ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 2 ΑΑΔ 17
21 Ιανουαρίου, 1997
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΝΔΡΕΑ ΑΕΡΟΠΟΡΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6137)
Ποινή — Επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά παράβαση τον Άρθρου 243 τον Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Δύο προηγούμενες καταδίκες — Πρόκληση— Παραδοχή — Επιβολή ποινής φυλάκισης 45 ημερών με αναστολή — Επικυρώθηκε.
Ποινή — Ανεπάρκεια — Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155, Άρθρο 137(1)(β) — Εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα να ασκήσει έφεση σε απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου για ανεπάρκεια της ποινής — Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου η ανεπάρκεια της ποινής είναι έκδηλη — Εφαρμοστέα κριτήρια για προσδιορισμό έκδηλης ανεπάρκειας.
Ποινή — Μετριαστικοί παράγοντες — Παραδοχή — Όταν γίνει στο τέλος της διαδικασίας, ενέχει μηδαμινή σημασία.
Ποινή — Μετριαστικοί παράγοντες — Πρόκληση — Εφαρμοστέες αρχές.
Ποινή — Μετριαστικοί παράγοντες — Προηγούμενες καταδίκες — Η ύπαρξή τους τείνει να μειώσει σε κάποιο βαθμό, την επιείκεια που μπορεί να επιδειχθεί.
Το αδίκημα διαπράχθηκε στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού, όπου ο εφεσίβλητος και ο παραπονούμενος τελούσαν υπό νόμιμη κράτηση ως ύποπτοι για τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων. Ο παραπονούμενος, ο οποίος ήταν αλλοδαπός, στην προσπάθεια του να αποφύγει το κτύπημα (χαστούκι) του εφεσίβλητου, προωθήθηκε προς τα πίσω και κτύπησε το πίσω μέρος της κεφαλής του σε κάγκελο του κελιού, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί καρούμπαλο.
Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι υπήρξε πρόκληση από πλευράς παραπονουμένου λόγω άσεμνων χειρονομιών εναντίον της συζύγου του, όταν αυτή πήγε να τον επισκεφθεί. Το γεγονός των άσεμνων χειρονομιών ανέφερε στον εφεσίβλητο, ο μάρτυρας υπεράσπισης, μετά το πέρας της επίσκεψης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η πρόκληση συνιστούσε ισχυρό ελαφρυντικό παράδειγμα. Η παραδοχή του εφεσίβλητου, παρόλο ότι εκδηλώθηκε σε πολύ προχωρημένο στάδιο, θεωρήθηκε επίσης ως ελαφρυντικός παράγων.
Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης 45 ημερών με αναστολή ως έκδηλα ανεπαρκή και ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρξε πρόκληση από πλευράς παραπονουμένου όπως αυτή είναι γνωστή στο δίκαιο. Επίσης ότι, στην παρούσα περίπτωση η αρμόζουσα ποινή ήταν η αποτρεπτική ποινή.
Το Εφετείο απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
Η επιβολή αποτρεπτικής ποινής εξαρτάται από τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης.
Η κατηγορούσα αρχή δεν αμφισβήτησε ότι ο εφεσίβλητος βρισκόταν σε κατάσταση στην οποία λειτουργούσε πρόκληση. Το κατά πόσο υπάρχει ή όχι πρόκληση αποτελεί θέμα πραγματικό, προδιαγεγραμμένο όμως νομικά από τις ιδιότητες που το συνθέτουν. Η επανάκτηση της ψυχραιμίας, ως θέμα πραγματικό, εξαρτάται από όλες τις περιστάσεις και δεν περιορίζεται μόνο στην καθαυτό χρονική έκταση. Εκείνο που έχει σημασία είναι η κατάληξη περί πρόκλησης και όχι τα στοιχεία που προτείνονται ως συστατικά της.
Τα στοιχεία που προσμέτρησαν στην επιβολή ποινής φυλάκισης ήταν αφενός ο ευαίσθητος χώρος στον οποίο διενεργήθηκε η επίθεση και αφ' ετέρου το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου.
Η αναφερθείσα πρόκληση μπορούσε εύλογα να δικαιολογήσει την αναστολή της επιβληθείσας ποινής.
Η επιβληθείσα ποινή ευρίσκετο εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έκδηλα ανεπαρκής.
Η έφεση απορρίπτεται.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303,
Duffy [1949] 1 All E.R. 932,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου άλλως Μαλέγκου (1994) 2 ΑΛΛ. 1,
Δημοκρατία ν. Πέπη (1990) 2 Α.Α.Δ. 24,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Σατανά και Άλλου (1996) 2 Α.Α.Δ. 257.
Έφεση για ανεπάρκεια Ποινής.
Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για ανεπάρκεια της ποινής που επιβλήθηκε στον Ανδρέα Αεροπόρου, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 12 Μαρτίου, 1996 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (Ποινική Υπόθεση Αρ. 15269/95) μετά από παραδοχή του, στην κατηγορία της επίθεσης η οποία προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση του Άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και καταδικάστηκε από Πογιατζή Ε.Δ. σε φυλάκιση 45 ημερών με αναστολή.
Π. Κληρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Ρ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσίβλητο.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος παραδέχθηκε κατηγορία για επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 45 ημερών με αναστολή. Ο Γενικός Εισαγγελέας προσβάλλει την ποινή ως ανεπαρκή. Ο λόγος έφεσης διατυπώνεται ως εξής:
"Η ποινή που επιβλήθηκε είναι παντελώς ανεπαρκής γιατί δεν είναι ικανοποιητική για την τιμωρία του εφεσίβλητου και/ή την αναμόρφωση του και/ή για την αποτροπή διάπραξης παρομοίων αδικημάτων από άλλους."
Το άρθρο 137(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, παρέχει στον Γενικό Εισαγγελέα δικαίωμα να ασκήσει έφεση από απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου "για το λόγο ότι η ποινή ήταν ανεπαρκής". Αυτό το δικαίωμα εντάσσεται στο πλαίσιο που καθορίζει το άρθρο 25(2) και (3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60). Το δικαιοδοτικό έρεισμα για προσβολή ποινής ως ανεπαρκούς πρέπει όμως να διακρίνεται από τους λόγους που μπορεί να προταθούν και να δικαιολογούν την επέμβαση του Εφετείου. Το πεδίο προσβολής της ποινής είτε ως ανεπαρκούς είτε ως υπερβολικής είναι, από άποψης θεματολογίας, ευρύ. Συνοψίστηκε, με αναφορά σε παλαιότερη νομολογία, στη Philippou ν. Republic (1983) 2 C.L.R. 245 (στις σελ. 249-250). Πάντως στην έφεση απασχολούν μόνο τα όσα τίθενται με τους διατυπωθέντες λόγους. Υπενθυμίζουμε ότι στο εδάφιο (3) του άρθρου 137 διαλαμβάνεται ότι η ειδοποίηση έφεσης "εκθέτει πλήρως τους λόγους επί τους οποίους αυτή βασίζεται".
Ως προς τα όρια της δυνατότητας επέμβασης του Εφετείου εκεί όπου εγείρεται ζήτημα ανεπάρκειας της ποινής, αυτά εκτίθενται ευσύνοπτα στην πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Λουκά Φανιέρου, Ποιν. Έφ. 6235, ημερ. 12 Δεκεμβρίου 1996. Το απόσπασμα που ακολουθεί βρίσκεται στη σελ. 6:
"Η έφεση δεν διανοίγει το πεδίο για τον επανακαθορισμό της ποινής από το Εφετείο. Ο καθορισμός της ανάγεται στο πρωτόδικο δικαστήριο. Αποβλέπει η έφεση στη διαπίστωση της ορθότητας της ποινής, βάσει των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της. Το Εφετείο δεν υποκαθιστά το πρωτόδικο Δικαστήριο. Γι' αυτό, δεν υπεισέρχεται η υποκειμενική του κρίση για την τιμωρία, στη θεώρηση της επάρκειάς της. Μόνο όπου η ανεπάρκεια της ποινής έχει αντικειμενικό έρεισμα, είναι έκδηλη, παρέχεται πεδίο για επέμβαση. Τα κριτήρια για τον προσδιορισμό της έκδηλης ανεπάρκειας ή υπερβολικότητας της ποινής εξετάζονται σε πολλές αποφάσεις μεταξύ των οποίων και η Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245 και η Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525 ...."
Σε ό,τι αφορά τις ανάγκες της παρούσας υπόθεσης, προλογίζουμε με τα ακόλουθα. Ο εφεσίβλητος αρχικά δεν παραδέχθηκε ενοχή. Ακολούθησε η διεξαγωγή δίκης. Η κατηγορούσα αρχή παρουσίασε την υπόθεση της και ο εφεσίβλητος, αφού κλήθηκε σε απολογία, κατέθεσε ενόρκως και κάλεσε ένα μάρτυρα. Με τη μαρτυρία του ο εφεσίβλητος παραδέκτηκε ό,τι του καταλογιζόταν αλλά εξήγησε πως ενήργησε ως αποτέλεσμα πρόκλησης. Έπειτα, ο μάρτυρας υπεράσπισης εξέθεσε τις περιστάσεις οι οποίες προβάλλονταν ως στοιχειοθετούσες την πρόκληση. Ενώ λοιπόν η δίκη πλησίαζε προς το τέλος, ο εφεσίβλητος, με την άδεια του δικαστηρίου, άλλαξε απάντηση.
Με αυτή την εξέλιξη θα έπρεπε βέβαια εν συνεχεία η κατηγορούσα αρχή να εξέθετε τα γεγονότα. Δεν το έπραξε όμως και το δικαστήριο δεν το ζήτησε. Είναι προφανές ότι τα γεγονότα θεωρήθηκαν από όλους αυτονόητα ενόψει της προσαχθείσας μαρτυρίας. Από την οποία προέκυπταν δύο βασικοί άξονες. Ο ένας ήταν η διενεργηθείσα επίθεση. Και ο άλλος ήταν το περιστατικό που προηγήθηκε. Ο συνήγορος του εφεσίβλητου, κατά την αγόρευσή του για μετριασμό της ποινής, αναφέρθηκε με ιδιαίτερη έμφαση σε ό,τι θεωρούσε ως την πρόκληση που οδήγησε στην επίθεση. Ο τότε συνήγορος της κατηγορούσας αρχής δεν εξέφρασε αντίρρηση σε αυτή τη θέση. Δεν προέκυψε δηλαδή, εν τέλει, οποιαδήποτε σύγκρουση μεταξύ της κατηγορούσας αρχής και της υπεράσπισης αναφορικά με τα γεγονότα. Το δικαστήριο στην απόφασή του για την ποινή αναφέρθηκε στα γεγονότα "όπως έχουν γίνει παραδεκτά ή δεν έχουν αμφισβητηθεί από τις δυο πλευρές". Τα οποία συνοψίζουμε στη συνέχεια.
Στις 11 Ιανουαρίου 1995, ο εφεσίβλητος τελούσε υπό νόμιμη κράτηση στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού ως ύποπτος για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος. Το ίδιο και διάφορα άλλα άτομα για διαφορετικά αδικήματα. Ανάμεσά τους ήταν και ο παραπονούμενος. Επρόκειτο περί αλλοδαπού. Κατά τις 3.30-4.00 μ.μ. επισκέφθηκε τον εφεσίβλητο η σύζυγος του με το παιδί τους, ηλικίας 4 ετών. Σε κάποιο στάδιο, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, ο παραπονούμενος προέβη, χωρίς να γίνει αντιληπτός από τον εφεσίβλητο, σε άσεμνες χειρονομίες εναντίον της συζύγου του εφεσίβλητου. Μετά το πέρας της επίσκεψης και αφού οι κρατούμενοι οδηγήθηκαν από τον ευρύτερο χώρο του κρατητηρίου στα ιδιαίτερα κελιά τους, ο μάρτυρας υπεράσπισης ανέφερε στον εφεσίβλητο για τις άσεμνες χειρονομίες. Του οποίου τότε η αγανάκτηση προκάλεσε επιθετικότητα. Μόνο που δεν βρήκε αμέσως διέξοδο λόγω του εγκλεισμού. Γύρω στις 7.00 μ.μ., ανοίχθηκαν οι πόρτες των κελιών οπότε ο εφεσίβλητος κατευθύνθηκε προς το παρακείμενο κελί του παραπονουμένου. Τον συνάντησε στο διάδρομο ακριβώς έξω από το κελί. Τον ερώτησε γιατί προέβη στις άσεμνες χειρονομίες και σχεδόν αμέσως τον κτύπησε. Το κτύπημα προοριζόταν ως χαστούκι αλλά ο παραπονούμενος προστατεύτηκε προτάσσοντας τα χέρια του. Προωθήθηκε όμως ταυτόχρονα προς τα πίσω και κτύπησε το πίσω μέρος της κεφαλής του σε κάγκελο του κελιού, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί καρούμπαλο.
Ο εφεσίβλητος βαρύνεται με δύο προηγούμενες καταδίκες. Είναι του 1992. Στην πρώτη, για πρόκληση βαρείας σωματικής βλάβης, του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δέκα μηνών και στη δεύτερη, για δημόσια εξύβριση και απρεπή συμπεριφορά του επιβλήθηκε - στην κάθε μια - ποινή φυλάκισης ενός μηνός.
Τα προσωπικά στοιχεία του εφεσίβλητου, όπως αυτά προέκυπταν από έκθεση κοινωνικής έρευνας και από την αγόρευσή του συνηγόρου του, συνοψίζονται ως εξής. Επρόκειτο για νέο άντρα, νυμφευμένο και πατέρα δύο μικρών παιδιών. Παλαιότερα απασχολείτο ως οδηγός λεωφορείου αλλά από κάποιο διάστημα κατέστη αδύνατη η εξεύρεση τέτοιας απασχόλησης. Έτσι, βοηθούσε την πατρική του οικογένεια σε γεωργικές εργασίες για να εξασφαλίζει τα προς το ζειν αναγκαία.
Στην απόφασή του, το δικαστήριο συζήτησε λεπτομερώς τη σημασία των διαφόρων στοιχείων και των παραγόντων που σχετίζονταν με την επιβολή ποινής και αναφέρθηκε εκτενώς σε νομολογία. Ως προς την επίθεση, σημείωσε ότι οι επιπτώσεις της επίθεσης, από άποψης σωματικών βλαβών, δεν ήταν σοβαρές αλλά ταυτόχρονα υπέδειξε ότι ο χώρος όπου διενεργήθηκε η επίθεση αποτελούσε επιβαρυντικό παράγοντα. Από την άλλη όμως μεριά απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στην πρόκληση ως αποτελούσα ισχυρό ελαφρυντικό παράγοντα. Και επίσης θεώρησε ως μετριαστικό για την ποινή παράγοντα την παραδοχή του εφεσίβλητου όσο και αν εκδηλώθηκε σε πολύ προχωρημένο στάδιο. Τέλος, έλαβε υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου.
Αναφορικά με τις προηγούμενες καταδίκες, το δικαστήριο σημείωσε ότι αυτές μείωναν ουσιαστικά τα περιθώρια επιείκειας αλλά όχι σε βαθμό που να καθιστούσε αναπόφευκτη την ποινή φυλάκισης. Συμπέρανε, επομένως, ότι η υπόθεση θα μπορούσε να αντικρυστεί με την επιβολή είτε "μεγάλης χρηματικής ποινής" είτε "σύντομης περιόδου φυλάκισης". Αφού εν τέλει στάθμισε το καθετί, κατέληξε πως αρμόζουσα ποινή ήταν ποινή φυλάκισης 45 ημερών. Εν συνεχεία, με αναφορά προς τους ίδιους παράγοντες - εννοείται εδώ τους ελαφρυντικούς και μετριαστικούς - αποφάσισε, κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, να αναστείλει την ποινή.
Ο συνήγορος της κατηγορούσας αρχής εξέφρασε την άποψη ότι ποινή φυλάκισης 45 ημερών θα ήταν, ακόμα και χωρίς την αναστολή, εντελώς ανεπαρκής. Εισηγήθηκε ότι η κάθε επίθεση, πέρα από τα όποια σωματικά επακόλουθα, αποτελεί και πλήγμα τόσο καίριο προς την αξιοπρέπεια του θύματος ώστε να πρέπει ως εκ τούτου να τιμωρείται ο δράστης πάντοτε με την επιβολή αποτρεπτικής ποινής, εννοώντας, καθώς προέκυψε, ποινής που θα συνέβαλλε στη γενική πρόληψη. Αναζήτησε αναφορικά με αυτό υποστήριξη σε προηγούμενες αποφάσεις που όμως, κατά την αντίληψη μας δεν έχουν αναλογία με την παρούσα. Ως προς τη γενικότερη εισήγηση είναι αρκετό να πούμε - το θεωρούμε εξ άλλου αυτονόητο ότι δεν είναι σε κάθε περίπτωση επίθεσης που αρμόζει η επιβολή ποινής χαρακτηριζομένης ως αποτρεπτικής. Εξαρτάται από τις περιστάσεις. Όμως δεν παρίσταται ανάγκη να επεκταθούμε. Στην προκείμενη περίπτωση δεν επρόκειτο περί ιδιαίτερα σφοδρής επίθεσης και δεν υπήρξαν σοβαρά επακόλουθα. Από την άλλη μεριά η επίθεση διενεργήθηκε σε ένα ευαίσθητο χώρο και αυτό επέτεινε την περίπτωση όπως άλλωστε σημείωσε και το πρωτόδικο δικαστήριο. Ωστόσο, προσμετρούσε με αντίθετη ροπή η πρόκληση.
Σε σχέση με το ζήτημα της πρόκλησης, ο συνήγορος της κατηγορούσας αρχής επιχείρησε να αμφισβητήσει την ύπαρξη της. Με δύο τρόπους. Εισηγήθηκε κατά πρώτο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα ήταν που αποδέχθηκε τον ισχυρισμό της υπεράσπισης περί άσεμνης χειρονομίας. Παρατηρήσαμε σε σχέση με αυτό ότι ο τότε συνήγορος της κατηγορούσας αρχής δεν αντιτάχθηκε στον ισχυρισμό ώστε, κατόπιν σύγκρουσης επί πραγματικού θέματος, να αποφανθεί το δικαστήριο στη βάση προσκομισθείσας μαρτυρίας. Εν πάση περιπτώσει δε διατυπώθηκε στην ειδοποίηση έφεσης σχετικός λόγος ώστε να εμπίπτει το θέμα εντός των ορίων της έφεσης. Έπειτα, ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι ακόμα και με τα όσα προβλήθηκαν ως συνθέτοντα πρόκληση, δεν στοιχειοθετείτο πρόκληση όπως αυτή είναι γνωστή στο δίκαιο. Και τούτο διότι, κατά την άποψη του, υπήρξε εν προκειμένω αρκετός χρόνος ώστε να ανακτήσει ο εφεσίβλητος την ψυχραιμία του. Παρέπεμψε σχετικά σε Αγγλικές αυθεντίες. Ως αποτέλεσμα, πέρανε ο συνήγορος, δεν επρόκειτο εδώ για αντίδραση σε πρόκληση αλλά για μετέπειτα εκδικητική ενέργεια.
Η έννοια της πρόκλησης, όπως είναι γνωστή στο κοινό δίκαιο, περιγράφεται στην κλασσική, καθώς χαρακτηρίστηκε, καθοδήγηση του Devlin J. στην Duffy [1949] 1 All E.R. 932. Έχει ως εξής:
"Provocation is some act, or series of acts, done by the (victim) to the accused which would cause in any reasonable person, and actually causes in the accused, a sudden and temporary loss of self-control, rendering the accused so subject to passion as to make him or her for the moment not master of his mind."
To κατά πόσο υπάρχει ή όχι πρόκληση αποτελεί θέμα πραγματικό προδιαγεγραμμένο όμως νομικά από τις ιδιότητες που το συνθέτουν. Σε ό,τι αφορά την πτυχή που εδώ ιδιαίτερα ενδιαφέρει, ήτοι, τον χρόνο για επανάκτηση ψυχραιμίας, πρέπει να λεχθεί ότι κι αυτή ως επιμέρους θέμα πραγματικό εξαρτάται από όλες τις περιστάσεις και δεν περιορίζεται μόνο στην καθαυτό χρονική έκταση. Στην εκτεθείσα καθοδήγηση η αναφορά στη διάρκεια απώλειας ελέγχου δεν προοριζόταν να μεταδώσει κυριολεκτικώς το μήνυμα του στιγμιαίου αλλά το μήνυμα του παρόντος ενόσω αυτό διαρκεί ανάλογα με την περίπτωση. Το ζητούμενο είναι πάντοτε η πρόκληση ως κατάληξη. Αυτό είναι το γεγονός που εν τέλει έχει σημασία. Όπου αμφισβητείται, υποβάλλεται σε δικαστική κρίση για τη διατύπωση σχετικού ευρήματος. Δεν προσφέρεται, έξω από δικαστικό εύρημα, η εκτίμηση των όσων προβάλλονται ότι τη συνθέτουν. Γι* αυτό, εκείνο που έχει σημασία είναι η κατάληξη περί πρόκλησης και όχι τα στοιχεία που προτείνονται ως τα συστατικά της. Εφόσον εδώ προβλήθηκε η ύπαρξη πρόκλησης, η κατηγορούσα αρχή όφειλε, εάν αμφισβητούσε την κατάληξη ως γεγονός, να υποβάλει τα επικαλούμενα από την υπεράσπιση στοιχεία σε δικαστική κρίση. Αυτό η κατηγορούσα αρχή δεν το έπραξε. Αλλά ούτε και διατύπωσε σχετικό λόγο έφεσης. Δεν προσφέρεται λοιπόν δυνατότητα αμφισβήτησης ότι ο εφεσίβλητος βρισκόταν, κατά τον χρόνο της επίθεσης, σε κατάσταση στην οποία λειτουργούσε η πρόκληση. Συνεπώς, είμαστε αναγκασμένοι να δεχθούμε ότι προσμετρούσε ως ελαφρυντική περίσταση η αναφερθείσα ως πρόκληση.
Ως προς την παραδοχή του εφεσίβλητου, ο συνήγορος της κα-τηγορούσας αρχής εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε πως θα μπορούσε να της προσδοθεί αξία. Η εισήγηση αυτή δεν αφίσταται ουσιωδώς της δικής μας άποψης ότι πράγματι η αξία της παραδοχής στο στάδιο που έγινε, δεν ήταν παρά σχεδόν μηδαμινή.
Τέλος, ως προς τις προηγούμενες καταδίκες του εφεσίβλητου, η άποψη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι αυτές δεν οδηγούσαν αναπόφευκτα σε ποινή άμεσης φυλάκισης είναι κατά την κρίση μας ορθή. Η σημασία προηγουμένων καταδικών έγκειται στο ότι η ύπαρξη τους τείνει να μειώσει σε κάποιο βαθμό, μεγάλο ή μικρό, ανάλογα με τον αριθμό, τον χρόνο και τη φύση των αδικημάτων στα οποία αναφέρονται, την επιείκεια που μπορεί να επιδειχθεί. Και τούτο κυρίως διότι αποτελούν ένδειξη της στάσης του κατηγορουμένου προς την τήρηση των νόμων: βλ. για μια πρόσφατη υπόμνηση την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1 (στις σελ. 8-9).
Συνάγεται πάντως από την πρωτόδικη απόφαση ότι τα στοιχεία που προσμέτρησαν στην επιβολή ποινής φυλάκισης ήταν, αφενός, ο ευαίσθητος χώρος στον οποίο διενεργήθηκε η επίθεση και, αφετέρου, το ποινικό μητρώο του εφεσίβλητου. Και τούτο παρά την αναφερθείσα ως πρόκληση και παρά το ότι η επίθεση δεν χαρακτηριζόταν από ιδιαίτερη σφοδρότητα. Ο εν συνεχεία καθορισμός της σε 45 ημέρες δεν αφίσταται, κατά την κρίση μας, του μέτρου ώστε να μπορεί να χαρακτηρισθεί έκδηλα ανεπαρκής.
Ως προς την αναστολή, όσο και αν οι παράγοντες που συνέδραμαν στην επιβολή ποινής φυλάκισης μπορεί να προσμετρούσαν και εναντίον της αναστολής, εν τούτοις η αναφερθείσα ως πρόκληση - αφαιρούμε εντελώς ως παράγοντα την παραδοχή του εφεσίβλητου την οποία ήδη σχολιάσαμε - κατέτεινε προς την αντίθετη κατεύθυνση και μπορούσε, κατά τη γνώμη μας, εύλογα να παράσχει έδαφος για αναστολή. Δεν παρεισέφρησε λάθος το οποίο θα μπορούσε να αναιρέσει το αποτέλεσμα. Και το πρωτόδικο δικαστήριο, στηριζόμενο σε αυτό το έδαφος, δεν υπερέβη στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας τα ακραία της όρια: βλ. Δημοκρατία ν. Πέπη (1990) 2 Α.Α.Δ. 24 στη σελ. 28 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Σατανάς και Άλλος, Ποιν. Έφ. 6032, ημερ. 30 Σεπτεμβρίου 1996.
Δεν έχει καταδειχθεί χώρος για επέμβαση από το Εφετείο. Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.