ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 2 ΑΑΔ 177
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΑΡ. 6148, 6149 και 6150
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΠΙΚΗ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ/στώνΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6148
GEOFFREY MICHAEL JOHN PERNELL,
Εφεσείων
- ν -
Κυπριακής Δημοκρατίας,
Εφεσίβλητης
------------------------
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6149
ALAN CARL FORD, εξ Αγγλίας,
Εφεσείων
- ν -
Κυπριακής Δημοκρατίας,
Εφεσίβλητης
------------------------
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6150
JUSTIN ANDREW FOWLER,
Εφεσείων
- ν -
Κυπριακής Δημοκρατίας,
Εφεσίβλητης
------------------------
ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 13/5/98 από την Εφεσίβλητη
στις Ποιν. Ε. 6148, 6149 και 6150
9 Ιουλίου, 1998
Για την Αιτήτρια - Εφεσίβλητη στις Ποιν. Ε. 6148, 6149, 6150: Π. Κληρίδης,
Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
Για τον Εφεσείοντα - Καθ' ου η Αίτηση στην Ποιν. Ε. 6148: Αντ. Ανδρέου.
Για τον Εφεσείοντα - Καθ' ου η Αίτηση στην Ποιν. Ε. 6149: Τ. Κατσικίδης.
Για τον Εφεσείοντα - Καθ' ου η Αίτηση στην Ποιν. Ε. 6150:
Χρ. Πουργουρίδης.
------------------------
Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.: Σε κοινή δίκη, το Κακουργιοδικείο έκρινε τους Geoffrey Michael John Pernell, Alan Carl Ford και Justin Andrew Fowler ένοχους για τα εγκλήματα της απαγωγής και ανθρωποκτονίας της Louise Jensen και της συνωμοσίας για τη διάπραξή τους.
Με ξεχωριστές εφέσεις (6148, 6149, 6150), οι καταδικασθέντες πρόσβαλαν την καταδίκη και την ποινή που τους επιβλήθηκε.
Μετά τον ορισμό των εφέσεων και πριν την έναρξη της ακρόασης, η Κατηγορούσα Αρχή, η Δημοκρατία, υπέβαλε αίτημα, σε κάθε έφεση, για την προσαγωγή πρόσθετης μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου. Η μαρτυρία προκύπτει από την ανυπόγραφη κατάθεση του Michael Andrew Flack, η οποία διαβιβάστηκε στις Εισαγγελικές Αρχές, μέσω του δικηγόρου του. Σ' αυτή προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι, κατά τη διάρκεια της κράτησής του ως κατάδικου στις Κεντρικές Φυλακές, οι εφεσείοντες του ομολόγησαν, σε συνομιλίες που είχε μαζί τους, ενοχή για τα εγκλήματα για τα οποία καταδικάστηκαν, με λεπτομέρειες για τη συμμετοχή του καθενός στη διάπραξή τους.
Η ετυμηγορία του Δικαστηρίου για την ποινική ευθύνη των εφεσειόντων εκδόθηκε στις 28 Μαρτίου, 1996. Η κράτηση του Michael Flack, του προτεινόμενου μάρτυρα, στις Κεντρικές Φυλακές άρχισε στις 5 Μαρτίου, 1997, ημέρα κατά την οποία καταδικάστηκε σε φυλάκιση για τα εγκλήματα της διάρρηξης και κλοπής, για τα οποία κρίθηκε ένοχος. Οι, κατ' ισχυρισμό, αποκαλύψεις των εφεσειόντων έγιναν σε συναντήσεις, που είχε μαζί τους μετά την ημερομηνία εκείνη, δηλαδή μετά την πάροδο ενός, περίπου, χρόνου από την καταδίκη τους. Το κείμενο της κατάθεσής του δεν επισυνάπτεται στην αίτηση. Συνάγεται, όμως, ότι αυτό, ή έστω η ουσία του, περιήλθε σε γνώση των εφεσειόντων.
Στην ένορκο δήλωση γραφέα της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, η οποία υποστηρίζει το αίτημα, βασισμένη σε πληροφορίες που της δόθηκαν, αναφέρεται ότι ο Michael Flack είναι πρόθυμος να έλθει στην Κύπρο και να καταθέσει. Ας σημειωθεί ότι, μετά την αποφυλάκισή του, ο Flack επέστρεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο, απ' όπου κατάγεται. Στην ένορκο δήλωση παρέχονται πληροφορίες για τα ουσιαστικά στοιχεία της κατάθεσης του μάρτυρα, αποκαλυπτικά της εμπλοκής του κάθε εφεσείοντα
στα εγκλήματα για τα οποία καταδικάστηκε και τα οποία του ομολόγησε.Οι τρεις αιτήσεις, όμοιες σε περιεχόμενο, προβλήθηκαν συγχρόνως και αναπτύχθηκε κοινή επιχειρηματολογία, προς υποστήριξή τους.
Οι εφεσείοντες Geoffrey Michael John Pernell και Alan Carl Ford δεν ενίστανται στην αποδοχή του αιτήματος. Φαίνεται ότι το ενδιαφέρον τους για την προσαγωγή της μαρτυρίας δεν περιορίζεται μόνο στις ομολογίες, οι οποίες τους αποδίδονται, αλλά και σε εκείνη του τρίτου εφεσείοντα, του Justin Andrew Fowler. Σε ερώτηση του Δικαστηρίου για τη σχετικότητα της, κατ' ισχυρισμό, ομολογίας του τελευταίου στην υπόθεση των άλλων δύο εφεσειόντων, δόθηκε η απάντηση ότι είναι ενδεχόμενο να ρίξει φως στην πτυχή της υπόθεσης που αφορά την προαγωγή κοινού σκοπού. Επίσης, ότι μπορεί να αποβεί σχετική στη θεώρηση της ποινής.
Ο τρίτος εφεσείων, ο Justin Andrew Fowler, ενίσταται στην προσαγωγή της μαρτυρίας για δύο λόγους. Κατ' αρχή, γιατί είναι νομικά απαράδεκτη και, σε αντίθετη περίπτωση, γιατί, εκ προοιμίου, στερείται των εχέγγυων αξιοπιστίας, που θα μπορούσαν να την καταστήσουν παραδεκτή.
Η κατάθεση του Flack υποβλήθηκε, μέσω του δικηγόρου του, στη Γενική Εισαγγελία τον Απρίλιο του 1998. Λεπτομέρειες των ομολογιών, που συνέλεξε ο Flack, είδαν το φως της δημοσιότητας σε Αγγλικές εφημερίδες, πριν και μετά τη διαβίβαση της κατάθεσής του στις Εισαγγελικές Αρχές της Κύπρου. Στην ένσταση, επισυνάπτονται αποκόμματα από Αγγλικές εφημερίδες, στα οποία προβάλλεται το επίτευγμα του Michael Flack να εξασφαλίσει τις προφορικές ομολογίες των εφεσειόντων.
΄Οπως φαίνεται από τα δημοσιεύματα, ο Michael Flack και τρίτο πρόσωπο, που είχε καταδικαστεί μ' αυτό για διάρρηξη και κλοπή, ήταν μέλη του Κλάδου Ανίχνευσης Εγκλημάτων της Αγγλικής Αστυνομίας, κατέχοντας, αντίστοιχα, το βαθμό του "Chief Inspector" και "Detective", πριν την παραίτησή τους για να ιδρύσουν ιδιωτικό γραφείο ανιχνευτών, το οποίο τώρα φαίνεται να διευθύνουν.
Ο κ. Πουργουρίδης υπέβαλε ότι πρόδηλο κίνητρο του Michael Flack, στην προβολή της μαρτυρίας, της οποίας επιδιώκεται η κατάθεση, δεν ήταν, ούτε είναι η προάσπιση της δικαιοσύνης ή η υποβοήθηση των Κυπριακών Αστυνομικών Αρχών στο έργο τους, αλλά η προβολή της επιχείρησής του και η διαφήμιση των ικανοτήτων του.
Η αίτηση βασίζεται στις πρόνοιες του ΄Αρθρου 146(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155, και του ΄Αρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60). Οι σχετικές πρόνοιες του πρώτου νομοθετήματος παρέχουν, υπό την αίρεση των προνοιών του ΄Αρθρου 153 του ιδίου Νόμου, εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο «να ακούσει περαιτέρω μαρτυρία και να επιφυλάξει την απόφαση μέχρις ότου ακουστεί η περαιτέρω αυτή μαρτυρία
.».Το ΄Αρθρο 25(3) πραγματεύεται τις εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατ' έφεση. Δίνει, μεταξύ άλλων, εξουσία στο Εφετείο «να ακούει και δέχεται περαιτέρω αποδεικτικά μέσα». Η εξουσία αυτή είναι όμοια σε περιεχόμενο και ίσης εμβέλειας με την εξουσία που παρέχεται από το ΄Αρθρο 146(β).
Ο κ. Κληρίδης υπέβαλε ότι καμιά από τις δύο νομοθετικές διατάξεις δε θέτει περιορισμό, ως προς τη φύση της μαρτυρίας που μπορεί να προσκομιστεί ή το χρόνο που αυτή ανακύπτει
. ούτε περιορίζει, στη μια ή την άλλη πλευρά, την ευχέρεια προσαγωγής μαρτυρίας. Το κριτήριο για την αποδοχή της είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης. Διαφωτιστικές, για τις παραμέτρους προσδιορισμού του συμφέροντος της δικαιοσύνης σε κάθε υπόθεση, είναι σειρά αποφάσεων των Αγγλικών και Κυπριακών δικαστηρίων, στις οποίες αναφέρθηκε. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στην Αγαπίου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 396, στην οποία συνοψίζονται οι αρχές αυτές. Σε ερώτηση του Δικαστηρίου - κατά πόσο υπάρχει προηγούμενη δικαστική απόφαση, στην οποία να έχει γίνει δεκτή μαρτυρία κατ' έφεση, η οποία προέκυψε μετά την καταδίκη - μας δόθηκε αρνητική απάντηση. Αγγλικές αποφάσεις, εισηγήθηκε, ερμηνευτικές της σχετικής Αγγλικής νομοθεσίας, τείνουν να υποστηρίξουν ότι δε δικαιολογείται τέτοιος περιορισμός στην προσαγωγή μαρτυρίας. Επικαλέστηκε, προς θεμελίωση της θέσης του, τρεις Αγγλικές αποφάσεις, τις: Rex v. Robinson (1917) 2 K.B. 108. Peter Jobling Ditch (1969), 53 Cr. App. R. 627. και R v Gilfoyle (1996) 3 All ER 883 (CA).Η πρώτη από τις τρεις αποφάσεις εκδόθηκε στο πλαίσιο της εξουσίας, η οποία παρεχόταν στο Ποινικό Εφετείο (Court of Criminal Appeal), από το ΄Αρθρο 9 του Criminal Appeal Act, 1907, να δέχεται μαρτυρία κατ' έφεση, εφόσο το έκρινε πρέπον. Η δεύτερη και τρίτη απόφαση εκδόθηκαν μετά την τροποποίηση του προαναφερθέντος Νόμου, την οποία επέφερε το ΄Αρθρο 23 του Criminal Appeal Act 1968. (Βλ., επίσης, τροποποίηση - Criminal Appeal Act 1995, ΄Αρθρα 4(1) και 29, και Παράρτημα
3. Archbold 1997, Chap. 7, § 7-208 - 7-217.)Ο κ. Πουργουρίδης υποστήριξε ότι δεν παρέχεται δυνατότητα προσαγωγής μαρτυρίας κατ' έφεση, για γεγονότα που διαδραματίστηκαν μετά τη δίκη, βάσει των προνοιών είτε του ΄Αρθρου 25(3) του Ν. 14/60 είτε του ΄Αρθρου 146(β) του ΚΕΦ. 155. Σχετική με την ερμηνεία του ΄Αρθρου 146(β) είναι, κατά την εισήγησή του, μόνο η νομολογία πριν το 1968, ερμηνευτική της εφαρμογής του ΄Αρθρου 9 του Criminal Appeal Act, 1907, που αποτέλεσε και το πρότυπο για τη διαμόρφωση του ΄Αρθρου 146(β)
.Με μόνη εξαίρεση την υπόθεση
Rex v. Robinson, (ανωτέρω), του 1917, τα Αγγλικά δικαστήρια έκριναν ότι δεν ήταν παραδεκτή, βάσει των προνοιών του ΄Αρθρου 9, η προσαγωγή στην έφεση μαρτυρίας, η οποία προέκυπτε μετά το πέρας της δίκης. Σε σειρά άλλων Αγγλικών αποφάσεων, κρίθηκε ότι τέτοια δυνατότητα δεν παρεχόταν, ενώ η ίδια η Rex v. Robinson, (ανωτέρω), ρητά αποδοκιμάστηκε στη Walter Graham Rowland (1947), 32 Cr. App. R. 29 και στη Thomas (1959), 43 Cr. App. R. 210. (Βλ., επίσης, Robinson (1962) Crim.L.R. 473.)Στην
Peter Jobling Ditch, (ανωτέρω), γίνεται ιστορική αναδρομή στη νομολογία που ρίπτει φως στην εφαρμογή του ΄Αρθρου 9 του Criminal Appeal Act, 1907, με επωδό τη διαπίστωση ότι, πριν την τροποποίηση του 1968, δεν ήταν παραδεκτή η προσαγωγή μαρτυρίας που προέκυπτε μετά τη δίκη - (βλ., επίσης, Note of Williams (1964) Crim.L.R. 40. R. v. Green (1963) Crim.L.R. 840).Θεώρηση της Αγγλικής νομολογίας, πριν το
Criminal Appeal Act 1968, υποστηρίζει τη θέση ότι δεν ήταν παραδεκτή, βάσει του ΄Αρθρου 9 του Criminal Appeal Act, 1907, η προσαγωγή μαρτυρίας κατ' έφεση, η οποία προέκυπτε μετά το πέρας της δίκης. Μόνη ουσιαστική εξαίρεση αποτέλεσε η απόφαση στη Rex v. Robinson, (ανωτέρω), η οποία αφορούσε αίτηση του εφεσείοντα για την παροχή άδειας για την άσκηση έφεσης, στο πλαίσιο της εκδίκασης της οποίας έγινε δεκτή μαρτυρία για το περιεχόμενο επιστολής, την οποία απέστειλε ο εφεσείων μετά την καταδίκη του, και στην οποία ομολογούσε την ενοχή του. Η απόφαση του Αγγλικού Εφετείου είναι πολύ σύντομη. Περιορίζεται στη διαπίστωση ότι τέτοια μαρτυρία είναι δεκτή, βάσει του ΄Αρθρου 9 του Criminal Appeal Act, 1907. Η απόφαση αποδοκιμάστηκε σε μεταγενέστερες αποφάσεις, όπως έχουμε αναφέρει. Το βάρος της Αγγλικής νομολογίας κλίνει συντριπτικά υπέρ της άποψης ότι μαρτυρία, η οποία προκύπτει μετά το πέρας της δίκης, δεν μπορεί να γίνει δεκτή στο πλαίσιο της περιορισμένης, από τη φύση της δικαιοδοσίας έφεσης, εξουσίας του Εφετείου να δέχεται μαρτυρία. Αποδοχή τέτοιας μαρτυρίας, θα οδηγούσε, επισημαίνεται στη Walter Graham Rowland, (ανωτέρω), στην έναρξη νέας έρευνας, επαγόμενης την κλήση και επανάκληση πολλών μαρτύρων, για την οποία το Εφετείο δεν προσφέρεται. Το Εφετείο, υποδεικνύεται, δεν είναι το δικαστήριο για την κρίση των γεγονότων.Η θέση ότι δεν είναι δεκτή μαρτυρία, η οποία προκύπτει μετά τη δίκη, υιοθετείται, υπό το φως της Αγγλικής νομολογίας, στο σύγγραμμα
Phipson on Evidence, 14th Edition, §13-05 - 13-08.Η μόνη Αγγλική υπόθεση, στην οποία έγινε αναφορά και στην οποία έγινε δεκτή μαρτυρία η οποία προέκυψε μετά τη δίκη, είναι η
Peter Jobling Ditch, (ανωτέρω). Το αίτημα για την προσαγωγή της μαρτυρίας υποβλήθηκε από τον εφεσείοντα, ο οποίος αμφισβητούσε την καταδίκη του. Η μαρτυρία συνίστατο από την ομολογία τρίτου, που εκδηλώθηκε μετά την καταδίκη, ότι εκείνος είχε διαπράξει το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε ο Ditch.Στην άλλη απόφαση, η οποία άπτεται του θέματος,
R v Gilfoyle, (ανωτέρω), επίδικο θέμα δεν ήταν μαρτυρία η οποία προέκυψε μετά την καταδίκη. Οι παρατηρήσεις του Δικαστηρίου επί του θέματος - ότι παρέχεται η δυνατότητα αποδοχής μαρτυρίας που προκύπτει μετά τη δίκη - είναι περιθωριακής σημασίας.Η πλέον σχετική, με την παρούσα, Κυπριακή υπόθεση είναι η
Zevedheos v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 47. Απορρίφθηκε αίτημα για την προσαγωγή στην έφεση μαρτυρίας, που προέκυψε μετά τη δίκη. Αυτή συνίστατο από την κατάθεση μάρτυρα σε δίκη, που είχε διεξαχθεί μεταγενέστερα της δίκης που απέληξε στην καταδίκη του εφεσείοντα. Αξιοσημείωτο είναι ότι το Εφετείο, αγόμενο στην απόφασή του, έκαμε αναφορά, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, στη Thomas, (ανωτέρω), απόσπασμα από την οποία παρατίθεται σ' αυτή. Στο απόσπασμα αυτό υιοθετείται η θέση ότι δεν είναι παραδεκτή η προσαγωγή μαρτυρίας κατ' έφεση, η οποία προκύπτει μετά την έκδοση της απόφασης η οποία εφεσιβάλλεται.Στην Αγαπίου ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), στην οποία ο κ. Κληρίδης έκαμε ιδιαίτερη αναφορά, διαπιστώνεται, υπό το φως της προηγούμενης νομολογίας, ότι το ΄Αρθρο 25(3) του Ν. 14/60 δεν αποβλέπει στην αναμόρφωση του πλαισίου της έφεσης και ότι η εξουσία για την προσαγωγή μαρτυρίας κατ' έφεση έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα. Στην ίδια απόφαση τονίζεται ο πρωταρχικός ρόλος της έφεσης, που δεν είναι άλλος από τη θεώρηση της ορθότητας της απόφασης και της ετυμηγορίας του πρωτόδικου δικαστηρίου
. ρόλος ο οποίος (όπως υποδεικνύεται) δύσκολα συμβιβάζεται με τη λήψη και την αξιολόγηση μαρτυρίας από το ίδιο το Εφετείο. Παραθέτουμε ολόκληρο το σχετικό απόσπασμα, στο οποίο το Δικαστήριο πραγματεύεται το φάσμα της εξουσίας του Εφετείου να δέχεται μαρτυρία κατ' έφεση:- (σελ. 398-399)
Η δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει ως κύριο σκοπό την θεώρηση της ορθότητας της απόφασης και της ετυμηγορίας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Ο ρόλος αυτός δύσκολα συμβιβάζεται με την λήψη και αξιολόγηση μαρτυρίας. Γι' αυτό μαρτυρία μπορεί να ληφθεί μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις και κάτω από τις αυστηρές προϋποθέσεις που έχει καθορίσει η νομολογία. Οι αρχές αυτές αποτέλεσαν το αντικείμενο πολλών δικαστικών αποφάσεων
. Οι αρχές που έχουν καθιερωθεί, συνοψίζονται στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Athinis v. The Republic.*»Οι αρχές που διαγράφονται στην Αγαπίου, (ανωτέρω), προκύπτουν από σειρά προηγούμενων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ερμηνευτικών του ΄Αρθρου 25(3) του Ν. 14/60, ωσαύτως διαφωτιστικών για την εφαρμογή του στο πλαίσιο της Δευτεροβάθμιας Δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου - (βλ.
Stelios Michael Simadhiakos v. The Police, 1961 C.L.R. 64. Yiannakis Kyriacou Pourikkos v. Mehmed Fevzi, 1962 C.L.R. 283. P. I. Kolias v. The Police (1963) 1 C.L.R. 52. Michael Antoni Petri v. The Police (1968) 2 C.L.R. 40. Nicos A. Felekkis v. The Police (1968) 2 C.L.R. 151. Georghios Arestidou v. The Police (1973) 2 C.L.R. 244. Constantinides v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 337. Athinis v. Republic (1989) 2 C.L.R. 9. Athinis v. Republic (1989) 2 C.L.R. 214). Σχετική είναι και η μεταγενέστερη της Αγαπίου απόφαση στη Μάρτιν ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1994) 2 Α.Α.Δ. 29. (Καθοδηγητικές για την ερμηνεία του ΄Αρθρου 25(3) είναι και σειρά αποφάσεων σε πολιτικές εφέσεις, στις οποίες γίνεται εκτενής αναφορά στη, σχετικά, πρόσφατη απόφαση του Εφετείου - Ανδρέου ν. Psaras Shipping Agencies Ltd, Π.Ε. 9265, 20/12/96. Βλ., επίσης, Oleg Blachin άλλως Blochine ν. Αριστείδου, Π.Ε. 8971, 24/2/97.)Η προσαγωγή μαρτυρίας, που δεν υφίστατο κατά το χρόνο διεξαγωγής της δίκης, είναι, εξ αντικειμένου, άσχετη με το αποτέλεσμα της δίκης. Τέτοια μαρτυρία δε θα μπορούσε να επηρεάσει την κρίση της κατηγορίας και τη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου. Επίσης, δεν μπορεί να συσχετισθεί προς τα επίδικα θέματα της έφεσης, που έχουν ως άξονα τη δίκη και το αποτέλεσμά της. Σκοπός της έφεσης είναι η θεώρηση της ορθότητας της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. ΄Οπως και στην Αγγλία
, έτσι και στην Κύπρο, το Εφετείο δεν αποτελεί το δικαστικό βάθρο για την κρίση της κατηγορίας. Μαρτυρία, η οποία προκύπτει μετά τη δίκη, εξ αντικειμένου, δε θα μπορούσε να επηρεάσει το αποτέλεσμά της, εφόσο ήταν αδύνατη η προσαγωγή της ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου που έκρινε την ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου. Αντίθετα, μαρτυρία, η οποία υπήρχε αλλά δεν προσκομίστηκε, θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στο αποτέλεσμα, αν προσαγόταν στη δίκη. Η σημασία της έγκειται στην αποστέρηση του πρωτόδικου δικαστηρίου της ευκαιρίας να την ακούσει και να τη συνεκτιμήσει στη διαμόρφωση της κρίσης του. Η κατάθεση μαρτυρίας, κατ' έφεση, στις εξαιρετικές περιπτώσεις που είναι παραδεκτή, έχει ως λόγο την πλήρωση κενού κατά τη δίκη και την πιθανολόγηση των επιπτώσεων στην απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Ο ρόλος του εφετείου, σ' εκείνη την περίπτωση, περιορίζεται στην αποτίμηση των επιπτώσεων που θα μπορούσε να έχει στην ετυμηγορία του πρωτόδικου δικαστηρίου η προσαγωγή της μαρτυρίας ενώπιόν του.Η προσαγωγή ενοχοποιητικής μαρτυρίας, που προκύπτει μετά τη δίκη, ενώπιον του Εφετείου, μπορεί να έχει μόνο μια δικαιολογία - τη στοιχειοθέτηση νέας πραγματικής βάσης για την καταδίκη του κατηγορουμένου. Αυτό αντίκειται προς την αρχή του κοινού δικαίου, που απαγορεύει την έκθεση του κατηγορουμένου στον κίνδυνο καταδίκης για περισσότερες φορές της μιας (the rule against double jeopardy). Στην Αγγλία, ο κανόνας αυτός μπορεί να τροποποιηθεί, ή ακόμα να παραμεριστεί από το νομοθέτη, όχι όμως στην Κύπρο, όπου κατοχυρώνεται ως θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου. Το ΄Αρθρο 12.2 του Συντάγματος ορίζει
:-«2. Ο απαλλαγείς η καταδικασθείς δεν δικάζεται εκ δευτέρου διά το αυτό αδίκημα. ...»
(Αναφορά στη σχετική αρχή του κοινού δικαίου και στο ΄Αρθρο 12.2 του Συντάγματος γίνεται, μεταξύ άλλων, στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 Α.Α.Δ. 152.)
Η μαρτυρία, που επιδιώκει, με τις αιτήσεις της, η Κατηγορούσα Αρχή να προσαγάγει, εμφανώς σκοπεί στη στοιχειοθέτηση, εκ νέου, των κατηγοριών εναντίον των καταδικασθέντων και, εν πάση περιπτώσει, στην υποστύλωση της καταδίκης, με αναφορά σε μεταγενέστερα γεγονότα. Τα γεγονότα αυτά είναι, αφενός, άσχετα προς την καταδίκη, που είναι το αντικείμενο της έφεσης, και, αφετέρου, απαράδεκτα για τη στοιχειοθέτησή της. Αποδοχή της νέας μαρτυρίας, που η Κατηγορούσα Αρχή επιδιώκει να προσαγάγει, θα μπορούσε να οδηγήσει στο παράδοξο και αντινομικό προς την αρχή του ΄Αρθρου 12.2 - οι λόγοι έφεσης να γίνουν δεκτοί, αλλά οι εφέσεις να απορριφθούν, με βάση το περιεχόμενό της. Αυτό θα ισοδυναμούσε, στην ουσία, με καταδίκη των εφεσειόντων, βάσει του αποτελέσματος δεύτερης δίκης για τη διαπίστωση της ποινικής τους ευθύνης. Η έφεση δε συνιστά δεύτερη δίκη για τη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου.
Οι αιτήσεις απορρίπτονται.
Π.
Δ.
Δ.
/ΜΠ