ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 2 ΑΑΔ 346
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6575
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΔΔ.
Χριστάκης Πίτσιλλος,
Εφεσείων
- και -
Αστυνομίας,
Εφεσίβλητης
---------------------------
29 Οκτωβρίου 1998
Για τον εφεσείοντα: Γ.Α. Γεωργίου.
Για την εφεσίβλητη: Ε. Κλεόπα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
Εφεσείων παρών.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Είναι πρώτα ανάγκη να εκθέσω τις αναντίλεκτες περιστάσεις της υπόθεσης στο σύνολο της, με τις εκφάνσεις της συμμετοχής των συνενόχων του εφεσείοντος, προτού αναφερθώ στα συγκεκριμένα ζητήματα που τέθηκαν και απασχόλησαν στην έφεση.
Το βράδυ της 3 Δεκεμβρίου 1993 ο εφεσείων ανακόπηκε από μέλη της Αστυνομικής Δύναμης και ανακρίθηκε ως ύποπτος για άλλη υπόθεση. Καταθέτοντας, αποκάλυψε τότε ότι κατείχε έξι κλοπιμαίες πιστωτικές κάρτες τις οποίες, καθώς εξήγησε, του είχε δώσει κάποιος Λιβάνιος. Όταν
ακολούθως ο εφεσείων τέθηκε με διάταγμα του Δικαστηρίου υπό οκταήμερη κράτηση, ανέφερε σε συμπληρωματική κατάθεση - "παραδέχθηκε" κατά τον αστυνομικό εισαγγελέα - ότι τις τέσσερις του τις είχε δώσει ο Σπύρος Βαγιανός ενώ τη μια από τις έξι του την είχε δώσει ο τότε αστυφύλακας Χαράλαμπος Γεωργίου στην κατοχή του οποίου είχε περιέλθει κατά την εκτέλεση του καθήκοντος του ως απωλεσθείσα και την υπεξαίρεσε. Επιπλέον αποκάλυψε τα ονόματα και άλλων συνενόχων όπως και την ευρεία εγκληματική δραστηριότητα που αναπτύχθηκε με τη χρήση των πιστωτικών καρτών για την απόσπαση διαφόρων χρηματικών ποσών. Επρόκειτο, εκτός από τον Σπύρο Βαγιανό για τους Χαράλαμπο Γεωργίου, Χρύσανθο Κατσιάμη, τότε λοχία της αστυνομίας, τον Κυριάκο Παπακυριακού, τον Χαράλαμπο Ραουνά και τη Χρυστάλλα Χ"Αδάμου.Με την εξαίρεση δύο περιπτώσεων κατά τις οποίες ο εφεσείων ενήργησε μόνος, πλαστογραφόντας δελτία με τη χρήση κάρτας για να πληρώσει λογαριασμούς, τη μια φορά σε καπαρέ και την άλλη σε ταβέρνα, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, πέντε συνολικά, ακολουθείτο η εξής διαδικασία στην οποία είχε συνεργό, ανάλογα με την περίπτωση και κάποιο από τα άλλα αναφερθέντα πρόσωπα. Οι συνεργοί διέθεταν ο καθένας τους κατάστημα στο οποίο διατηρούσαν συσκευή για την αποτύπωση των στοιχείων πιστωτικών καρτών επί δελτίων τα οποία παρουσίαζαν σε τράπεζα για πληρωμή του αντίστοιχου ποσού. Τα δελτία αναφέρονταν σε εικονικές αγοραπωλησίες από τα καταστήματα των συνεργών. Το δελτίο το οποίο ετοιμαζόταν το υπέγραφε πάντοτε ο εφεσείων ενώ τα υπόλοιπα στοιχεία τα συμπλήρωνε ο εκάστοτε συνεργός ο οποίος και παρουσίαζε το δελτίο στην τράπεζα για πληρωμή. Με αυτό τον τρόπο διαπράχθηκε μεγάλος αριθμός αδικημάτων, ήτοι, στην κάθε περίπτωση, πλαστογραφίας του δελτίου, κυκλοφορίας του δελτίου και απόσπασης του αντίστοιχου ποσού
με τη χρήση του δελτίου. Από τα αδικήματα που διαπράχθηκαν με τον Σπύρο Βαγιανό αποσπάστηκε, σε έξι περιπτώσεις, συνολικό ποσό £1.830,36 το οποίο μοιράστηκαν.Από εκείνα που διαπράχθηκαν με τον Χρύσανθο Κατσιάμη αποσπάστηκε, σε έντεκα περιπτώσεις, συνολικό ποσό £1.049,20. Από τα διαπραχθέντα με τον Χαράλαμπο Γεωργίου αποσπάστηκε, σε έντεκα περιπτώσεις, ποσό £994,70 το οποίο καρπώθηκε εξ ολοκλήρου ο εν λόγω συνεργός. Με τον Κυριάκο Παπακυριακού απέσπασαν, με τα αδικήματα που διέπραξαν σε είκοσι εννέα περιπτώσεις, συνολικό ποσό £2.523,25 το οποίο μοιράστηκαν. Με τον Χαράλαμπο Ραουνά απέσπασαν, με τα αδικήματα που διέπραξαν σε σαράντα μιά περιπτώσεις, συνολικό ποσό £3.850,25. Με τη Χρυστάλλα Χ"Αδάμου, την οποία του είχε συστήσει ο Χαράλαμπος Ραουνά, απέσπασαν
συνολικό ποσό £761 το οποίο μοιράστηκαν εξ ίσου ο εφεσείων και ο Χαράλαμπος Ραουνάς. Ας σημειωθεί ότι, καθώς έγινε δεκτό, σε αυτή την τελευταία περίπτωση η Χρυστάλλα Χ"Αδάμου δεν γνώριζε περί της παρανομίας. Συνοψίζω λέγοντας ότι το σύνολο των αποσπασθέντων ποσών ανήλθε σε £11.348,76. Το μεγαλύτερο μέρος επιστράφηκε από εκείνους που το καρπώθηκαν. Παρέμειναν απλήρωτα μόνο τα δύο μικρά ποσά τα οποία απέσπασε μόνος ο εφεσείων και το ποσό των £2.523,25 το οποίο αποσπάστηκε από κοινού με τον Κυριάκο Παπακυριακού.Προσήφθηκαν εναντίον του εφεσείοντος και των Σπύρου Βαγιανού, Χρύσανθου Κατσιάμη, Χαράλαμπου Γεωργίου, Κυριάκου Παπακυριακού και Χαράλαμπου Ραουνά κατηγορίες για πλαστογραφία των δελτίων, για κυκλοφορία τους και για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις. Κατά το 1994 καταχωρήθηκαν σχετικές ποινικές υποθέσεις. Εν τέλει για τον Χρύσανθο Κατσιάμη, τον Κυριάκο Παπακυριακού και τον Χαράλαμπο Ραουνά καταχωρήθηκε αναστολή ποινικής δίωξης. Οι λόγοι για αυτή την εξέλιξη δεν αναφέρθηκαν στην υπόθεση από την οποία προέρχεται η παρούσα έφεση. Οι υποθέσεις εναντίον του εφεσείοντος, του Σπύρου Βαγιανού και του Χαράλαμπου Γεωργίου προχώρησαν. Υπήρξε όμως καθυστέρηση στη διεκπεραίωση τους. Καθώς λέχθηκε στο Δικαστήριο, η καθυστέρηση οφειλόταν κυρίως στην απουσία του εφεσείοντος στο εξωτερικό, παρόλον που και προηγουμένως υπήρξαν κάποιες αναβολές.
Ως προς την απουσία του εφεσείοντος στο εξωτερικό, ας σημειωθούν τα εξής. Ενώ αρχικά είχε τεθεί όρος με τον οποίο απαγορευόταν η έξοδος του από τη Δημοκρατία, εν συνεχεία, με τη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα, το Δικαστήριο απάλειψε τον όρο ώστε να του επιτραπεί να μεταβεί στην Ελλάδα για θεραπεία ένεκα σοβαρής ασθένειας. Η απουσία του εφεσείοντος πήρε μάκρος αλλά η λογικότητα της δεν εξετάστηκε με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι εξέβαινε τα όρια του διαστήματος που χρειαζόταν για τη θεραπεία και παρακολούθηση για την οποία είχε μεταβεί στο εξωτερικό.
Οι υποθέσεις εναντίον του Σπύρου Βαγιανού και του Χαράλαμπου Γεωργίου εν τέλει προχώρησαν τον Ιούλιο του 1997, απόντος του εφεσείοντος. Ας σημειωθεί ότι μέχρι τότε οι αντίστοιχες υποθέσεις τους παρέμεναν για ακρόαση ενόψει μη παραδοχής τους σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν. Και τότε ήταν που, με την άδεια του Δικαστηρίου, παραδέχθηκαν της κατηγορίες κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων και απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, οπότε η κατηγορούσα αρχή απέσυρε τις κατηγορίες για πλαστογραφία. Στις 6 Αυγούστου 1997 το Δικαστήριο τους επέβαλε ποινή. Στην υπόθεση που αφορούσε τον Σπύρο Βαγιανό,
την υπ΄ αρ. 7077/94, συγκατηγορούμενος ήταν και ο εφεσείων όπως το ίδιο συγκατηγορούμενος ήταν και στην υπόθεση υπ΄ αρ. 6526/96 την οποία αντιμετώπιζε ο αστυφύλακας Χαράλαμπος Γεωργίου. Το Δικαστήριο επέβαλε στον Σπύρο Βαγιανό ποινή φυλάκισης έξι μηνών με τριετή αναστολή και συνολικό πρόστιμο £800 που αναλύετο σε £50 πρόστιμο στην κάθε μια από 16 κατηγορίες. Το ίδιο και στον αστυφύλακα Χαράλαμπο Γεωργίου, το Δικαστήριο επέβαλε ποινή φυλάκισης έξι μηνών με τριετή αναστολή και συνολικό πρόστιμο £1.100 το οποίο αναλυόταν σε £50 πρόστιμο στην κάθε μια από 22 κατηγορίες.Κατά την άνοιξη του 1998 ο εφεσείων, αφού πρώτα ειδοποίησε τις αστυνομικές αρχές, επέστρεψε στην Κύπρο. Οπότε καταχωρήθηκαν εναντίον του νέες ποινικές υποθέσεις για τις κατηγορίες στις οποίες αναφέρονταν οι παλαιότερες. Ήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου. Και στις 10 Ιουλίου 1998 του επιβλήθηκε η εκκαλούμενη ποινή στην υπόθεση υπ΄ αρ. 4908/98 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, κατόπιν που παραδέχθηκε ενοχή στις κατηγορίες. Αυτές αφορούσαν τα αδικήματα τα οποία είχε διαπράξει με συνεργό τον Σπύρο Βαγιανό. Επρόκειτο για έξι περιστατικά πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις. Στην επιμέτρηση της ποινής λήφθηκαν, με παράκληση του και με τη συγκατάθεση της κατηγορούσας αρχής, όλα τα άλλα αδικήματα τα οποία είχε διαπράξει μέσα στο πλαίσιο της εγκληματικής δραστηριότητας στην οποία ήδη αναφέρθηκα. Το Δικαστήριο - επιλήφθηκε της υπόθεσης άλλος δικαστής από εκείνον που είχε επιβάλει ποινή στους δύο συνενόχους του
εφεσείοντος - επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή άμεσης φυλάκισης εννέα μηνών στις κατηγορίες πλαστογραφίας, όπως και στις κατηγορίες κυκλοφορίας και τεσσάρων μηνών στις κατηγορίες απάσπασης χρημάτων, με διαταγή οι ποινές να συντρέχουν.Με δύο από τους λόγους έφεσης προσβάλλεται η επιβληθείσα ποινή επί της ουσίας. Με τον ένα, η επιβληθείσα ποινή εμφανίζεται, χωρίς αναφορά στη μεταχείριση που έτυχαν οι συνένοχοι, ως έκδηλα υπερβολική. Με τον άλλο προσβάλλεται η επιβληθείσα ποινή όχι ως εγγενώς υπερβολική, αλλά ως εκβαίνουσα το μέτρο της ισότητας, λαμβανομένων υπόψη ομοιοτήτων και διαφορών με εκείνες των συνενόχων. Κι αυτό, όπως υπογράμμισε ο συνήγορος υπεράσπισης, ενόψει της αναστολής της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στους Σ. Βαγιανό και Χ. Γεωργίου. Με τον τρίτο λόγο τίθεται προς εξέταση δικονομικής υφής ζήτημα το οποίο, όπως περιορίστηκε κατά τη συζήτηση, αφορά στη δυνατότητα της υπεράσπισης να σχολιάσει το καθετί που προοριζόταν να ληφθεί υπόψη.
Ο συνήγορος του εφεσείοντος, αγορεύοντας στο Επαρχιακό Δικαστήριο, εξέθεσε ως ελαφρυντικά και μετριαστικούς για την ποινή παράγοντες ότι ο εφεσείων:
(α) Συνεργάστηκε πλήρως με την αστυνομία, αποκαλύπτοντας τόσο το πρόσωπο το οποίο εισήγαγε τις κάρτες στην Κύπρο όσο και όλους τους εμπλεκομένους στα αδικήματα, παραδεχόμενος ενοχή ευθύς εξ αρχής. Αυτά τα επιβεβαίωσε ο αστυνομικός εισαγγελέας με την ακόλουθη δήλωση: "Αναφέρω Εντιμότατε ότι ο κατηγορούμενος συνεργάστηκε πλήρως με τις ανακριτικές αρχές στο διάστημα στο οποίο συνελήφθηκε και προέβηκε σε θεληματική κατάθεση
(β) Κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων αντιμετώπιζε σοβαρά οικογενειακά προβλήματα το οποία είχαν μάλιστα ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση του από το σπίτι.
(γ) Επίσης αντιμετώπιζε τότε οικονομικά προβλήματα αφού λόγω αμέλειας καθήκοντος είχε εξαναγκαστεί σε παραίτηση από τη θέση του στην Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα.
(δ) Παρασύρθηκε στη διάπραξη των αδικημάτων από τα τότε μέλη της Αστυνομικής Δύναμης - συνεργούς του - λοχία Χρύσανθο Κατσιάμη και αστυφύλακα Χαράλαμπο Γεωργίου.
(ε) Επιστράφηκε το μεγαλύτερο μέρος των αποσπασθέντων ποσών.
(στ) Είναι οικογενειάρχης και ο μόνος που κατ΄ εκείνο το διάστημα συντηρούσε τη σύζυγο και τα τρία ανήλικα παιδιά τους.
(ζ) Δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες.
Έπειτα, ο συνήγορος υπεράσπισης εισηγήθηκε ότι ο ρόλος του εφεσείοντος δεν ήταν μεγαλύτερος από εκείνο των Σπύρου Βαγιανού και Χαράλαμπου Γεωργίου. Ανέφερε ανάμεσα σε άλλα τα εξής:
"Είναι η εισήγηση μου ότι ανεξάρτητα αν ο Βαγιανός ή ο Χαράλαμπος Γεωργίου δεν αντιμετώπισαν την κατηγορία της πλαστογραφίας και αντιμετώπιζαν την κατηγορία της κυκλοφορίας και απόσπασης χρημάτων, πέραν του ότι η κατηγορία της κυκλοφορίας έχει την ίδια σοβαρότητα με την πλαστογραφία, τα γεγονότα όπως έχουν εκτεθεί ήταν περίπου ένας συγκερασμός για να υπάρξει παραδοχή ή απόσυρση των κατηγοριών της πλαστογραφίας. Αφού με βάση τα γεγονότα στις υποθέσεις υπέγραφε ο κατηγορούμενος, συμπλήρωναν εκείνοι τα έντυπα, έπαιρναν εκείνοι τα έντυπα στην τράπεζα, εισέπρατταν εκείνοι τα λεφτά. Η ποινική τους
Το Δικαστήριο, απευθυνόμενο τότε στον αστυνομικό εισαγγελέα κ. Αβρααμίδη - ο οποίος ας σημειωθεί είχε εμφανιστεί και στις υποθέσεις των εν λόγω συνενόχων - ζήτησε να πληροφορηθεί τη θέση της κατηγορούσας αρχής. Παραθέτω το σχετικό μέρος του πρακτικού:
"
Δικαστήριο: Η θέση σας ποιά είναι;κ. Αβρααμίδης: Αντιμετώπισαν οι υπόλοιποι συγκατηγορούμενοι την κατηγορία της πλαστογραφίας σαν συνεργοί αλλά συμπλήρωναν και εκείνοι μέρος των εντύπων και τα υπέγραφε ο κατηγορούμενος. Δηλαδή η συνομωσία υπήρχε. Τα λεφτά μοιράζονταν.
Δικαστήριο προς κ. Αβρααμίδη: Είναι η δική σας εισήγηση ότι ο παρών κατηγορούμενος πρέπει να αντιμετωπιστεί με διαφορετικό τρόπο από τους άλλους κατηγορούμενους;
κ. Αβρααμίδης: Όχι Κύριε Πρόεδρε. Σε αυτή τη συμπαιγνία έχει και ο κατηγορούμενος τον ίδιο ρόλο με τους άλλους. Απλώς αναφέρω ότι οι υποθέσεις αυτές είναι αρκετά παλιές υποθέσεις, του 1993, και θα επιβάλλετουν ποινή τον Ιούλιο του 1997. Οι κατηγορούμενοι προέβησαν σε παραδοχή στις κατηγορίες της κυκλοφορίας και της απόσπασης την τελευταία ημέρα και επειδή λόγω του παλαιού της υπόθεσης και λόγω του ότι έφεραν και κάποιον ισχυρισμό, δηλαδή ουσιαστικά έριχναν την ευθύνη πάνω στον Πίτσιλλο ο οποίος έλειπε στο εξωτερικό, γι΄ αυτό το λόγο δόθηκε αναστολή ποινικής δίωξης όσον αφορά την πλαστογραφία.
Δικαστήριο προς κ. Αβρααμίδη: Εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι ο συσχετισμός του παρόντος κατηγορουμένου με εκείνους που τιμωρήθηκαν από το Δικαστήριο.
κ. Αβρααμίδης: Βασικά είναι συνομωσία."
Στις περιπτώσεις των δύο ήδη καταδικασθέντων συνενόχων, το Δικαστήριο είχε σημειώσει ως αποδεκτό γεγονός ότι εκείνοι είχαν δευτερεύοντα ρόλο και ο εφεσείων πρωτεύοντα. Ενόψει της διάστασης που προέκυψε, το Δικαστήριο που επιλαμβανόταν της υπόθεσης του εφεσείοντος θεώρησε σκόπιμο να συμβουλευτεί τους φακέλους εκείνων των υποθέσεων. Έτσι, κατόπιν σχετικών οδηγιών, αποστενογραφήθηκαν οι αντίστοιχες - στο σκεπτικό όμοιες - αποφάσεις περί ποινής για τους εν λόγω συνενόχους. Το Δικαστήριο πληροφόρησε τα μέρη περί αυτής της πορείας. Δεν παρέσχε όμως ευκαιρία στην υπεράσπιση για σχολιασμό των όσων θα προέκυπταν. Τα οποία εν προκειμένω ήταν βασικά τα εξής: (α) Στη μια από τις δύο υποθέσεις, εκείνη που αφορούσε τον Χαράλαμπο Γεωργίου, ο τότε Δικαστής ανέφερε, επιβάλλοντας την ποινή ότι "έχει παίξει δευτερεύοντα ρόλο, διαφεύγει ο πρωταίτιος, κάποιος Πίτσιλλος" - δηλαδή ο εφεσείων - και προχώρησε λέγοντας πως ο εν λόγω Χαράλαμπος Γεωργίου "ενήργησε επιπόλαια". Υπενθυμίζω ότι ο Δικαστής αναφερόταν σε κατηγορούμενο που ως αστυνομικός είχε διαθέσει στον εφεσείοντα απωλεσθείσα πιστωτική κάρτα για την από κοινού διάπραξη αδικημάτων. Για τον άλλο κατηγορούμενο, Σπύρο Βαγιανό, ο τότε Δικαστής ανέφερε ότι:
"Ο κύριος αίτιος διαφεύγει της δίωξης, είναι το πρόσωπο το οποίο στην ουσία με τη συμπεριφορά του παρότρυνε και καθοδήγησε και αυτόν τον κατηγορούμενο στη διάπραξη των αδικημάτων. Και αυτός ο κατηγορούμενος ενήργησε κάτω από ψυχολογική πίεση στην οποία του εξάσκησε ο πρωταίτιος λόγω των προβλημάτων υγείας του."
Ως προς την αναστολή των αντίστοιχων ποινών φυλάκισης, ο τότε Δικαστής σημείωσε για τον πρώτο - στην υπόθεση 6526/94 - τα εξής, αφού πρώτα αναφέρθηκε στην καθυστέρηση την οποία απέδωσε στην απουσία του εφεσείοντος:
"Σημειώνω το λευκό ποινικό μητρώο του, το γεγονός ότι από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι σήμερα δεν απασχόλησε ξανά τη δικαιοσύνη, την άμεση συνεργασία του με την αστυνομία, την έμπρακτη μεταμέλεια του που εκφράζεται με την αποζημίωση. Με βάση τα πιο πάνω και συμπληρώνοντας ότι η πάροδος του χρόνου από το 1993 μέχρι σήμερα είχε καταλυτικές επιδράσεις στην αλλαγή του τρόπου ζωής του κατηγορουμένου, εκτός από την απώλεια της εργασίας του έχει αρραβωνιαστεί, θεωρώ ότι δεν θα ήταν σωστό κάτω από τις συνθήκες η ποινή να έχει άμεσο χαρακτήρα."
Και για τον δεύτερο - στην υπόθεση 7087/94 - πέρα από την καθυστέρηση ο τότε Δικαστής σημείωσε τα εξής:
"Για τους ίδιους λόγους που ανάφερα και στην υπόθεση 6526/94, σημειώνοντας και εδώ τα ίδια στοιχεία, είναι λευκού ποινικού μητρώου, τους λόγους που οδήγησαν τον κατηγορούμενο στη διάπραξη των αδικημάτων, την άμεση παραδοχή του, την εξόφληση των προσώπων, την κατάσταση της υγείας του, τα 4 χρόνια που παρήλθαν, τη διαφοροποίηση των προσωπικών του συνθηκών, θα ανασταλεί και στην παρούσα υπόθεση η ποινή ......"
Είναι νομίζω εδώ κατάλληλο στάδιο να ασχοληθώ με τον λόγο έφεσης τον οποίο περιέγραψα ως δικονομικής υφής. Θεωρώ κατ΄ αρχήν πως το Δικαστήριο ορθά μερίμνησε για σκοπούς σύγκρισης να ενημερωθεί από τους φακέλους που αφορούσαν τους συνενόχους τί ήταν που λήφθηκε υπόψη στη δική τους περίπτωση. Κι αυτό, παρόλον που στην Αγγλία τέτοια πρακτική δεν έτυχε ενθάρρυνσης: βλ. την υπόθεση
Stephen Broadbridge (1983) 5 Cr. App. R(s) 269. Θα έπρεπε όμως το όποιο υλικό να ετίθετο υπόψη των μερών και να τους εδίδετο η ευκαιρία για σχολιασμό και εισηγήσεις. Αυτό δεν έγινε στην προκείμενη περίπτωση. Παρόλον τούτο δεν μου φαίνεται η τέτοια παράλειψη να ενέχει εδώ επιπτώσεις αφού τα όσα προέκυψαν δεν διέφεραν από τα όσα είχαν προωθηθεί με την επιχειρηματολογία του συνηγόρου υπεράσπισης. Ως εκ τούτου δεν μπορεί αυτός ο λόγος έφεσης να επιτύχει.Με την εκκαλούμενη απόφαση για τον εφεσείοντα, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η μεταχείριση που έτυχαν οι δύο αναφερθέντες συνένοχοι δεν μπορούσε να επιδράσει στην ποινή που άρμοζε να επιβληθεί. Εξήγησε ότι αυτό οφειλόταν σε τέσσερις παράγοντες. Θα τους παραθέσω, εξετάζοντας συνάμα τον καθένα στη σειρά του.
Ο πρώτος ήταν ότι στην περίπτωση του εφεσείοντος η εικόνα που είχε το Δικαστήριο ενώπιον του ήταν διαφορετική από την εικόνα που είχε δοθεί στο Δικαστήριο στις προηγούμενες υποθέσεις για τη συμμετοχή των συνενόχων. Παραθέτω αυτούσια τη δομή του αναπτυχθέντος συλλογισμού:
"Έστω ότι υπήρχε ισότητα ρόλων και ο Πίτσιλλος δεν ήταν πρωταίτιος. Σημασία όμως έχει ότι το Δικαστήριο επέβαλε τότε ποινές λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι οι συνένοχοι του Πίτσιλλου είχαν δευτερεύοντα ρόλο. Το Δικαστήριο τότε, λοιπόν, έκρινε ανθρώπους που σύμφωνα με την εικόνα που δόθηκε είχαν δευτερεύοντα ρόλο, ενώ σήμερα το Δικαστήριο κρίνει άνθρωπο που, έστω και αν δεν είχε πρωτεύοντα ρόλο, δεν είχε πάντως δευτερεύοντα ρόλο. Τούτο από μόνο του δείχνει ότι δεν πρόκειται για ομοιόμορφες καταστάσεις ως προς τις οποίες επιβάλλεται ομοιόμορφη μεταχείριση."
Η άποψη του Δικαστηρίου ότι επειδή τέθηκε ενώπιον του διαφορετική εικόνα από εκείνη που είχε προηγουμένως τεθεί για τη συμμετοχή των συνενόχων του εφεσείοντος, προέκυπταν ανομοιόμορφες καταστάσεις που δεν επέτρεπαν ομοιομορφία στη μεταχείριση αποτελούσε, κατά τη γνώμη μου, σφάλμα. Και αυτό διότι παραγνώριζε την εγγενή φύση του εγχειρήματος που συνίστατο στην αντίκρυση της
υπόθεσης ως συνόλου ώστε να καθίστατο δυνατή η συγκριτική θεώρηση για τον καθένα εκ των συνενόχων με ενιαίο μέτρο, προς διαπίστωση ομοιοτήτων και διαφορών αναφορικά με τις αντίστοιχες περιστάσεις, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την αποφυγή αδικίας που θα μπορούσε για τον ένα ή για τον άλλο λόγο να προέκυπτε εξ αιτίας του κατατεμαχισμού. Σπεύδω ωστόσο να αμβλύνω αυτή την επίκριση στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχοντας υπόψη μου ότι στο ίδιο ακριβώς σφάλμα υπέπεσε και το Αγγλικό Εφετείο στην υπόθεση R. v. Butler (1989) Cr.L.R. 667-668 την οποία εντόπισα. Κατά την αντίληψη μου, το ζητούμενο σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι το κατά πόσο με βάση τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου που επέβαλε ποινή στον εφεσείοντα η ποινή ήταν η αρμόζουσα. Το ζητούμενο είναι το κατά πόσο, με δεδομένη την καταφατική απάντηση στο πρώτο ερώτημα, προκύπτει εκ της επιβολής στον εφεσείοντα της άλλως αρμόζουσας ποινής, ουσιαστική διάσταση μεταξύ αυτής και της επιβληθείσας σε συνένοχο ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης δεν λειτούργησε ορθά. Το κριτήριο τέθηκε ευσύνοπτα -προσπερνώντας τις ταλαντεύσεις στην εκτενή αντίστοιχη Αγγλική νομολογία αναφορικά με την έκταση και ορθολογική βάση του ζητήματος - με την απόφαση της πλειοψηφίας, (Πική, Δ., όπως ήταν τότε με την οποία συμφώνησε ο Λώρης, Δ.) - στην Koukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1 την οποία ακολούθησε αριθμός μεταγενέστερων αποφάσεων, ανάμεσα των οποίων είναι η Θεοχάρους ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 67 και Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 251 στις οποίες παρέπεμψε ο συνήγορος του εφεσείοντος. Διευκρινίζω ότι αναφέρομαι στο λόγο της Koukos (ανωτέρω) και όχι στο αποτέλεσμα που προέκυψε από την εκεί αξιολόγηση των στοιχείων. Λέχθηκαν σε ό,τι ενδιαφέρει, τα εξής:"Parity of treatment of persons in substantially the same position is a deep rooted principle of criminal justice, interwoven with the wider ends of justice. Equality before the law and the administration of justice is constitutionally safeguarded in Cyprus by the provisions of Article 28.1 of the Constitution. Disparity of sentences is, as proclaimed in Nicolaou v. The Police(1), offensive to common sense and derogatory of equality before the law. In this, as in other respects, equality does not connote mathematical nicety; nor is the principle of parity of sentences designed to blunt the sentencing process by eliminating the discretion of the trial Court to impose on each of the accused a sentence that takes due account of both the intrinsic culpability of his conduct and personal circumstances. For disparity to make an impact on appeal, the difference between the sentences imposed must be substantial, such as to suggest, in the face of strong similarity in the posisiton of the accused, that justice is not done and for that reason liable to generate feelings of injustice on the part of the appelant(2). Unjustified differences in the treatment of persons jointly accused tend to undermine faith in the law and the administration of justice."
Προσθέτω παρενθετικά ότι το ζήτημα ισότητας δεν περιορίζεται σε μόνο περιπτώσεις όπου προσήφθηκαν κατηγορίες εναντίον συνενόχων, αλλά εκτείνεται και σε περιπτώσεις όπου συνένοχοι έτυχαν, από τις διωκτικές αρχές, αδικαιολόγητα ευνοϊκότερης μεταχείρισης. Για σύντομη επισκόπηση της νομολογίας δέστε την απόφαση των Κωνσταντινίδη, Δ. και Νικολάου, Δ. στην Ιωάννου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 6195 ημερ. 17 Ιουλίου 1997, μια από τις αποφάσεις της πλειοψηφίας. Αλλά, στην προκείμενη περίπτωση, το ζήτημα που τέθηκε από την υπεράσπιση περιορίζεται σε μόνο ό,τι αφορά τη μεταχείριση των άλλων δύο καταδικασθέντων.
Ο δεύτερος παράγοντας τον οποίο ανέφερε το Δικαστήριο ήταν ότι στην περίπτωση των συνενόχων "το Δικαστήριο έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι συνένοχοι τιμωρούνταν με μεγάλη καθυστέρηση για λόγο που αφορούσε κυρίως τον Πίτσιλλο και εν πάση περιπτώσει όχι τους ιδίους". Το Δικαστήριο προχώρησε λέγοντας ότι: "Και ο Πίτσιλλος τιμωρείται με μεγάλη καθυστέρηση, αλλά για λόγους που αφορούν τον ίδιο. Στην παρούσα υπόθεση λαμβάνοντας κυρίως υπόψη το λόγο της καθυστέρησης
, δεν μπορεί η καθυστέρηση να ληφθεί καθοριστικά υπόψη, σε αντίθεση με ό,τι έγινε, όπως είναι φανερό, στην περίπτωση των συνεργατών του κατηγορουμένου". Έχω τη γνώμη ότι ακόμα και με δικαιολογημένη την κάποια διαφοροποίηση, η σημασία της δεν θα μπορούσε να εξηγήσει έστω και μερικώς τη σημειωθείσα δραστική διαφορά στην αντίστοιχη μεταχείριση με την αναστολή στη μια περίπτωση και τη μη αναστολή στην άλλη.Ο τρίτος παράγοντας ήταν, καθώς ανέφερε το Δικαστήριο, "το γεγονός ότι εκείνοι ήσαν κατηγορούμενοι σε λιγότερες υποθέσεις, ενώ ο Πίτσιλλος έχει συμμετοχή σε όλες". Ήταν βέβαια ορθή η επισήμανση ότι η εγκληματική δραστηριότητα του εφεσείοντος επεκτάθηκε ευρύτερα από εκείνη των συνενόχων του από άποψης αριθμού περιστατικών, κατ΄ επέκταση και αποσπασθέντων ποσών. Παρέμενε ωστόσο ως κοινός παρονομαστής η εγγενής σοβαρότητα της αδικοπραξίας όλων, ανεξάρτητα από την αριθμητική του πράγματος. Εξάλλου, το ότι ο εφεσείων παραδέχθηκε και τις κατηγορίες πλαστογραφίας ενώ αποσύρθηκαν για τους άλλους δύο, δεν διαφοροποιούσε κατ΄ ουσίαν την κατάσταση. Η απόσυρση των κατηγοριών πλαστογραφίας που αντιμετώπιζαν οι συνένοχοι θα μπορούσε να εξηγηθεί μόνο από τη μη εξυπηρέτηση πρακτικού σκοπού - δηλαδή της διεξαγωγής ακρόασης σε εκείνες - εφόσον οι αντίστοιχες κατηγορίες κυκλοφορίας ήταν ίσης σοβαρότητας. Αλλιώς, από τα γεγονότα όπως τα εξέθεσε η Κατηγορούσα Αρχή, η απόσυρση εκείνων των κατηγοριών δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί. Η μη προώθηση λοιπόν των εν λόγω κατηγοριών πλαστογραφίας στην περίπτωση των συνενόχων δεν μετέβαλλε την ουσιαστική φυσιογνωμία της κοινής για όλους αδικοπραξίας. Για σκοπούς εξέτασης ζητήματος ισότητας στη μεταχείριση μεταξύ συνενόχων αυτό είναι που έχει σημασία και όχι η τυπική κατάσταση όπως διαμορφώνεται με τους όποιους χειρισμούς των διωκτικών αρχών.
Πάντως, για την αριθμητικώς μεγαλύτερη αδικοπραξία του εφεσείοντος, εδικαιολογείτο ο καθορισμός της ποινής σε ψηλότερο επίπεδο από ό,τι για τους συνενόχους. Όπως και έγινε. Το Δικαστήριο του επέβαλε φυλάκιση εννέα μηνών αντί των έξι που επιβλήθηκε σε εκείνους. Δεν θεωρώ όμως ότι αποτελούσε εδώ παράγοντα που ικανοποιητικά να εξηγούσε στη δική τους περίπτωση την αναστολή.Ο τέταρτος παράγονας ήταν, όπως πέρανε το Δικαστήριο, "η απώλεια εργασίας την οποία υπέστη ο κατηγορούμενος στην υπόθεση 6526/94 ως παράγοντας διαφοροποίησης". Το Δικαστήριο αναφερόταν στον αστυνομικό Χαράλαμπο Γεωργίου ο οποίος, επαναλαμβάνω, παραλαμβάνοντας στην εκτέλεση καθήκοντος πιστωτική κάρτα που είχε απωλεσθεί, την παρέδωσε στον εφεσείοντα για να επιδοθούν από κοινού στη διάπραξη αδικημάτων. Δεν μπορώ να συμμεριστώ την άποψη πως επειδή ως αποτέλεσμα ο αστυνομικός παύθηκε - με όλα βέβαια τα δυσμενή επακόλουθα - θα μπορούσε αυτό να δικαιολογήσει επιεικέστερη μεταχείριση. Τουναντίον, θα ανέμενα στην περίπτωση του αυστηρότερη μεταχείριση
.Έχω τη γνώμη ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα όχι μόνο δεν ήταν υπερβολική αλλά και άκρως επιεικής, για να πω το λιγότερο. Ενδεικνυόταν η επιβολή αποτρεπτικής ποινής. Διότι, όπως ανέφερε το Δικαστήριο:
"Τα αδικήματα που διέπραξε ο κατηγορούμενος είναι σοβαρά και βρίσκονται σε έξαρση. Είναι αδικήματα που διαπράττονται πολύ εύκολα και υπονομεύουν τις συναλλαγές και τις δοσοληψίες μεταξύ των πολιτών. Η ποινή φυλάκισης είναι αναγκαία, όχι μόνο για να τιμωρηθεί ο παραβάτης, αλλά και για να καταδειχθεί σε όσους σκοπεύουν να αποκομίσουν φθηνό και εύκολο κέρδος ότι απλώς δεν αξίζει τον κόπο. (βλ. Γεν. Εισαγγελέας ν. Λεωνίδα Ματθαίου άλλως Μαλέγγου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1, Α.Α. Ιωάννου άλλως Μουσικός ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286, Κώστας Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 216).
Ωστόσο, η σύγκριση με τη μεταχείριση που έτυχαν οι δύο υπό αναφορά συνένοχοι φανερώνει, κατά την άποψη μου - και το λέω βέβαια με εκτίμηση προς την αντίθετη άποψη - ανισότητα σε βαθμό που στον εφεσείοντα εύλογα προκαλεί αίσθημα αδικίας ενώ στον παρατηρητή δημιουργεί την αίσθηση ότι εξ αιτίας ουσιαστικής και αδικαιολόγητης διαφοράς στη μεταχείριση, αστόχησε η Δικαιοσύνη. Η ανισότητα προκύπτει βέβαια από το ότι στην περίπτωση των συνενόχων, σε αντίθεση με εκείνη του εφεσείοντος
, αναστάληκε η ποινή φυλάκισης. Όπως υποδείχθηκε στην Koukos (ανωτέρω) η ισότητα στη μεταχείριση εκτείνεται και σε αυτή την πτυχή.Κατά τη γνώμη μου λοιπόν δεν συνέτρεχαν στην περίπτωση των συνενόχων περιστάσεις για την αναστολή ποινής στην ουσία διαφορετικές από ό,τι στην περίπτωση του εφεσείοντος. Το ότι, όπως το βλέπω, η αναστολή δεν εδικαιολογείτο ούτε στη δική τους περίπτωση, δεν σημαίνει πως δεν θα έπρεπε να γίνει το ίδιο και εδώ. Ο περί της Υφ΄ Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972 (Ν. 95/1972) όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 41(Ι)/1997 - που δημοσιεύτηκε στις 30 Μαΐου 1997 - προβλέπει ότι δεν διατάσσεται αναστολή εκτός όπου κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου αυτή "δικαιολογείται από τις εξαιρετικές περιστάσεις της υπόθεσης ή τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου". Θα έλεγα ότι η εφαρμογή της Συνταγματικής αρχής της ισότητας για την οποία, καθώς προσπάθησα να εξηγήσω, προκύπτει τώρα ζήτημα, αποτελεί εξαιρετική περίσταση εντός της έννοιας του Νόμου.
Θα ανέστελλα λοιπόν την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης. Και σε αυτή την έκταση θα επέτρεπα την έφεση.
Γ.Κ. Νικολάου, Δ.
/ΕΘ