ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 2 ΑΑΔ 306
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6478
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΔΔ.
Μάριος Γεωργίου Μιχαήλ,
Εφεσεί ων,
- ν -
Δημοκρατίας,
Εφεσίβ λητης.
- - - - - -
20 Οκτωβρίου, 1998
.Για τον εφεσείοντα: κ. Σ. Σοφρωνίου.
Για την εφεσίβλητη: κ. Στ.Ταμάσιος.
- - - - - -
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ
.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει οΔικαστής Α. Κραμβής.
- - - - - -
A Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ
.: Ο εφεσείων παραδέχτηκε κατηγορία για ανυποταξία κατά παράβαση του άρθρου 22(α) του περί Εθνικής Φρουράς Νόμου του 1964 (Ν. 20/64 όπως τροποποιήθηκε - Νόμοι 1964-1992).Μετά από σχετικό αίτημα, το Στρατιωτικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη άλλες τρεις παρόμοιες υποθέσεις και επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή προστίμου £1500. Η έφεση στρέφεται κατά της ποινής ως έκδηλα υπερβολικής.
Το ποινικό αδίκημα της ανυποταξίας τιμωρείται με ποινή προστίμου μέχρι £1500 ή με φυλάκιση μέχρι δύο χρόνια ή και με τις δύο ποινές.
Ο εφεσείων είναι έφεδρος στρατιώτης και όταν κλήθηκε να προυσιαστεί στη μονάδα του για να συμμετάσχει σε πολυήμερη άσκηση της Εθνικής Φρουράς παρέλειψε να παρουσιαστεί. Στα πλαίσια διερεύνησης του αδικήματος πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι τα τελευταία δέκα χρόνια είναι μάρτυρας του Ιεχωβά και ότι οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις δεν του επέτρεπαν να συμμετέχει σε στρατιωτικές ασκήσεις της Εθνικής Φρουράς. Παρόμοια ήταν η θέση του και στις άλλες δύο υποθέσεις που ζήτησε να ληφθούν υπόψη για σκοπούς ποινής.
Ο εφεσείων είναι ηλικίας 38 χρόνων, νυμφευμένος και πατέρας δύο παιδιών 13 και 15 χρόνων αντίστοιχα. Εργάζεται στην Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου και ο μισθός του είναι ΛΚ480.- Η γυναίκα του δεν εργάζεται.
Το ποινικό μητρώο του εφεσείοντα βαρύνεται με τις πιο κάτω τρεις προηγούμενες καταδίκες για παρόμοια αδικήματα.
26.11.91 - Ανυποταξία - Φυλάκιση ενός μηνός. Ελήφθη υπόψη ακόμα μία υπόθεση παρομοίας φύσεως.
3.2.95 - Ανυποταξία - Φυλάκιση 4 μηνών με τρία χρόνια αναστολή και £400 πρόστιμο.
27.1.97 - Ανυποταξία - Φυλάκιση 4 μηνών. Ελήφθησαν υπόψη ακόμα 4 υποθέσεις παρομοίας φύσεως.
Οι παράγραφοι 2 και 3(β) του άρθρου 10 του Συντάγματος της Κύπρου συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους και έχουν ως εξής:
"2. Ουδείς εξαναγκάζεται εις εκτέλεσιν αναγκαστικής η υποχρεωτικής εργασίας.
3. Ο εν τω παρόντι άρθρω όρος "αναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία" δεν περιλαμβάνει:
(α) ........................... .................................................. .............
(β) οιανδήποτε τυχόν επιβληθησομένην στρατιωτικού χαρακτήρος υπηρεσίαν ή, προκειμένου περί των κατά συνείδησιν εναντιουμένων εις αυτήν και υπό την προϋπόθεσιν της αναγνωρίσεως αυτών υπό νόμου, υπηρεσίαν επιβαλλομένη αντί της στρατιωτικής υποχρεωτικής υπηρεσίας,
Καθίσταται πρόδηλο ότι το άρθρο 10.3(β) του Συντάγματος επιτρέπει την υποχρεωτική στρατιωτική υπηρεσία. Καθόσον αφορά την άρνηση των κατά συνείδηση εναντιουμένων στην υποχρεωτική στρατιωτική υπηρεσία το Σύνταγμα, υπό την προϋπόθεση της αναγνωρίσεως τους από το νόμο ως αντιρρησιών συνειδήσεως, ρητά αναγνωρίζει την καθ΄ υποκατάστασιν επιβαλλόμενη υπηρεσία ως μη αναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία εντός της εννοίας του άρθρου 10 του Συντάγματος.
Κατ΄ εφαρμογή της πιο πάνω συνταγματικής διάταξης θεσπίστηκε ο περί της Εθνικής Φρουράς (Τροποποιητικός Νόμος του 1992) (Ν. 2/92) ο οποίος προβλέπει (άρθρο 5Α) άοπλη στρατιωτική υπηρεσία ως υποκατάστατη της υποχρεωτικής στρατιωτικής υπηρεσίας παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα στους λόγω των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων αντιρρησίες συνειδήσεως, να τύχουν της σχετικής αναγνώρισης και να εκτελέσουν υποκατάστατη υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά, όπως ο νόμος προβλέπει, έτσι ώστε η εκτέλεση της υποχρέωσης να μη συγκρούεται με τη συνείδηση και τις θρησκευτικές
τους πεποιθήσεις.Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων δεν προέβη σε κανένα διάβημα για να αναγνωρισθεί ως αντιρρησίας συνειδήσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 2/92. Δύο ημέρες πριν τη δικάσιμο κατά την οποία το Στρατιωτικό Δικαστήριο επρόκειτο να ακούσει τα γεγονότα της υπόθεσης και να επιβάλει ποινή στον εφεσείοντα, ο τελευταίος υπέβαλε γραπτό αίτημα στον καθ΄ ύλην αρμόδιο Υπουργό Αμυνας για άοπλη στρατιωτική υπηρεσία ως αντιρρησίας συνειδήσεως. Αυτό ακριβώς το γεγονός, αναφέρθηκε στο Στρατιωτικό
Δικαστήριο και καθώς αναφέρεται στην απόφαση τούτο λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο ως παράγων μετριασμού της ποινής.Η στάση που γενικά τήρησε ο εφεσείων υποδηλώνει πεισματική άρνηση συμμόρφωσης προς τους νόμους του κράτους. Ενώ είχε τη δυνατότητα να υποβάλει αίτημα για να αναγνωρισθεί ως αντιρρησίας συνειδήσεως με προοπτική προσφοράς άοπλης υπηρεσίας στην Εθνική Φρουρά και αν ήθελε, μπορούσε να αμφισβητήσει κατάλληλα τις όποιες διατάξεις του συγκεκριμένου νόμου που κατά την κρίση του αντίκεινται προς κατοχυρωμένα από το Σύνταγμα ή διεθνείς συμβάσεις κλπ δικαιώματα, επέλεξε την ολοκληρωτική άρνηση προβάλλοντας ως δικαιολογία τον ατεκμηρίωτο ισχυρισμό της συνειδησιακής σύγκρουσης.
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποκαλύπτει πως σε πλείστες όσες υποθέσεις επικυρώθηκαν ποινές φυλάκισης που έφθαναν μέχρι και τους δώδεκα μήνες στις περιπτώσεις όπου το αδίκημα αφορούσε ανυποταξία για κατάταξη προς εκτέλεση της υπό του νόμου προβλεπόμενης θητείας. Στις υποθέσεις όπου η ανυποταξία αφορούσε άσκηση εφέδρων για μια ή περισσότερες ημέρες επικυρώθηκαν ποινές φυλάκισης μικρότερου χρόνου. Βλ. μεταξύ άλλων Σιδέρης Ισιδώρου ν. Δημοκρατίας (1987) 3 ΑΑΔ 167, ΛοΙζίδης ν. Δημοκρατίας (1983) 2 ΑΑΔ 140, Πέτρου ν. Δημοκρατίας
(1993), Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1994) 2 ΑΑΔ 117, Πιτσιλλίδης ν. Δημοκρατίας (1983) 2 ΑΑΔ 384.Εκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων και γεγονότων που αφορούν την παρούσα υπόθεση και υπό το φως της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το Στρατιωτικό Δικαστήριο ορθά αποτίμησε στοιχεία και παράγοντες που είχε ενώπιόν του. Σαφώς προκύπτει από την υπό κρίση απόφαση ότι οι προηγούμενες καταδίκες του εφεσείοντα για παρόμοια αδικήματα και οι ποινές φυλάκισης που του επιβλήθηκαν συνεκτιμήθηκαν δεόντως από το Στρατιωτικό Δικαστήριο το οποίο ορθά εφάρμοσε την καθιερωμένη αρχή δικαίου σύμφωνα με την οποία προηγούμενες καταδίκες δεν αποτελούν παράγοντα επιβαρυντικό της ποινής αλλά επενεργούν ως παράγων περιορισμού της επιείκειας της οποίας θα μπορούσε να τύχει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος αν δεν βαρυνόταν με τις προηγούμενες καταδίκες. Η ποινή προστίμου των ΛΚ1500 δεν είναι έκδηλα υπερβολική. Η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ήταν υπό τις περιστάσεις η λιγότερο επαχθής ποινή που θα μπορούσε να επιβληθεί στον εφεσείοντα εφόσον το Δικαστήριο επέλεξε την επιβολή ποινής προστίμου αντί ποινής φυλάκισης.
Για τους πιο πάνω λόγους θεωρούμε πως δεν υπάρχουν περιθώρια επέμβασης για μετατροπή της ποινής.
Η έφεση απορρίπτεται.
Δ.
Δ.
B>
Δ.ΑΦ.