ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 2 ΑΑΔ 451
19 Δεκεμβρίου, 1997
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΤΟΥΛΟΥΠΟΥ,
Εφεσείουσα,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Aρ. 6284)
Ποινή — Επίθεση κατά παράβαση του Άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Επιβολή δέσμευσης με εγγύηση ΛΚ300 για δύο χρόνια — Παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αξιολογήσει ιατρική και άλλη μαρτυρία σχετική με τα επίδικα θέματα — Οδήγησε σε ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης.
Απόδειξη — Μαρτυρία — Αξιολόγηση μαρτυρίας — Τα πρωτόδικα Δικαστήρια οφείλουν τόσο σε ποινικές όσο και πολιτικές υποθέσεις να αξιολογούν όλη τη μαρτυρία και να προβαίνουν σε διαπιστώσεις επί όλων των αμφισβητουμένων γεγονότων έτσι ώστε η απόφασή τους να παρέχει την απαραίτητη δικαστική κρίση πάνω στα επίδικα θέματα.
Η κατηγορούμενη βρέθηκε ένοχη σε κατηγορία επίθεσης εναντίον της παραπονούμενης και το πρωτόδικο Δικαστήριο τη δέσμευσε με εγγύηση £300 για δύο χρόνια. Άσκησε έφεση προβάλλοντας 13 λόγους έφεσης, οι οποίοι αναφέρονται σε λανθασμένη εφαρμογή από το πρωτόδικο Δικαστήριο του κανόνα της απόδειξης της ενοχής της κατηγορουμένης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, που βασίζεται κυρίως σε διάφορες αντιφάσεις των μαρτύρων κατηγορίας σε συσχετισμό με την εκδοχή που είχε προβάλει η κατηγορούμενη ότι αυτή υπήρξε θύμα επίθεσης από την παραπονούμενη.
Το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση αποφάνθηκε ότι η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αξιολογήσει τη μαρτυρία του γιατρού που εξέτασε την κατηγορούμενη και να καθορίσει την προέλευση των τραυμάτων της κρίνεται εσφαλμένη.
Εφόσον είναι άγνωστο ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης αυτής της μαρτυρίας όσον αφορά την αξιοπιστία της παραπονουμένης, η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ουσιώδης και δεν μπορεί παρά να επηρεάσει την εγκυρότητα της απόφασης.
Η έφεση επιτρέπεται.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Χριστοδούλου κ.ά. v. Αριστοδήμου κ.ά. (1996) 1 A.A.Δ. 552,
Αθανασίου v. Loizias and Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 947.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης.
Έφεση εναντίον της καταδίκης από τη Δέσποινα Tούλουπου η οποία βρέθηκε ένοχη στις 15 Iανουαρίου, 1997 από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Πάφου (Ποινική Yπόθεση Aρ. 8031/94) στην κατηγορία της επίθεσης κατά παράβαση του Άρθρου 242 του Kεφ. 154 και δεσμεύτηκε από Παπαμιχαήλ, E.Δ. με εγγύηση £300 για δύο χρόνια.
Ε. Κορακίδης με Χρ. Μαυρονικόλα, για την Eφεσείουσα.
Ε. Ζαχαριάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: H απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Ηλιάδη.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Γύρω στις 8.00 μ.μ. της 20/5/94 ο Κοινοτάρχης του χωριού Εμπα μετέβηκε μαζί με δύο μέλη της Χωριτικής Αρχής σε ένα δρόμο του χωριού, κατόπιν πληροφορίας ότι ο δρόμος είχε κλείσει. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής τους διαπίστωσαν ότι ο δρόμος είχε κλείσει με ξύλα που είχαν τοποθετηθεί εκεί προηγουμένως. Ενώ ο Κοινοτάρχης και τα μέλη της Χωριτικής Αρχής βρίσκονταν εκεί στο δρόμο, συγκεντρώθηκε ένας αριθμός προσώπων μεταξύ των οποίων η παραπονουμένη με το σύζυγό της και στενούς συγγενείς της όπως επίσης και η κατηγορουμένη. Φαίνεται ότι σχέδιο για διαπλάτυνση του δρόμου επηρέαζε τα σπίτια της παραπονουμένης και της κατηγορουμένης που βρίσκονται σχεδόν το ένα αντίκρυ από το άλλο. Αφού η κατηγορουμένη υπέβαλε μερικές ερωτήσεις στον Κοινοτάρχη ως προς τη διάνοιξη του δρόμου, ακολούθησε μια ανταλλαγή ύβρεων μεταξύ της κατηγορουμένης και της παραπονουμένης που οδήγησε σε συμπλοκή μεταξύ τους. Με την επέμβαση τρίτων η συμπλοκή τερματίστηκε και η παραπονουμένη εγκατέλειψε τη σκηνή. Ήταν η θέση της παραπονουμένης ότι ενώ η κατηγορουμένη εγκατέλειπε τη σκηνή, φώναξε "βαστάξετε μάρτυρες και θα δείτε τι θα τους κάμω" γδέρνοντας ή ξύνοντας τα χέρια της. Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω συμπλοκής καταχωρήθηκε η παρούσα ποινική υπόθεση εναντίον της κατηγορουμένης και μια άλλη ξεχωριστή υπόθεση εναντίον της παραπονουμένης και του συζύγου της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε την εφεσείουσα ένοχη σε κατηγορία επίθεσης εναντίον της παραπονουμένης κατά παράβαση του άρθρου 242 του Κεφ. 154 και τη δέσμευσε με εγγύηση £300 για δύο χρόνια.
Εναντίον της πιο πάνω καταδικαστικής απόφασης η εφεσείουσα άσκησε έφεση προβάλλοντας 13 λόγους έφεσης. Όλοι οι λόγοι αναφέρονται σε λανθασμένη εφαρμογή από το πρωτόδικο Δικαστήριο του κανόνα της απόδειξης της ενοχής της εφεσείουσας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, που βασίζεται κυρίως σε διάφορες αντιφάσεις των μαρτύρων κατηγορίας σε συσχετισμό με την εκδοχή που είχε προβάλει η εφεσείουσα ότι αυτή υπήρξε θύμα επίθεσης από την παραπονουμένη.
Ανεξάρτητα από τους λόγους της έφεσης που έχουν προβληθεί έχουμε εντοπίσει στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ένα βασικό στοιχείο που επηρεάζει άμεσα την εγκυρότητα της πρωτόδικης απόφασης. Τούτο είναι η παράλειψη του Δικαστηρίου να αξιολογήσει τη μαρτυρία του γιατρού Δημητράκη Χαραλαμπίδη (ΜΥ3) που εξέτασε την κατηγορουμένη και να καθορίσει την προέλευση των τραυμάτων της. Ήταν η θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι η κατηγορουμένη είχε αυτοτραυματιστεί σε μια προσπάθεια ενοχοποίησης της παραπονουμένης. Ο γιατρός Δημητράκης Χαραλαμπίδης που εξέτασε την κατηγορουμένη ανέφερε ότι η τελευταία έφερε πρόσφατες εκδορές στο λαιμό, αριστερή μασχάλη, στα πόδια και στις κνήμες. Τα τραύματα αυτά μπορούσαν να είχαν προκληθεί από ανθρώπινα χέρια ή από κάποιο αντικείμενο όπως π.χ. κτενιά. Ο μάρτυς πρόσθεσε ότι τα τραύματα θα μπορούσαν να είχαν προκληθεί από το ίδιο το θύμα. Το σημαντικό αυτό στοιχείο καθώς και άλλη μαρτυρία δεν έτυχε της ορθής αξιολόγησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπου στη σχετική του απόφαση αναφέρει τα ακόλουθα:
"Δέχομαι επίσης σαν αληθινή μαρτυρία το τι ο γιατρός Δ. Χαραλαμπίδης κατέθεσε στο Δικαστήριο παρόλον ότι η μαρτυρία του ήταν σχετική με άλλη υπόθεση και όχι με την παρούσαν. Οτιδήποτε οι μάρτυρες κατηγορίας ανέφεραν και σχετίζεται άμεσα με την ποινική υπόθεση που εκκρεμεί εναντίον της παραπονουμένης στην παρούσαν υπόθεση δεν λαμβάνεται υπόψιν στη διαμόρφωση των πραγματικών γεγονότων της παρούσας υποθέσεως γιατί αφενός μεν κρίνεται άσχετη στα πλαίσια αυτής της υπόθεσης, αφετέρου δε θα επηρέαζε ουσιωδώς πιστεύω την δίκαιην εκδίκασιν της υποθέσεως που εκκρεμεί."
Η μαρτυρία του γιατρού Χαραλαμπίδη καθώς και η υπόλοιπη μαρτυρία που δεν έχει αξιολογηθεί ήταν σχετική με τα επίδικα θέματα της διαδικασίας. Είχε σχέση και με τη μαρτυρία της παραπονουμένης. Η αξιολόγηση της ήταν απαραίτητη για την επίλυση των επίδικων θεμάτων. Επρόκειτο για μαρτυρία η οποία ήταν αποδεκτή σύμφωνα με το δίκαιο της απόδειξης.
Τα πρωτόδικα δικαστήρια οφείλουν, τόσο σε ποινικές όσο και πολιτικές υποθέσεις, να αξιολογούν όλη τη μαρτυρία και να προβαίνουν σε διαπιστώσεις πάνω σε όλα τα αμφισβητούμενα γεγονότα έτσι ώστε η απόφασή τους να περιέχει την απαραίτητη δικαστική κρίση πάνω στα επίδικα θέματα. (Βλ. Χριστοδούλου κ.α. ν. Αριστοδήμου κ.α., Πολιτική Εφεση αρ. 8764, ημερομηνίας 24/5/96.)
Η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αξιολογήσει την πιο πάνω μαρτυρία, για το λόγο που έχει επικαλεσθεί, κρίνεται εσφαλμένη.
Εφόσον είναι άγνωστο ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης αυτής της μαρτυρίας όσον αφορά την αξιοπιστία της παραπονουμένης, η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ουσιώδης και δεν μπορεί παρά να επηρεάσει την εγκυρότητα της απόφασης. (Αθανασίου ν. Loizias and Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 947).
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω έχουμε προβληματιστεί κατά πόσο θα έπρεπε να διατάξουμε την επανεκδίκαση της υπόθεσης. Όμως μετά από μια εκτίμηση της φύσης της σχετικής καταγγελίας, του χρόνου που έχει περάσει και την ταλαιπωρία την οποία πιθανό να υποστεί η εφεσείουσα με μια διαταγή για επανεκδίκασή της υπόθεσης, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι επανεκδίκαση της υπόθεσης δε θα ήταν η ορθή διαδικασία κάτω από τις περιστάσεις. Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται.
H έφεση επιτρέπεται.