ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 2 ΑΑΔ 75

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6251.

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, Δ.Δ.

 

Χριστόδουλος Νικήτα,

Εφεσείων

ν.

Αστυνομίας,

Εφεσίβλητης.

__________________

24 Μαρτίου, 1997.

Για τον εφεσείοντα: Αλ. Αλεξάνδρου.

Για την εφεσίβλητη: Στ. Χριστοδουλίδου (κα.)

___________________

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο

Δικαστής Π. Καλλής.

___________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπιζε τις κατηγορίες της οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς άδεια οδήγησης και της οδήγησης μηχανοκινήτου οχήματος χωρίς ασφάλεια. Μετά από ακροαματική διαδικασία κρίθηκε ένοχος και στις δύο κατηγορίες.

Στην πρώτη κατηγορία του επιβλήθηκε χρηματική ποινή £150.- και στη δεύτερη κατηγορία η ποινή της στέρησης άδειας οδήγησης για περίοδο ενός έτους.

Η έφεση του στρέφεται εναντίον τόσο της καταδίκης του όσο και της πιο πάνω ποινής.

Η έφεση κατά της καταδίκης στηρίζεται πάνω σε δύο λόγους εφέσεως. Τους παραθέτουμε:

"1. Το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να πληροφορήσει τον εφεσείοντα κατά το στάδιο που αποφάσισε ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του εφεσείοντος τα δικαιώματα του εφεσείοντος ήτοι ότι δύναται να προβεί εις ανώμοτον κατάθεσιν από τη θέσιν που ευρίσκετο ή να δώσει μαρτυρία ενόρκως, κατά παράβαση του άρθρου 74(1) (γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και κατά παράβαση του άρθρου 12 παρ. 5 (β), (δ) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας παρέλειψε να αναβάλει την υπόθεση σε αίτηση του Κατηγορουμένου δια να παρουσιάσει μάρτυρες υπερασπίσεως ο κατηγορούμενος με αποτέλεσμα να μη υπάρξη δίκαια δίκη."

 

Είναι αναγκαία μια σύντομη αναφορά στο υλικό που σχετίζεται με τους πιο πάνω λόγους έφεσης:

Με σχετική ενδιάμεση απόφαση του το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του εφεσείοντα και - όπως το έθεσε στην απόφαση του - τον κάλεσε "σε απολογία". Ακολούθησε αίτημα του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα για αναβολή πέντε λεπτών "για να συσκεφθεί με τον κατηγορούμενο κατά πόσο θα καταθέσει ενόρκως ή από τη θέση που βρίσκεται". Το αίτημα εγκρίθηκε και μετά την ολιγόλεπτη διακοπή ο συνήγορος του εφεσείοντα δήλωσε ότι "ο κατηγορούμενος επιλέγει να καταθέσει ενόρκως". Στην τελική απόφαση του δικαστηρίου υπάρχει η πιο κάτω αναφορά:

"Μετά το πέρας της υπόθεσης για την κατηγορούσα αρχή ο κατηγορούμενος επέλεξε κατόπιν συνεννόησης με το δικηγόρο του και αφού του επεξηγήθηκαν τα δικαιώματα του, να καταθέσει ενόρκως και να αντεξεταστεί."

Μετά την ένορκη κατάθεση του εφεσείοντα ο ευπαίδευτος συνήγορος του ζήτησε αναβολή της ακρόασης επειδή - όπως το έθεσε - "η ώρα είναι 5.35 και ο κατηγορούμενος η ώρα 6.00 πρέπει να παρευρίσκεται στο στρατό". Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε το σχετικό αίτημα. Ακολούθησε δεύτερο αίτημα για αναβολή βασιζόμενο πάνω σε διαφορετικούς λόγους. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα δήλωσε ότι πρέπει να ετοιμαστεί για την αγόρευση του και να εξετάσει κατά πόσο θα κλητεύσει άλλους μάρτυρες. Πρόβαλε επίσης την θέση ότι τυχόν απόρριψη του αιτήματος του θα στερήσει από τον κατηγορούμενο το δικαίωμα της υπεράσπισης. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε και το δεύτερο αίτημα. Τόνισε την ανάγκη για σύντομη εκδίκαση των υποθέσεων όπως ορίζεται από το Σύνταγμα. Αφού ανάφερε ότι η υπόθεση εκκρεμεί από την 2.12.94 και ότι είχαν δοθεί πάρα πολλές αναβολές επεσήμανε ότι η υπεράσπιση έπρεπε να γνωρίζει ποιούς μάρτυρες έπρεπε να καλέσει όπως και τη γραμμή υπεράσπισης που θα ακολουθούσε.

Μετά την απόρριψη και του δεύτερου αιτήματος για αναβολή ακολούθησαν οι τελικές αγορεύσεις των δύο μερών και η έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης.

Στο επίκεντρο της αγόρευσης του ευπαίδευτου συνήγορου του κατηγορουμένου, σε σχέση με τον πρώτο λόγο εφέσεως, ήταν η θέση του ότι το λεκτικό του άρθρου 74(1) (γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, δεν αφήνει οποιαδήποτε αμφιβολία ότι δημιουργεί για το Δικαστήριο την υποχρέωση να επεξηγήσει σε ένα κατηγορούμενο τα δικαιώματα του. Από τα πρακτικά δεν αποκαλύπτετο ότι έχει λάβει χώραν οποιαδήποτε επεξήγηση, η δε αναφορά του δικαστηρίου περί του αντιθέτου - στην απόφαση του - είναι ανακριβής. Ο ευπαίδευτος συνήγορος μας παρέπεμψε στην Ππίτρος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 275. Τόνισε με έμφαση ότι η σχετική παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου αποβαίνει μοιραία για την έκβαση της υπόθεσης.

Το πιο πάνω άρθρο 74(1) (γ) του Κεφ. 155 έχει τύχει ερμηνείας στην Ππίτρου (πιο πάνω). Κρίθηκε ότι "από τη διατύπωση του πιο πάνω άρθρου 74(1) (γ) είναι φανερό ότι η πληροφόρηση του κατηγορουμένου περί των δικαιωμάτων του, όπως καθορίζονται στην πιο πάνω νομοθετική διάταξη είναι μια θεμελιώδης πτυχή της ποινικής δικαιοσύνης και οποιαδήποτε παράλειψη από μέρους του δικαστηρίου να εκπληρώσει το υποχρεωτικό αυτό καθήκον, οδηγεί σε ακυρότητα της διαδικασίας". Για την πιο πάνω κατάληξη του το Εφετείο άντλησε καθοδήγηση από την Rex v. Vassilis Toffi, 14 C.L.R. 256, 258, R. v. Thomas Graham, 17 Cr. App. R. 40, R. v. Frank Villans, 20 Cr. App. R. 150, Archbold Criminal Pleading Evidence and Practice, 41η έκδοση, παραγ. 4-277 και Loizou and Pikis, Criminal Procedure in Cyprus, σελ. 113.

Η θέση της αγγλικής νομολογίας συνοψίζεται ως πιο κάτω στην παραγ. 4-277 του Archbold (πιο πάνω):

"Ο κατηγορούμενος ο οποίος παρουσιάζεται χωρίς δικηγόρο πρέπει να πληροφορηθεί ευκρινώς από το δικαστήριο ότι έχει δικαίωμα να δώσει μαρτυρία (R. v. Warren (1909) 2 Cr. App. R. 194). Ωστόσο παράλειψη να δοθεί τέτοια πληροφόρηση δεν καθιστά κατ΄ ανάγκη άκυρη τη δίκη (R. v. Saunders (1899) 68 L.J. Q.B. 296, R. v. Yeldman (1924) 17 Cr. App. R. 18) παρόλο ότι οσάκις η δίκη δεν είναι ικανοποιητική σε άλλες πτυχές, τέτοια παράλειψη μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της καταδίκης (R. v. Graham (1924) 17 Cr. App. R. 40)".

Στην Toffi (πιο πάνω) η παράλειψη του δικαστηρίου να πληροφορήσει τον κατηγορούμενο περί των δικαιωμάτων του είχε "στερήσει τον κατηγορούμενο του δικαιώματος του να εξηγήσει ενόρκως ή άλλως πως τα γεγονότα πάνω στα οποία εβάσιζε την υπεράσπιση του για να τα εξετάσει το πρωτόδικο δικαστήριο.".

Στην Ππίτρου (πιο πάνω) δεν υπήρξε αμφισβήτηση του γεγονότος ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν πληροφόρησε τον κατηγορούμενο για τα δικαιώματα του. Στην κρινόμενη περίπτωση ο σχετικός ισχυρισμός διεψεύδεται από αυτή τούτη την απόφαση του δικαστηρίου. Ο σχετικός ισχυρισμός τείνει να διαψευσθεί και από αυτό τούτο το αίτημα του συνήγορου του εφεσείοντος για πεντάλεπτη διακοπή της δίκης για να συσκεφθεί "με τον κατηγορούμενο κατά πόσο να καταθέσει ενόρκως ή από τη θέση που βρίσκεται". Θεωρούμε, λοιπόν, ότι από την ολότητα του ενώπιον μας υλικού μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο είχε επεξηγήσει στον εφεσείοντα τα σχετικά δικαιώματα του. Εξού και το αίτημα του δικηγόρου του για πεντάλεπτη διακοπή της δίκης και η ένορκη μαρτυρία του εφεσείοντα η οποία ακολούθησε. Το πιο πάνω συμπέρασμα μας σφραγίζει και τη μοίρα του σχετικού λόγου έφεσης ο οποίος αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Νομικό στήριγμα του δεύτερου λόγου έφεσης ήταν τα άρθρα 12(5) (β) (δ)

και 30 (3) (β) (γ) του Συντάγματος. Ο ευπαίδευτος συνήγορος τόνισε ότι ο εφεσείων δεν ευθύνεται για τις προηγούμενες - 4 - αναβολές και ότι η απόρριψη των αιτημάτων του για αναβολή έχει καταστήσει τη δίκη μη δίκαιη. Κατά τη διάρκεια της δίκης είχαν εγερθεί διάφορα ζητήματα τα οποία δεν είχε υπόψη του και έπρεπε να του δοθεί χρόνος να ετοιμάσει την υπεράσπιση του εφεσείοντα.

Τα πιο πάνω άρθρα του Συντάγματος διασφαλίζουν σχεδόν ταυτόσημα δικαιώματα. ΄Εχει νομολογηθεί ότι το άρθρο 30.3 παρέχει τη διαδικαστική δομή και προσφέρει μια επεξεργασμένη θεσμική βάση της δίκαιης δίκης χωρίς, όπως έχει λεχθεί, να εξαντλείται στα καθοριζόμενα από το άρθρο 30.3 στοιχεία. Η κεντρική προβληματική της δίκαιης δίκης εντοπίζεται ανάμεσα σε δύο πόλους: την παροχή των εχέγγυων που διασφαλίζουν το δικαίωμα ακρόασης αφενός και αφετέρου την ανάγκη απόδοσης δικαιοσύνης σε εύλογο χρόνο (άρθρ. 30.2). Η εξισορρόπιση ανάμεσα σε αυτές τις συνταγματικές αρχές είναι λεπτό έργο, αλλά μπορεί να επιτευχθεί λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη και τα δεδομένα κάθε περίπτωσης (Βλ. Θεοδώρου ν. Θεοδώρου, ΄Εφεση αρ. 56/23.1.96). ΄Εχει επίσης νομολογηθεί ότι η άσκηση των δικαιωμάτων που διασφαλίζονται από τα άρθρα 30.2 και 30.3 (β) του Συντάγματος πρέπει να επιδιώκεται μέσα στα πλαίσια της δικαστικής λειτουργίας και όχι έξω ή σε αντίθεση με αυτά (Βλ. Γίγας Λτδ ν. Ουστά, Πολιτική ΄Εφεση 8949/18.2.94. Βλ. και Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1222, Τρύφωνος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακής Λτδ., Πολιτικές Εφέσεις 8344 και 8497/29.2.93, Μαυρομιχάλη ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική ΄Εφεση 8848/21.5.96, Royal Insurance International Ltd ν. Δήμου Λεμεσού, Ποινική ΄Εφεση 5901/23.6.95 και Μουγής ν. Σπανούδη, Πολιτική ΄Εφεση 8942/25.9.96).

Η ισχυριζόμενη στέρηση των δικαιωμάτων που διασφαλίζονται από τα πιο πάνω άρθρα του Συντάγματος έχει συντελεσθεί μετά από αιτιολογημένη ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου στα πλαίσια άσκησης της σχετικής του δικαστικής ευχέρειας. Πρέπει δε να τονισθεί ότι κατά κανόνα το Εφετείο δεν επεμβαίνει στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει κατώτερο δικαστήριο να αναβάλει ή να μην αναβάλει την ακρόαση υπόθεσης, εφόσον η εξουσία του ασκήθηκε με δικαστικό τρόπο (Βλ. Θεοδώρου, πιο πάνω, Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. και Γρηγορίου, πιο πάνω).

Στην κρινόμενη περίπτωση η υπόθεση είχε ορισθεί για ακρόαση στις 21.11.96 από τις 9.7.96. Το δεσπόζον ζήτημα κατά την εξέταση παραπόνου για παραβίαση των δικαιωμάτων που διασφαλίζονται από τα πιο πάνω άρθρα του Συντάγματος είναι κατά πόσο το διαρρεύσαν διάστημα μεταξύ των δύο πιο πάνω ημερομηνιών ήταν αρκετό για να ετοιμάσει ο κατηγορούμενος την υπεράσπιση του και να καλέσει μάρτυρες. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατά την άσκηση της σχετικής διακριτικής του ευχέρειας έλαβε υπόψη - όπως αναφέρει στην ενδιάμεση απόφαση του - ότι "σύμφωνα με την συνταγματική επιταγή" οι υποθέσεις πρέπει να εκδικάζονται μέσα σε εύλογο χρόνο. Εννοούσε προφανώς το άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Συμφωνούμε με την προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου η οποία αντανακλά την θέση της νομολογίας μας (Βλ. Τσουλόφτας ν. Μιχαήλ (1992) 1 Α.Α.Δ. στην οποία έχει νομολογηθεί ότι αιτήματα για αναβολή πρέπει να εξετάζονται υπό το φως του δικαιώματος ενός διαδίκου για ακρόαση της υπόθεσης του εντός ευλόγου χρόνου που προστατεύεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το αντίστοιχο άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων).

Θεωρούμε ότι ο χρόνος που είχε στη διάθεση του ο κατηγορούμενος ήταν - όπως διαπίστωσε και το πρωτόδικο δικαστήριο - αρκετός για να ασκήσει τα πιο πάνω δικαιώματα. Καταλήγουμε ότι η σχετική διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου έχει ασκηθεί με τρόπο δικαστικό και δεν υπάρχει πεδίο επέμβασης μας. Ο σχετικός λόγος έφεσης αποτυγχάνει.

Η έφεση κατά της ποινής.

Κατά την ενώπιον μας ακρόαση η έφεση περιορίσθηκε στην ποινή της στέρησης της άδειας οδήγησης. Η σχετική ποινή προσβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική και προϊόν λανθασμένης προσέγγισης επειδή "το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψιν του και/ή να δώσει την δέουσα βαρύτητα ότι ο εφεσείοντας είναι στρατεύσιμος και ότι διαγωνίζεται στην ποδοσφαιρική ομάδα του ΑΠΟΠ Πάφου και η άδεια οδηγού του είναι απαραίτητη, για να δύναται να παρευρίσκεται στις προπονήσεις και στους αγώνες που διεξάγει η ομάδα του".

Η στέρηση της άδειας οδήγησης βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Αποτελεί μέρος της συνολικής ποινής και πρέπει να δικαιολογείται με βάση τις αρχές που διέπουν την επιμέτρηση της ποινής (Βλ. Ελευθερίου ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 300). Συνιστά πρόσφορο τιμωρητικό μέτρο για την τιμωρία παραβιάσεων των προνοιών της νομοθεσίας που διέπει την οδική ασφάλεια και την ασφάλιση έναντι τρίτου (Βλ. Ευαγόρου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 593). Τα δε δικαστήρια πρέπει να κάμνουν πιο συχνή χρήση του μέτρου της στέρησης της άδειας οδήγησης λόγω των αποτρεπτικών του αποτελεσμάτων (Βλ. Ζαχαριάδης ν. Αστυνομίας (1968) 2 Α.Α.Δ. 121).

Η σοβαρότητα του αδικήματος αντανακλάται από τις ποινές που προβλέπονται από το Νόμο - φυλάκιση ενός έτους, χρηματική ποινή £1000 και στέρηση του δικαιώματος οδήγησης για απροσδιόριστη χρονική περίοδο.

Η οδήγηση αυτοκινήτων από ανήλικα άτομα, όπως ήταν κατά τον κρίσιμο χρόνο ο εφεσείων, τα οποία δεν κατέχουν καν άδεια οδήγησης, εμπεριέχει σοβαρούς κινδύνους για τους άλλους που χρησιμοποιούν νομίμως τους δρόμους. Αυτή η πτυχή της υπόθεσης, σε συνάρτηση με την σοβαρότητα και τη φύση του αδικήματος, πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής. Αυτά τα στοιχεία συνηγορούν υπέρ της επιβολής αποτρεπτικών ποινών. Επιεικής μεταχείρηση νεαρών ατόμων τα οποία αψηφούν τους Νόμους που διέπουν την οδική ασφάλεια δίνει λανθασμένα μηνύματα και ενθαρρύνει την διάπραξη παρόμοιων αδικημάτων.

Οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα και το γεγονός ότι χρειάζεται το αυτοκίνητο για να κατέρχεται στις προπονήσεις της ποδοσφαιρικής ομάδας στην οποία αγωνίζεται δεν αποτελούν παράγοντες οι οποίοι καθιστούν την εκκαλούμενη ποινή έκδηλα υπερβολική ή εσφαλμένη για λόγους αρχής. Δεν δικαιολογείται, επομένως, οποιαδήποτε επέμβαση μας.

 

 

 

 

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

Δ.

 

 

Δ.

Δ.

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο