεύθυνση του αυτοκινήτου. Ήθελε, αλλά δεν τα κατάφερε, να συναντήσει την αδελφή του, που τον περίμενε στην αντίπερα όχθη. Το ατύχημα έγινε μπροστά από την είσοδο της αυλής του σπιτιού του, από την οποία βγήκε στο δρόμο. Η αυλή έχει περιτοίχισμα που ήταν ψηλότερο από το θύμα. Όσα έχω αναφέρει μέχρι τώρα αποτελούν ευρήματα, που δεν αμφισβητούνται.
Την ώρα εκείνη η μητέρα (Μ.Κ.7) βρισκόταν στην κουζίνα του σπιτιού της, απ' όπου μπορούσε να βλέπει το δρόμο. Πρόσεξε τον μικρό να βγαίνει από την κύρια είσοδο του σπιτιού, να κατεβαίνει τα σκαλιά και να προχωρεί στο δρόμο. Έπαυσε όμως μετά το σημείο εκείνο να τον βλέπει γιατί ήταν χαμηλότερος από το περιτοίχισμα. Ο πρωτόδικος δικαστής απέρριψε αυτό το μέρος της μαρτυρίας της με την εξής αιτιολογία:
"Αν το παιδί κατέβαινε από την κύρια είσοδο και περπατούσε στο δρόμο δε θα επιχειρούσε να διασταυρώσει αφού θα έβλεπε εν τω μεταξύ το όχημα του κατηγορουμένου. Ένα παιδί στην ηλικία των 5 ετών, θα αντιλαμβανόταν κατά την άποψη μου τον κίνδυνο αν περπατούσε στο δρόμο με τον τρόπο που έχει περιγράψει η Μ.Κ.7"
Το δικαστήριο ωστόσο δέχθηκε το πιο ουσιαστικό μέρος της μαρτυρίας της που αφορούσε τον τρόπο που οδηγούσε ο εφεσείων, τον οποίο είδε πριν γίνει το δυστύχημα. Η μάρτυς είπε πως αυτός έβλεπε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, προς το πίσω μέρος του αυτοκινήτου που καθόταν ένα από τα δύο παιδιά του. Το άλλο καθόταν μπροστά. Την εκδοχή του εφεσείοντα συνόψισε ο δικαστής με λίγα, αλλά περιεκτικά, λόγια:
"Η εκδοχή της υπεράσπισης ήταν ότι το παιδί εισήλθε στο δρόμο από την είσοδο της αυλής του σπιτιού τρέχοντας κατά τρόπο που δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτό από τον κατηγορούμενο και χωρίς ο τελευταίος να είχε υπό τις περιστάσεις περιθώρια να αντιδράσει."
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο εφεσείων δεν έδωσε μαρτυρία, αλλά υιοθέτησε την κατάθεση του προς την Αστυνομία. Παραδέχεται σ' αυτήν πως δεν είδε το θύμα καθόλου πριν από τη σύγκρουση. Το μόνο που αντιλήφθηκε ήταν δυνατό κτύπημα στο όχημα του. Συνειδητοποίησε πως κάτι είχε γίνει όταν ο γιος του, που καθόταν δίπλα, φώναξε "Παναγία μου".
Τέλος, το κρίσιμο εύρημα του δικαστηρίου ήταν πως ο εφεσείων άνκαι οδηγούσε με χαμηλή ταχύτητα είχε στραμμένη την προσοχή του προς το μικρό του παιδί που βρισκόταν στο πίσω κάθισμα του οχήματος. Αφού αναφέρθηκε στο καθήκον επιμέλειας οδηγού οχημάτων προς τους διακινούμενους στο δρόμο και καθοδηγήθηκε από τις υποθέσεις Σωκράτους ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 1 και Μακρυγιάννης ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 41, κατέληξε σε καταδικαστική ετυμηγορία ως εξής:
"Υπό τις περιστάσεις που έχουν αναφερθεί στην απόφαση μου, αν ο κατηγορούμενος είχε στραμμένη την προσοχή του στο δρόμο θα είχε αντιληφθεί τον μικρό. Δεν μπορεί βέβαια να λεχθεί με βεβαιότητα ποιό θα ήταν το αποτέλεσμα αν ο κατηγορούμενος εντόπιζε τον μικρό. Εν πάση όμως περιπτώσει, θα μπορούσε να πάρει κάποια αποτρεπτικά μέτρα τα οποία απέτυχε να πάρει επειδή ακριβώς δεν αντελήφθηκε καθόλου την ύπαρξη του."
Αναμφισβήτητα, άξονας της καταδίκης υπήρξε το μέρος της μαρτυρίας της μητέρας που κρίθηκε αξιόπιστο. Ο πρώτος λόγος της έφεσης στρέφεται απευθείας κατά του τρόπου αξιολόγησης της. Ο δικηγόρος του εφεσείοντα έψεξε τη διάσπαση της μαρτυρίας και την αποδοχή τμήματος παρόλο που το σημαντικότερο, όπως το χαρακτήρισε ο συνήγορος, μέρος της, από ποιά έξοδο μπήκε το θύμα στο δρόμο, απορρίφθηκε. Ο δικαστής όφειλε, κατά την εισήγηση του, να απορρίψει τη μαρτυρία στην ολότητα της και να απαλλάξει τον εφεσείοντα. Παρέπεμψε για ενίσχυση της εισήγησης του στη Σωτηριάδης & άλλος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 482.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται αυτό καθαυτό το εύρημα ότι ο εφεσείων κοίταξε πίσω του πριν τη σύγκρουση. Η Μ.Κ.7 είπε - τόσο κατά την εξέταση όσο και κατά την αντεξέταση της - πως είδε τον εφεσείοντα "καμιά τριανταριά μέτρα από τον τόπο της σύγκρουσης να βλέπει πίσω του". Ο κ. Ανδρέου είπε πως δεν υπήρχε άλλη μαρτυρία κατά πόσο συνέχισε να οδηγεί με αυτό τον τρόπο μέχρι τη σύγκρουση. Γιαυτό και το σχετικό συμπέρασμα του δικαστηρίου είναι παρακινδυνευμένο.
Ως θέμα αρχής ένα δικαστήριο έχει την ευχέρεια, εφόσο δεν υπάρχουν ισχυροί λόγοι περί του αντιθέτου, να βασισθεί σε μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα η οποία συγκεντρώνει τα απαραίτητα στοιχεία αξιοπιστίας. Τέτοια αντιμετώπιση είναι καθόλα επιτρεπτή. Δεν υπάρχει κανόνας ότι θα πρέπει να γίνει δεκτή είτε να απορριφθεί στην ολότητα της. Στην
Kades v. Nicolaou & Another (1986) 1 C.L.R. 212 έχει επισημανθεί από το Εφετείο στη σελ. 216:"A witness may either be believed or disbelieved (wholly or in part) according to the view taken of his credibility by the Court."
Η απόφαση υιοθετήθηκε από την Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257, 263. H Σωτηριάδου, ανωτέρω, διακρίνεται με βάση τα δικά της ιδιαίτερα περιστατικά, που καθιστούσαν το διαχωρισμό της μαρτυρίας επισφαλή.
Στην προκείμενη περίπτωση έχουμε τη γνώμη πως ο πρωτόδικος δικαστής άσκησε την πρωτογενή του εξουσία αξιολόγησης της μαρτυρίας μέσα στα ορθά της πλαίσια. Είχε μάλιστα ένα πολύ καλό λόγο να διαχωρίσει τη μαρτυρία, τον οποίο και ο ίδιος εντόπισε. Τη θέση του εφεσείοντα, όπως την εκθέτει στην κατάθεση του, πως "σε κανένα σημείο δεν αντιλήφθηκε την παρουσία του μικρού στο δρόμο". Τούτο συνάδει απόλυτα με την απερίσκεπτη και ιδιαίτερα αμελή ενέργεια του να
κοιτάξει πίσω του ενώ οδηγούσε. Η απόσταση των 30 περίπου μέτρων στην οποία αναφέρθηκε ο συνήγορος, καλύπτεται χρονικά σχεδόν αμέσως. Η μάρτυς εξήγησε παραστατικά πως συντομότατα, όπως είπε σε 1 δευτερόλεπτο, αφότου είδε το αυτοκίνητο, άκουσε το θόρυβο που προκάλεσε το δυστύχημα.Υπό τις συνθήκες αυτές και έχοντας υπόψη τον τρόπο οδήγησης του εφεσείοντα, που γνώριζε καλά το δρόμο και πως κυκλοφορούσαν σ' αυτόν πολλά παιδιά, καταλήγουμε ότι η καταδίκη είναι ορθή.
Η έφεση απορρίπτεται.
Δ.
Δ.
Δ.
/Κασ