ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 2 ΑΑΔ 373
22 Οκτωβρίου, 1997
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Eφεσείων,
ν.
ΣΤΕΦΑΝΟY ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΠΕΡΑΤΙΚΟY,
Eφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Aρ. 6342)
Ποινή — Πρόκληση κακόβουλης ζημιάς κατά παράβαση του Άρθρου 324(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Επίθεση που προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση του Άρθρου 243 του Κεφ. 154 — Παραδοχή — Κατηγορούμενος νεαράς ηλικίας με σεξουαλικά προβλήματα — Έκθεση Γραφείου Ευημερίας — Παρακολούθηση από κυβερνητικό ψυχολόγο και υποβολή σε ψυχοθεραπεία με θετικά αποτελέσματα — Τρεις παρόμοιες υποθέσεις λήφθηκαν υπόψη — Επιβολή προστίμου ΛΚ200 σε κάθε κατηγορία και οκτώ μηνών φυλάκισης με τριετή αναστολή επίσης σε κάθε κατηγορία — Παραμερισμός της επιβληθείσας ποινής και αντικατάστασή της με ποινή άμεσης φυλάκισης 4 μηνών σε κάθε κατηγορία.
Ποινή — Αναστολή ποινής φυλάκισης — Διακριτική ευχέρεια — Εσφαλμένη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την άσκηση της εξουσίας που του παρέχει ο περί Υφ' Όρον Αναστολής της Eκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972 (N. 95/72 )— Διαταγή για αναστολή της ποινής πριν από την επιβολή συγκεκριμένης ποινής φυλάκισης — Η άμεση σύνδεση της επιβολής της ποινής φυλάκισης με τη δυνατότητα αναστολής της δεν είναι επιτρεπτή — Ποιοι παράγοντες λαμβάνονται υπόψη αναφορικά με τη δυνατότητα αναστολής ποινής φυλάκισης.
Ποινή — Επιμέτρηση — Μετριαστικοί παράγοντες — Μεταμέλεια — Η παραδοχή διάπραξης αδικήματος δεν ισοδυναμεί με την έμπρακτη μεταμέλεια του κατηγορουμένου.
Στις 5.5.97, ο κατηγορούμενος επιτέθηκε με αιχμηρό αντικείμενο στην παραπονούμενη ενώ αυτή περπατούσε σε δρόμο στην Κάτω Πάφο, προκαλώντας της μικρή εκδορά στο δεξιό μηρό. Παραδέχθηκε ενοχή και ζήτησε να ληφθούν υπόψη στην επιβολή της ποινής άλλες τρεις υποθέσεις που εκκρεμούσαν εναντίον του, τα γεγονότα των οποίων επίσης αφορούσαν επίθεση εναντίον τριών ανύποπτων γυναικών που περπατούσαν σε δρόμους της Κάτω Πάφου προκαλώντας τους σωματικά τραύματα με αιχμηρά αντικείμενα. Καταδικάστηκε σε ΛΚ200 πρόστιμο σε κάθε κατηγορία και σε 8 μήνες φυλάκιση σε κάθε μια απ' αυτές με τριετή αναστολή. Ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε έφεση κατά της ποινής επειδή:
(α) Το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε πρώτα να αποφασίσει το ύψος της ποινής φυλάκισης και μετά να εξετάσει τη δυνατότητα αναστολής της και
(β) Η αναστολή της ποινής δεν εδικαιολογείτο έχοντας υπόψη τη σοβαρότητα της υπόθεσης, την ύπαρξη μιας προηγούμενης καταδίκης και την έλλειψη μεταμέλειας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι:
(α) Το Δικαστήριο προτού καταλήξει σε συμπεράσματα αναστολής εκτέλεσης μιας ποινής φυλάκισης πρέπει:
(1) Να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται ποινή φυλάκισης.
(2) Αν αποφασίσει ότι ενδείκνυται η επιβολή ποινής φυλάκισης τότε θα πρέπει να καθορίσει το ύψος της ποινής.
(3) Αν το ύψος της ποινής δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια, τότε το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να εξετάσει κατά πόσο η ποινή φυλάκισης μπορεί να ανασταλεί.
Στην παρούσα περίπτωση εφόσο δεν είχε επιβληθεί καμιά συγκεκριμένη ποινή φυλάκισης, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να εξασκήσει την εξουσία του για αναστολή της ποινής.
(β) Η αναστολή της ποινής και αν γινόταν ορθά δεν ήταν δικαιολογημένη υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης.
(γ) Η αναστολή ποινής φυλάκισης δεν μπορεί να προβάλλεται ως εναλλακτικό μέτρο τιμωρίας του κατηγορουμένου.
Η επιβληθείσα ποινή παραμερίζεται και ο κατηγορούμενος καταδικάζεται σε ποινές άμεσης φυλάκισης 4 μηνών στην πρώτη κατηγορία και 4 μηνών στη δεύτερη κατηγορία, οι οποίες θα συντρέχουν.
Η έφεση επιτρέπεται.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας v. Φανιέρου (1996) 2 A.A.Δ. 303,
Λιασίδης v. Αστυνομίας (1997) 2 A.A.Δ. 94,
Γενικός Εισαγγελέας v. Θεοδώρου (1997) 2 A.A.Δ. 1,
Τσιολής v. Δημοκρατίας (1981) 2 A.A.Δ. 231,
Αλεξάνδρου v. Αστυνομίας (1969) 2 A.A.Δ. 165,
Βουδάσκας v. Αστυνομίας (1967) 2 A.A.Δ. 104.
Έφεση για Aνεπάρκεια Ποινής.
Έφεση από το Γενικό Eισαγγελέα για ανεπάρκεια της ποινής που επιβλήθηκε από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Πάφου (Ποινική Yπόθεση Aρ. 3987/97) στις 3 Iουνίου, 1997 στο Στέφανο Γιαννάκη Περατικό ο οποίος παραδέκτηκε σε κατηγορίες πρόκλησης ζημιάς κατά παράβαση του Άρθρου 324(1) του Kεφ. 154 και επίθεσης που προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση του Άρθρου 243 του Kεφ. 154 και καταδικάστηκε από Παπαμιχαήλ, E.Δ. σε £200 πρόστιμο σε κάθε κατηγορία και σε 8 μήνες φυλάκιση με τριετή αναστολή σε κάθε μια από αυτές.
Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Eφεσείοντα.
Σωφρονίου, για τον Eφεσίβλητο.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.
(ex tempore)
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Κατόπιν παραδοχής του σε κατηγορίες πρόκλησης κακόβουλης ζημιάς κατά παράβαση του άρθρου 324(1) του Κεφ. 154 και επίθεσης που προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση του άρθρου 243 του Κεφ. 154 και αφού ζήτησε να ληφθούν υπόψη άλλες τρεις παρόμοιες υποθέσεις, το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου καταδίκασε τον εφεσίβλητο σε "£200 πρόστιμο σε κάθε κατηγορία και σε 8 μήνες φυλάκιση σε κάθε μια από αυτές με τριετή αναστολή."
Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ενώ η παραπονουμένη, που ήταν επισκέπτρια από την Αγγλία, περπατούσε γύρω στις 8.00 μ.μ. της 5/5/97 σε δρόμο στην Κάτω Πάφο, ο εφεσίβλητος της επιτέθηκε με αιχμηρό αντικείμενο προκαλώντας της μια μικρή εκδορά στο δεξιό μηρό. Ο εφεσίβλητος ζήτησε και λήφθηκαν υπόψη στην επιβολή της ποινής άλλες τρεις υποθέσεις που εκκρεμούσαν εναντίον του, τα γεγονότα των οποίων είναι παρόμοια με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Και στις τρεις αυτές υποθέσεις ο εφεσίβλητος επιτέθηκε εναντίον τριών ανύποπτων γυναικών που περπατούσαν σε δρόμους της Κάτω Πάφου προκαλώντας σε αυτές σωματικά τραύματα με τη χρήση αιχμηρών αντικειμένων. Στις 6/5/97 κατόπιν πληροφοριών ανακρίθηκε ο εφεσίβλητος που παραδέχθηκε τη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων.
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας της 9/5/97, μετά την παραδοχή του εφεσιβλήτου, το Δικαστήριο αφού τόνισε ότι τα αδικήματα ήταν σοβαρότατα προχώρησε και εξέτασε τα προσωπικά περιστατικά του εφεσιβλήτου. Αφού έλαβε υπόψη τα ελαφρυντικά που είχαν τεθεί ενώπιόν του, ιδιαίτερα το νεαρό της ηλικίας του εφεσιβλήτου, τη θεληματική του κατάθεση, τη μεταμέλεια του και το γεγονός ότι εμφανιζόταν ενώπιον Δικαστηρίου για πρώτη φορά, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πιο πάνω λόγοι ήταν παράγοντες που είχαν άμεση σχέση με την ποινή που θα επιβαλλόταν, που δεν μπορούσε να ήταν άλλη από ποινή φυλάκισης. Προς τούτο το πρωτόδικο Δικαστήριο, προτού αποφασίσει ως προς το είδος της ποινής που θα επέβαλλε, τόνισε στην απόφαση του τα εξής:
"Οι λόγοι για τους οποίους θα αναστείλω την ποινή φυλάκισης την οποία θα επιβάλω στον κατηγορούμενο είναι λόγοι που έχουν σχέση με το ψυχική του υγεία."
Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στον καθορισμό της ποινής λέγοντας ότι,
"Κάτω από αυτές τις περιστάσεις που προσπάθησα να εξηγήσω θεωρώ ότι η πιο κατάλληλη ποινή για τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος είναι μια σύνθετη ποινή χρηματική και ποινή φυλάκισης με αναστολή και ως εκ τούτου, ο κατηγορούμενος στην υπόθεση 3987/97 καταδικάζεται, λαμβανομένων υπόψη των υποθέσεων 3988/97 μέχρι 3990/97, σε £200 πρόστιμο στην κάθε κατηγορία και σε 8 μήνες φυλάκιση στην κάθε μια από αυτές με τριετή αναστολή."
Ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε έφεση κατά της ποινής επειδή
(1) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε πρώτα να αποφασίσει το ύψος της ποινής φυλάκισης και μετά να εξετάσει τη δυνατότητα αναστολής της και
(2) Η αναστολή της ποινής δεν εδικαιολογείτο έχοντας υπόψη τη σοβαρότητα της υπόθεσης, την ύπαρξη μιας προηγούμενης καταδίκης και την έλλειψη μεταμέλειας.
ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ
Η αναστολή ποινής φυλάκισης καθορίζεται με τις πρόνοιες του περί Υφ' Ορον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου αρ. 95/72. Το άρθρο 3(1) (πριν από την τροποποίησή του με το Νόμο 41(1)/97) προνοεί ότι,
"3.-(1) Οσάκις Δικαστήριον επιβάλλη ποινήν φυλακίσεως μη υπερβαίνουσαν τα δύο έτη, τούτο δύναται να διατάξη όπως η ποινή μη εκτελεσθή εκτός εάν, διαρκούσης της εν τω διατάγματι οριζομένης τριετούς περιόδου από της ημέρας της εκδόσεως του διατάγματος (εν τω παρόντι Νόμω αναφερομένης ως "περίοδος εφαρμογής του διατάγματος"), ο καταδικασθείς ήθελε διαπράξει έτερον αδίκημα τιμωρούμενον διά φυλακίσεως και μετά την τοιαύτην διάπραξιν αρμόδιον δικαστήριον ήθελε διατάξει συμφώνως προς το άρθρον 4 όπως η αρχική ποινή εκτελεσθή."
Από τη φρασεολογία των πιο πάνω εξυπακούεται ότι το Δικαστήριο προτού καταλήξει σε συμπέρασμα αναστολής εκτέλεσης μιας ποινής φυλάκισης θα πρέπει,
(α) Να εξετάσει όλα τα γεγονότα που έχουν παρουσιαστεί ενώπιόν του και από τις δύο πλευρές και να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η επιβολή ποινής φυλάκισης,
(β) Αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι ενδείκνυται η επιβολή ποινής φυλάκισης τότε θα πρέπει να καθορίσει το ύψος της ποινής λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα και τα περιστατικά του αδικήματος, όπως επίσης και τα ελαφρυντικά του κατηγορουμένου και
(γ) Αν το ύψος της ποινής δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια τότε το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να εξετάσει το ερώτημα κατά πόσο η ποινή φυλάκισης μπορεί να ανασταλεί, εφόσον κρίνει ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. (Ίδε Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρος, Ποινική Εφεση 6235 της 12/12/96. Οι ίδιες αρχές εφαρμόζονται και στην Αγγλία όπου έχουν πάρει νομοθετικό μανδύα με τις πρόνοιες του άρθρου 22(2) του Νόμου The Powers of Criminal Courts 1973. Ίδε επίσης D.A. Thomas "Principles of Sentencing", 2η Έκδοση, 240).
Οι πιο πάνω κατευθυντήριες γραμμές εφαρμόστηκαν σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου τονίστηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αναστείλει μια ποινή φυλάκισης αλλά μέσα σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να αποκλείεται ο συσχετισμός της επιβολής της ποινής φυλάκισης με τη δυνατότητα αναστολής. Τα δύο θέματα είναι ξεχωριστά. Η αναστολή μιας ποινής φυλάκισης δεν μπορεί να προβάλλεται ως εναλλακτικό μέτρο τιμωρίας του κατηγορουμένου. (Ιδε Λιασίδης ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 6257 της 14/4/97, Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρος (πιο πάνω) και Γενικός Εισαγγελέας ν. Θεοδώρου, Ποινική Έφεση 6157 της 7/1/97).
Στην παρούσα περίπτωση η προσέγγιση του Δικαστηρίου ήταν λανθασμένη αφού παρέλειψε να ακολουθήσει την ορθή διαδικασία. Εφόσο δεν είχε επιβληθεί καμιά συγκεκριμένη ποινή φυλάκισης, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να προχωρήσει και να εξασκήσει την εξουσία που του παρέχει ο Νόμος για αναστολή της ποινής. Η προσέγγισή του για μια "σύνθετη ποινή χρηματική και ποινή φυλάκισης" ήταν άκρως λανθασμένη αφού δεν επιτρέπεται η άμεση σύνδεση της επιβολής ποινής φυλάκισης με τη δυνατότητα αναστολής.
Συνεπακόλουθα η σχετική απόφαση ακυρώνεται.
Ο δεύτερος λόγος προσβολής της ποινής που επιβλήθηκε είναι ότι η αναστολή της ποινής δεν εδικαιολογείτο έχοντας υπόψη τη σοβαρότητα των αδικημάτων, την ύπαρξη προηγούμενης καταδίκης και την έλλειψη μεταμέλειας. Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι το Δικαστήριο δεν εκτίμησε δεόντως τη σοβαρότητα των αδικημάτων αφού υπάρχει μόνο μια φραστική αναφορά στη σοβαρότητα, ότι δεν έλαβε υπόψη την ύπαρξη προηγούμενης καταδίκης του εφεσίβλητου σε ποινή φυλάκισης γιατί αρνήθηκε να καταταγεί στις τάξεις της Εθνικής Φρουράς και ότι λανθασμένα έλαβε υπόψη την ύπαρξη μεταμέλειας.
Όπως έχει νομολογιακά καθιερωθεί οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη στο ερώτημα αν μια ποινή φυλάκισης μπορεί να ανασταλεί είναι,
(1) Η σοβαρότητα των περιστατικών και οι λόγοι που ώθησαν στη διάπραξη του αδικήματος,
(2) Το μητρώο του κατηγορουμένου ως δείκτης για την ανάγκη αποτροπής και
(3) Η διαγωγή του κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ιδιαίτερα η παρουσία στοιχείων μεταμέλειας.
(Ίδε Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρος, (πιο πάνω)).
Η σοβαρότητα των αδικημάτων στην παρούσα υπόθεση προσδιορίζεται από την ποινή φυλάκισης μέχρι 3 χρόνια που προβλέπεται για την κάθε κατηγορία. Είναι ορθό ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του αναφέρει ότι τα αδικήματα "είναι σοβαρότατα" αφού τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης μέχρι τρία χρόνια, αλλά είναι εξίσου ορθό ότι παρά την αναγνώριση της σοβαρότητας του αδικήματος στην πραγματικότητα ο παράγων αυτός δεν προσμέτρησε. Εκτός από την πιο πάνω αναφορά δεν υπάρχει τίποτε άλλο στην απόφαση που να αποδεικνύει ότι η σοβαρότητα λήφθηκε υπόψη ιδιαίτερα στο σκέλος εκείνο της απόφασης που καταλήγει στο είδος και ύψος της ποινής.
Αναφορικά με τη μεταμέλεια του εφεσίβλητου το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφασή του ότι παράγοντες που έχουν άμεση σχέση με την ποινή που θα επιβαλλόταν συμπεριλάμβαναν την άμεση συνεργασία του, τη θεληματική του κατάθεση και τη μετάνοιά του. Τα αδικήματα διεπράχθηκαν από τις 29/4/97 μέχρι και τις 7/5/97. Ο κατηγορούμενος ανακρίθηκε, κατόπιν πληροφοριών, στις 6/6/97 και παραδέχθηκε τη διάπραξη των αδικημάτων. Από τα πρακτικά του σχετικού φακέλου δε φαίνεται ότι εκδηλώθηκε οποιαδήποτε έμπρακτη μεταμέλεια εκ μέρους του κατηγορουμένου και δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά για μεταμέλεια στην αγόρευση του δικηγόρου του προς μετριασμό της ποινής. Δεχόμαστε ότι όταν ανακρίθηκε παραδέχθηκε τη διάπραξη των αδικημάτων. Όμως η παραδοχή ενός αδικήματος απέχει από την έμπρακτη μεταμέλεια που εκφράζεται για τη διάπραξη του αδικήματος.
Ο εφεσίβλητος δε βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες αλλά δεν αμφισβητείται ότι τα αδικήματα τα οποία διέπραξε είναι αρκετά σοβαρά. Ο τρόπος διάπραξης τους είναι καταδικαστέος. Χωρίς να υπάρχει κανένας σοβαρός λόγος, ο εφεσίβλητος διέπραξε μια σειρά επιθέσεων εναντίον ανύποπτων γυναικών που είχαν την ατυχία να περπατούν σε δρόμους όπου καραδοκούσε για να ικανοποιήσει τις παράνομες προθέσεις του. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διεπράχθηκαν τα αδικήματα που έθεσαν τα θύματα σε κατάσταση τρόμου και η πρόκληση σωματικών τραυμάτων είναι στοιχεία που δεν μπορούν να παραγνωριστούν. Με βάση τα πιο πάνω βρίσκουμε ότι η αναστολή της ποινής, και αν γινόταν ορθά, δεν ήταν δικαιολογημένη κάτω από τις περιστάσεις.
Εφόσον έχει παραμεριστεί η αρχική ποινή το Ποινικό Εφετείο έχει υποχρέωση να καθορίσει την αρμόζουσα ποινή.
Όπως φαίνεται από την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, που έχει κατατεθεί εκ συμφώνου ως τεκμήριο, ο εφεσίβλητος (που είναι ένα από τα έξι παιδιά μιας οικογένειας που προέρχεται από την Αμμόχωστο) φοίτησε μέχρι τη Γ΄τάξη του Γυμνασίου και ακολούθως, αφού ακολούθησε τεχνική κατεύθυνση στον κλάδο της ηλεκτρολογίας, εργαζόταν μαζί με τα άλλα μέλη της οικογένειας του σε οικογενειακή εταιρεία ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων που είχε ιδρύσει ο πατέρας του. Ο εφεσίβλητος άρχισε να παρουσιάζει προβλήματα που είχαν σχέση με το σεξουαλικό τομέα. Παρουσίαζε τάσεις ηδονοβλεψίας και ενοχλούσε κοπέλες ενώ ταυτόχρονα διατηρούσε ένα δεσμό με μια συγκεκριμένη κοπέλα. Μετά την αποφυλάκιση του το 1996 τα προβλήματα αυξήθηκαν και οι γονείς του αναγκάστηκαν να το διώξουν από το σπίτι. Ο εφεσίβλητος μετακόμισε στο σπίτι της οικογένειας της φίλης του, όμως οι σχέσεις τους δεν ήταν καλές αφού ο εφεσίβλητος ήταν βίαιος μαζί της, μέχρι που επακολούθησε η διάπραξη των αδικημάτων τα οποία έχει παραδεχθεί. Μετά τη διάπραξη των αδικημάτων οι γονείς δέχθηκαν την επιστροφή του κατηγορουμένου στο οικογενειακό σπίτι και ο ίδιος παρακολουθείται από Κυβερνητική Ψυχολόγο και υποβάλλεται σε ψυχοθεραπεία με θετικά αποτελέσματα. Δεν παραγνωρίζουμε την πρόθεση του εφεσίβλητου να αλλάξει τρόπο ζωής. Αντίθετα το Δικαστήριο επιθυμεί να τον ενθαρρύνει και δεν έχουμε καμιά αμφιβολία ότι σε περίπτωση επιβολής άμεσης ποινής φυλάκισης οι Αρχές των φυλακών θα του παράσχουν κάθε δυνατή ιατρική βοήθεια σε μια προσπάθεια να επανέλθει ως μια υγιής μονάδα, μετά την έκτιση της ποινής του, μέσα στο κοινωνικό σύνολο. (Ιδε Τσιολής ν. Δημοκρατίας (1981) 2 C.L.R. 231, Αλεξάνδρου ν. Αστυνομίας (1969) 2 C.L.R. 165 και Βουδάσκας ν. Αστυνομίας (1967) 2 C.L.R. 104).
Έχουμε εξετάσει πολύ προσεκτικά όλες τις πτυχές της υπόθεσης και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αρμόζουσα ποινή είναι εκείνη της άμεσης φυλάκισης. Η επιβληθείσα ποινή παραμερίζεται. Ο κατηγορούμενος καταδικάζεται σε ποινές φυλάκισης 4 μηνών στην α΄ κατηγορία και 4 μηνών στη β΄ κατηγορία. Οι ποινές θα συντρέχουν.
H έφεση επιτρέπεται.