ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Αντ. Αριστείδου (κα) με Μ. Θεριστή (κα), για τον Αιτητή. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2023-07-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΛΕΩΝΙΔΑ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI v. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 31/5/2023 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ, Πολιτική Αίτηση Αρ. 85/2023, 20/7/2023 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2023:D261

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 85/2023)

 

 

20 Ιουλίου, 2023

 

 

[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ                       ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/64)

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ                ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΛΕΩΝΙΔΑ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 31/5/2023 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΣΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ A. MESSIOS & SONS LTD ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 10/2/2023 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΜΕ ΑΡ. 364/2022.

 

________________________________________________

 

 

   Αντ. Αριστείδου (κα) με Μ. Θεριστή (κα), για τον Αιτητή.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

                                        (Ex-tempore)

 

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Στις 10/2/2023, στο πλαίσιο της Αγωγής με αρ. 364/2022, οι Ενάγοντες καταχώρισαν μονομερώς στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού Αίτηση για έκδοση Προσωρινού Διατάγματος. Το Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι δεν δικαιολογείτο η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων μονομερώς, έδωσε οδηγίες για επίδοση της Αίτησης. Ακολούθησε η επίδοση και η καταχώριση ένστασης από την άλλη πλευρά και η Αίτηση εκδικάστηκε. Το Κατώτερο Δικαστήριο με την Απόφαση του ημερ. 31/5/2023 έκρινε ότι δικαιολογείτο η έκδοση Διατάγματος δια του οποίου απαγορευόταν στον Εναγόμενο/Αιτητή να εγγράψει οποιαδήποτε επιβάρυνση, είτε δικαστική απόφαση, είτε memo, δυνάμει της δικαστικής απόφασης ημερ. 29/7/2008, η οποία είχε εκδοθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στο πλαίσιο των συνενωμένων Αγωγών με αρ. 5770/1997 και 5126/1998, μέχρι εκδίκασης της έφεσης του Εναγόμενου κατά της απόφασης ημερ. 30/12/2019, η οποία εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στο πλαίσιο της Γενικής Αίτησης με αρ. 128/2016.

Με την παρούσα Αίτηση ο Αιτητής ζητά να του δοθεί άδεια για καταχώριση Αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για την ακύρωση του πιο πάνω ενδιάμεσου Διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ημερ. 31/5/2023. Επίσης, ζητά την έκδοση διατάγματος αναστολής της ισχύος του εν λόγω Διατάγματος, καθώς και κάθε διαδικασίας στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού που απορρέει από το εκδοθέν Διάταγμα, εκκρεμούσης της παρούσας Αίτησης και/ή μέχρι της αποπεράτωσης της διαδικασίας στο Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Η Αίτηση συνοδεύεται από Έκθεση και από Ένορκη Δήλωση του Αιτητή.

 

Προτού αναφερθώ στους Λόγους επί των οποίων βασίζεται το αίτημα για θεραπεία θα πρέπει να γίνει αναφορά στο ιστορικό της υπόθεσης.

 

Η παρούσα υπόθεση έχει μακρύ ιστορικό δικαστικών αγώνων. Μια, όσο το δυνατό, σύντομη καταγραφή τους, με βάση τα όσα προκύπτουν από την Ένορκη Δήλωση του Αιτητή και τα επισυνημμένα σε αυτή τεκμήρια, κρίνεται αναγκαία για σκοπούς καλύτερης αντίληψης των όσων εγείρονται.

 

·        Στις 29/8/1997 ο Αιτητής καταχώρισε στο Ε.Δ. Λεμεσού εναντίον της εταιρείας A. Messios & Sons Ltd (εφεξής «η Εταιρεία») την Αγωγή υπ' αρ. 5770/1997. Βάση της εν λόγω Αγωγής ήταν η από μέρους της Εταιρείας παράβαση της συμφωνίας αντιπαροχής, ημερ. 23/4/1990, που συνήφθη μεταξύ τους.

·        Η Εταιρεία καταχώρισε εναντίον του Αιτητή την Αγωγή με αρ. 5126/1998. Αμφότερες οι Αγωγές με αρ. 5770/1997 και 5126/1998 συνενώθηκαν και συνεκδικάστηκαν και στις 29/8/2007 εκδόθηκε απόφαση (εφεξής «η απόφαση ημερ. 29/8/2007»). Με την εν λόγω απόφαση επιδικάστηκαν υπέρ του Αιτητή στην Αγωγή 5770/1997 διάφορα ποσά ως αποζημιώσεις και επίσης εκδόθηκε διάταγμα ειδικής εκτέλεσης της συμφωνίας αντιπαροχής. Ειδικότερα, επιδικάστηκε, μεταξύ άλλων, εναντίον της Εταιρείας το ποσό των €69.968 (ΛΚ 40.951), πλέον τόκοι 8% από 29/8/1997 μέχρι εξόφλησης, ως αποζημιώσεις για κακοτεχνίες. Το μέρος αυτό της απόφασης, καθώς και εκείνο που αφορά στην ειδική εκτέλεση της συμφωνίας αντιπαροχής, παραμένουν μέχρι σήμερα το αντικείμενο της διαφοράς με την Εταιρεία.

·        Στις 11/11/2010 ο Αιτητής συνήψε με την Εταιρεία συμφωνία διευθέτησης (εφεξής «η συμφωνία διευθέτησης») τόσο του χρηματικού μέρους της απόφασης, ημερ. 29/8/2007, όσο και του διατάγματος ειδικής εκτέλεσης.

·        Επειδή υπήρχε διαφωνία αναφορικά με το θέμα των αποζημιώσεων για τις κακοτεχνίες και επειδή η Εταιρεία εκτέλεσε κάποιες εργασίες για αποκατάσταση των κακοτεχνιών στην αντιπαροχή που ο Αιτητής έλαβε, πλην όμως αυτές εκτελέστηκαν εκτός της περιόδου αναστολής που τέθηκε στην απόφαση ημερ. 29/8/2007, και, ως εκ τούτου, δεν λήφθηκαν υπόψη, έγινε στη συμφωνία διευθέτησης ειδική πρόνοια για το θέμα των κακοτεχνιών.

·        Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι η Εταιρεία παρέβη όρους της συμφωνίας διευθέτησης και, ως αποτέλεσμα, τούτου αυτός τερμάτισε στις 6/6/2014 τη συμφωνία διευθέτησης και ήγειρε εναντίον των Εναγόντων την Αγωγή με αρ. 3263/2015 για αποζημιώσεις. Επιπρόσθετα, έλαβε εναντίον της Εταιρείας διάφορα μέτρα εκτέλεσης της απόφασης ημερ. 29/8/2007 για είσπραξη του υπόλοιπου εξ αποφάσεως χρέους τους, το οποίο, σύμφωνα με τον Αιτητή, ανέρχεται στο ποσό €136.962, 93, πλέον τόκοι.

·        Στις 30/5/2017 εκδόθηκε, κατόπιν σχετικής αίτησης του Αιτητή, διάταγμα από το Ε.Δ. Λεμεσού για άδεια εκτέλεσης της απόφασης, ημερ. 29/8/2007, λόγω παρέλευσης 10 ετών.

·        Ακολούθως, ο Αιτητής προχώρησε σε μέτρα εκτέλεσης της απόφασης ημερ. 29/8/2007 και συγκεκριμένα προχώρησε στην έκδοση εντάλματος κατάσχεσης της κινητής περιουσίας της Εταιρείας (writ).

·        Στις 14/9/2017 η Εταιρεία καταχώρισε αίτηση για ακύρωση του εν λόγω writ και, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, το Ε.Δ. Λεμεσού, δια του τότε Προέδρου του κ. Μαλαχτού, απέρριψε με την απόφαση του ημερ. 9/1/2018 (εφεξής «απόφαση Μαλαχτού ημερ. 9/1/2018») την αίτηση της Εταιρείας για αναστολή εκτέλεσης του εν λόγω writ, επιτρέποντας ουσιαστικά την προώθηση της εκτέλεσής του.

·        Εναντίον της απόφασης Μαλαχτού ημερ. 9/1/2018 καταχωρήθηκε έφεση από την Εταιρεία, η οποία στη συνέχεια αποσύρθηκε και η εν λόγω απόφαση κατέστη τελεσίδικη.

·        Στη συνέχεια το εν λόγω writ επέστρεψε ανεκτέλεστο καθώς η Εταιρεία στερείτο κινητής περιουσίας υποκείμενης σε εκτέλεση.

·        Στις 28/8/2018 ο Αιτητής καταχώρισε εναντίον της Εταιρείας αίτηση για πώληση της ακίνητης της περιουσίας και πάλι ως μέτρο εκτέλεσης της απόφασης ημερ. 29/8/2007.

·        Στις 30/12/2019 στη Γενική Αίτηση με αρ. 128/16 εκδόθηκε διάταγμα με το οποίο ακυρώθηκαν τα memo με αρ. ΕΒ 2003/13 και ΕΒ 3295/15 που είχαν εγγραφεί επί της ακίνητης περιουσίας της Εταιρείας, δυνάμει της απόφασης ημερ. 29/8/2007 (εφεξής «απόφαση Χ. Χαραλάμπους»). Εναντίον του εν λόγω Διατάγματος καταχωρήθηκε από τον Αιτητή έφεση, η οποία εκκρεμεί μέχρι σήμερα.

·        Στις 28/1/2020 ο Αιτητής ενέγραψε εκ νέου την απόφαση ημερ. 29/8/2007 (memo) επί της ακίνητης περιουσίας της Εταιρείας, η οποία έλαβε τον αριθμό ΕΒ 212/20 (εφεξής «το επίδικο memo»), ως μέτρο εκτέλεσης της απόφασης ημερ. 29/8/2007, στη βάση της απόφασης Μαλαχτού, ημερ. 9/1/2018 και του διατάγματος για άδεια εκτέλεσης της εν λόγω απόφασης.

·        Στις 5/11/2020 εκδόθηκε απόφαση στην Αίτηση ημερ. 28/8/2018 για πώληση των ακινήτων της Εταιρείας (εφεξής «η απόφαση Χατζηγιάννη, ημερ. 5/11/2020»), σύμφωνα με την οποία η Αίτηση απερρίφθη.

·        Στις 29/2/2022 η Εταιρεία καταχώρισε την Αγωγή με αρ. 364/2022. Η ουσιαστική αιτούμενη θεραπεία είναι η απόσυρση του επίδικου memo υπ' αρ. ΕΒ 212/20 και η απαγόρευση εγγραφής νέου στη βάση της απόφασης ημερ. 29/8/2007.

·        Στις 10/2/2023 στο πλαίσιο της εν λόγω Αγωγής με αρ. 364/2022 η Εταιρεία καταχώρισε μονομερώς την επίδικη ενδιάμεση Αίτηση για έκδοση Προσωρινού Διατάγματος. Η αιτούμενη θεραπεία στην εν λόγω ενδιάμεση Αίτηση είναι η απαγόρευση εγγραφής οποιασδήποτε επιβάρυνσης και/ή memo στη βάση της απόφασης ημερ. 29/8/2007, καθώς και ακύρωση του επίδικου memo με αρ.                      ΕΒ 212/20.

·        Θεμέλιο της εν λόγω ενδιάμεσης αίτησης της Εταιρείας, όπως προβάλλεται, ήταν η απόφαση ημερ. 30/1/2023, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο της Αγωγής με αρ. 3137/2010, με την οποία εγκρίθηκε το αίτημα της Εταιρείας για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον τους στην εν λόγω Αγωγή, με τον όρο ότι μέχρι τις 28/2/2023 η Εταιρεία θα κατέθετε στο Δικαστήριο τραπεζική εγγύηση υπέρ των πιστωτών τους σε εκείνη την Αγωγή για το ποσό των €172.000, πλέον τόκους και έξοδα. Η Εταιρεία ισχυρίστηκε ότι οι εν λόγω πιστωτές τους καταχώρισαν εναντίον τους αίτηση εκκαθάρισης και ότι, σε περίπτωση που δεν εξασφάλιζαν την εν λόγω εγγυητική, θα εκδίδετο διάταγμα εκκαθάρισης.

·        Στις 31/5/2023 εκδόθηκε το προσβαλλόμενο Διάταγμα, το οποίο διατάσσει τον Αιτητή όπως αποσύρει το memo με αρ. 5/ΕΒ/212/2020, ημερ. 28/1/2020, από το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού και περαιτέρω του απαγορεύει από του να καταθέσει οποιοδήποτε άλλο εμπράγματο βάρος οποιασδήποτε μορφής ή/και memo, βάσει της απόφασης ημερ. 29/7/2008 μέχρι τελικής εκδίκασης της Αγωγής με αρ. 362/2022, ή και μέχρι ανατροπής από το Εφετείο της απόφασης ημερ. 30/12/2019 που εκδόθηκε από το Ε.Δ. Λεμεσού στο πλαίσιο της Γενικής Αίτησης με αρ. 128/2016.

·        Στις 13/6/2023 ο Αιτητής καταχώρισε Έφεση εναντίον της ενδιάμεσης Απόφασης ημερ. 31/5/2023, με την οποία προσβάλλει την ορθότητά της.

 

Επανερχόμενη στους Λόγους επί των οποίων βασίζεται το αίτημα για θεραπεία, αυτοί εξειδικεύονται στους ακόλουθους:

 

(Α)  Το προσβαλλόμενο Διάταγμα με το οποίο διατάχθηκε ο Αιτητής να αποσύρει το memo με αρ. ΕΒ 212/20 και του απαγορεύθηκε να εγγράψει οποιαδήποτε άλλη επιβάρυνση ή memo, δυνάμει της απόφασης ημερ. 29/8/2007, εκδόθηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας και/ή δικαιοδοσίας, καθώς διαλαμβάνει αντιφατικά ευρήματα και/ή συμπεράσματα (α) με την απόφαση Μαλαχτού, ημερ. 9/1/2018, με την οποία αποφασίστηκε ότι ο Αιτητής ουσιαστικά νομιμοποιείται στην εκτέλεση της απόφασης, ημερ. 29/8/2007, δια της έκδοσης και προώθησης εντάλματος κατάσχεσης της κινητής περιουσίας των εναγόντων (writ), (β) με το διάταγμα ημερ. 30/5/2017, με το οποίο δόθηκε άδεια εκτέλεσης της απόφασης, ημερ. 29/8/2007, (γ) με την απόφαση Χατζηγιάννη, ημερ. 5/11/2020, στην αίτηση για εκποίηση της ακίνητης περιουσίας των εναγόντων, με την οποία οι θέσεις του Αιτητή, μεταξύ άλλων, περί παράβασης της συμφωνίας διευθέτησης και μη εξόφλησης του εξ αποφάσεως χρέους των εναγόντων, παρέμειναν αναντίλεκτες και κατέστησαν εύρημα του Δικαστηρίου.

 

(Β) Το Κατώτερο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στην εξέταση των προϋποθέσεων έκδοσης του προσωρινού Διατάγματος, αλλά, καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας του και τελώντας υπό νομική πλάνη, προέβη σε εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων και ευρημάτων επί του πραγματικού και νομικού υποβάθρου των επίδικων θεμάτων, έξω από τις παραμέτρους και νομικό πλαίσιο της εξέτασης έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων βάσει του Άρθρου 32 του Ν. 14/60, καθορίζοντας και διακηρύττοντας σε ενδιάμεσο στάδιο τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των διαδίκων τελεσίδικα.

 

(Γ)   Το Κατώτερο Δικαστήριο καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας του εξέδωσε το αιτούμενο Διάταγμα στην ενδιάμεση αίτηση, το οποίο είναι ταυτόσημο με το αιτούμενο Διάταγμα Α και μέρος του αιτούμενου Διατάγματος Β της Αγωγής των Εναγόντων. Με την έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος σε αυτό το ενδιάμεσο στάδιο το Κατώτερο Δικαστήριο ικανοποίησε το ουσιαστικό ζήτημα στην Αγωγή, που είναι η ακύρωση του επίδικου memo και η απαγόρευση κατάθεσης οποιουδήποτε άλλου memo δυνάμει της απόφασης ημερ. 29/8/2007 προτού οι Ενάγοντες, στο κατάλληλο στάδιο, αποδείξουν την υπόθεση τους, παραβιάζοντας το δικαίωμα του Αιτητή για δίκαιη δίκη.

 

(Δ)    Το Κατώτερο Δικαστήριο καθ' υπέρβαση και/ή έλλειψη δικαιοδοσίας και τελώντας υπό έκδηλη νομική πλάνη εξέδωσε το προσβαλλόμενο Διάταγμα, παρά το γεγονός ότι στις 28/2/2023, ήτοι πριν την έκδοση του προσβαλλόμενου Διατάγματος, είχε λήξει η προθεσμία για κατάθεση της τραπεζικής εγγύησης προς όφελος των πιστωτών. Θεμέλιο της ενδιάμεσης Αίτησης των Εναγόντων ήταν η απόφαση στην Αγωγή με αρ. 3137/2010, ημερ. 30/1/2023, με την οποία εγκρίθηκε το αίτημα των Εναγόντων για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον τους, υπό τον όρο ότι μέχρι τις 28/2/2023 οι Ενάγοντες θα κατέθεταν στο Δικαστήριο τραπεζική εγγύηση υπέρ τους.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή προώθησε τους προαναφερθέντες λόγους με γραπτή αγόρευση.

 

Έχω διεξέλθει με προσοχή την προσβαλλόμενη Απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου, καθώς και ό,τι ο Αιτητής, μέσω της συνηγόρου του, έχει θέσει ενώπιον μου.

 

Οι αρχές που διέπουν την έκδοση Προνομιακών Διαταγμάτων είναι παγιωμένες και χιλιοειπωμένες, ώστε να μην χρειάζεται να λεχθούν πολλά υπό το φως της πλούσιας νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Πρόκειται για δικαιοδοσία που ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ, πάντοτε κατά προνόμιο όταν διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης στην πρωτόδικη διαδικασία (βλ. Αίτηση του Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298 και Perrella (Αρ. 2) (1995)                    1 Α.Α.Δ. 692). Ακόμη και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση δεν χορηγείται άδεια όταν προσφέρεται εναλλακτικό ένδικο μέσο ή θεραπεία που συνήθως είναι αυτό της έφεσης, οι δε εξαιρετικές περιστάσεις για να παρακαμφθεί ο πιο πάνω Κανόνας, θα πρέπει να καταδεικνύεται με επάρκεια ότι συντρέχουν (βλ. Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535 και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878).

 

Έχει πλειστάκις αναφερθεί στη νομολογία ότι είναι στους ώμους του Αιτητή το βάρος να καταδείξει συζητήσιμη υπόθεση. Ενδιαφέρει η νομιμότητα των ελεγχόμενων ενεργειών, αφού δεν μπορεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας να είναι η ορθότητα, ούτε ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.

 

Ό,τι προβάλλεται μέσω του Νομικού Λόγου Α είναι υπέρβαση εξουσίας από το Κατώτερο Δικαστήριο στη βάση ύπαρξης αντιφατικών ευρημάτων και/ή συμπερασμάτων μεταξύ της προσβαλλόμενης Απόφασης και προηγούμενης Απόφασης της «απόφασης Μαλαχτού ημερ. 9/1/2018».

 

Η νομολογία σχετικά με τις περιπτώσεις συγκρουσιακών προνοιών ή αντιφατικότητα μεταξύ των αποφάσεων ισότιμων Δικαστηρίων, στην οποία έγινε αναφορά και από την ευπαίδευτη συνήγορο του Αιτητή στη γραπτή αγόρευσή της, είναι σαφής. Όπου ένα υφιστάμενο διάταγμα αναιρείται από άλλο ομοιόβαθμο Δικαστήριο αναμφίβολα προκύπτει ζήτημα υπέρβασης εξουσίας. Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Russell  Ritchie  κ.ά.  (2008) 1 Α.Α.Δ. 639 είναι σχετικό: 

 

«Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Γεώργιος Χατζηαλεξάνδρου (Αρ. 2) (2000) 1 Α.Α.Δ. 1366, το Δικαστήριο είναι ευαίσθητο στις περιπτώσεις όπου υπάρχει σύγκρουση ή αντιφατικότητα μεταξύ αποφάσεων ισότιμων δικαστηρίων. Αποτελεί κάποιας μορφής υπέρβαση εξουσίας, που εξουδετερώνει την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης.

 

Η ίδια αρχή περί της σύγκρουσης των δύο διαταγμάτων και ο αναιρετικός χαρακτήρας του μεταγενέστερου διατάγματος, σημειώθηκε και στην υπόθεση RCK Sports Ltd (Αρ.1) (1993) 1 Α.Α.Δ. 571, όπου επίσης τονίστηκε ότι το δικαστήριο, εκδίδοντας το διάταγμα που αναιρούσε υφιστάμενο διάταγμα του ίδιου δικαστηρίου, ενήργησε με υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας.

 

Όπως σημειώνεται και στην υπόθεση Αντρέα ν. Takis D. Chamboulides Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 6, αφού οι αιτητές του δεύτερου διατάγματος γνώριζαν την ύπαρξη του ήδη εκδοθέντος συντηρητικού διατάγματος, αντιφατικού προς το διάταγμα που αξίωναν, η επιλογή τους ήταν ενσυνείδητη. Από την άλλη, η έκδοση του νέου αντιφατικού διατάγματος, θέτει την εταιρεία και τους συμβούλους της ενώπιον του διλήμματος σε ποιο από τα δύο διατάγματα να υπακούσουν, βρισκόμενοι έτσι, ούτως ή άλλως, αντιμέτωποι με τυχόν συνέπειες για παρακοή διατάγματος.»

 

 

Στην υπόθεση Γεώργιος Χατζηαλεξάνδρου (Αρ. 2) (2000) 1 Α.Α.Δ. 1366, το Δικαστήριο ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

 

«Με έχει προβληματίσει έντονα η υπόθεση. Το Δικαστήριο είναι ευαίσθητο στις περιπτώσεις όπου υπάρχει σύγκρουση ή αντιφατικότητα μεταξύ αποφάσεων ισότιμων δικαστηρίων. Αποτελεί είδος υπέρβασης εξουσίας, που εξουδετερώνει την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης.»

 

 

Περίπτωση υπέρβασης ή έλλειψης δικαιοδοσίας από το Επαρχιακό Δικαστήριο εξετάστηκε και στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των Miltiades Neophytou Civil Engineering Contractors & Developers Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 129/2015, ημερ. 13/10/2015, ECLI:CY:AD:2015:D673, όπου είχαν εκδοθεί δύο αντιφατικά διατάγματα, το μεν ένα στο πλαίσιο της Αγωγής  υπ' αρ. 4666/2015 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, διάταγμα ημερ. 30/9/2015, με το οποίο, όπως αναφέρεται στην εν λόγω αίτηση, είχε περιοριστεί και αλλοιωθεί ουσιωδώς εκδοθέν διάταγμα, ημερ. 3/4/2015, σε άλλη αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, την υπ' αρ. 1469/2015.  Στην πιο πάνω αίτηση κρίθηκε ότι η διαπιστούμενη εκ πρώτης όψεως αντινομία μεταξύ των δύο αυτών διαταγμάτων, ημερ. 30/9/2015 και 3/4/2015, αντίστοιχα, οδηγούσαν στην κατάληξη ότι επρόκειτο για κατάλληλη περίπτωση για χορήγηση άδειας. Όπως προκύπτει, επρόκειτο για περίπτωση όπου είχαν εκδοθεί διατάγματα από ξεχωριστά Δικαστήρια, στο πλαίσιο ξεχωριστών δικαστικών διαδικασιών.

 

Στην υπόθεση Miltiades Neophytou (πιο πάνω) το Δικαστήριο ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

 

«.. το Δικαστήριο θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στις περιπτώσεις ύπαρξης συγκρουσιακών προνοιών ή αντιφατικότητας, μεταξύ των αποφάσεων ισότιμων δικαστηρίων. Αυτή η ενέργεια αποτελεί μιας μορφής υπέρβασης εξουσίας, που ομολογουμένως, όπως διατύπωσε ο ευπαίδευτος Δικαστής, εξουδετερώνει την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης. Η αναίρεση υφισταμένου διατάγματος από άλλο ομόβαθμο δικαστήριο, ισοδυναμεί με ενέργεια υπερβατική της δικαιοδοσίας, γεγονός που επιτρέπει τη χορήγηση αδείας για καταχώρηση προνομιακού εντάλματος certiorari. ..»

 

 

Παρόμοια ήταν και η περίπτωση στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Μάριου Κοσμά, Πολιτική Αίτηση Αρ. 51/2014, ημερ. 26/3/2014, ECLI:CY:AD:2014:D218. Επρόκειτο, δηλαδή, για περίπτωση δύο συγκρουόμενων διαταγμάτων που είχαν εκδοθεί από ισότιμα Δικαστήρια, στο πλαίσιο δύο διαφορετικών δικαστικών διαδικασιών. Στην εν λόγω απόφαση επαναλήφθηκε ότι:

 

«. όπου υπάρχει σύγκρουση διαταγμάτων που εκδίδονται από διαφορετικά Δικαστήρια, αυτό αποτελεί ένα είδος υπέρβασης δικαιοδοσίας πέραν του γεγονότος ότι δημιουργούνται και ανυπέρβλητα προβλήματα στην όλη διαχείριση των διαταγμάτων από τα Δικαστήρια που τα εξέδωσαν και από τους διαδίκους που οφείλουν να συμμορφωθούν με αυτά.»

 

 

Είναι σημαντικό, για τους σκοπούς εξέτασης των επιχειρημάτων του Αιτητή περί αντιφατικότητας διαταγμάτων, να γίνει αναφορά στα σχετικά γεγονότα. 

 

Η απόφαση Μαλαχτού ημερ. 9/1/2018 αφορούσε αίτηση για ακύρωση εντάλματος κατάσχεσης της κινητής περιουσίας της Εταιρείας (writ), το οποίο ο Αιτητής είχε εκδώσει στο πλαίσιο λήψης μέτρων εκτέλεσης της απόφασης ημερ. 29/8/2007. Το Δικαστήριο, στη βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον του στο πλαίσιο της εκδίκασης της ενδιάμεσης αίτησης, αφού διαπίστωσε ότι το ποσό που αφορούσε σε κακοτεχνίες και είχε καθοριστεί με βάση τη σχετική συμφωνία («η συμφωνία διευθέτησης») με την οποία αναστέλλετο η εκτέλεση της Απόφασης, νοουμένου ότι τηρείτο συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής, δεν είχε πληρωθεί από την Εταιρεία εντός του χρόνου που η Συμφωνία προνοούσε αλλά εκπρόθεσμα και, συνεπώς, κατά παράβαση της, απέρριψε την αίτηση. Έκρινε δε ότι με τον τρόπο που παρουσιάστηκε η αίτηση δεν είχε αφεθεί «ανοικτή η επιλογή στο Δικαστήριο να προβεί σε τυχόν εύρημα» ότι ο Αιτητής είχε παραιτηθεί «του δικαιώματος του να εμμένει στην πιστή τήρηση του όρου που αφορούσε στο χρόνο καταβολής του ποσού που θα αποφάσιζε ο εμπειρογνώμονας».

 

Ακολούθησε στις 30/12/2019 η Απόφαση στην Γενική Αίτηση με αρ. 128/2016 - απόφαση Χ. Χαραλάμπους - με την οποία επιδιώχθηκε η ακύρωση δύο συγκεκριμένων εγγραφών δικαστικής απόφασης (memo) οι οποίες είχαν γίνει από τον Αιτητή. Η διαφορά των διαδίκων στην εν λόγω διαδικασία έγκειτο στο ότι η Εταιρεία ισχυρίζετο ότι η συμφωνία ημερ. 11/11/2010 («η συμφωνία διευθέτησης»), ως προς τον τρόπο αποπληρωμής του χρηματικού μέρους της απόφασης ημερ. 29/8/2007, είχε υλοποιηθεί κατά τρόπο που δεν επέτρεπε τη διατήρηση των εγγραφών στο Κτηματολόγιο, ενώ ο Αιτητής ισχυρίζετο ότι παρέμεναν οφειλές και υποχρεώσεις προς τον ίδιο οπότε δεν δικαιολογείτο η ακύρωση των εγγραφών. Το Δικαστήριο με βάση την ενώπιον του προσαχθείσα προφορική μαρτυρία κατέληξε σε εύρημα ότι ο Αιτητής είχε παραλάβει τα χρήματα, χωρίς να θέσει ποτέ ζήτημα για εκπρόθεσμη καταβολή ή θέμα επιστροφής στην αρχική απόφαση, επικαλούμενος τον χρόνο πληρωμής του ποσού που καθόρισε ο εμπειρογνώμονας για τις κακοτεχνίες. Στη βάση δε αυτού του ευρήματος έκρινε ότι υπήρξε παραίτηση για το θέμα του χρόνου από πλευράς του Αιτητή και ότι αυτός κωλύετο να το εγείρει αφού, όπως τέθηκε, θα ήταν ανεπιεικές να του επιτραπεί να επανέλθει στις πρόνοιες της αρχικής απόφασης όσον αφορά το οικονομικό μέρος. Δεν παρέλειψε το Δικαστήριο στην εν λόγω υπόθεση να αναφερθεί και στην απόφαση Μαλαχτού επισημαίνοντας ότι, ενώ στην προκείμενη περίπτωση το θέμα του χρόνου είχε απαντηθεί τόσο με μαρτυρία όσο και με επιχειρήματα, εκεί (στην απόφαση Μαλαχτού) η Εταιρεία δεν είχε εγείρει το ζήτημα παραίτησης εκ μέρους του Αιτητή και πως με τον τρόπο που είχε παρουσιαστεί η αίτηση για ακύρωση μέτρου εκτέλεσης δεν «αφέθηκε ανοικτή η επιλογή στο Δικαστήριο να προβεί σε τυχόν εύρημα» ότι ο Αιτητής είχε παραιτηθεί του δικαιώματος να εμμένει στην πιστή τήρηση του όρου που αφορούσε το χρόνο καταβολής του ποσό σχετικά με τις κακοτεχνίες.

 

Όσον αφορά την απόφαση Χατζηγιάννη, ημερ. 5/11/2020, αυτή αφορούσε αίτηση για πώληση ακινήτου το οποίο βαρύνετο με το memo ΕΒ 3295/15. Το Δικαστήριο, στη βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον του μόνο από πλευράς Αιτητή εφόσον κρίθηκε ότι δεν είχε καταχωριστεί νομότυπη ένσταση, απέρριψε την αίτηση στη βάση του ότι δεν υφίστατο, κατά το χρόνο έκδοσης του εντάλματος πώλησης, εν ισχύι memo ενόψει του γεγονότος ότι το εν λόγω memo είχε ακυρωθεί με την απόφαση Χ. Χαραλάμπους, ημερ. 30/12/2019.

 

Στις 29/2/2022 η Εταιρεία καταχώρισε εναντίον του Αιτητή την Αγωγή με αρ. 364/2022 με την οποία αξιώνει, μεταξύ άλλων, διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται στον Αιτητή να εγγράψει οποιαδήποτε επιβάρυνση ή δικαστική απόφαση (memo) δυνάμει της απόφασης ημερ. 29/7/2008, ή μέχρι εκδίκασης της έφεσης του Αιτητή κατά της απόφασης ημερ. 30/12/2019, που εκδόθηκε στο πλαίσιο της Γενικής Αίτησης με αρ. 128/2016, διάταγμα  με το οποίο να ακυρώνονται συγκεκριμένες εγγραφές δικαστικής απόφασης (memo).  Ο βασικός ισχυρισμός της Εταιρείας στην εν λόγω Αγωγή είναι ότι, ενώ έχει εξοφλήσει κάθε χρηματική της οφειλή με βάση την απόφαση ημερ. 29/7/2008 και/ή με βάση τη συμφωνία διευθέτησης ημερ. 11/11/2010, ο Αιτητής προχώρησε στην εγγραφή επιβαρύνσεων επί της περιουσίας της Εταιρείας. Στο πλαίσιο της εν λόγω Αγωγής  η Εταιρεία καταχώρισε ενδιάμεση Αίτηση για έκδοση Προσωρινού Διατάγματος και μέσω της προσβαλλόμενης Απόφασης εξασφάλισε διάταγμα που διατάσσει τον Αιτητή να αποσύρει το memo ΕΒ 212/20 και ταυτόχρονα διάταγμα που του απαγορεύει να εγγράψει οποιαδήποτε άλλη επιβάρυνση.

 

Υποστηρίζει ο Αιτητής ότι με την απόφαση Μαλαχτού αποφασίστηκε ότι ο Αιτητής νομιμοποιείται στην προώθηση μέτρων εκτέλεσης της απόφασης ημερ. 29/8/2007, ενώ με την προσβαλλόμενη Απόφαση αποφασίστηκε ότι κωλύεται ο Αιτητής στη λήψη μέτρων εκτέλεσης της εν λόγω Απόφασης.

 

Δεν συμφωνώ, με κάθε σεβασμό, με την ως άνω εισήγηση. Η απόφαση Μαλαχτού αφορούσε σε απόρριψη μιας αίτησης για ακύρωση μέτρου εκτέλεσης και τίποτα άλλο. Όσον δε αφορά την προσβαλλόμενη Απόφαση, το Κατώτερο Δικαστήριο αφού έκρινε ότι υφίσταντο οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν.14/60, εξέδωσε τα ως άνω αναφερόμενα προσωρινά διατάγματα. Είναι σαφές από μια απλή αντιπαραβολή των δύο πιο πάνω Αποφάσεων - και αυτός είναι και ο μόνος τρόπος εξέτασης ζητήματος αντιφατικότητας μεταξύ δύο διαταγμάτων - ότι δεν ευρισκόμεθα ενώπιον περίπτωσης ύπαρξης δύο αντιφατικών διαταγμάτων υπό την έννοια ότι το μεταγενέστερο διάταγμα αναιρεί το προηγούμενο. Στην απόφαση Μαλαχτού δεν εκδόθηκε οποιοδήποτε διάταγμα. Απλώς απερρίφθη η αίτηση. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με την απόφαση Χατζηγιάννη, ημερ. 5/11/2020.

 

Επιπλέον, η κάθε αίτηση έχει κριθεί στη βάση των δικών της δεδομένων και της μαρτυρίας που έχει, κατά περίπτωση, προσκομισθεί. Και τούτο ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι και οι δύο διαδικασίες περιστρέφονται γύρω από την ίδια τη δικαστική Απόφαση και την ίδια συμφωνία διευθέτησης.

 

Η προσπάθεια του Αιτητή να εντοπίσει την ύπαρξη διαφορετικών ή, καλύτερα, συγκρουόμενων αναφορών στις δύο πιο πάνω αποφάσεις,                    δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεμελιώσει ζήτημα ύπαρξης συγκρουόμενων ή αντιφατικών διαταγμάτων, όπως αυτό η νομολογία το έχει καθορίσει.

 

Όσον δε αφορά τους υπόλοιπους Λόγους Β, Γ και Δ που αφορούν σε ισχυρισμούς ότι το Κατώτερο Δικαστήριο προέβη σε διάγνωση της ουσίας της Αγωγής, προβαίνοντας σε εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων και ευρημάτων επί του πραγματικού και νομικού υποβάθρου των επίδικων θεμάτων έξω από τις παραμέτρους εξέτασης βάσει του Άρθρου 32 του Ν.14/60, καθώς και ότι με την έκδοση διατάγματος ταυτόσημου με το αιτούμενο διάταγμα Α και μέρος του αιτούμενου διατάγματος Β της Αγωγής  το Κατώτερο Δικαστήριο ικανοποίησε από το ενδιάμεσο στάδιο ουσιαστικό ζήτημα της υπόθεσης, είναι σαφές ότι στην πραγματικότητα αυτό που επιχειρείται είναι ο έλεγχος της ορθότητας της Απόφασης του Κατώτερου Δικαστηρίου.

 

Είναι πρόδηλο, λοιπόν, ότι μέσω της προβολής των πιο πάνω στη βάση της έκδηλης, κατά τον Αιτητή, νομικής πλάνης, ό,τι εν προκειμένω επιδιώκεται είναι ο έλεγχος της ορθότητας της Απόφασης του Κατώτερου Δικαστηρίου. Tα όσα ο Αιτητής επικαλείται, με κάθε σεβασμό, δεν στοιχειοθετούν ούτε για σκοπούς παροχής άδειας ότι το Κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε κατά νομική πλάνη τέτοιας φύσεως ή κατά άλλο τρόπο που να καθιστά την απόφαση του ελεγχόμενη ως προς τη νομιμότητα της. Όσα αποδίδονται στην υπό κρίση Απόφαση, ακόμη και αν αξιολογούνταν ως σφάλματα, θα αποτελούσαν νομικά σφάλματα που θα καθιστούσαν την απόφαση του μη ορθή, ελεγχόμενη στο τέλος με έφεση. Όπως αναφέρεται στη νομολογία, τυχόν λανθασμένη ερμηνεία νόμου ή λανθασμένη αντίληψη του Δικαστηρίου δεν ελέγχεται με Προνομιακό Ένταλμα Certiorari, αλλά ελέγχεται ως προς την ορθότητα της με το ένδικο μέσο της έφεσης                      (βλ. Πέτρου Αρτέμη: Προνομιακά Εντάλματα, σελ. 127-128, Αίτηση της Μουστερή κ.ά., Πολιτική Αίτηση Αρ. 150/2017, ημερ. 24/10/2017, ECLI:CY:AD:2017:D367, Αίτηση της Content Union S.A., Πολιτική Αίτηση Αρ. 64/2018, ημερ. 11/6/2018, ECLI:CY:AD:2018:D286 και Αίτηση Γενικού Εισαγγελέα, Πολιτική Αίτηση Αρ. 24/2020, ημερ. 10/3/2020, ECLI:CY:AD:2020:D96). Όπως τονίστηκε επανειλημμένα, το κατάλοιπο εξουσίας δεν αποτελεί μέσο για τον έλεγχο της ορθότητας των αποφάσεων πρωτόδικων Δικαστηρίων και ούτε μπορεί να αφεθεί η διαδικασία να χρησιμοποιηθεί ως έφεση υπό μεταμφίεση (βλ.  Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 116, Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42 και Daventree Trustees Ltd (2005) 1(A) Α.Α.Δ. 712).

 

Ούτε ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί υπέρβασης και/ή έλλειψης εξουσίας και/ή δικαιοδοσίας μπορεί, στην προκείμενη περίπτωση, να έχει οποιαδήποτε βάση. Όπως είναι νομολογημένο, «εκεί που το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αποφασίσει ένα ζήτημα, δε θεωρείται ότι έχει εξέλθει του πεδίου της δικαιοδοσίας του απλώς και μόνο γιατί παρεμπιπτόντως ερμήνευσε λανθασμένα ένα νομοθέτημα» (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Γεώργιου Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ 207).

 

Όπως λέχθηκε στην υπόθεση R. v. Minister of Health [1938] 4 All E.R. 32:

"Where the proceedings are regular upon their face and the magistrates had jurisdiction, the superior court will not grant the writ of certiorari on the ground that the court below has misconceived a point of law. When the court below has jurisdiction to decide a matter, it cannot be deemed to exceed or abuse its jurisdiction, merely because it incidentally misconstrues a statute ..........."

 

Επιπλέον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η προσβαλλόμενη Απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου, όπως και κάθε άλλη ενδιάμεση απόφαση, μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει αντικείμενο έφεσης. Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι αυτό έχει ήδη πράξει ο Αιτητής εφόσον, όπως ο ίδιος αναφέρει στην ένορκη δήλωση του, έχει από τις 13/6/2023 καταχωρίσει έφεση εναντίον  της προσβαλλόμενης Απόφασης προσβάλλοντας, όπως το θέτει, την ορθότητά της.

 

Στη βάση των πιο πάνω, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση και/ή συζητήσιμο θέμα. Ούτε έχω ικανοποιηθεί ότι ο Αιτητής με τα όσα έχει πιο πάνω αναφέρει και με δεδομένη τη δυνατότητα έφεσης, έχει καταδείξει την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων που να δικαιολογούν τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

 

Ως εκ τούτου, η υπό κρίση Αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

                                              Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

                       Δ.

 

                            


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο