ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 2 ΑΑΔ 138

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6240.

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, Δ.Δ.

 

Σωκράτης Παναγιώτου (Αντάρτης),

Εφεσείων

ν.

Δημοκρατίας,

Εφεσίβλητη ς.

________________

19 Μαΐου, 1997.

Για τον Εφεσείοντα: Μ. Σταματάρης.

Για την Εφεσίβλητη: Μ. Μαλαχτού-Παμπαλλή (κα.), Δικηγόρος της

Δημοκρατίας εκ μέρους του Γεν. Εισ.

Εφεσείων παρών.

________________

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, μετά από δική του παραδοχή, για τη διάπραξη του αδικήματος της διάρρηξης καταστήματος και κλοπής, κατά παράβαση των άρθρων 291, 294(α), 255, 20 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Το Κακουργιοδικείο του επέβαλε ποινή φυλάκισης 4 χρόνων. Λήφθηκε υπόψη, μετά από δικό του αίτημα και συγκατάθεση της Κατηγορούσας Αρχής, ακόμη μια υπόθεση - η υπ΄ αρ. 3511/96 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Αφορούσε και αυτή στην ίδια κατηγορία.

Στην κυρίως υπόθεση ο εφεσείων μαζί με τον συγκατηγορούμενο του διέρρηξαν εργοστάσιο στη Βιομηχανική Περιοχή Εργατών, από όπου έκλεψαν £30 σε μετρητά και δύο φωτογραφικές μηχανές αξίας £40 η κάθε μια. Στην υπόθεση 3511/96 αφού εισήλθαν στο εργοστάσιο επεμβαίνοντας σε ένα από τα συρόμενα αλουμινένια παράθυρα, παραβίασαν μια μηχανή καφέ και πήραν κέρματα που υπήρχαν σε αυτή αξίας £15. Οι δύο υποθέσεις εξιχνιάστηκαν μετά από τη σύλληψη του συγκατηγορούμενου του εφεσείοντος για άλλη υπόθεση. Με γραπτή του ομολογία παραδέχθηκε τη διάπραξη των δύο διαρρήξεων και ομολόγησε σαν συνεργάτη του τον εφεσείοντα.

Ο εφεσείων βαρυνόταν με έξι προηγούμενες καταδίκες. Τρεις από αυτές αφορούσαν κλοπές την περίοδο 1988-89 και για τις οποίες του επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 4 μηνών, 9 μηνών με αναστολή, 4 μηνών και ενεργοποίηση της ανασταλείσας ποινής των 9 μηνών φυλάκισης. Το τέταρτο προηγούμενο αφορούσε πλαστογραφία, κυκλοφορία πλαστού εγγράφου και εξασφάλιση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις για τις οποίες του επιβλήθηκε στις 17.6.92 (αφού λήφθηκαν υπόψη και άλλες πέντε παρόμοιες υποθέσεις), ποινή φυλάκισης 3 χρόνων. Το πέμπτο προηγούμενο αφορούσε αδικήματα απόσπασης χρημάτων και εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις και κλοπής. Του επιβλήθηκε στις 19.1.96 ποινή φυλάκισης 6 μηνών αφού λήφθηκαν υπόψη άλλες 2 παρόμοιες υποθέσεις. Το τελευταίο προηγούμενο του αφορούσε αδίκημα κλοπής από θεματοφύλακα για το οποίο καταδικάστηκε στις 27.6.96 σε 5 μήνες φυλάκιση.

Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της πιο πάνω ποινής των 4 χρόνων. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι αυτή είναι έκδηλα υπερβολική. Επικέντρωσε σημαντικό μέρος της επιχειρηματολογίας του στο γεγονός της εκδίκασης του εφεσείοντος από Κακουργιοδικείο. Υποστήριξε ότι συνήθως υποθέσεις στις οποίες το κλαπέν ποσό είναι μικρό - όπως ήταν εδώ η περίπτωση - παραπέμπονται για συνοπτική εκδίκαση. Η παραπομπή του εφεσείοντος για εκδίκαση από το Κακουργιοδικείο οφείλεται στην περίπτωση του συγκατηγορούμενου του η οποία παρουσίαζε πολλά επιβαρυντικά στοιχεία. Αν δεν συνέτρεχε η περίπτωση του συγκατηγορούμενου του ο εφεσείων θα δικαζόταν συνοπτικά, από Επαρχιακό Δικαστήριο και θα του επιβαλλόταν κατά πολύ χαμηλότερη ποινή.

΄Εχουμε την άποψη πως ο εφεσείων δεν μπορεί να κτίσει πάνω σε τέτοιο επιχείρημα. Το κατά πόσο μια υπόθεση θα εκδικαστεί συνοπτικά ή από το Κακουργιοδικείο είναι ζήτημα το οποίο εμπίπτει αποκλειστικά εντός της αρμοδιότητας του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Ασφαλώς τα κριτήρια για την άσκηση της σχετικής διακριτικής ευχέρειας δεν μπορούν να περιορισθούν μόνο στο ύψος του ποσού της κλοπής. Πρόκειται για έφεση κατά της ποινής και το κατά πόσο ένας έχει εκδικασθεί συνοπτικά ή όχι και οι λόγοι για μια τέτοια πορεία δεν αποτελούν παράγοντα ο οποίος δικαιολογεί ή επιτρέπει την επέμβαση μας για μείωση της ποινής.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε, επίσης, ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις προηγούμενες καταδίκες του εφεσείοντος. Ουσιαστικά - όπως το έθεσε - με την εκκαλούμενη ποινή ο εφεσείων καταδικάστηκε για δεύτερη φορά.

Αποτελεί θέση της νομολογίας μας ότι οι προηγούμενες καταδίκες δεν πρέπει να δικαιολογούν επιβολή ποινής τέτοιας ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ότι τιμωρείται για δεύτερη φορά ένας παραβάτης. Ωστόσο είναι δυνατό η προηγούμενη εγκληματική συμπεριφορά να επηρεάσει το βαθμό επιείκειας που το δικαστήριο θα ήταν διατεθειμένο να επιδείξει (Βλ. Κυπριανίδης κ.α. ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 246, 250, 251, Περικλέους ν. Αστυνομίας, Ποινική ΄Εφεση 5977/22.2.96). Περαιτέρω έχει νομολογηθεί ότι οι προηγούμενες καταδίκες είναι στοιχείο το οποίο έχει σημασία και λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο στην επιμέτρηση της ποινής γιατί αποτελούν ένδειξη της στάσης και του σεβασμού του κατηγορουμένου προς τους Νόμους της Πολιτείας (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ματθαίου άλλως Μαλέγκου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1, 8, 9, Stratos and Another v. Police 17 C.L.R. 73 και Χατζηνικολάου ν. Αστυνομίας (1976) 2 Α.Α.Δ. 63).

Εξέταση της εκκαλούμενης απόφασης δεν αποκαλύπτει ότι έχει δοθεί υπέρμετρη βαρύτητα στις προηγούμενες καταδίκες του εφεσείοντος. Αντίθετα, όπως καταφαίνεται από την απόφαση, έχουν δεόντως ζυγισθεί και ληφθεί υπόψη όλοι οι σχετικοί με την επιμέτρηση της ποινής παράγοντες. Η βαρύτητα η οποία έχει δοθεί στις προηγούμενες καταδίκες είναι αυστηρώς εντός των πιο πάνω νομολογημένων πλαισίων. Ο σχετικός λόγος εφέσεως δεν μπορεί να πετύχει.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε, επίσης, ότι οι επίδικες υποθέσεις μπορούσαν να ληφθούν υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής στις 19.1.96 όταν ο εφεσείων καταδικάστηκε σε φυλάκιση 6 μηνών για απόσπαση χρημάτων και εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις. Είχαν εξιχνιαστεί μέχρι τις 19.1.96 και μπορούσαν να ληφθούν υπόψη αν ο εφεσείων υπόβαλλε σχετικό αίτημα. Δεν είχε υποβληθεί τέτοιο αίτημα επειδή ο εφεσείων δεν υπερασπιζόταν από δικηγόρο.

Δυνάμει του άρθρου 81 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 "το Δικαστήριον κατά την λήψιν αποφάσεως και την επιβολήν ποινής, δύναται, τη συναινέσει του κατηγόρου και του κατηγορουμένου, να λάβει υπ΄ όψιν οιονδήποτε άλλο ή άλλα ποινικά αδικήματα δι΄ ατινα δεν ήρξατο εισέτι διώξις ή δίκη τα οποία ο κατηγορούμενος ομολογεί ότι διέπραξε". Η μη λήψη υπ΄ όψη των "άλλων αδικημάτων" δυνατό να αποτελέσει λόγο για μείωση της ποινής που έχει επιβληθεί κατά την μεταγενέστερη εκδίκαση τους (Βλ. Djionis v. Police (1984) 2 C.L.R. 59, 64 και Varnava v. Police (1984) 2 C.L.R. 349). Ωστόσο όπως υποδεικνύεται στην Παναγή ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 47, 50:

"Το γεγονός ότι δεν έγινε επίκληση και δεν χρησιμοποιήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 81, δεν αποκλείει την εκδίκαση και την επιβολή ποινής σε τέτοιες εκκρεμείς υποθέσεις που θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί υπόψη, αλλά για οποιουσδήποτε λόγους δεν λήφθησαν υπόψη κατά την επιμέτρηση ποινής σε άλλη προηγούμενη υπόθεση. Ούτε και μπορεί να λεχθεί μετά βεβαιότητας ποιά θα ήταν η ποινή στην προηγούμενη υπόθεση αν είχε ζητηθεί να ληφθούν υπόψη τότε.

Το γεγονός παραμένει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη και ζητήθηκε να ληφθούν στην περίπτωση αυτή και θα πρέπει να εξεταστεί αν η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική."

 

Υιοθετούμε την προσέγγιση στην Παναγή (πιο πάνω). Στο κατάλληλο στάδιο θα εξετάσουμε κατά πόσο η εκκαλούμενη ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή όχι.

Το τελευταίο επιχείρημα του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντος είχε σαν πραγματικό βάθρο τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσείοντος. Υποστηρίχθηκε - όπως και ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου - ότι η αντικοινωνική συμπεριφορά του κατηγορουμένου οφείλεται κυρίως στην έλλειψη σωστής ανατροφής, σε στέρηση στοργής από το οικογενειακό του περιβάλλον και στο ότι από νεαρής ηλικίας κλείστηκε στην Παιδική Στέγη. Η συμπεριφορά του στη φυλακή όπου τώρα βρίσκεται θεωρείται άριστη και για αυτό του ανατέθηκαν καθήκοντα στο Φρουραρχείο. Ο κατηγορούμενος έχει μεταμεληθεί και για το λόγο αυτό δεν πρέπει να παραταθεί η παραμονή του στη φυλακή πέραν του ότι είναι λογικά αναγκαίο.

Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του Λειτουργού Ευημερίας ο εφεσείων πέρασε στερημένα παιδικά χρόνια. Η έλλειψη μητρικής στοργής και πατρικού προτύπου και οι συχνές μετακινήσεις του στα διάφορα ιδρύματα είχαν ως αποτέλεσμα να μην ολοκληρωθεί ως προσωπικότητα και να διαμορφώσει ένα αρνητικό χαρακτήρα. Τα περιστατικά αυτά του δημιούργησαν ψυχολογικά προβλήματα και αισθήματα κατωτερότητας και τον οδήγησαν σε έντονη αντικοινωνική συμπεριφορά την οποία συνεχίζει μέχρι σήμερα.

Φαίνεται από την εκκαλούμενη απόφαση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε με τον δέοντα τρόπο τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσείοντος. ΄Οπως σημείωσε στην απόφαση του τα προβλήματα που αντιμετώπισε ο εφεσείων κατά την παιδική και εφηβική του ηλικία δεν το άφησαν ασυγκίνητο. Ωστόσο, επεσήμανε ότι ο εφεσείων φαίνεται να είναι αδιόρθωτος. Αφού αναφέρθηκε στη σοβαρότητα και τη φύση του αδικήματος σε συνδυασμό με την συχνότητα του τόνισε την ανάγκη για την επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Τα δικαστήρια - συνέχισε το πρωτόδικο δικαστήριο - έχουν καθήκον να προστατεύσουν την κοινωνία από τέτοιου είδους παράνομη συμπεριφορά.

Η ανάγκη για την αυστηρή αντιμετώπιση των πιο πάνω αδικημάτων λόγω κυρίως της συχνότητας τους έχει τονιστεί επανειλημμένα από το Ανώτατο Δικαστήριο (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέου (1994) 2 Α.Α.Δ. 194, Dirazo v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 197, Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 113, Al-Awar κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 160). Μάλιστα πολύ πρόσφατα (βλ. Παναγίδης ν. Δημοκρατίας, Ποινική ΄Εφεση 6239/18.4.97), η απόφαση του Εφετείου αρχίζει με τη θλιβερή διαπίστωση πως τα τελευταία χρόνια το έγκλημα στην Κύπρο παρουσιάζει αυξητική τάση. Καταλήγει δε με τη διακήρυξη της υποστήριξης του Εφετείου σε αυστηρές ποινές για τέτοιου είδους συμπεριφορά. Στην ίδια απόφαση επισημαίνονται τα πιο κάτω: "οι κλοπές, οι διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα είναι στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας χωρίς να δείχνουν σημεία κάμψης. Σημειώνεται αντίθετα έξαρση. Τα δικαστήρια αντιμετώπισαν τέτοια εγκλήματα με αυστηρότητα γιατί προκαλούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση και διαβρώνουν συνάμα το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη".

Επικροτούμε την σχετική προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη και ταυτισμένη με τη νομολογία μας. Η αυστηρή αντιμετώπιση επιβάλλεται λόγω της συχνότητας με την οποία διαπράττονται τα πιο πάνω αδικήματα και για την προστασία της κοινωνίας.

Αποτελεί σταθερή θέση της νομολογίας ότι το καθήκον επιμέτρησης της ποινής βρίσκεται στους ώμους του πρωτόδικου δικαστή. Το Εφετείο επεμβαίνει όχι όταν απλώς κρίνει ότι η ποινή ενδεχομένως θα μπορούσε να είναι επιεικέστερη αλλά όταν καταφαίνεται ότι ήταν το αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική (Βλ. Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222, Fields ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 316, Κουφού και ΄Αλλου ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 396, Σουπουρής ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 58, Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1983) 2 Α.Α.Δ. 245, Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 245, και Λοΐζου ν. Αστυνομίας, Ποινική ΄Εφεση 6121, 18.7.96). Δυνατότητα επέμβασης παρέχεται μόνο όπου το στοιχείο της υπερβολής στην ποινή βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα μετά από το συσχετισμό της με το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένου του ατόμου του κατηγορουμένου (Βλ. Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179, 182, Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 132, 136, Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222, 226, Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1983) 2 Α.Α.Δ. 245, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, 530, 553, Ψωμά ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 40, 43, 44, Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231).

΄Εχουμε εξετάσει το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης σε συνδυασμό με όλους τους παράγοντες οι οποίοι διέπουν την επιμέτρηση της ποινής. Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έχει καθορίσει την ποινή

 

 

 

 

 

μετά από στάθμιση και συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων. Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε στοιχείο έκδηλης υπερβολής. Η εκκαλούμενη ποινή, αν και κάπως αυστηρή, δεν είναι έκδηλα υπερβολική.

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

Δ.

 

Δ.

 

Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο