ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1990) 2 ΑΑΔ 452
17 Σεπτεμβρίου, 1990
[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΕΤΡΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 5219).
Ποινή — Πλαστογράφηση επιταγών (4 κατηγορίες) και κυκλοφορία πλαστού εγγράφου (6 κατηγορίες) — Ευρεία άλλων παρομοίων εκκρεμών υποθέσεων λήφθηκαν υπόψη — Πλαστογράφηση διαβατηρίου μετά την ανακάλυψη των πλαστογραφιών των επιταγών και διαφυγή στο εξωτερικό — 2 1/2 χρόνια φυλακή — Επιεικής υπό τις περιστάσεις.
Οι κατηγορίες για τις οποίες καταδικάσθηκε ο εφεσείων σκιαγραφούνται στο πιο πάνω σημείωμα. Το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού ανέπτυξε τις αρχές, που διέπουν την επέμβαση του κατ' έφεση και αφού διεπίστωσε ότι το Κακουργιοδικείο είχε λάβει υπόψη όλες τις ελαφρυντικές περιστάσεις, με δισταγμό απέφυγε να επαυξήσει την ποινή φυλακίσεως 2 1/2 ετών.
Η έφεση απορρίπτεται.
Αναφερόμενες αποφάσεις:
Philippou v. The Republic (1983) 2 C.L.R. 245,
Iosifv. The Republic (1979) 2 C.L.R. 221,
Constantinides v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 337,
Michaelides v. The Republic (1984) 2 C.L.R. 463.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση εναντίον της ποινής από τον Ανδρέα Πέτρου Παναγιώτου ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 23 Οκτωβρίου, 1989 από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού (Αριθμός Ποινικής Υπόθεσης 17062/89) σε 4 κατηγορίες πλαστογράφησης επιταγών κατά παράβαση των άρθρων 331, 333 (δ) (ι), 336 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, σε 6 κατηγορίες κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 339, 336 και 20 του Ποινικού Κώδικα και καταδικάστηκε από τον Πρ. Επαρχιακού Δικαστηρίου Κωνσταντινίδη, τον Προσ. Αν. Επαρχιακό Δικαστή Κορφιώτη και τον Επαρχιακό Δικαστή Κληρίδη σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 1/2 χρόνων στην κάθε κατηγορία.
Μ. Πισσάς, για τον εφεσείοντα.
Α. Μ. Αγγελίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση θα δοθεί από το Δικαστή κ. Χρυσοστομή.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της ποινής φυλάκισης 21/2 χρόνων που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στην υπόθεση 17062/89 από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού, μετά από παραδοχή του σε 4 κατηγορίες πλαστογράφησης επιταγών και 6 κατηγορίες κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου. Στον εφεσείοντα επιβλήθηκε στην ίδια υπόθεση και ποινή φυλάκισης 15 μηνών σε 6 κατηγορίες απόσπασης χρημάτων και εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις, την οποία όμως δεν εφεσίβαλε. Οι πιο πάνω ποινές συντρέχουν.
Στο συγκατηγορούμενο του εφεσείοντα, πρώην κατηγορούμενο 2, επιβλήθηκαν αυστηρότερες ποινές για τις ίδιες ή παρόμοιες κατηγορίες, δηλαδή φυλάκιση 4 χρόνων και φυλάκιση 2 χρόνων και οι ποινές συντρέχουν.
Στο συγκατηγορούμενο, πρώην κατηγορούμενο 3, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 15 μηνών σε 3 κατηγορίες παροχής συνδρομής εις έτερον κατά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος. Η ποινή που επιβλήθηκε στον πρώην κατηγορούμενο 3 εφεσιβλήθηκε με την έφεση αρ. 5218, η οποία όμως αποσύρθηκε.
Κατά την επιμέτρηση της ποινής το Κακουργιοδικείο Λεμεσού έλαβε υπόψη του και αριθμό άλλων υποθέσεων που αφορούσαν τον εφεσείοντα και τον πρώην κατηγορούμενο 2.'
Στην υπόθεση αρ. 25811/89 που εκκρεμούσε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ο εφεσείων και ο πρώην κατηγορούμενος 2 παραδέχθησαν ενοχή σε 7 κατηγορίες πλαστογράφησης επιταγών και σε αντίστοιχες κατηγορίες για κυκλοφορία των επιταγών και για απόσπαση χρημάτων και εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις με τη χρήση των επιταγών αυτών.
Στην υπόθεση 22481/89 που και αυτή εκκρεμούσε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ο εφεσείων και ο πρώην κατηγορούμενος 2 παραδέχθηκαν ενοχή σε 2 κατηγορίες πλαστογραφίας διαβατηρίου και σε μια κατηγορία ο καθένας για κυκλοφορία πλαστού διαβατηρίου.
Επίσης το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του μεγάλο αριθμό υποθέσεων που εκκρεμούσαν ενώπιον των Δικαστηρίων της Δημοκρατίας που περιλαμβάνονταν σε κατάλογο που παρουσιάστηκε ενώπιον του και που αφορούσαν 62 κατηγορίες παρόμοιας φύσης με τα αδικήματα της υπόθεσης αρ. 17062/89. Από τις 62 κατηγορίες 53 αδικήματα αφορούσαν τον εφεσείοντα και τον πρώην κατηγορούμενο 2, είτε μαζί είτε χωριστά.
Τα γεγονότα των υποθέσεων αναφέρθηκαν με λεπτομέρεια από το Κακουργιοδικείο και δεν έχουμε πρόθεση να τα επαναλάβουμε, θα περιοριστούμε μόνο συνοπτικά να αναφέρουμε τα ακόλουθα.
Στην κατοχή του εφεσείοντα και του πρώην κατηγορούμενου 2 περιήλθε αριθμός επιταγών που ανήκαν σε τρίτους, τις οποίες πλαστογράφησαν και κυκλοφόρησαν αποσπώντας με ψευδείς παραστάσεις χρήματα και εμπορεύματα.
Για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, κατά το 2ο εξάμηνο του 1988, ο εφεσείων και ο πρώην κατηγορούμενος 2 συστηματικά και ακολουθώντας περίπου στερεότυπη μέθοδο, είτε πλαστογραφούσαν τις επιταγές των τρίτων τις οποίες και κυκλοφορούσαν αποσπώντας με ψευδείς παραστάσεις χρήματα και εμπορεύματα, είτε χρησιμοποιούσαν δικές τους επιταγές που δεν είχαν αντίκρυσμα, είτε χρησιμοποιούσε ο ένας επιταγή του άλλου, την οποία οπισθογραφούσε και εξαργύρωνε. Με αυτό τον τρόπο ο εφεσείων από μόνος του απόσπασε συνολικά το ποσό των £3,050 και μαζί με τον πρώην κατηγορούμενο 2 απόσπασαν το ποσό των £7,500 περίπου.
Μετά τον εντοπισμό και τη σύλληψη του εφεσείοντα και των άλλων συγκατηγορούμενων του, οι υποθέσεις της πλαστογραφίας επιταγών διερευνήθηκαν και οι συλληφθέντες αφέθηκαν ελεύθεροι.
Μετά την απόλυση του ο εφεσείων και ο πρώην κατηγορούμενος 2 πλαστογράφησαν δυο διαβατήρια, ένα για τον καθένα, με σκοπό τη διαφυγή τους από την Κύπρο. Τα διαβατήρια αυτά τα χρησιμοποίησαν και πέτυχαν την έξοδο τους από την Κύπρο. Αργότερα ο εφεσείων και ο πρώην κατηγορούμενος 2 επέστρεψαν στην Κύπρο με κότερο που έπαθε βλάβη έξω από το λιμάνι της Πάφου και κατ' ακολουθία τόσο ο εφεσείων όσο και ο πρώην κατηγορούμενος 2 συλλήφθηκαν.
Η παρούσα έφεση βασίζεται στο λόγο ότι η ποινή φυλάκισης 21/2 χρόνων που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα είναι υπερβολική.
Κατά την ακρόαση της έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε πως η ποινή είναι υπερβολική επειδή το εκδίκασαν την υπόθεση Κακουργιοδικείο δεν έλαβε δεόντως υπόψη τους οικογενειακούς παράγοντες, συνθήκες και περιστάσεις του εφεσείοντα, καθώς επίσης και τη μεταμέλεια του. Αναπτύσσοντας την επιχειρηματολογία του υπόβαλε πως ο εφεσείων κατά τον ουσιώδη χρόνο αντιμετώπιζε σωρεία οικονομικών δυσχεριών και απειλείτο με ολοκληρωτική οικονομική καταστροφή, γεγονός που συνέτεινε στο να παρασυρθεί από τους άλλους συγκατηγορούμενούς του. Ο κ. Πισσάς παραπονέθηκε επίσης ότι το Κακουργιοδικείο δεν διαφοροποίησε την ποινή που επέβαλε, προς όφελος του εφεσείοντα, το παράπονο όμως αυτό τελικά αποσύρθηκε.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την εφεσίβλητη υποστήριξε την απόφαση του Κακουργιοδικείου και υπόβαλε, μεταξύ άλλων, πως καμιά αρχή δικαίου δεν έχει παραβιαστεί στην παρούσα υπόθεση και πως η επιβληθείσα στον εφεσείοντα ποινή δεν είναι υπερβολική ή λανθασμένη, εν όψει των γεγονότων της βαρύτητας και της σωρείας των αδικημάτων που διάπραξε ο εφεσείων.
Ο προσδιορισμός της ποινής αποτελεί κατ' εξοχή ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Εφετείο επεμβαίνει εκεί που η ποινή κρίνεται έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής και το στοιχείο της υπερβολής εξάγεται με αντικειμενικά κριτήρια. (Βλ. Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1983) 2 Α.Α.Δ. 245, σελ. 249,250).
Στην υπό κρίση υπόθεση η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εμπεριστατωμένη. Μεταξύ άλλων αναφέρεται στη σοβαρότητα των αδικημάτων και στην ανάγκη επιβολής αυστηρών ποινών όπως επανειλημμένα τονίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Επίσης από την πληθώρα των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αναφέρονται σε πλαστογραφία, κυκλοφορία πλαστών εγγράφων και απόσπαση χρημάτων και εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε ενδεικτικά στις υποθέσεις Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (1979) 2 Α.Α.Δ. 221, Κωνσταντινίδη ν. Δημοκρατίας (1978) 2 Α.Α.Δ. 337, Μιχαηλίδη ν. Δημοκρατίας (1984) 2 Α.Α.Δ. 463, που σχετίζονται πιο άμεσα με τραπεζικές επιταγές και εξέτασε το μέγεθος της ποινής που επιβλήθηκε. Ακολούθως αναφέρθηκε στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα όπως αυτές περιγράφονται σε έκθεση κοινωνικής έρευνας και έλαβε ιδιαίτερα υπόψη πως ο εφεσείων, υδραυλικός το επάγγελμα, ήταν 40 χρονών με λευκό ποινικό μητρώο, καλός οικογενειάρχης και εργατικός άνθρωπος. Ακόμα έλαβε υπόψη πως ο εφεσείων είναι νυμφευμένος και πατέρας δυο ανηλίκων θυγατέρων. Επίσης ασχολήθηκε με τις εισηγήσεις του δικηγόρου του εφεσείοντα περί της μεταμέλειας και της συνεργασίας του εφεσείοντα με τις αστυνομικές αρχές και κατάληξε στην ανάγκη επιβολής άμεσης ποινής φυλάκισης, τονίζοντας πως τα αδικήματα που ήταν υπό κρίση, εκτός του ότι θυματοποιούν αθώους πολίτες, υπονομεύουν την εμπιστοσύνη που είναι απαραίτητη στις οικονομικές συναλλαγές και αποσταθεροποιούν βασικούς θεσμούς που διέπουν τις οικονομικές σχέσεις των ανθρώπων.
Προσεγγίζοντας το έργο της επιμέτρησης της ποινής το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο ρόλο και την εμπλοκή των κατηγορουμένων στη διάπραξη των αδικημάτων, στη σωρεία των αδικημάτων που διάπραξαν ο εφεσείων και ο πρώην κατηγορούμενος 2 και στα σημαντικά ποσά που καρπώθηκαν σε σύγκριση με τα τρία αδικήματα που διάπραξε ο τρίτος κατηγορούμενος και ο οποίος δεν καρπώθηκε οτιδήποτε. Ακολούθως έκρινε πως εδικαιολογείτο διαφοροποίηση της ποινής μεταξύ των τριών κατηγορουμένων κατά τρόπο που η ποινή που θα επιβαλλόταν στον εφεσείοντα, του οποίου ο ρόλος και η εμπλοκή χαρακτηρίστηκαν περίπου οι ίδιοι με του πρώην κατηγορούμενου 2, θα ήταν επιεικέστερη λόγω του λευκού του ποινικού μητρώου, σε αντίθεση με τον πρώην κατηγορούμενο 2 που είχε προηγούμενες καταδίκες και διάπραξε επιπρόσθετα αδικήματα, άλλα από εκείνα που σχετίζονται με τις επιταγές και την κυκλοφορία τους.
Εξετάσαμε με προσοχή την απόφαση του Κακουργιοδικείου, καθώς επίσης και όλα όσα αναφέρθησαν ενώπιον μας από τους ευπαίδευτους συνηγόρους και βρίσκουμε πως όλα τα στοιχεία που σχετίζονται με τις αρχές που διέπουν την επιβολή ποινής λήφθηκαν υπόψη και δεν υπάρχει οτιδήποτε που να οδηγεί στο συμπέρασμα πως η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα είναι έκδηλα υπερβολική ή ότι το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να δώσει τη δέουσα βαρύτητα στις προσωπικές και οικογενειακές του συνθήχες. Απεναντίας, έχοντας υπόψη τα γεγονότα και τα περιστατικά των αδικημάτων που μαρτυρούν οργάνωση και σχεδιασμό, με αποτέλεσμα ο εφεσείων να αποσπάσει χρήματα και εμπορεύματα χιλιάδων λιρών, βρίσκουμε πως η ποινή που του επιβλήθηκε είναι μάλλον επιεικής και με μεγάλο δισταγμό δεν προβαίνουμε στην αύξηση της.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.